Πληροφορίες
Ο Δήμος Πυλαίας - Χορτιάτη είναι δήμος της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας που συστάθηκε την 1η Ιανουαρίου 2011, με τη συνένωση των προϋπαρχόντων δήμων Πανοράματος, Πυλαίας και Χορτιάτη.
Γενική Περιγραφή
Αποτελεί προαστιακό δήμο της πόλης της Θεσσαλονίκης. Εκτείνεται από το όρος Χορτιάτη έως τον Θερμαϊκό Κόλπο. Στα γεωγραφικά του όρια εντάσσονται τα δάση Σέιχ Σου, Χορτιάτη και Κουρί. Διαθέτει περιοχές εξαιρετικού φυσικού κάλους και μια ανεκμετάλλευτη ακόμη παραλιακή ζώνη. Περιλαμβάνει την αστική περιοχή: Πυλαία και τις περιαστικές: Πανόραμα, το οποίο αποτελεί την έδρα του Δήμου, Φίλυρο, Ασβεστοχώρι, Εξοχή και τον ιστορικό Χορτιάτη, που είναι κτισμένος στους πρόποδες του ομώνυμου όρους και αποτελεί την ιστορική έδρα του δήμου. Ο πραγματικός πληθυσμός του δήμου, βάσει της Απογραφής του 2021 ανέρχεται σε 72.384 κατοίκους, ενώ καταλαμβάνει έκταση περίπου 155,8 τ.χλμ. Γειτνιάζει με το Αεροδρόμιο Μακεδονίας και τους μεγάλους οδικούς άξονες της Θεσσαλονίκης. Εντός των γεωγραφικών του ορίων εδρεύουν μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, δημόσιοι εθνικοί και ευρωπαϊκοί οργανισμοί, δημόσια, ιδιωτικά και διεθνή εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης, Νοσοκομεία και μεγάλες Κλινικές. Επίσης, δραστηριοποιούνται τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Βορείου Ελλάδας, ξενοδοχεία και πλήθος μικρότερων, εμπορικών κυρίως, επιχειρήσεων.
Ιστορία
Η ανθρωπογενής δραστηριότητα στους έξι οικισμούς που συνθέτουν σήμερα το δήμο, αποδεικνύεται μέσα από γραπτές μαρτυρίες και μνημεία που διασώθηκαν από την αρχαιότητα για τους οικισμούς Πυλαίας και Χορτιάτη και τις νεότερες ιστορικές περιόδους για τους άλλους οικισμούς. Ο Δήμος Πυλαίας – Χορτιάτη παρουσιάζει αδιάλειπτη ιστορική εξέλιξη από την αρχαιότητα έως σήμερα, όπως μαρτυρείται από τα διασωθέντα αρχαιολογικά, βυζαντινά και νεώτερα μνημεία του. Παράλληλα, διαθέτει πλούσια πολιτιστική παράδοση, η οποία πέρασε από γενιά σε γενιά και φτάνει στη σημερινή εποχή. Ιδιαίτερα ήθη κι έθιμα, παραδοσιακές ενδυμασίες, τραγούδια και χοροί συνθέτουν την πλούσια πολιτιστική του δράση. Υπό την αιγίδα του δήμου λειτουργούν εργαστήρια καλλιτεχνικής παιδείας και, πιο συγκεκριμένα, Ζωγραφικής, Φωτογραφίας, Μουσικής, Χορού, Θεάτρου κ.ά. Ο σημερινός δήμος ανήκει στους χαρακτηρισμένους μαρτυρικούς δήμους της Ελλάδας. Στην πρόσφατη σχετικά ιστορία του, ο οικισμός Χορτιάτης το 1944, μαζί με άλλες ιστορικές Κοινότητες της χώρας μας, κατέθεσαν το τίμημα για την ελευθερία της Ελλάδας. Το Σεπτέμβριο του 1944 συντελέστηκε μια μεγάλη τραγωδία, το γνωστό Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη. Εκατόν σαράντα εννέα (149) αθώοι κάηκαν ζωντανοί από τα Γερμανικά Στρατεύματα Κατοχής. Η τότε κοινότητα Χορτιάτη κάηκε ολοσχερώς, διαδεχόμενη με τον πιο βάρβαρο τρόπο τα Ολοκαυτώματα της Μουσιωτίτσας, της Παραμυθιάς και των Καλαβρύτων, μόλις δύο μήνες μετά την ομαδική εκτέλεση δεκαεννέα (19) κατοίκων του Ασβεστοχωρίου.
Βασικά Χαρακτηριστικά – Γεωγραφική θέση
Ο Δήμος Πυλαίας – Χορτιάτη ανήκει στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα της ΠΕΘ και στο Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης, όπως αναφέρεται στο Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Σύμφωνα με το Ρυθμιστικό Σχέδιο Θεσσαλονίκης, ο Δήμος Πυλαίας – Χορτιάτη βρίσκεται κεντρικά στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης, σε απόσταση 8 χλμ. βορειοανατολικά του Πολεοδομικού Συγκροτήματος (ΠΣ), μέσα στην ευρύτερη περιοχή Θεσσαλονίκης. Οι δημοτικές ενότητες Πανοράματος και Πυλαίας αποτελούν τμήμα του ΠΣΘ, ενώ η Δημοτική Ενότητα Χορτιάτη αποτελεί το ανατολικό τμήμα της περιαστικής ζώνης της πόλης. Ο δήμος συνορεύει με τον Δήμο Λαγκαδά στα βόρεια και βορειοανατολικά, με τον Δήμο Θέρμης στα νότια και νοτιοανατολικά και στα δυτικά με τους Δήμους Καλαμαριάς, Θεσσαλονίκης, Νεάπολης – Συκεών και Παύλου Μελά. Κατά τμήμα βρέχεται από το Θερμαϊκό Κόλπο στα νοτιοδυτικά, ενώ στο ανατολικό τμήμα του περιλαμβάνονται ορεινές εκτάσεις με έντονο φυσικό ανάγλυφο και αξιόλογους φυσικούς πόρους (το όρος Χορτιάτη, τα δάση Σέιχ Σου, Κουρί και το άλσος Φιλύρου). Το μεγαλύτερο υψόμετρο καταγράφεται στο όρος Χορτιάτη (1.201μ.), στους πρόποδες του οποίου βρίσκεται κτισμένος ο ομώνυμος οικισμός. Οι οικισμοί Ασβεστοχωρίου, Εξοχής και Φιλύρου βρίσκονται στη λοφοσειρά Ασβεστοχωρίου, σε υψόμετρο ~600μ., ενώ μεγάλο υψόμετρο καταγράφεται στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία (738μ.) του οικισμού Ασβεστοχωρίου. Το υψόμετρο του οικισμού Πανοράματος είναι 380 μ. Το μικρότερο υψόμετρο εντοπίζεται στην παραθαλάσσια περιοχή του πρώην Δήμου Πυλαίας.
