Πληροφορίες
Η Θεσσαλονίκη είναι η μεγαλύτερη σε έκταση και πληθυσμό πόλη της Μακεδονίας, καθώς είναι και πρωτεύουσά της, και δεύτερη μεγαλύτερη στην Ελλάδα. Ο μόνιμος πληθυσμός της Θεσσαλονίκης ανέρχεται σε 317.778 κατοίκους, και ο μόνιμος πληθυσμός της Μητροπολιτικής ενότητας της Θεσσαλονίκης ανέρχεται σε 1.092.919 κατοίκους. Αποτελεί την πρωτεύουσα του νομού Θεσσαλονίκης, την έδρα του Δήμου Θεσσαλονίκης και της μητροπολιτικής περιοχής της Θεσσαλονίκης, του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης καθώς και την έδρα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας–Θράκης. Πολιούχος της πόλης είναι ο μεγαλομάρτυρας Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης. Είναι γνωστή επίσης ως Νύμφη του Θερμαϊκού αλλά και Συμπρωτεύουσα. Ιδρύθηκε το 315 π.Χ. από τον Μακεδόνα στρατηγό Κάσσανδρο, που προερχόταν από τη Δυναστεία των Αντιπατριδών και ήταν ένας από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μια από τις πρωταγωνιστικές φυσιογνωμίες στους πολέμους των Διαδόχων, ο οποίος της έδωσε το όνομα της συζύγου του και ετεροθαλούς αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Θεσσαλονίκης και προήλθε από τη συνένωση 26 πολιχνών που βρίσκονταν γύρω από τον Θερμαϊκό κόλπο. Ο Κάσσανδρος υπήρξε διοικητής της Μακεδονίας κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλέξανδρου στην Ανατολή. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της περιοχής μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Μακεδονίας το 306 π.Χ. Τον 2ο π.Χ. αιώνα η πόλη κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους και αποτέλεσε έδρα της ρωμαϊκής επαρχίας της Μακεδονίας. Η Θεσσαλονίκη εικάζεται πως ιδρύθηκε στη θέση της αρχαίας Θέρμης, η οποία αποτελούσε τον σημαντικότερο οικισμό της περιοχής. Από τη Θέρμη πήρε το όνομα του ο Θερμαϊκός Κόλπος. Η ακριβής θέση του οικισμού δεν είναι γνωστή και δεν πρέπει να γίνεται σύνδεση με την περιοχή που σήμερα έχει την ίδια ονομασία. Η αρχαία Θέρμη βρισκόταν κοντά στη θάλασσα μιας και αποτελούσε σημαντικό λιμάνι εκείνης της εποχής και το πιθανότερο είναι να βρισκόταν στη θέση που βρίσκεται το σημερινό Καραμπουρνάκι. Εξαιτίας της σημαντικής στρατηγικής της θέσης η πόλη αποτελούσε αυτοκρατορική πρωτεύουσα στα χρόνια της βασιλείας του Γαλέριου, ο οποίος έχτισε στη Θεσσαλονίκη ένα αυτοκρατορικό παλάτι. Με την ολοκλήρωση της Εγνατίας Οδού (120 π.Χ.), η Θεσσαλονίκη που ήταν η πολυπληθέστερη πόλη του δικτύου με διεθνή ακτινοβολία, έγινε ο σημαντικότερος κόμβος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Μετά τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν μία από τις υποψήφιες πρωτεύουσες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, για να επιλεγεί τελικά το Βυζάντιο. Απέκτησε τον τίτλο της «συμβασιλεύουσας» πόλης κατά τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και αποτέλεσε σημαντικό διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο, ενώ ταυτόχρονα έγινε κόμβος πνευματικής και πολιτιστικής ανάπτυξης με άνθηση της παιδείας, της τέχνης, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, της αρχιτεκτονικής και των επιστημών, με αποκορύφωμα την περίοδο του 14ου αιώνα, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως ο βυζαντινός «χρυσός αιώνας της Θεσσαλονίκης». Μετά την άλωση της από τους Οθωμανούς το 1432 παρέμεινε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για περίπου πέντε αιώνες. Μετά την εκδίωξη των Εβραίων κυρίως από την Ιβηρική Χερσόνησο το 1492 με την έκδοση του διατάγματος της Αλάμπρα, αλλά και από τη Βόρεια Ευρώπη, η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε τον προορισμό τους, αποκτώντας έτσι τη δική της εβραϊκή κοινότητα. Η εγκατάσταση των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη ανέδειξε την πόλη ως τη σημαντική εβραϊκή μητρόπολη μέχρι τουλάχιστον τις αρχές του 20ού αιώνα. Ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αιώνα η πόλη υπήρξε το πλέον κοσμοπολίτικο και πολυπολιτισμικό αστικοποιημένο κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο σημαντικότερος πόλος πολιτικών κινήσεων και κινημάτων που συνάντησε στη μακρόχρονη ιστορία της. Μετά την ένταξή της στον κορμό του Ελληνικού Κράτους το 1912, ο πληθυσμός της πόλης παρουσίασε σημαντικές μεταβολές, όπως με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εγκατάσταση των Ελλήνων Μικρασιατών προσφύγων και ακολούθως - κατά την Ανταλλαγή Πληθυσμών - με την αποχώρηση του μουσουλμανικού πληθυσμού και την εγκατάσταση προσφυγικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Αυτός είναι και ο λόγος που η Θεσσαλονίκη συχνά αναφέρεται ως "προσφυγομάνα". Οι πληθυσμιακές μεταβολές συνέτειναν στην αλλαγή της πληθυσμιακής κατάστασης της πόλης, με ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου. Η πολεοδομική και αρχιτεκτονική της αναδιοργάνωση επιταχύνθηκε από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 και τις προσπάθειες της νέας ελληνικής διοίκησης να προσθέσει αρχαιοελληνικά και ευρωπαϊκά στοιχεία στο αρχιτεκτονικό ύφος της πόλης, γεγονός που οδήγησε στην καταστροφή αρκετών οθωμανικών λατρευτικών και λειτουργικών κτηρίων. Με τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 καταστράφηκε μεγάλο μέρος του ναού του Αγίου Δημητρίου, ενώ η φωτιά άφησε το καταστροφικό της αποτύπωμα σε πολλές κατοικίες και επιχειρηματικές δραστηριότητες της πόλης. Από την ίδρυση της από τον Κάσσανδρο, η Θεσσαλονίκη ως μια ακμάζουσα ελληνιστική πόλη, μέχρι την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, αξιοποιεί τη στρατηγική της θέση και αναπτύσσεται σε μια πολυπολιτισμική πόλη. Από το 1912, με τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων και την ενσωμάτωση της περιοχής στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος, η Θεσσαλονίκη αποτελεί τη δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της Ελλάδας. Σύμφωνα με την απογραφή του 2021 από την ΕΛ.ΣΤΑΤ., ο μόνιμος πληθυσμός του Δήμου Θεσσαλονίκης ανέρχεται σε 319.045 κατοίκους. Ο μόνιμος πληθυσμός του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Θεσσαλονίκης ανέρχεται σε 802.392 κατοίκους και της Μητροπολιτικής Ενότητας Θεσσαλονίκης ανέρχεται σε 1.092.919 κατοίκους.
