Πληροφορίες
Η Οξύνεια είναι χωριό της βορειοδυτικής Θεσσαλίας, που διοικητικά υπάγεται στην δημοτική ενότητα Χασίων, του δήμου Μετεώρων, της Περιφερειακής Ενότητας Τρικάλων (πρώην νομός Τρικάλων). Χαρακτηρίζεται ως αγροτικός ορεινός οικισμός που καταλαμβάνει επιφάνεια έκτασης, 29 χλμ² και είναι κτισμένος σε υψόμετρο 520 μέτρων. Σύμφωνα με την απογραφή που διενεργήθηκε από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) το 2021, οι μόνιμοι κάτοικοι ανέρχονταν στους 357, με την πυκνότητα πληθυσμού να ορίζονταν στους 12,31 κατοίκους ανά χλμ². Το χωριό γειτνιάζει με άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα χωριά, όπως, στα νότια με τον Ξηρόκαμπο, στα νοτιοανατολικά με την Μύκανη, στα βορειανατολικά με το Αγιόφυλλο, στα βορειοδυτικά με τους Σταγιάδες και την Αγναντιά, και στα δυτικά με το Κακοπλεύρι.
Γεωγραφικά - ιστορικά στοιχεία
Η Οξύνεια βρίσκεται προς τα βόρεια όρια με την Περιφερειακή Ενότητα Γρεβενών, στους νότιους πρόποδες των Ορέων Αντιχάσια σε υψόμετρο 520 μέτρα. Απέχει περίπου 43 χλμ. ΒΔ. από τα Τρίκαλα και 22 χλμ. ΒΔ. την Καλαμπάκα (έδρα του δήμου). Το χωριό είναι κτισμένο σε περιοχή που περικλείεται από 14.000 στρ. δρυών και πλατάνων, ενώ από το ύψωμα «Καλόγεροι» είναι ορατά τα Μετέωρα και ο Όλυμπος. Ανατολικά του περνάει ο χείμαρρος Μύκανι ενώ βορειοδυτικά προς τον οικισμό Κακοπλεύρι βρίσκεται το σπήλαιο «Γκιγκόρος». Αναφέρεται από την περίοδο της Τουρκοκρατίας με την ονομασία Μερίτσα (ήμερο μέρος, ετυμολογούν οι ντόπιοι) και οι κάτοικοί του ασχολούνται κυρίως γεωργοκτηνοτρόφοι, ενώ κάποιοι απασχολούνται στον κυλινδρόμυλο της Μύκανης και τη μονάδα τυροκομικών προϊόντων. Κοντά στο χωριό έχουν εντοπιστεί αρχαία λείψανα ενώ η εκκλησία του Αγίου Γεωργίουέχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. "Πρόκειται για επιμήκη ναό, αποτελούμενο από δύο συνεχόμενα μονόχωρα τμήματα στεγαζόμενα με τρούλλους, με καμαροσκεπή νάρθηκα στη δυτική πλευρά, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της περιοχής της Πίνδου. Εσωτερικά είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες που φιλοτεχνήθηκαν από τους Χιοναδίτες ζωγράφους Κωνσταντίνο και Μιχαήλ Μιχαήλ και Ιωάννη το 1779, σύμφωνα με επιγραφή στη νότια είσοδο" Σιδηροδρομικός Σταθμός Οξύνειας
Διοικητικές μεταβολές
Τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν μετά την επικύρωση της Συμφωνίας της Κωνσταντινούπολης τον Ιούλιο του 1881, το ελληνικό κράτος αναδιαμόρφωσε την διοικητική διαίρεση των νέων προσαρτημένων εδαφών. Ως εκ τούτου, το 1883, με βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ: 126/Α/02-04-1883) επικυρώθηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή, οι διοικητικές αλλαγές και τα όρια, των νομών, δήμων