Πανόραμα
Το Πανόραμα κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας είχε το όνομα Αρσακλί ή Ακσακλί, διοικητικά υπαγόταν στο ναχιγιέ (επαρχία) της Καλαμαριάς και όπως καταγράφεται σε διάφορες πηγές, ήταν τόπος κατοικίας μουσουλμάνων. Στις μαρτυρίες των πρώτων προσφύγων που ήταν λίγες οικογένειες από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη το 1914 αναφέρεται ότι οι πρόσφυγες βρήκαν τον οικισμό ακατοίκητο, τους τούρκικους μαχαλάδες μισογκρεμισμένους από την εγκατάλειψη, με δυο τρεις παράγκες που εγκατέλειψαν οι Αγγλογάλλοι στρατιώτες και που χρησίμευαν ως αναρρωτήρια κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων (1913-1914). Ο οικισμός καταστράφηκε στον πόλεμο του 1912 και οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του μετακινήθηκαν νοτιότερα στην περιοχή Καραγάτσια κοντά στο παλιό εργοστάσιο της "Αλυσίδας" στη σημερινή περιοχή Χαριλάου. Από εκεί μετακινήθηκαν προς την Τουρκία, στο πλαίσιο της τήρησης των όρων της Συνθήκης της Λωζάνης για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Κατά τα έτη 1918, 1920 και έως το 1926 δέχθηκε σημαντικό αριθμό προσφύγων, κατά κύριο λόγο Ποντίων από τη Γεωργία (όπου είχαν εγκατασταθεί προσωρινά με τη λήξη του ρωσσοτουρκικού πολέμου στα τέλη του 19ου - αρχές του 20ου αι.), και από την Τραπεζούντα και την Αργυρούπολη αντίστοιχα, και γνώρισε σταδιακά μεγάλη οικιστική ανάπτυξη. Την εποχή εκείνη λόγω του μικρού ακόμα πληθυσμού του οικισμού, εντάχθηκε διοικητικά ως συνοικισμός Αρσακλί στην Κοινότητα Καπουτζήδων (Πυλαία), στην οποία εκπροσωπούνταν με έναν πάρεδρο, έως το 1930 που ιδρύθηκε η Κοινότητα Πανοράματος. Η μετονομασία από Αρσακλί σε Πανόραμα πραγματοποιήθηκε το 1928.
Με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η περιοχή αποτέλεσε παραθεριστικό προορισμό για τους Θεσσαλονικείς. Στη δεκαετία του '30 οι πρόσφυγες έδωσαν στο νέο οικισμό το νέο του όνομα, λόγω της πανοραμικής θέας που διαθέτει προς τη Θεσσαλονίκη και το Θερμαϊκό κόλπο. Τα δύσκολα εκείνα χρόνια, οι κάτοικοι του Πανοράματος προσπαθούσαν να δημιουργήσουν υποδομές σε έναν τόπο άγονο, ενώ παράλληλα κατέβαλλαν προσπάθειες να διατηρήσουν τις παραδόσεις τους, κατορθώνοντας να αναπτύξουν σημαντική πολιτιστική και αθλητική δράση, με τη δημιουργία αθλητικής και θεατρικής ομάδας υπό τον αείμνηστο ηθοποιό του ρωσικού θεάτρου Πολυχρόνη Μαυρομάτη, που αποτέλεσε τον πρώτο εκλεγμένο Πρόεδρο της Κοινότητας Πανοράματος το 1930. Στο λόφο Αναλήψεως οι ίδιοι οι πρώτοι κάτοικοι διαμόρφωσαν με προσωπική εργασία το πρώτο γήπεδο του χωριού για να αθλούνται οι νέοι τους και να μπορούν να συναγωνίζονται με άλλους νέους γειτονικών περιοχών. Με τα χρόνια και συγκεκριμένα από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και έπειτα, η κοινότητα άρχισε να αναπτύσσεται και να εξελίσσεται σε πολυτελές προάστιο της Θεσσαλονίκης. Στην περιοχή διασώζονται σημαντικά τεκμήρια που μαρτυρούν την ανθρώπινη παρουσία σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ιστορίας. Σε αυτά ανήκουν οι τρεις θέσεις προϊστορικών οικισμών στο λόφο Ανάληψη και στην τούμπα που βρίσκεται στο Ελαιόρεμα, καθώς επίσης και ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής με αξιόλογα ψηφιδωτά δαπέδου. Η ύπαρξη αρχαιολογικών ευρημάτων στην περιοχή Πλατανάκια και των οκτώ βυζαντινών νερόμυλων που λειτουργούσαν με υδρομυλικό σύστημα (λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους), αποτελούν τυπικό "βιοτεχνικό συγκρότημα", πολύτιμο τεκμήριο για τη βιομηχανική αρχαιολογία.