Ετυμολογία και μορφές του ονόματος
Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε από τον Κάσσανδρο και έλαβε το όνομά της προς τιμήν της συζύγου του, Θεσσαλονίκης, η οποία ήταν ετεροθαλής αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κόρη του Φιλίππου Β΄ και της πέμπτης συζύγου του, της Θεσσαλής πριγκίπισσας Νικησίπολης. Το όνομά της προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων Θεσσαλῶν και Νίκη, σε ανάμνηση της νίκης των Μακεδόνων και του Κοινού των Θεσσαλών έναντι του τυραννικού καθεστώτος των Φερών και των συμμάχων τους Φωκέων, στο πλαίσιο του Τρίτου Ιερού Πολέμου. Το όνομα απαντάται σε διάφορες μορφές αλλά με ελαφρώς παραλλαγμένη ορθογραφία και φωνητικές διακυμάνσεις. Θεσσαλονίκεια είναι η επιθετική μορφή, που βρίσκουμε στο έργο του Στράβωνα και χρησιμοποιείται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους ως ονομασία της πόλης, σχηματιζόμενη από το όνομα φυσικού προσώπου, όπως αντίστοιχα γινόταν για τη Σελεύκεια από τον Σέλευκο, την Κασσάνδρεια από τον Κάσσανδρο, την Αλεξάνδρεια από τον Μέγα Αλέξανδρο κ.ά. Η επικρατούσα όμως μορφή του ονόματος είναι η Θεσσαλονίκη. Από την ελληνιστική εποχή υπάρχουν και αναφορές με το όνομα Θετταλονίκη, κυρίως από τον ιστορικό Πολύβιο, ενώ κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, όπως φανερώνουν επιγραφές και νομίσματα, εμφανίστηκαν οι μορφές Θεσσαλονείκη και Θεσσαλονικέων [πόλις]. Ο τύπος Σαλονίκη (η), απαντάται στο Χρονικόν του Μορέως (14ος αι., στ. 1010, 1075, 3603 κλπ.) και είναι συνηθισμένος σε δημοτικά τραγούδια. Φαίνεται ότι είναι παλαιότερος καθώς ο Άραβας γεωγράφος Idris το 1150 αναφέρει την πόλη ως Salunik (απ' όπου και το τουρκικό Selanik). Κατά μια άποψη το Σαλονίκη προήλθε από την πολυχρόνια χρήση της έκφρασης στη Θεσσαλονίκη > στ'Θ'σαλουνίκ' > στ'Τ'σαλουνίκ' > στ(η) Σαλουνίκ. Από το Σαλονίκ(η) προήλθε η ονομασία της πόλης και σε άλλες γλώσσες της περιοχής κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Οι τουρκόφωνοι και οι Οθωμανοί αποκαλούσαν την πόλη Σελανίκ (οθωμανική γλώσσα: سلاني, τουρκ.: Selânik), όπως και οι Ιουδαίοι που εγκαταστάθηκαν στην πόλη μετά την οθωμανική κατάκτηση και μιλούσαν την ισπανο-εβραϊκή λαντίνο, οι Βαλκανικοί σλαβικοί πληθυσμοί Σολούν (κυρ.: Солун) και οι βλαχόφωνοι Σαρούνα (βλαχ.: Sãrunã).
