Πληροφορίες
Το Γραικοχώρι είναι μια ορεινή κωμόπολη στο νομό Θεσπρωτίας, στην άλλοτε επαρχία Θυάμιδος. Σύμφωνα με την τελευταία διοικητική διαίρεση (Σχέδιο Καλλικράτης) αποτελεί τοπική κοινότητα, της δημοτικής ενότητας της Ηγουμενίτσας με πληθυσμό 2.172 κατοίκους το 2011.
Στοιχεία
Εκκλησιαστικά υπάγεται στη Μητρόπολη Παραμυθίας, Φιλιατών, Γηρομερίου και Πάργας. Η εκκλησία του οικισμού είναι αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα. Σήμερα το Γραικοχώρι αποτελεί μέρος του πολεοδομικού συγκροτήματος της Ηγουμενίτσας, ουσιαστικά ενωμένο με την πόλη ως η 2η πολεοδομική ενότητα του πολεοδομικού σχεδίου της. Στην κωμόπολη λειτουργούν 1 δημοτικό σχολείο, 2 νηπιαγωγεία και φαρμακείο. Η κοντινότερη πόλη, η Ηγουμενίτσα, είναι μόλις 4 km.
Πληθυσμιακά στοιχεία
Στο παρακάτω διάγραμμα παρουσιάζεται η πληθυσμιακή εξέλιξη του οικισμού:
Ιστορία
Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, η Θεσπρωτία υπέφερε από τις βαρβαρικές επιδρομές Γότθων, Βανδάλων, Αβάρων, Βουλγάρων και Σλάβων. Ορισμένοι από τους τελευταίους εγκαταστάθηκαν σε εδάφη της Θεσπρωτίας και αργότερα, είτε εκδιώχθηκαν, είτε αφομοιώθηκαν και εκχριστιανίστηκαν. Μετά τη νίκη του Βασιλείου Β' Βουλγαροκτόνου (956-1025 μ.χ.) επί των Βουλγάρων και την εκδίωξή τους, στην Ήπειρο εγκαταστάθηκαν άποικοι από άλλα μέρη της αυτοκρατορίας με σκοπό την ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου. Έτσι βρήκε πρόσφορο έδαφος στην Ήπειρο ο Μιχαήλ Κομνηνός και ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204). Τα παράλια της Θεσπρωτίας είχαν δοθεί στους Ενετούς και για ένα διάστημα ο Μιχαήλ Άγγελος αναγνώρισε την ψιλή κυριότητα τους σε αυτά. Σύντομα, όμως, τους εκδίωξε και κατέλαβε την Κέρκυρα. Την περίοδο του δεσποτάτου, η βυζαντινή τέχνη τελειοποιήθηκε και κτίσθηκαν περίτεχνες εκκλησιές και μοναστήρια. Το 1294 ο Δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος (1271-1296) έδωσε τμήμα της Θεσπρωτίας (Βουθρωτό, Ηγουμενίτσα, Σύβοτα) ως προίκα στη θυγατέρα του Θαμάρ για το γάμο της με τον Πρίγκιπα Φίλιππο Ανδεγαυό του Τάραντα. Εκατό χρόνια αργότερα οι Ενετοί κατέλαβαν τα παράλια της Θεσπρωτίας δημιουργώντας βάσεις στη Σαγιάδα, το Φανάρι και την Πάργα. Από τότε και για πολλούς αιώνες τα παράκτια φρούρια της Θεσπρωτίας παρέμειναν τα προκεχωρημένα φυλάκια των Ενετών στην Ηπειρωτική Ελλάδα και δυτική πύλη της χώρας. Η Θεσπρωτία, λόγω των ενετικών φρουρίων, αντιστάθηκε στους Τούρκους, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ήπειρο και γι' αυτό οδηγήθηκε κατά ένα μέρος στον βίαιο εξισλαμισμό. Και στη συνέχεια στον εξαλβανισμό λόγω της σημαντικής θέσης των Αλβανών στο σύστημα της Οθωμανικής κυριαρχίας. Από το 1452 οπότε εισέβαλε στη Θεσπρωτία ο Μεχμέτ Χατζή μπέης, έχουμε συνεχείς συγκρούσεις Τούρκων και Ενετών (μαζί με Κερκυραίους και Χειμαρριώτες) στα παράλια της Θεσπρωτίας. Σε μια από αυτές, το 1685, ο Μοροζίνι ανατίναξε το κάστρο της Ηγουμενίτσας, αφού προηγουμένως μετέφερε τα 12 κανόνια του στην Κέρκυρα. Το λιμάνι της Ηγουμενίτσας χρησιμοποιήθηκε κατά την Τουρκοκρατία – μετά πιθανότατα από εκβάθυνση της εισόδου του- ως αγκυροβόλιο του τουρκικού στόλου. Στα μέσα του 16ου αιώνα, ανυπότακτοι κάτοικοι της Θεσπρωτίας και της Χειμάρρας, βρήκαν καταφύγιο στα βουνά του Σουλίου, όπου ίδρυσαν το Τετραχώρι και ζούσαν ανεξάρτητοι. Τα παράλια της Θεσπρωτίας και της Πρέβεζας κατεχόταν από τους Ενετούς μετά το 1718, μέχρι την κατάλυση της Ενετικής Δημοκρατίας το 1797, οπότε περιήλθαν στους Γάλλους. Το 1798 ο Αλή Πασάς, αφού νίκησε τους Γάλλους, κατέλαβε το Βουθρωτό, την Ηγουμενίτσα, την Πρέβεζα και τη Βόνιτσα. Αργότερα του δόθηκε και η Πάργα από τους Άγγλους.