Πυλαία
Η ονομασία Στρέφα ή Στρέψα αναφέρεται από το Θουκυδίδη ακόμα και σήμαινε πόλη – πύλη της Θράκης που τότε περιελάμβανε και τη Θεσσαλονίκη έως το 480 π.χ. περίπου, που αποκτήθηκε απ’ την Μακεδονία. Τον 5ο αι. π.χ. η Στρέψα αναφέρεται ως περιοχή πολεμικών επιχειρήσεων κοντά στη Χαλκιδική. Η πόλη της Θεσσαλονίκης για λόγους ασφάλειας από τους διαφόρους επιδρομείς περιβάλλονταν από κάστρα και πύργους. Οι φρουροί της Ανατολικής πύλης είχαν δημιουργήσει ένα συνοικισμό που πολέμησε με σθένος τους Οθωμανούς, οι οποίοι με την κτήση της Θεσσαλονίκης τον ονόμασαν «Καπουτζιλάρ» από την τούρκικη λέξη "καπού" που σημαίνει πόρτα. Σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας ανήκε διοικητικά στο ναχιγιέ της Καλαμαριάς. Η σημερινή ονομασία καθιερώθηκε το 1928 και δηλώνει την ιδιότητα της ανατολικής πύλης εισόδου - εξόδου προς και από τη Θεσσαλονίκη. Η Καπουτζήδα, που ήταν αρχικά στην περιοχή Τριανδρίας - Άνω Τούμπας, ήταν το πλησιέστερο χωριό της Θεσσαλονίκης από την ανατολική πλευρά της. Απείχε περίπου 10 χιλ. από το Λευκό Πύργο, ο οποίος αποτελούσε και το όριο της πόλης. Το ίδιο απείχε και από την πλατεία Συντριβανιού, όπου ήταν η πύλη της Καμάρας. Μετά την επέκταση της πόλης και τη δημιουργία του συνοικισμού Χαριλάου γύρω στα 1920 - 1922 απείχε από το τέρμα του μόλις 2 χιλ. Η μετοίκηση στη σημερινή τοποθεσία υπολογίζεται στα τέλη του 18ου αι., κι έγινε εξαιτίας εμφάνισης φιδιών, ένα είδος που το αποκαλούσαν σαΐτες και ήταν δηλητηριώδη. Η παράδοση αναφέρει ότι οι κάτοικοι τρομοκρατημένοι από το πλήθος των εχιδνών, μη γνωρίζοντας που να εγκατασταθούν, άφησαν ένα περιστέρι το οποίο πέταξε και έκατσε σε ένα δέντρο. Στο σημείο αυτό κτίστηκε η σημερινή εκκλησία του Προφήτη Ηλία, ο οποίος ήταν ο προστάτης άγιος του παλαιού οικισμού. Με επίκεντρο το σημείο του ναού αναπτύχθηκε στις πέριξ αυτού περιοχές ο νέος οικισμός. Η εποχή της επανάστασης του 1821, βρήκε το χωριό στη σημερινή τοποθεσία. Στα τέλη του 19ου αι. στον οικισμό ζουν ~150 οικογένειες, έχει τρεις πύργους, λειτουργεί μεγάλο μεταξουργείο, ενώ παράλληλα παρουσιάζει ανεπάρκεια ύδρευσης. Η αμπελουργία αποτελούσε παραδοσιακή ενασχόληση των κατοίκων που παρήγαγαν το φημισμένο μαύρο καπουτζηδιανό κρασί. Στις αρχές του 20ου αι. στις ασχολίες των Καπουτζήδων αναφέρονται επίσης: η καλλιέργεια της μπάμιας, η κτηνοτροφία, η χειροτεχνία των γυναικών και άλλες δραστηριότητες απαραίτητες για τον μεγάλο πλέον οικισμό όπως: παντοπώλες, κρεοπώλες, υποδηματοποιοί, ράφτες, σιδηρουργοί, ιατροί κ.λπ.
Οι Πυλαιώτες συμμετείχαν ενεργά στο Μακεδονικό Αγώνα, στην Μικρασιατική Εκστρατεία, αλλά και στον πόλεμο του '40 όπου οργανώθηκαν στην Αντίσταση κατά της Γερμανικής Κατοχής. Στη δεκαετία του '40 στην Πυλαία μετοίκησαν Βλάχοι των Μεγάλων Λιβαδίων του Πάικου όταν οι Γερμανοί κατέστρεψαν τον οικισμό τους. Στην περιοχή έχουν εντοπισθεί σημαντικά ευρήματα που μαρτυρούν την ανθρωπογενή δραστηριότητα από τα προϊστορικά χρόνια ακόμη. Η Τούμπα της Πυλαίας που αναφέρεται στη νεολιθική εποχή και βρίσκεται ανατολικά της σημερινής Πυλαίας. Η Τούμπα Κις που αναφέρεται σε μακεδονικό τάφο που βρίσκεται ανατολικά της περιοχής Φοίνικα. Ο μακεδονικός τάφος Δεινοκράτους Χαριλάου στην περιοχή Τροχιοδρομικά. Επίσης, η Αρχαία Γέφυρα που που χρονολογείται στο 120 π.χ., Κεραμοσκεπής Τάφος, τα θεμέλια Παλαιοχριστιανικής Βασιλικής, τα ερείπια του μοναστηριού του Αγίου Παντελεήμονα στα όρια της Πυλαίας και της δημοτικής κοινότητας Ασβεστοχωρίου, οι Βυζαντινοί Νερόμυλοι Πυλαίας κ.ά. Νεότερα "διατηρητέα" μνημεία που σχετίζονται με τις ασχολίες των κατοίκων της Πυλαίας, μαρτυρούν την έντονη δραστηριότητα των Καπουτζηδιανών του παρελθόντος. Τέτοια είναι το παλιό Μεταξουργείο "Μπενοζίλιο" στην βορειοανατολική πλευρά του οικισμού που χρονολογείται πριν από το 1886 και καταγράφηκε από τον Σχινά. Αποτελείται από 3 παλιά κτίρια, η δε έκταση των κτισμάτων σήμερα είναι ~1.000μ., ενώ του περιβάλλοντα χώρου ~6.000μ. Ο Πύργος Πρασακάκη είναι κτισμένος στα μέσα του 18ου αι. και αποτελεί τον μοναδικό από τους τρεις πύργους που επίσης αναφέρει ο Σχινάς και διασώζεται σήμερα. Το φρουριακής αρχιτεκτονικής αρχοντόσπιτο, αποτέλεσε οικία του γιατρού Πρασακάκη. Η Βίλλα Χάιτμαν αποτελεί νεώτερο κτίσμα του 1938 και ήταν οικία και παραδοσιακό οινοποιείο του Χανς Χάιτμαν. Το διατηρητέο καμπαναριό του Ι. Ναού του Προφήτη Ηλία φέρει χρονολογία 1854, κ.ά.