Ιστορία
Ίδρυση και εξέλιξη στον ελληνιστικό κόσμο
Στην περιοχή της σημερινής πόλης και ειδικότερα στην Τούμπα, τη Διεθνή Έκθεση, το Μικρό Έμβολο, την Πολίχνη, τη Νέα Ευκαρπία, τη Σταυρούπολη και την Πυλαία υπήρχαν προϊστορικοί και μεταγενέστεροι οικισμοί και πολίσματα. Έως τον 6ο αιώνα π.Χ. η περιοχή κατοικούνταν από φύλα όπως οι Φρύγες, οι Παίονες, οι Μύγδονες κ.ά. Σύμφωνα με τον Εκαταίο τον Μιλήσιο, στην εποχή του υπερίσχυαν οι Θράκες και οι Έλληνες. Το διάστημα 510 π.Χ.-480 π.Χ. η περιοχή είχε υποταγεί στους Πέρσες. Οι Μακεδόνες πρέπει να μετακινήθηκαν στην περιοχή του Θερμαϊκού κόλπου τον 6ο αιώνα π.Χ. Σημαντικό πόλισμα ήταν η Θέρμη, η οποία τοποθετείται από τους περισσότερους αρχαιολόγους στο Μικρό Έμβολο. Διέθετε το πιο μεγάλο και πιο ασφαλές λιμάνι στην περιοχή, αλλιώς δε θα το επέλεγε ο Ξέρξης Α΄ της Περσίας για να αγκυροβολήσει εκεί και να ξεκουράσει τον στόλο του. Η Θέρμη καταλήφθηκε το 431 π.Χ. από τους Αθηναίους, οι οποίοι δύο χρόνια αργότερα την παρέδωσαν στον βασιλιά των Μακεδόνων Περδίκκα Β΄. Στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., πάλι οι Αθηναίοι μεσολάβησαν προκειμένου να περιέλθει η Θέρμη στην κυριαρχία των νόμιμων διαδόχων του θρόνου της Μακεδονίας και όχι στον σφετεριστή Παυσανία. Σχετικά με την ίδρυση της Θεσσαλονίκης υφίστανται δύο κύριες μαρτυρίες. Η πρώτη ανήκει στον αρχαίο ιστορικό Στράβωνα και είναι η επικρατέστερη μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών με αποκλίσεις ως προς το έτος ίδρυσης. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, το 316 π.Χ. ή 315 π.Χ. ο Κάσσανδρος, στρατηγός της Μακεδονίας και επιμελητής του Αλέξανδρου Δ΄, ανήλικου γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ίδρυσε τη Θεσσαλονίκη. Ήταν μάλιστα η Θεσσαλονίκη η μία από τις δύο πόλεις που ίδρυσε ο Κάσσανδρος στη διάρκεια της διακυβέρνησής του. Η άλλη ήταν οι Πλαταιές Βοιωτίας. Η δεύτερη μαρτυρία είναι του Στεφάνου του Βυζαντίου, ο οποίος θεωρεί ως ιδρυτή της πόλης τον Φίλιππο Β΄. Η επικρατούσα άποψη της ίδρυσης της Θεσσαλονίκης από τον σφετεριστή του θρόνου του βασιλείου της Μακεδονίας Κάσσανδρο, σχετίζει την επιλογή του με την αντίληψη για τη στρατηγική θέση αυτής της ενδότατης κοιλότητας της μακεδονικής ακτογραμμής, η οποία εύκολα θα μπορούσε να συνδέσει την ενδοχώρα με τη θάλασσα, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ακμάζουσα εμπορική κίνηση, ενώ συνάμα παρείχε και ασφάλεια από επιδρομές. Επιπλέον, ο Κάσσανδρος υπολόγιζε τον οπλισμό της Θεσσαλονίκης ως μια δεύτερη πράξη που θα νομιμοποιούσε τις διεκδικήσεις του επί του μακεδονικού θρόνου έπειτα και από τον γάμο του με γόνο της βασιλικής δυναστείας. Στην ελληνιστική Θεσσαλονίκη από όσο γνωρίζουμε υπήρχαν οι φυλές: Αντιγονίς, Διονυσιάς και Ασκληπιάς και οι δήμοι Βουκεφάλεια και Κεκροπίς. Με βασικό άξονα την αρχαία πόλη της Θέρμης, ο Κάσσανδρος ανάγκασε σε μετοίκηση τους πληθυσμούς 26 τοπικών παράκτιων πολισμάτων και χωριών της ευρύτερης περιοχής και της δυτικής Χαλκιδικής δημιουργώντας τη νέα πολιτεία, που ονοματοθέτησε προς τιμή της συζύγου του, Θεσσαλονίκης. Λόγω της θέσης της, που συνέδεε τη Μακεδονία με το Αιγαίο Πέλαγος, η Θεσσαλονίκη σε πολύ σύντομο διάστημα έγινε η σημαντικότερη πόλη σε ολόκληρη τη Μακεδονία. Η εμπορική σημασία της πόλης προσέλκυσε από νωρίς (3ος αιώνας π.Χ.) διάφορους εποίκους (Αιγύπτιους, Σύρους, Ιουδαίους) αυξάνοντας τον πληθυσμό και το τοπογραφικό της μέγεθος, ενώ διατηρούσε εμπορικές επαφές με όλα τα λιμάνια της Ανατολής. Από τα ιστορικά δεδομένα φαίνεται πως η πόλη διέθετε μόνιμη φρουρά Γαλατών μισθοφόρων. Πολύ λίγα είναι γνωστά για την ελληνιστική ιστορία της πόλης. Στα πρώτα χρόνια ζωής της Θεσσαλονίκης άρχισε και ο ανταγωνισμός με την επίσης μακεδονική αποικία της Δημητριάδος στον Παγασητικό κόλπο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ξεπέρασε σε δόξα και αίγλη την πρωτεύουσα Πέλλα, μιας και ήταν η βάση του μακεδονικού στόλου. Οι αρχαίοι Μακεδόνες πίστευαν πως την πόλη προστάτευαν οι θεοί του Ολύμπου. Στη σύγχρονη πλατεία Διοικητηρίου έχει αποκαλυφθεί τμήμα λαμπρού οικοδομήματος, το οποίο ίσως να ήταν βασιλική κατοικία των Μακεδόνων βασιλέων. Το 287 π.