και κοινοτήτων, αυτών των εδαφών . Έτσι, έπαψαν να υφίστανται και επίσημα οι διοικητικές διαιρέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο ίδιο διάταγμα αναφέρεται ότι, ο νομός Τρικάλων αποτελούνταν από τρεις επαρχίες: (α) Τρικάλων, (β) Καλαμπάκας και (γ) Καρδίτσας. Κάθε επαρχία διαιρέθηκε σε δήμους. Οι πρώτες δύο αριθμούσαν, η κάθε μία, από 7 και η τελευταία 13. Ο νεοσύστατος, τότε, δήμος Οξύνειας είχε πρωτεύουσα την Μερίτσα και περιελάβανε 10 χωριά/οικισμούς: (α) Μερίτσα (σημερινή Οξύνεια), (β) Βουτάδες (ακατοίκητος), (γ) Κακοπλεύρι, (δ) Σταγιάδες, (ε) Όστροβος (σημερινή Αγναντιά), (στ) Βελεμίστι (σημερινό Αγιόφυλλο), (ζ) Φλιάκα Κερασιάς (σημερινός Θεοτόκος), (η) Βουρλοχώρι (σημερινή Αχλαδιά), (θ) Τσιούγκουρον (σημερινό Άγιος Δημήτριος) και (ι) Γαύροβον (σημερινός Γαύρος). Ο δήμος, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, υπάγονταν στην Επαρχία Καλαμπάκας, μαζί με τους δήμους: (α) Αιγίνιο, (β) Χαλκίδος, (γ) Λάκμωνος, (δ) Καστανιάς, (ε) Μαλακασίου και (στ) Τυμφαίων. Το 1889 , στον δήμο Οξύνειας προσαρτάται και ο οικισμός Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Σταγιάδων), όπου λίγα χρόνια αργότερα μαζί και με τον οικισμό Βουτάδες καταργούνται, παύουν να υφίστανται, λόγω του ότι εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους. Το 1912 , όλα τα χωριά (10 στο σύνολο) αποσπάστηκαν από τον δήμο, ο οποίος καταργήθηκε , και στην θέση του συστάθηκαν 10 ομώνυμες κοινότητες. Μία για κάθε χωριό. Η κοινότητα Μερίτσας μετονομάστηκε το 1928, σε κοινότητα Οξύνειας, λόγω της μετονομασίας του ομώνυμου χωριού. Σύμφωνα με το σχέδιο «Καποδίστριας» (1997), η κοινότητα καταργήθηκε και ο οικισμός της προσαρτήθηκε στον δήμο Χασίων , ενώ με το σχέδιο «Καλλικράτης» (2010) έγινε επανασύσταση της κοινότητας, όπου σε αυτήν σήμερα υπάγονται οι οικισμοί: (α) Οξύνεια και (β) Μύκανη.
Απογραφή πληθυσμού
Μετά την επικύρωση της Συμφωνίας της Κωνσταντινούπολης (1881), με βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ: 53/Α/26-06-1881) απεφάνθη η διενέργεια ειδικής απογραφής των νέων προσαρτημένων εδαφών, στην τότε ελληνική επικράτεια. Όπως περιγράφεται στο άρθρο 8, του συγκεκριμένου διατάγματος, η απογραφή είχε χαρακτηριστεί ως πρόχειρη και υπεύθυνος για την ορθότητα των στοιχείων ορίστηκε ο εκάστοτε διορισμένος βασιλικός επίτροπος της περιοχής δικαιοδοσίας που του αναλογούσε. Από την πρώτη απογραφή το 1881 έως και το 1961, το χωριό γνώρισε τεράστια πληθυσμιακή ανάπτυξη (βλ. Πίνακα Α'). Παρά τους ελληνοτουρκικούς (1897 και 1919 – 1922), βαλκανικούς (1912 – 1913) , παγκόσμιους (1914 – 1918 και 1939 – 1945) και εμφύλιους (1946 – 1949) πολέμους που μεσολάβησαν σε αυτό το διάστημα 80 χρόνων, ο πληθυσμός του χωριού εκτινάχθηκε