Ασβεστοχώρι
Ο πρώτος οικισμός ονομάστηκε Νεοχώρι και ιδρύθηκε με Σουλτανικό διάταγμα γύρω στο 1580-1600, στο μέσο ακατοίκητης δασώδους έκτασης μεταξύ Θεσσαλονίκης και Χορτιάτη, στην οποία υπήρχαν Βυζαντινοί μύλοι και υδραγωγεία που ύδρευαν τη Θεσσαλονίκη. Διερχόταν επίσης παρακαμπτήριος της Εγνατίας οδού, από την οποία μεταφερόταν συντομότερα το Ταχυδρομείο, από το Δυρράχιο προς Θεσσαλονίκη - Κωνσταντινούπολη. Με σκοπό τη φύλαξη των υδραγωγείων και των χρηματαποστολών, η περιοχή υλοτομήθηκε και στο μέσον της ιδρύθηκε το πρώτο από τα πέντε τελικά φυλάκια ή κούλιες. Οι πρώτοι κάτοικοι ζούσαν με το μισθό του φύλακα και σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες καταγόταν από την παλιά Ελλάδα, άλλοι από τη Μάνη ή από εξόριστους στη Μικρά Ασία αρματολούς, ενώ σταδιακά εγκαταστάθηκαν οικογένειες από την ευρύτερη περιοχή. Γραπτές μαρτυρίες τεκμηριώνουν ότι περίπου το 1680-1700, τμήμα των κατοίκων στράφηκε στην παραγωγή ασβέστου, χωρίς να είναι γνωστό το πώς αποκτήθηκε η απαραίτητη τεχνογνωσία. Έτσι, οι Τούρκοι μετονόμασαν το Νεοχώρι σε Κιρέτσ-Κιοϊ, που σημαίνει Ασβεστοχώρι. Μετά το 1780, οπότε οι φύλακες απολύθηκαν από την κυβερνητική υπηρεσία, η παραγωγή ασβέστου κυριάρχησε, καθώς υπήρχαν άφθονες πρώτες ύλες, δηλαδή ασβεστολιθικά πετρώματα και πουρνάρια ως καύσιμη ύλη. Στην περιοχή ακόμη μπορούμε να παρατηρήσουμε τις πλινθόκτιστες καμινάδες, δείγματα μιας πρώιμης βιομηχανικής αρχιτεκτονικής που συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο σύνολο για την προστασία και ανάδειξη της αξιόλογης βιομηχανικής κληρονομιάς παραγωγής ασβέστου.
Την εποχή της Τουρκοκρατίας το χωριό ανήκε στον περίφημο μουκατά των 12 Μαδεμοχωρίων, της πλούσιας αυτοδιοικούμενης κοινοπραξίας που εκμεταλλευόταν τα μεταλλεία της Β. Χαλκιδικής. Οι κάτοικοι ήταν δίγλωσσοι και μιλούσαν ένα ιδιόμορφο μείγμα ελληνικών με σλαβικές καταλήξεις. Ο αρχικός αυτός οικιστικός πυρήνας ενισχύθηκε σταδιακά, με τη μετοίκιση κατοίκων άλλων περιοχών και κυρίως με την εγκατάσταση στα τέλη του 18ου αι., εξαιτίας των διωγμών των Χριστιανών από τον Αλή Πασά, αρκετών οικογενειών από την περιοχή των Αγράφων βλάχικης καταγωγής, που ενσωματώθηκαν στην τοπική κοινωνία και θέσπισαν το τελειότερο διοικητικό σύστημα της εποχής, τη Δημογεροντία. Οι Δημογέροντες εκλέγονταν από το λαό κάθε τετραετία και στάθηκε προπομπός για την ίδρυση της μετέπειτα κοινότητας. Στα τέλη του 18ου αιώνα, το Ασβεστοχώρι αριθμούσε περισσότερες από 700 οικογένειες και διέθετε τρία σχολεία: επτατάξιο αρρεναγωγείο, τετρατάξιο παρθεναγωγείο, και διτάξιο νηπιαγωγείο. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, το Ασβεστοχώρι αποτελούσε το διοικητικό κέντρο της περιοχής, οι κάτοικοι διατήρησαν υψηλά την εθνική συνείδηση και ανέπτυξαν αξιόλογη εκπαιδευτική δραστηριότητα. Στη δεκαετία του '40, στο Ασβεστοχώρι μετοίκησαν οριστικά Βλάχοι των Μεγάλων Λιβαδίων του Πάικου, όταν οι Γερμανοί κατέστρεψαν τον οικισμό τους. Οι κάτοικοι του Ασβεστοχωρίου συμμετείχαν στην επανάσταση του 1821 και πολλοί αγωνιστές του πήραν μέρος σε μάχες στη νότιο Ελλάδα. Από το 1900 και σε όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, το Ασβεστοχώρι συμμετείχε ενεργά με δικό του αντάρτικο σώμα, αποτελώντας παράλληλα ένα από τα κυριότερα ορμητήρια της Θεσσαλονίκης. Μετά την απελευθέρωσή του από τους Τούρκους, στις 27 Οκτωβρίου 1912, άρχισε η οργανωμένη ανάπτυξη της ασβεστοποιίας στην περιοχή, υποβοηθούμενη από την ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην ενίσχυση της τοπικής οικονομικής ανάπτυξης. Κατά την κατοχή, το Ασβεστοχώρι είχε πολλά θύματα με αποκορύφωμα την ομαδική εκτέλεση 19 Ασβεστοχωριτών πατριωτών από τα στρατεύματα κατοχής και τους συνεργάτες τους, λίγο πριν την απελευθέρωση στις 26 Ιουλίου 1944. Το 1918 αναγνωρίστηκε ως Κοινότητα Ασβεστοχωρίου, όπως και παρέμεινε έως το 1997, όταν με το «Σχέδιο Καποδίστριας» ιδρύθηκε ο Δήμος Χορτιάτη και το Ασβεστοχώρι ορίστηκε έδρα του δήμου. Την ιστορία του οικισμού μαρτυρούν τα ελάχιστα εναπομείναντα σπίτια παραδοσιακής μακεδονικής αρχιτεκτονικής. Αξιοσημείωτα μνημεία που μαρτυρούν το ανθρωπογενές παρελθόν του οικισμού είναι: ο Ι.Ν. του Αγίου Γεωργίου, των αρχών του 19ου αι., που ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Ο νάρθηκας του ναού κατασκευάσθηκε αργότερα, κατά το 1867. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα εκκλησιαστικά αντικείμενα και εξαρτήματα του ναού, όπως το εικονοστάσι που προέρχεται από το κατεστραμμένο από τους Τούρκους μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος (βλ. Πυλαία), το ιερό ευαγγέλιο που αποτελεί λάφυρο πολεμικών εχθροπραξιών, οι κανδήλες, οι εικόνες κ.λπ. Στην είσοδο του οικισμού συναντάται ένας ανεμόμυλος του 18ου αι. Στο ρέμα μεταξύ Ασβεστοχωρίου-Ρετζικιού βρίσκεται κτισμένη πετρόκτιστη γέφυρα, από την οποία περνούσε ο δρόμος που οδηγούσε στη Θεσσαλονίκη. Σε βραχώδες ύψωμα, ακολουθώντας τον δρόμο που οδηγεί στα λατομεία, υπάρχει αρχαιολογικός χώρος των υστερορωμαϊκών και παλαιοχριστιανικών χρόνων. Τέλος, σε λόφο του δάσους Κουρί και σε θέση μοναδικής θέας βρίσκεται το παραδοσιακό παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία, κτισμένο το 1919.