Χ. όταν οι βασιλείς Πύρρος της Ηπείρου και Λυσίμαχος νίκησαν τον βασιλιά της Μακεδονίας Δημήτριο τον Πολιορκητή, φαίνεται πως η Θεσσαλονίκη έπεσε προσωρινά στην κατοχή του πρώτου και αργότερα του δευτέρου. Κατά πάσα πιθανότητα η Θεσσαλονίκη περιτειχίστηκε ταυτόχρονα με την ίδρυσή της. Πάντως τα τείχη έσωσαν την πόλη το 279 π.Χ., όταν οι Κέλτες επιχείρησαν να την κατακτήσουν και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν στους Δελφούς και την Αιτωλία. Μετά από μια σειρά αναταραχών η μακεδονική πόλη περιήλθε στους Αντιγονίδες (277 π.Χ.). Το 273 π.Χ. στην πόλη κατέφυγε ο ηττημένος από τον Πύρρο Αντίγονος Γονατάς σε μία προσπάθεια ανασύνταξης του στρατού του, για να κτυπήσει τον εισβολέα Πύρρο. Εκεί μάλιστα ναυπήγησε στο λιμάνι της ισχυρό στόλο, κατανικώντας τον πτολεμαϊκό. Αυτό ωφέλησε τη νύμφη του Θερμαϊκού. Από τα χρόνια της βασιλείας του Αντιγόνου Β' άρχισε η περίοδος πυκνής κατοίκησης της Θεσσαλονίκης. Σε ένα διάταγμα της Ιστιαίας (270 π.Χ.-200 π.Χ.) αναφέρονται στη λίστα των προξένων της δύο Θεσσαλονικείς, ενώ σε ένα άλλο του 224 π.Χ./223 π.Χ. αναφέρεται ένας επώνυμος ιερέας της Θεσσαλονίκης. Παράλληλα ανάμεσα στα έτη 239 π.Χ. με 221 π.Χ. αναφέρονται οι επισκέψεις των δύο Αντιγονιδών βασιλέων στην πόλη, του Δημητρίου Β΄ και του Αντιγόνου Γ΄. Το 197 π.Χ. κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη ο Φίλιππος Ε΄ μετά την ήττα του στη μάχη των Κυνός Κεφαλών από τους Ρωμαίους. Το 187 π.Χ. η πόλη έκοψε τα πρώτα νομίσματά της με την επιγραφή ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και εικονίζονταν ο Διόνυσος, ο Ερμής, ο Πήγασος, η αίγα και ο τράγος. Επίσης στις 15 Δαισίου του αυτού έτους ο Φίλιππος Ε΄ εξέδωσε βασιλικό διάταγμα σε μαρμάρινη στήλη, που απευθυνόταν στον έμπιστο αντιπρόσωπό του Ανδρόνικο, για τη διαχείριση του Σεραπείου. Το 185 π.Χ. ο Αντιγονίδης βασιλιάς συνόδευσε στη Θεσσαλονίκη τη ρωμαϊκή πρεσβεία μέσω της Κοιλάδας των Τεμπών. Εκεί έγινε σύσκεψη μεταξύ Μακεδόνων και Ρωμαίων για την τύχη των υπό μακεδονική κυριαρχία Θρακών. Μετά το πέρας της θρακικής εκστρατείας (184 π.Χ.-183 π.Χ.) αποκαλύφθηκε συνωμοσία εις βάρος του Φιλίππου από τον φιλορωμαίο γιο του, Δημήτριο, για την ανατροπή του. Για να ανατρέψει τις φιλορωμαϊκές εστίες της Μακεδονίας που εστιάζονταν στις παραλιακές πόλεις, ο Φίλιππος μετέφερε αποίκους από το εσωτερικό της χώρας προς τα παράλια και αντίστροφα. Αυτά τα σκληρά μέτρα δυσαρέστησαν τη Θεσσαλονίκη, αν και με το μέτρο αυτό προήχθη η οικονομία και η στρατιωτική της φύλαξη. Εν τέλει κατέστρωσε στη Θεσσαλονίκη το σχέδιο εξοντώσεώς του. Αυτό έγινε, αφού διαχείμασε στην πόλη τον χειμώνα του 181 π.Χ./180 π.Χ. Κατά την άνοιξη του 179 π.Χ. ο Φίλιππος πραγματοποίησε περιοδεία από τη Δημητριάδα στη Θεσσαλονίκη, επιδεικνύοντας στους άρχοντες τον διάδοχο που προόριζε: τον Αντίγονο, ανιψιό του Αντιγόνου Δώσωνος. Αξίζει να αναφερθεί κατά την περίοδο αυτή και ένα τέκνο της ελληνιστικής Θεσσαλονίκης, ο Ίων. Αυτός διετέλεσε αρχηγός μαζί με τον Αρτέμωνα από τη Δολοπία, ενός σώματος 400 ακοντιστών και ισάριθμων σφενδονητών κατά τη μάχη του Καλλίνικου (Μάιος του 171 π.Χ.), που έληξε με νίκη των Μακεδόνων. Επίσης, ήταν και ο προστάτης των γιων του Περσέα, τους οποίους αργότερα, μετά τη μάχη της Πύδνας, παρέδωσε στους Ρωμαίους. Κατά τη διάρκεια των Ρωμαιο-Μακεδονικών πολέμων, τον Ιούνιο του 169 π.Χ., η πόλη μαζί με την Αίνεια, την Κασσάνδρεια και την Αντιγόνεια, απέκρουσαν ηρωικά τις επιθέσεις του ρωμαϊκού στόλου του Γάιου Μάρκου Φίγλου, στον οποίο συνέδραμαν ο Ευμένης Β΄ της Περγάμου και ο Προυσίας Β΄ της Βιθυνίας. Στη συνέχεια 500 Γαλάτες της Θεσσαλονίκης, ενίσχυσαν την άμυνα της Κασσάνδρειας, που απέκρουσε εκ νέου μια από θαλάσσης επίθεση των Ρωμαίων. Σε διοικητικό επίπεδο η πόλη απολάμβανε ελεγχόμενη αυτονομία, την οποία διαχειριζόταν η Εκκλησία του Δήμου και η Βουλή, τελώντας συνάμα υπό την επικυριαρχία του βασιλιά, ο οποίος ασκούσε την πολιτική εξουσία του μέσω κρατικών υπαλλήλων – εντολοδόχων, των Βασιλικών, ενώ διόριζε και τον στρατιωτικό διοικητή, τον Επιστάτη, ο οποίος είχε ως υπόβαθμους τον Υπεπιστάτη και τους Αρμοστές.