κατά 131%, παρόλο που κανείς θα περίμενε ως άμεσο αποτέλεσμα όλων αυτών, την συρρίκνωσή του. Η μέγιστη τιμή καταγράφηκε στην απογραφή του 1961, όπου το χωριό αριθμούσε 797 κατοίκους, σημειώνοντας συγχρόνως και την πολυπληθέστερη προσθήκη νέων ανθρώπων (+194, αύξηση κατά 32.17%, συγκριτικά με την απογραφή του 1951). Εκ τότε, με μοναδική εξαίρεση την απογραφή του 1981, ο πληθυσμός μειώνεται διαρκώς (βλ. Πίνακα Α' και Πίνακα Β'). Καθοριστικό ρόλο έχουν παίξει: (α) η εσωτερική και η εξωτερική μετανάστευση, (β) οι δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης που επικρατούν στα απομακρυσμένα χωριά και (γ) η επιβράδυνση του ρυθμού νέων γεννήσεων και η αύξηση των θανάτων. Η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε το 2001, όπου απογράφηκαν 136 λιγότεροι μόνιμοι κάτοικοι. Στην τελευταία απογραφή, το 2021, το χωριό κατέγραψε για τέταρτη συνεχόμενη φορά πτώση του μόνιμου πληθυσμού του. Συνολικά απογράφηκαν 357, όπου η πυκνότητα πληθυσμού (βλ. Πίνακα Γ') ορίστηκε στους 12,31 κατοίκους ανά χλμ².
[α] Ως πραγματικός πληθυσμός ορίζεται, ο συνολικός πληθυσμός που για οποιαδήποτε αιτία ήταν παρών την ημέρα απογραφής στον συγκεκριμένο τόπο, είτε αυτός διέμενε μονίμως εκεί, είτε βρέθηκε να διαμένει προσωρινός ή τυχαίως. [β] Από την απογραφή του 1971 και μετά, στα αναρτημένα αρχεία της ψηφιακής βιβλιοθήκης της ΕΛΣΤΑΤ, δεν εντοπίστηκε ο διαχωρισμός του πληθυσμού ως προς το φύλο. [γ] Από την απογραφή του 2021 και μετά, δεν υφίσταται πλέον ως μέτρηση ο πραγματικός πληθυσμός, ο οποίος καταγράφηκε για τελευταία φορά, στην απογραφή του 2011.
[α] Ως μόνιμος πληθυσμός ορίζεται, ο συνολικός πληθυσμός που δήλωσε ως μόνιμη κατοικία του, κατά την απογραφή του, τον συγκεκριμένο τόπο, ανεξάρτητα από το πού βρέθηκε και απογράφηκε στην επικράτεια της χώρας. [β] Από την απογραφή του 1991 και μετά, στις μετρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ συμπεριλαμβάνεται και ο προσδιορισμός του μόνιμου πληθυσμού ενός τόπου. [γ] Από την απογραφή του 2021 και μετά, δεν υφίσταται πλέον ως μέτρηση ο πραγματικός πληθυσμός, ο οποίος καταγράφηκε για τελευταία φορά, στην απογραφή του 2011.
[α] Η πυκνότητα του πληθυσμού ενός τόπου ορίζεται ως, ο αριθμός των κατοίκων που ζουν σε ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο και υπολογίζεται εάν διαιρέσουμε τον πληθυσμό του τόπου με την έκτασή του. Εκφράζεται σε κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. [β] Από την απογραφή του 1951 και μετά, στα επίσημα έγγραφα συμπεριλαμβάνεται και η πυκνότητα του πληθυσμού ενός τόπου. [γ] Από την απογραφή του 2021 και μετά, δεν υφίσταται πλέον ως μέτρηση ο πραγματικός πληθυσμός, ο οποίος καταγράφηκε για τελευταία φορά, στην απογραφή του 2011.