Εξοχή
Προς το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στη σημερινή θέση του νοσοκομείου Γεώργιος Παπανικολάου στην Εξοχή Ασβεστοχωρίου Θεσσαλονίκης, κατασκευάστηκαν από το Βρετανικό Στρατό ορισμένα παραπήγματα για την επιτόπια νοσηλεία των τραυματιών. Το 1920 μετά την εγκατάλειψη τους από το Βρετανικό Στρατό τα παραπήγματα αυτά, αποτέλεσαν τη βάση για την ίδρυση από το Ελληνικό κράτος του «Νοσοκομείου Φυματιώντων Ασβεστοχωρίου». Σε αυτό συνετέλεσε το ξερό κλίμα της περιοχής λόγω των ασβεστολιθικών πετρωμάτων της και το δάσος Κουρί δίπλα ακριβώς από το νοσοκομείο. Ο οικισμός της Εξοχής δημιουργήθηκε το 1930, απέναντι από το νοσοκομείο, από συγγενείς των ασθενών με φυματίωση που βρίσκονταν σε θεραπεία, αλλά και από τους ίδιους τους ασθενείς που αποθεραπεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν εκεί, τόσο για λόγους υγείας όσο και κοινωνικής απομόνωσης. Η φυματίωση εκείνη την εποχή αποτελούσε μια βαρύτατη ασθένεια με υψηλή θνησιμότητα και μεταδοτικότητα. Λόγω του γεγονότος, ότι, οι κάτοικοι που ίδρυσαν τον οικισμό σχετίζονταν άμεσα με τη φυματίωση, το πρώτο όνομα που δόθηκε στον οικισμό ήταν «Συνοικισμός Φυματιουπόλεως». Αργότερα μετονομάστηκε «Συνοικισμός Σανατορίου» και έως το 1949 ανήκε διοικητικά στην κοινότητα του Ασβεστοχωρίου από την οποία αποσπάστηκε συστήνοντας την «Κοινότητα Σανατορίου».
Από ασθενείς πάσχοντες με φυματίωση, στη δεκαετία του '40 κτίστηκαν η εκκλησία του νοσοκομείου και το πρώτο «Πέτρινο Κτίριο» που αποτέλεσε τη ραχοκοκκαλιά του Νοσοκομείου. Τότε πολλοί ασθενείς, θέλησαν να μείνουν στην περιοχή, λόγω του καλού κλίματος αλλά και για να είναι κοντά στο χώρο θεραπείας τους. Έτσι εγκαταστάθηκαν μόνιμα και με την πάροδο των χρόνων ο οικισμός διευρυνόταν διαρκώς. Το 1962 ήταν η χρονιά που δημιουργήθηκε το Βρογχοσκοπικό τμήμα που μετονομάστηκε το 1966 σε «Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ελλάδος», αποτελώντας σημείο αναφοράς της περιοχής, αλλά και βασικός πόλος για τις οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων της κοινότητας. Το 1953 η κοινότητα Σανατορίου μετονομάζεται σε «Κοινότητα Εξοχής». Με το Σχέδιο Καποδίστριας το 1997 καταργείται ως κοινότητα και εντάσσεται στο νέο Δήμο Χορτιάτη, ως τοπικό διαμέρισμα Εξοχής. Η Εξοχή αποτελεί μοναδικό δείγμα δημιουργίας οικισμού για λόγους υγείας με περαιτέρω κοινωνικές προεκτάσεις. Οι κάτοικοι της Εξοχής για πολλά χρόνια ζούσαν κοινωνικά στιγματισμένοι και περιθωριοποιημένοι, μακριά από τις οικογένειές τους, αδυνατώντας πολλές φορές να επιστρέψουν στο πρότερο περιβάλλον τους, ακόμη και μετά την αποθεραπεία από τη φυματίωση. Ένα στοιχείο που καθιστά τον οικισμό ξεχωριστό, είναι η εγγύτητά του με εκτάσεις πρασίνου καθώς το δάσος Σέιχ Σου αναπτύσσεται νότια της Εξοχής σε επαφή με το όριο του οικισμού, ενώ χαρακτηριστικό στοιχείο για την φυσιογνωμία του αποτελεί το ρέμα του Δενδροποτάμου που τον διασχίζει με κατεύθυνση από νοτιοανατολικά προς τα βορειοδυτικά συνεχίζοντας προς το Ασβεστοχώρι. Στα σημαντικά μνημεία που μαρτυρούν το ανθρωπογενές παρελθόν του οικισμού ανήκουν: η Παλιά Πύλη – είσοδος και ορισμένα πέτρινα κυρίως κτίρια του Νοσοκομείου Παπανικολάου, και το Βρετανικό Στρατιωτικό Κοιμητήριο «Kiretchkioi - Hortakioi WWI Military Cemetery», νοτιοανατολικά της Εξοχής.