Ρωμαϊκή κυριαρχία
Η κατάλυση του βασιλείου των Αντιγονιδών από τα ρωμαϊκά στρατεύματα του ύπατου Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου το 168 π.Χ. έφερε τη Θεσσαλονίκη στα όρια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας (Res publica). Δύο ημέρες μετά την ήττα του Περσέα στη Μάχη της Πύδνας, η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε στους Ρωμαίους (24 Ιουνίου 168 π.Χ.). Ο Περσέας κατέφυγε προσωρινά στην πόλη, όπου διέταξε τον φρούραρχό της, Ευμένη, να συγκεντρώσει στο λιμάνι τον μακεδονικό στόλο και να τον πυρπολήσει. Έως το 148 π.Χ., η Θεσσαλονίκη ήταν πρωτεύουσα μίας από τις τέσσερις διοικητικές περιφέρειες, στις οποίες είχαν χωρίσει οι Ρωμαίοι το ελληνιστικό βασίλειο, με έκταση από τον Στρυμόνα ως τον Αξιό (Macedonia Secunda). Έπειτα όμως από την καταστολή της επανάστασης του Ανδρίσκου, τον οποίο φαίνεται να μην υποστήριξαν οι Θεσσαλονικείς, πραγματοποιήθηκε διοικητική αναδιάρθρωση και η Μακεδονία, με όρια εκτενέστερα του βασιλείου των Αντιγονιδών, ανακηρύχθηκε ρωμαϊκή επαρχία (Provincia Macedonia), διοικούμενη από ανθύπατο με πρωτεύουσα και έδρα του πραίτορα τη Θεσσαλονίκη. Η κατασκευή της Εγνατίας οδού από τους Ρωμαίους μεταξύ 146 π.Χ.–120 π.Χ., του βασικού στρατιωτικού και εμπορικού διαύλου της ανατολικής διοίκησης, η οποία ένωνε την Αδριατική Θάλασσα με τον Ελλήσποντο και τη Μικρά Ασία, προώθησε την αξιολογική σημασία της πόλης και εμπέδωσε την πρωταγωνιστική της παρέμφαση μέσα στο μεγεθούμενο κράτος. Έτσι μέχρι το δεύτερο μισό του 2ου π.Χ. αιώνα η Θεσσαλονίκη είχε αναδειχτεί σε κυρίαρχο σταυροδρόμι και βάση της εμπορικής και στρατιωτικής δραστηριότητας. Μάλιστα τα επόμενα χρόνια η σταδιακή επέκταση του ρωμαϊκού κράτους προς ανατολή και προς βορρά είχε ως συνέπεια την απομάκρυνση του κινδύνου των βαρβαρικών επιδρομών. Οι κίνδυνοι επανεμφανίστηκαν τόσο στα ανατολικά όσο και στα βόρεια σύνορα πολύ αργότερα, όταν οι Γότθοι πολιόρκησαν την πόλη το 254 και το 268 μ.Χ. Στην εμφύλια διαμάχη των δημοκρατικών και των αυτοκρατορικών, που ακολούθησε τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα (44 μ.Χ.), οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης τάχθηκαν στο πλευρό των δεύτερων. Η ολοκληρωτική νίκη των αυτοκρατορικών Αντωνίου και Οκταβιανού έναντι των Βρούτου και Κάσσιου το 42 μ.Χ. στους Φιλίππους οδήγησε στην απόδοση περισσοτέρων προνομίων στην πόλη και την ουσιαστική αυτοδιοίκηση με την ανακήρυξή της σε «ελεύθερη πόλη» - Civitas Libera.
Οι τοπικοί άρχοντες της πόλης ήταν οι πολιτάρχες. Στην εσωτερική πλευρά της Χρυσής Πύλης (στη σημερινή Πλατεία Δημοκρατίας) υπήρχε επιγραφή με τα ονόματα των 6 πολιταρχών της Θεσσαλονίκης. Η επιγραφή επιβεβαιώνει και την περιγραφή του ταξιδιού του Αποστόλου Παύλου στη Θεσσαλονίκη στις Πράξεις των Αποστόλων της Καινής Διαθήκης περί το 50 μ.Χ. όπου αναφέρονται οι πολιτάρχες, σπάνιος όρος που δεν συναντάται στην αρχαιότητα εκτός των μακεδονικών πόλεων της ρωμαϊκής περιόδου. Η συγκεκριμένη επιγραφή είναι η παλαιότερη αναφορά του συγκεκριμένου θεσμού επιβεβαιώνοντας έτσι την ύπαρξή του. Έκτοτε ανακαλύφθηκαν και άλλες επιγραφές με τέτοια αναφορά στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, ωστόσο η συγκεκριμένη ήταν η πρώτη που ανακαλύφθηκε και έγινε η πιο γνωστή. Η επιγραφή της Χρυσής Πύλης αποσπάστηκε αρχικά από τον περιηγητή Πήτερ Κρόσμπι (Peter Crosby) και παραδόθηκε στον Βρετανό πρόξενο Τζον Ε. Μπλαντ (John E. Blunt) το 1874 μετά την κατεδάφιση της πύλης και μετά από φθορές και μετακινήσεις κατέληξε στο Βρετανικό Μουσείο όπου βρίσκεται έως σήμερα. Επί Ρωμαιοκρατίας λατρεύονταν πολλές θεότητες στην πόλη. Εκτός από το Δωδεκάθεο, τιμές και λατρεία αποδιδόταν στον Διόνυσο, στους Καβείρους και στις αιγυπτιακές θεότητες Σέραπις, Ίσιδα και Αρποκράτη. Κατά τον τελευταίο προχριστιανικό αιώνα, όλο και περισσότεροι Ιουδαίοι μετοικούσαν στη Θεσσαλονίκη, δημιουργώντας μια μεγάλη ιουδαϊκή παροικία, τοποθετημένη κοντά στο λιμάνι. Στη συναγωγή αυτής της κοινότητας κήρυξε τη χριστιανική πίστη ο Απόστολος Παύλος το 50 μ.Χ. Οι δύο επιστολές του προς τη μερίδα των εκχριστιανισθέντων μελών της, αλλά και πρώην εθνικών κατοίκων της πόλης, αποτελούν τα αρχαιότερα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Ωστόσο δεν υπάρχει ιστορική απόδειξη, ότι ο Απόστολος Παύλος κήρυξε σε ιουδαϊκή συναγωγή και η μοναδική αναφορά στις επιστολές του έχουν να κάνουν περισσότερο με την έννοια της "συναγωγής" ως συνάθροιση. Η χριστιανική κοινότητα της Θεσσαλονίκης ευδοκίμησε και έγινε υπόδειγμα για όλες τις άλλες ελλαδικές κοινότητες, όπως φαίνεται και από την Α’ επιστολή του Αποστόλου Παύλου, όπου εγκωμιάζει την τοπική εκκλησία. Η Θεσσαλονίκη, όπως και ολόκληρη η Μακεδονία, ακολούθησε τη μακρά περίοδο ευημερίας που διασφάλιζε η Pax Romana, η περιώνυμη ρωμαϊκή ειρήνη που επικρατούσε στην αυτοκρατορία μέχρι και το τέλος περίπου της δυναστείας των Αντωνίνων. Το μέγεθος της αξίας της διαφαίνεται από τους τιμητικούς τίτλους που της αποδόθηκαν από σειρά αυτοκρατόρων. Κατά την αυτοκρατορική κυρίως περίοδο είχε χορηγηθεί σε πολλούς Θεσσαλονικείς το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη (civitas Romana). Το καθεστώς της ανεξιθρησκίας έληξε όταν εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη ο καίσαρας Γαλέριος. Τότε ξεκίνησε σκληρός διωγμός των χριστιανών. Μεταξύ άλλων, στην πόλη μαρτύρησε το 305 ο Άγιος Δημήτριος. Όμως, πέρα από τους θρησκευτικούς διωγμούς, η Θεσσαλονίκη επωφελήθηκε πολύ όταν ανακηρύχθηκε έδρα του Γαλερίου, καθώς κοσμήθηκε με πολλά δημόσια κτίρια και αναβαθμίστηκε πολιτικά. Η ακμή της συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄ κατασκεύασε λιμάνι μπροστά από τα τείχη, το οποίο χρησιμοποιήθηκε έως την εποχή της πτώσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στο στάδιο της παρακμής του παραδοσιακού ρωμαϊκού εθνικού-παγανιστικού κράτους και της μετατόπισης του κέντρου βάρους του στην ανατολή προκειμένου σε λιγότερο από έναν αιώνα να μετασχηματιστεί στη νέα κρατική οντότητα, που αργότερα αποκλήθηκε βυζαντινή, και πάλι η Θεσσαλονίκη διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο. Αρχικά ως πρωτεύουσα του Γαλερίου και έπειτα ως υποψήφια νέα πρωτεύουσα του κράτους αποτύπωσε τη δυναμική, που θα εμφάνιζε στη διάρκεια της χριστιανικής αυτοκρατορίας της Ανατολής.