Φίλυρο
Το Φίλυρο αρχικά ονομαζόταν Γιαλιτζήκ, που στα τουρκικά σήμαινε εξοχικό μέρος. Ως συνοικισμός το 1918 εντάσσεται διοικητικά στην Κοινότητα Λαϊνών. Το 1926 ο συνοικισμός μετονομάστηκε σε Φίληρο (ο Φίληρος) υπό την διοίκηση της Κοινότητας Λαϊνών. Το 1932 αναγνωρίστηκε ως Κοινότητα Φιλήρου. To 1940 το όνομα της κοινότητας "Φίληρος" διορθώνεται σε Φίλυρος και το 1997 με το Σχέδιο Καποδίστριας καταργείται ως κοινότητα και εντάσσεται στο νέο Δήμο Χορτιάτη ως δημοτικό διαμέρισμα Φιλύρου. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν ένα φτωχό χωριό στο οποίο κατοικούσαν Τούρκοι που μεταφέρθηκαν εκεί από τα βάθη της Μικράς Ασίας. Πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών με τη συνθήκη της Λωζάνης και τον αποβιβασμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου, αποτελούσε παραθεριστικό τόπο των Τούρκων της Θεσσαλονίκης. Με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης οι λιγοστοί Τούρκοι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό. Το τότε τοπωνύμιο Γιαλιτζήκ, πιθανότατα σχετιζόταν με το καλό κλίμα και τα δασώδη βουνά του. Αρχικά, κατοικείται περιοδικά από το 1870 από Βλάχους που κατάγονταν από τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάικου, οι οποίοι λόγω της κτηνοτροφικής τους ασχολίας διέμεναν στο χωριό τους χειμερινούς μήνες, εκμεταλλευόμενοι το ήπιο κλίμα της περιοχής. Οι πρώτοι μόνιμοι κάτοικοι ήταν πρόσφυγες που ήρθαν από τον Πόντο το 1914, ενώ το 1920 εγκαταστάθηκαν και άλλοι από τον Καύκασο. Κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταστάθηκαν οριστικά και Βλάχοι καθώς οι Γερμανοί έκαψαν τα Μεγάλα Λιβάδια. Οι κάτοικοι του οικισμού ασχολούνταν με αγροτικές και ιδίως κτηνοτροφικές εργασίες. Σημαντικό στοιχείο για τη φυσιογνωμία του οικισμού αποτελούσε πάντα το δάσος Αμαδρυάς στα όρια του οικισμού, το άλσος που έχει ενταχθεί στο βορειοδυτικό τμήμα του και το ρέμα που διέρχεται μεταξύ των δύο οριοθετημένων τμημάτων του οικισμού, τα οποία προσδίδουν έντονα την αίσθηση του φυσικού στοιχείου. Στο Φίλυρο πρόσφατα ανακαλύφθηκε προϊστορική τούμπα σημαντικού Αρχαιολογικού ενδιαφέροντος .
Χορτιάτης
Ο Χορτιάτης ήταν γνωστός με το προελληνικό θρακικό όνομα Κισσός (αρχαϊκά Κίσσος) από τα χρόνια ακόμη του Ηρόδοτου. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο βασιλιάς της Θράκης Κισσεύς (ή Κισσής) έχτισε στους πρόποδες του βουνού την πρωτεύουσά του, τον Κισσό. Κόρη του ήταν η Θεανώ και εγγονοί του ο Κόωνας και ο Ιφαδάμαντας, που σκοτώθηκαν από τον Αγαμέμνονα μετά από σκληρή μάχη κατά τον Τρωικό πόλεμο. Την ύπαρξη οικισμών μαρτυρούν και αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν στην κορυφή του βουνού όπου υπήρχε αρχαίο κάστρο του 4ου αιώνα π.Χ. Από τους ρωμαϊκούς χρόνους, η περιοχή τροφοδοτούσε την Θεσσαλονίκη με νερό. Κατά την βυζαντινή εποχή η περιοχή γνώρισε νέα ακμή με την ίδρυση λαμπρών μοναστηριών με σημαντικότερη την Μονή του Χορταΐτου ερείπια της οποίας σώζονται και σήμερα. Το σημερινό όνομα του οικισμού οφείλεται πιθανότατα στο όνομα της μονής. Στο μοναστήρι αυτό κατέφυγε για να σωθεί ο δεσπότης (διοικητής) της Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος κατά την στάση της πόλης το 1322 εναντίον του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου του Β΄. Η περιοχή αναφέρεται από ιστορικούς όπως τον Ιωάννη Καμενιάτη και τον Μιχαήλ Χατζή Ιωάννου. Από την Βυζαντινή Εποχή σώζεται το πανέμορφο εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος νησιωτικού οκταγωνικού τύπου του 12ου αιώνα. Τα δείγματα αυτής της αρχιτεκτονικής είναι πολύ περιορισμένα στην ηπειρωτική Ελλάδα. Οι Τούρκοι κατέστρεψαν την μονή αλλά το χωριό επέζησε. Το αναφέρει ο Ιταλός περιηγητής Λορέντσο Μπερνάντο το 1591 σαν Κορτάτσι και ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή στις περιηγήσεις του τον 17ου αιώνα. Το χωριό ελευθερώθηκε το 1912 μαζί με την υπόλοιπη Μακεδονία. Τότε είχε 300 ελληνικές οικογένειες, σχολείο αρρένων, νηπιαγωγείο και χάνι. Κατά την κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Ααντίσταση. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, στα δυτικά του σημερινού οικισμού προϋπήρχε ένας μικρός οικισμός που ονομαζόταν Παλαιοχώρι και ένας άλλος επίσης δημιουργήθηκε στα ανατολικά του προς το Αρδαμέρι. Πιστεύεται ότι στη σημερινή του θέση ο οικισμός συγκροτήθηκε με τη μετακίνηση των κατοίκων των δύο αρχικών οικισμών. Το όνομά του προήλθε από το ομώνυμο βουνό ή από την εικόνα της Παναγίας της Χορταΐτισσας που βρέθηκε στην περιοχή. Η κοινότητα του Χορτιάτη ιδρύθηκε το 1918. Εκτός από τη γεωργία και την κτηνοτροφία, βασικές ασχολίες των κατοίκων αποτέλεσαν η υλοτομία και η κατασκευή και εμπορία πάγου, τα προϊόντα των οποίων τροφοδοτούσαν τη Θεσσαλονίκη. Στην περίοδο του μεσοπολέμου 1922-1940, ο Χορτιάτης με τα κρυστάλλινα νερά και το δροσερό κλίμα, τη βλάστηση και τα δάση, αποτέλεσε το πλησιέστερο παραθεριστικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Στη δεκαετία του '40 στο Χορτιάτη (όπως και στο Ασβεστοχώρι, το Φίλυρο και την Πυλαία) μετοίκησαν Βλάχοι των Μεγάλων Λιβαδίων του Πάικου όταν οι Γερμανοί κατέστρεψαν τον οικισμό τους. Η ιστορία του Χορτιάτη σημαδεύτηκε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944, μέρα κατά την οποία ο οικισμός καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Γερμανούς σε αντίποινα του θανάτου ενός Γερμανού στρατιώτη που προκάλεσε η προηγηθείσα συμπλοκή με ομάδα ανταρτών, γεγονός που έμεινε ως η Σφαγή του Χορτιάτη. Ο τραγικός απολογισμός του ολοκαυτώματος ήταν οι 149 νεκροί και περισσότερα από 300 καμένα σπίτια. Το 1997 με το Σχέδιο Καποδίστριας καταργείται ως κοινότητα και εντάσσεται στο νέο Δήμο Χορτιάτη ως δημοτικό διαμέρισμα Χορτιάτη. Το όνομα στον καποδιστριακό δήμο δόθηκε από τον ιστορικό Χορτιάτη λόγω του ολοκαυτώματος του 1944.
Τα μνημεία που μαρτυρούν την ανθρωπογενή δραστηριότητα σε βάθος πολλών αιώνων της ιστορίας του οικισμού είναι: το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο που βρίσκεται στην είσοδο του οικισμού Χορτιάτη. Ο τρόπος κατασκευής του (τοξοειδής) και η πλινθοδομή το κατατάσσουν στη ρωμαϊκή περίοδο. Η Μονή Χορταΐτου που καταστράφηκε το 1424 από τους Οθωμανούς. Υπολείμματα της μονής εντοπίζονται στην περιοχή του Δημοτικού σχολείου του Χορτιάτη. Ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα βρίσκεται κοντά στα υπολείμματα της Μονής Χορταίτου. Από το ναό έχει σωθεί επίσης η πλευρά της μαρμάρινης σαρκοφάγου και τρεις εικόνες που φυλάσσονται στο ναό του Αγ. Γεωργίου. Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το ναό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, εικάζεται ότι έχει κτιστεί στη θέση του προγενέστερου ναού, το 1837. Ανήκει στο τύπο της ξυλόστεγης βασιλικής με τρία κλίτη. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι λιθανάγλυφες διακοσμητικές πλάκες, το ξύλινο τριμερές τέμπλο, ο δεσποτικός θρόνος, ο άμβωνας και ένα πλούσια διακοσμημένο αναλόγιο με επιγραφή που χρονολογείται το 1729 (από παλαιότερη πιθανώς εκκλησία). Οι ανεμόμυλοι που βρίσκονται στην περιοχή όπου σύμφωνα με την παράδοση τοποθετείται ο παλαιός οικισμός του Παλιοχωρίου, πιθανολογείται ότι κτίστηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα. Είναι πέτρινοι και έχουν εσωτερικό κλιμακοστάσιο. Τα υδρομαστευτικά συστήματα ganat, που εκτός του υδραγωγείου αποτελούσαν μιαν ακόμη πηγή υδροδότησης. Το μεγαλύτερο βρίσκεται στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής και κατασκευάστηκε στις αρχές του 18ου αι. Αποτελείται από τούνελ συνολικού μήκους 74μ. και χρησιμοποιείται ως σήμερα. Το μεταβυζαντινό γεφύρι που βρίσκεται στα βορειοδυτικά του χωριού, δυτικά από το ρωμαϊκό υδραγωγείο. Είναι πέτρινο και ακόμα δεν έχει αποκαλυφθεί ολόκληρο. Αποτελούσε τμήμα ενός λιθόστρωτου δρόμου που οδηγούσε από το Χορτιάτη στο Πανόραμα και τη Θεσσαλονίκη.
Οικιστική Διάρθρωση
Ο Δήμος Πυλαίας – Χορτιάτη συγκροτήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 3852/2010 «Πρόγραμμα Καλλικράτης». Με τη νέα διοικητική του οργάνωση άρχισε να λειτουργεί από την 01/01/2011. Έδρα του δήμου είναι το Πανόραμα. Επίσης, η κωμόπολη Χορτιάτης έχει οριστεί ως ιστορική έδρα. Αποτελείται από τις τρεις Δημοτικές Ενότητες (Δ.Ε.) που βάσει της απογραφής 2011 έχουν συνολικό πληθυσμό 70.653 κατοίκους: 1. Πανοράματος με πληθυσμό 17.546κ., παράλληλα αποτελεί την ομώνυμη δημοτική κοινότητα. 2. Πυλαίας, με πληθυσμό 34.678κ., παράλληλα αποτελεί την ομώνυμη δημοτική κοινότητα 3. Χορτιάτη, με συνολικό πληθυσμό 18.429κ. που αφορά στο σύνολο των δημοτικών και τοπικών κοινοτήτων. Συγκεκριμένα, τη δημοτική ενότητα Χορτιάτη συνιστούν οι δημοτικές κοινότητες Ασβεστοχωρίου (6.404κ.), Φιλύρου (5.440κ.), Χορτιάτη (4.809κ.) και η τοπική κοινότητα Εξοχής (1.776κ.) Ο πρώην Δήμος Χορτιάτη είχε συσταθεί σε εφαρμογή του Ν. 2539/1997 «Περί συγκρότησης της πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης» γνωστός ως «Σχέδιο Καποδίστριας» (ΦΕΚ 244 τεύχος Α΄ 04/12/1997), αποτελούμενος από τις πρώην Κοινότητες Ασβεστοχωρίου, Εξοχής, Φιλύρου και Χορτιάτη. Η σημαντικότερη μεταβολή στη διοικητική ταυτότητα της Δημοτικής Ενότητας Πυλαίας – Χορτιάτη, είναι η εφαρμογή του προγράμματος «Καλλικράτης».