Η Βυζαντινή Συμβασιλεύουσα πόλις
Η πόλη συνδέθηκε εξ αρχής με την ιστορική προσωπικότητα, που θα μετάλλασσε την παγανιστική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο μακροβιότερο χριστιανικό βασίλειο, τον θεμελιωτή του Βυζαντινού κράτους, Κωνσταντίνο. Το 324 ο Κωνσταντίνος, στο πλαίσιο της διαμάχης του με τον Λικίνιο, χρησιμοποίησε τη Θεσσαλονίκη ως στρατιωτικό ορμητήριο κατασκευάζοντας νέο λιμάνι, τον περιώνυμο «σκαπτό λιμένα», προκειμένου να συγκεντρώσει σ' αυτό στόλο από 200 «τριακόντορες» γαλέρες και 2000 εμπορικά πλοία, τα οποία θα μετέφεραν τον στρατό του, δύναμης 120.000 ανδρών. Μετά την οριστική επικράτηση του Κωνσταντίνου έναντι του Λικίνιου στη μάχη της Χρυσούπολης, ο δεύτερος με παρέμβαση της αδερφής του και συζύγου του Μέγα Κωνσταντίνου εστάλη εξόριστος στο φρούριο της Ακρόπολης της Θεσσαλονίκης. Εκεί κατά τον ιστορικό Ζώσιμο δολοφονήθηκε με εντολή του Κωνσταντίνου. Η μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας ανατολικά, στην παλαιά αποικία των Μεγαρέων, το Βυζάντιο, την από εδώ και στο εξής Κωνσταντινούπολη ή Νέα Ρώμη, θα συντελέσει στην περαιτέρω ανάδειξη της Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, η αντίληψη της γεωστρατηγικής της σημασίας και τα έργα που κατασκευάζονται στην πόλη, με πρόνοια των αυτοκρατόρων Ιουλιανού και Μεγάλου Θεοδόσιου, την καθιστούν «ὀφθαλμὸ τῆς Εὐρώπης καὶ κατ'ἐξοχὴν τῆς Ἑλλάδος». Γίνεται «Συμβασιλεύουσα», ονομάζεται «Μεγαλούπολις» και κατέχει τη θέση της επόμενης μετά την Κωνσταντινούπολη πόλης της αυτοκρατορίας (Θεσσαλονίκην μετὰ τὴν μεγάλην παρὰ Ρωμαίων πρώτην πόλιν). Ο Μέγας Θεοδόσιος, ως αύγουστος της Ανατολής αρχικά, χρησιμοποίησε ως έδρα του τη Θεσσαλονίκη. Αφού απέκρουσε τους Γότθους το 378 ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό, με προτροπή του επισκόπου Θεσσαλονίκης Ασχολίου, και προχώρησε στη συστηματική οχύρωση της πόλης, εργασία που ανέθεσε στον Πέρση Ορμίσδα. Από τη Θεσσαλονίκη εξέδωσε και το αυτοκρατορικό διάταγμα με το οποίο όριζε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Αντίθετα απ' ό,τι θα περίμενε κανείς, ο Θεοδόσιος δεν ήταν δημοφιλής στους Θεσσαλονικείς, εξαιτίας της σταδιακής διείσδυσης των Γότθων στον βυζαντινό στρατό και ιδιαίτερα στην αυτοκρατορική φρουρά. Έτσι, όταν το 390 ο διοικητής της γοτθικής φρουράς Βουτέριχος συνέλαβε κάποιον δημοφιλή αρματοδρόμο, προκλήθηκαν ταραχές, κατά τη διάρκεια των οποίων έχασε τη ζωή του. Ως αντίποινα, ο Θεοδόσιος διέταξε την παγίδευση και τη σφαγή 7.000 Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο. Έκτοτε, ο Ιππόδρομος δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε. Τον Θεοδόσιο μιμήθηκαν και άλλοι αυτοκράτορες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να πολεμήσουν τους εισβολείς ή τους βαρβάρους επιδρομείς. Οι δοκιμασίες της Θεσσαλονίκης από τις επιδρομές των γοτθικών φύλων συνεχίστηκαν μέχρι και το τέλος του 5ου αιώνα, οπότε η πόλη κατάφερε να εξασφαλίσει μικρό διάστημα ειρήνης και ευημερίας. Στην ευπραγία της βοήθησε και ο μακεδονικής καταγωγής αυτοκράτορας Ιουστινιανός, δίδοντας ιδιαίτερο βάρος στα προβλήματά της και ανάγοντας τη Θεσσαλονίκη σε πρωτεύουσα του Ιλλυρικού πραιτορίου (δηλαδή της Βαλκανικής). Έως την εποχή της Εικονομαχίας, στην πόλη ανεγέρθηκαν εντυπωσιακά δημόσια κτίρια και πολλοί ναοί. Όμως, πιο χρήσιμα αποδείχθηκαν τα τείχη της, στα οποία συντρίβονταν οι εχθρικές επιδρομές και οι απόπειρες πολιορκίας. Στο διάστημα 527-688, η πόλη απέκρουσε δεκάδες επιδρομές Σλάβων, Αβάρων, Περσών, Δραγουβιτών, Σαγουδιτών και Βερζιτών. Οι Θεσσαλονικείς διηγούνταν ότι είδαν πολλές φορές τον άγιο Δημήτριο πάνω στα τείχη να τρέπει σε φυγή τους εισβολείς. Στα τέλη του 6ου αιώνα παρουσιάστηκε η σλαβική απειλή, η οποία έμελλε να ταλανίζει την πόλη για τους δύο επόμενους αιώνες. Τα σλαβικά φύλα, αρχικά με την καθοδήγηση των Αβάρων και αργότερα αυτόνομα, πραγματοποίησαν πολλές επιδρομές εναντίον της Θεσσαλονίκης με σημαντικότερες αυτές του 586 και του 597. Τέλος στις σλαβικές βλέψεις έδωσε το 688 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β´, ο αποκαλούμενος Ρινότμητος, ο οποίος νικώντας τους Σλάβους εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη. Όταν ξεκίνησε η Εικονομαχία, η Θεσσαλονίκη μεταβλήθηκε σε τόπο εξορίας των εικονομάχων της βασιλεύουσας. Μεταξύ αυτών συγκαταλεγόταν και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης. Σε αντίδραση στην εικονόφιλη στάση της Εκκλησίας της Ρώμης ο αυτοκράτορας Λέων Γ´ ο Ίσαυρος απέσπασε το ανατολικό Ιλλυρικό από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ρώμης και το απέδωσε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Έπειτα από αυτό το γεγονός ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης έπαψε να είναι βικάριος του Πάπα και η τοπική εκκλησία συνέδεσε την πορεία της με την ανατολική εκκλησιαστική διοίκηση. Το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα έλαβε χώρα και η αποστολή προς τους σλαβικούς λαούς των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου, η δράση των οποίων συνδέθηκε με την απαρχή του εκχριστιανισμού αλλά και της φιλολογίας των Σλάβων. Από τη Θεσσαλονίκη οι Κύριλλος και Μεθόδιος ξεκίνησαν το 863 προκειμένου να εκχριστιανίσουν τους Άραβες, τους Χαζάρους (στη Γεωργία) και τους Σλάβους (στη Μεγάλη Μοραβία). Το 904 η πόλη δέχθηκε επίθεση από τους Σαρακηνούς (Άραβες της Δύσης) με αρχηγό τον εξισλαμισθέντα Λέοντα τον Τριπολίτη. Η σφοδρότητα της επίθεσης και η μη προετοιμασία της πολιορκίας οδήγησαν στην άλωση και τη λεηλασία της. Χιλιάδες κάτοικοι σφαγιάστηκαν, ενώ περισσότεροι αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Οι επόμενοι αιώνες σημαδεύτηκαν από ανεπιτυχείς προσπάθειες κατάληψης της Θεσσαλονίκης και από τους συνεχείς πολέμους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τους εχθρούς της, κυρίως στη Βαλκανική. Παρ όλ' αυτά ο 10ος και οι αρχές του 11ου αιώνα χαρακτηρίσθηκαν ως περίοδος αναδόμησης και η αυτοκρατορία χωρίσθηκε σε «θέματα». Η Θεσσαλονίκη αναδείχθηκε πρωτεύουσα ενός θέματος που επιβίωσε έως και τον 15ο αιώνα. Από τον 10ο αιώνα μ.Χ. έξω από τη Χρυσή Πύλη - στη σημερινή Πλατεία Δημοκρατίας - εορτάζονταν τα Δημήτρια, η σημαντικότερη γιορτή-εμποροπανήγυρη της πόλης. Κατά την εμποροπανήγυρη αυτή ανταλλάσσονται τα προϊόντα της ενδοχώρας με τα θαλασσινά προϊόντα. Ονομάζονταν «Δημήτρια» διότι πραγματοποιούνταν κατά τις ημέρες εορτασμού της μνήμης του πολιούχου της πόλης Αγίου Δημητρίου. Η πανήγυρη με την ονομασία αυτή άκμασε τον 14ο αιώνα, τον επονομαζόμενο και «χρυσό αιώνα» της Θεσσαλονίκης. Αρχικά η γιορτή αυτή είχε κυρίως θρησκευτικό και εμπορικό χαρακτήρα. Παράλληλα, όμως, ο λαός της πόλης κατά τα «Δημήτρια» έβρισκε πολλές διασκεδάσεις και ευκαιρίες ψυχαγωγίας με σχοινοβάτες, γελωτοποιούς, μίμους και θεατρίνους. Επίσης κατά τη γιορτή, σύμφωνα με τις πηγές, παρουσιάζονταν θεατρικά έργα του αρχαιοελληνικού δραματολογίου καθώς και διαλέξεις φιλοσόφων και λογίων.