Διοικητική Οργάνωση
Δήμαρχος
Στις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης την 07/11/2010, εκλέχθηκε η πρώτη δημοτική αρχή.
= Αντιδήμαρχοι
= Το Δήμαρχο Πυλαίας - Χορτιάτη επικουρούν οι Αντιδήμαρχοι που ορίστηκαν από τον ίδιο με αρμοδιότητες: α) ανά τομέα στην έδρα του δήμου ή και β) κατά τόπο στις έδρες των δημοτικών ενοτήτων Πυλαίας και Χορτιάτη Αντιδήμαρχοι είναι οι σύμβουλοι της πλειοψηφίας που ορίζει ο Δήμαρχος και στους οποίους μεταβιβάζει την άσκηση αρμοδιοτήτων καθ’ ύλην. Η θητεία των Αντιδημάρχων ξεκίνησε από την 2-1-2013 και λήγει την 31-8-2014. Οι Αντιδήμαρχοι Πυλαίας - Χορτιάτη έχουν αρμοδιότητα και ευθύνη στα παρακάτω αντικείμενα:
Απασχόλησης, Κοινωνικής Προστασίας, Υγείας και Παιδείας Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών Αθλητισμού, Πολιτισμού και Νεολαίας Καθαριότητας, Περιβάλλοντος και Ανακύκλωσης Δ.Ε. Πανοράματος και Πυλαίας Καθαριότητας, Περιβάλλοντος και Ανακύκλωσης Δ.Ε. Χορτιάτη Τεχνικών Υπηρεσιών και Πολεοδομίας
= Γενικός Γραμματέας
= Τον Δήμαρχο στα διοικητικά του καθήκοντα υποστηρίζει ο Γενικός Γραμματέας με οργανωτικές και διοικητικές αρμοδιότητες που αφορούν κυρίως στην εποπτεία και στο συντονισμό των δημοτικών υπηρεσιών.
Συμβούλια - Επιτροπές
Ανώτατο όργανο διοίκησης του δήμου είναι το Δημοτικό Συμβούλιο. Σύμφωνα με το ν. 3852, Πρόγραμμα Καλλικράτης, το έργο του Δημοτικού Συμβουλίου επικουρείται από τα Τοπικά Συμβούλια που λειτουργούν σε κάθε Δημοτική Κοινότητα και από ειδικές Επιτροπές με συγκεκριμένες αρμοδιότητες. 1. Δημοτικό Συμβούλιο: απαρτίζεται από 33 εκλεγμένα μέλη - Δημοτικούς Συμβούλους της συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης. Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου είναι ο Μιχάλης Γεράνης, ο οποίος διετέλεσε επί δύο τετραετίες (2002 - 2010) Δήμαρχος του πρώην Δήμου Χορτιάτη. 2. Τοπικά Συμβούλια: Πανοράματος, Πυλαίας, Ασβεστοχωρίου, Εξοχής, Φιλύρου, Χορτιάτη. 3. Επιτροπές: το έργο του Δημοτικού Συμβουλίου επικουρείται από τις Επιτροπές: Εκτελεστική Επιτροπή, Οικονομική Επιτροπή, Επιτροπή Ποιότητας Ζωής, Επιτροπή Διαβούλευσης.
Διάρθρωση Υπηρεσιών
Ο Δήμος – Πυλαίας Χορτιάτη είναι ο πρώτος δήμος της χώρας που κατάρτισε και δημοσίευσε Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας, που προβλέπει την παρακάτω διάρθρωση των υπηρεσιών του:
Υπηρεσίες Υπαγόμενες απευθείας στο Δήμαρχο Επιτελικές Υπηρεσίες Υπηρεσίες Τοπικής Οικονομικής Ανάπτυξης Υπηρεσίες Περιβάλλοντος και Ποιότητας Ζωής Υπηρεσίες Κοινωνικής Προστασίας, Παιδείας και Πολιτισμού Υπηρεσίες Υποστήριξης Αποκεντρωμένες Υπηρεσίες με έδρα την Δημοτική Ενότητα Πυλαίας Αποκεντρωμένες Υπηρεσίες με έδρα την Δημοτική Ενότητα Χορτιάτη
Νομικά Πρόσωπα
Η λειτουργία του δήμου υποστηρίζεται από τα νομικά πρόσωπα: 1. Κοινωφελής Επιχείρηση Πολιτισμού − Αθλητισμού και Περιβάλλοντος (Κ.Ε.Π.Α.Π.) Δήμου Πυλαίας − Χορτιάτη
Υλοποιεί δράσεις για την ανάδειξη και την προστασία του τοπικού πολιτισμού, την προβολή πολιτιστικών αγαθών και των σύγχρονων πολιτιστικών έργων που παράγονται σε τοπικό επίπεδο, την προστασία των ιστορικών χώρων που δεν εντάσσονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Πολιτισμού, την προώθηση των πολιτιστικών ανταλλαγών σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, την υλοποίηση δράσεων πολιτιστικής επιμόρφωσης και δημιουργικής απασχόλησης για όλες τις ηλικιακές ομάδες με θέματα επιμόρφωσης: τη μουσική, τις τέχνες και τα εικαστικά. Υπό την ευθύνη της λειτουργεί Δημοτικό Ωδείο, καλλιτεχνικά εργαστήρια σε όλες τις δημοτικές ενότητες και άλλες δράσεις όπως η λειτουργία Θερινού Κινηματογράφου και η Προβολή Ταινιών στις κλειστές αίθουσες πολιτισμού κ.ά. Η Κ.Ε.Π.Α.Π. είναι επίσης υπεύθυνη για τη λειτουργία, συντήρηση και αξιοποίηση των δημοτικών αιθουσών πολιτισμού σε όλες τις δημοτικές κοινότητες. Στον τομέα του αθλητισμού προωθεί και εφαρμόζει προγράμματα ενίσχυσης μαζικού αθλητισμού, διοργανώνει αθλητικές εκδηλώσεις, λειτουργεί τμήματα εκμάθησης και προπόνησης αθλημάτων και επιμελείται, λειτουργεί και αξιοποιεί τις αθλητικές εγκαταστάσεις του δήμου όπως είναι