Από τη νορμανδική κατάκτηση στην κορυφή της βυζαντινής διοίκησης
Το 1185 οι Νορμανδοί επιδρομείς κατέλαβαν το Δυρράχιο και εν συνεχεία τη Θεσσαλονίκη, γεγονός–ορόσημο για την ιστορία της πόλης. Στην πολιορκία, η οποία άρχισε στις 15 Αυγούστου του 1185, οι Νορμανδοί χρησιμοποίησαν 200 πλοία και 80.000 άνδρες αποκλείοντας την πόλη από ξηρά και θάλασσα. Ο ανεφοδιασμός της πόλης δεν ήταν επαρκής, ο διοικητής της Δαυίδ Κομνηνός δεν ήταν ικανός να οργανώσει κατάλληλα την άμυνα, εγκατέλειψε τους αμυνόμενους και οι ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη έφτασαν πολύ αργά. Έτσι οι Νορμανδοί, μέσα σε λίγες μέρες, (24 Αυγούστου του 1185) αφού έχασαν 3.000 στρατιώτες, κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, παρά την ηρωική άμυνα των κατοίκων, και τη λεηλάτησαν, θανατώνοντας 7.000 από τους κατοίκους της. Βασικός ιστορικός της άλωσης ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, από το έργο του οποίου «Ιστορία της αλώσεως της Θεσσαλονίκης υπό των Νορμανδών» αντλούνται οι περισσότερες πληροφορίες.
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 και η κατάλυση της αυτοκρατορίας οδήγησε τους Θεσσαλονικείς σε διαπραγματεύσεις με τον Φράγκο ηγεμόνα Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε η παράδοση της πόλης με τον όρο της διατήρησης των παλαιών τοπικών προνομίων. Ο Βονιφάτιος ίδρυσε το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το οποίο υπήρξε βραχύβιο, καθώς η πόλη έμεινε στην κατοχή των Λατίνων 20 χρόνια. Το 1224 ο Δεσπότης της Ηπείρου, Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας, κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη και χρίστηκε Βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων από τον αρχιεπίσκοπο Αχριδών Δημήτριο Χωματιανό. Η Θεσσαλονίκη ανακηρύχθηκε συμβασιλεύουσα (βασιλεύουσα παρέμενε η Κωνσταντινούπολη, παρότι βρισκόταν ακόμη στην κατοχή των Λατίνων) και έγινε η πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Ο Θεόδωρος Δούκας επέκτεινε την επικράτειά του έως την Αδριανούπολη. Όμως, προτού ξεκινήσει την προσπάθεια κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης, θέλησε να υποτάξει τη Βουλγαρία. Η παρακμή του κράτους του Θεόδωρου Δούκα ξεκίνησε από την ήττα του το 1230 στη μάχη της Κλοκοτνίτσας από τον Ιβάν Ασέν Β΄. Το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών του καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους ενώ στη Θεσσαλονίκη συνέχισαν να βασιλεύουν οι διάδοχοι του Θεοδώρου έως το 1246, οπότε την κατέλαβε ο αυτοκράτορας της Νικαίας Ιωάννης Γ´ Δούκας Βατάτζης. Το 1261 ο συναυτοκράτορας της μικρασιατικής Αυτοκρατορίας της Νίκαιας Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος κατόρθωσε την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, κατέλυσε τη Λατινική αυτοκρατορία και επανασύστησε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Έτσι, με αυτοκράτορα πλέον τον Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγο η Κωνσταντινούπολη έγινε και πάλι πρωτεύουσα των Βυζαντινών και η θέση της Θεσσαλονίκης αναβαθμίστηκε με την πάροδο των ετών. Τον 14ο αιώνα αναδείχθηκε σε πραγματική συμβασιλεύουσα, καθώς η Βυζαντινή Αυτοκρατορία εδραζόταν πλέον στη Βαλκανική καθως το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας είχε κατακτηθεί. Συνήθως η πόλη διοικούνταν από τον γιο του αυτοκράτορα ή κάποιο άλλο μέλος της αυτοκρατορικής δυναστείας.
Το Κίνημα των Ζηλωτών και η Παλαιολόγεια Αναγέννηση
Η Θεσσαλονίκη ως συμβασιλεύουσα ενεπλάκη στους δύο εμφύλιους πολέμους, ο πρώτος μεταξύ του Ανδρόνικου Β' και του Ανδρόνικου Γ' (1320-1328) και ο δεύτερος μεταξύ του Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού και του Ιωάννη Ε' του Παλαιολόγου (1341-1354). Μάλιστα, η προσπάθεια του Ιωάννη Καντακουζηνού να καταλάβει την πόλη το 1342 οδήγησε στην εκδήλωση κοινωνικής επανάστασης. Επικεφαλής των εξεγερθέντων ήταν οι Ζηλωτές, που προέρχονταν από τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Οι Ζηλωτές ήταν υποστηρικτές των Παλαιολόγων και πολέμιοι των Καντακουζηνών που ήθελαν ενίσχυση της κεντρικής κυβέρνησης, ενώ η Θεσσαλονίκη με τους Ζηλωτές ήθελε αυτονομία. Το επαναστατικό κίνημα των Ζηλωτών εμφανίστηκε ως μία πρωτότυπη δημοκρατική νησίδα στον μεσαιωνικό κόσμο, όπου ο ηγεμονισμός, ο διαχωρισμός των ευγενών από τον λαό και η «ελέω θεού» διοίκηση αποτελούσαν τα απόλυτα θέσφατα. Η διαμάχη μεταξύ του μέγα δούκα Αλεξίου Απόκαυκου και του Ιωάννη Καντακουζηνού για την κυριαρχία της επιρροής στον βυζαντινό θρόνο οδήγησε την αυτοκρατορία σε εμφύλιο πόλεμο, αποτέλεσμα του οποίου ήταν η δημιουργία χιλιάδων οικονομικών προσφύγων, συνωστιζόμενων σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Θεσσαλονίκη. Η ογκούμενη δυσαρέσκεια των λαϊκών τάξεων έναντι των ευγενών, που υποστήριζαν τον Καντακουζηνό, έφερε τη στάση των Ζηλωτών το 1342. Στις αρχές του έτους ο λαός της Θεσσαλονίκης καθοδηγούμενος από τους Ζηλωτές, συντασσόμενος με την πλευρά της Άννας Παλαιολογίνας και του Απόκαυκου, στασίασε και λεηλάτησε τα σπίτια του διοικητή της πόλης και των εύπορων ευγενών, ενώ διαπομπεύτηκαν και κατακρεουργήθηκαν όσοι αριστοκράτες δεν κατάφεραν να διαφύγουν. Αφού επιβλήθηκαν απόλυτα μέσα στην πόλη, οι Ζηλωτές ανέλαβαν την εξουσία. Αυτή η πρόωρη κίνηση προλ