Πληροφορίες
Η Φροσύνη (πρώην Κορύστιανη) είναι οικισμός που ανήκει στον Νομό Θεσπρωτίας της Περιφέρειας Ηπείρου. Βρίσκεται στον Δήμο Σουλίου, συγκεκριμένα στο ανατολικό άκρο του και συνορεύει με τον Νομό Ιωαννίνων, ενώ απέχει ελάχιστα από τον ιστορικό χώρο του Σουλίου. Είναι κτισμένος σε υψόμετρο 604 μέτρων και περικλείεται από τα Όρη Παραμυθιάς και Σουλίου. Σύμφωνα με την Απογραφή του 2011, ο πληθυσμός της Φροσύνης ανέρχεται στους 111 κατοίκους. Ψηλότερο σημείο του χωριού αποτελεί η κορυφή Στρουμπί, με υψόμετρο 1.425 μ. στα Όρη Παραμυθιάς.
Γενικά και ιστορικά στοιχεία
Οι τοπικές παραδόσεις κάνουν λόγω για την ύπαρξη στο μακρινό παρελθόν δύο οικισμών, εκτός τους σημερινού χωριού σε κοντινή όμως απόσταση, οι οποίες ονομάζονταν "Μαζιάς" και "Καρδαράς". Οι σχέσεις των δύο οικισμών λέγεται πως ήταν εχθρικές, με μήλον της έριδος να αποτελεί η μοναδική κοντινή πηγή, στη σημερινή τοποθεσία Βρύση. Την αφήγηση αυτή καταγράφει ο Σ. Μουσελιμης, τοπικός ιστοριογράφος, ενώ επιβεβαιώνεται έως ένα σημείο, από τα ερείπια μικρού κάστρου σε λόφο κοντά στην σημερινή Φροσυνη, αλλά και από τα ορατά έως σήμερα ερείπια του χωριού Μαζιά. Στο χωριό επίσης έχουν βρεθεί κατά το παρελθόν, ευρήματα εκείνης της εποχής (χρυσό νόμισμα, κρανίο με αιχμή βέλους, ξύλινη σκαλισμένη κορυτα). Παρόλα αυτά τα δεδομένα, η χρονική περίοδος των γεγονότων αυτών, είναι παντελώς άγνωστη. Στη νεότερη ιστορία η Φροσύνη αναφέρεται ως τμήμα των λεγόμενων Σκαπέτων ή Σκαπετοχωρίων, τα οποία ήταν συνδεδεμένα με την περιοχή του Σουλίου, ενώ ως το 1927 ονομαζόταν Κορύστιανη. Μέχρι την κατάληψη του Σουλίου, από τις δυνάμεις του Αλή Πασά κατά το 1803, το χωριό βρισκόταν υπό τον έλεγχο της σουλιώτικης φάρας των Μπουσμπαίων, οι οποίοι σύμφωνα με μια εκτίμηση του Ιωάννη Λαμπρίδη, κατάγονταν από εκεί. Την ύστερη περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο οικισμός αποτελούσε τσιφλίκι, ενώ ο πληθυσμός του αναφέρεται ως ελληνικός. Με το ξέσπασμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, οι κάτοικοι της Φροσύνης - από κοινού με τους κατοίκους γειτονικών οικισμών - οργάνωσαν εξέγερση κατά των Οθωμανών. Ωστόσο αυτή κατεστάλη εύκολα από δυνάμεις στρατού, οι οποίες προχώρησαν σε κακοποιήσεις αιχμαλώτων, με αποτέλεσμα ορισμένοι από αυτούς να σκοτωθούν, ανάμεσά τους και δύο κάτοικοι της Φροσύνης. Στα τέλη του 1910, αναφέρεται πως στη Φροσύνη λειτουργούσε Ελληνικό Γραμματοδιδασκαλείο, στο οποίο φοιτούσαν 16 μαθητές. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων έδρασαν στην ευρύτερη περιοχή οι οπλαρχηγοί Παπαδιάς και Πεπονής, ενώ την ίδια περίοδο, το χωριό ενσωματώθηκε στο Ελληνικό Κράτος. Παράλληλα, η πρώτη ελληνική απογραφή που διεξήχθη το 1913 στην Ήπειρο, βρήκε τον οικισμό με 312 κατοίκους (171 άνδρες και 141 γυναίκες). Την περίοδο της Κατοχής, κάτοικοι της Φροσύνης συμμετείχαν στην Εθνική Αντίσταση, μέσα από τις τάξεις του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ, ενώ άλλοι τρεις κάτοικοι του οικισμού έχασαν τη ζωή τους, εξαιτίας της δράσης των κατοχικών δυνάμεων. Τα χρόνια αυτά επιπλέον φιλοξενήθηκαν στο χωριό, αρκετοί κάτοικοι των χωριών της Παραμυθιάς, εκδιωγμένοι από τις αγριότητες των κατοχικών δυνάμεων. Διοικητικά, κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, η Φροσύνη υπαγόταν στον καζά Παραμυθιάς του σαντζακίου Ιωαννίνων, ενώ μετά την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα, αποτέλεσε έδρα Κοινότητας, πρώτα του Νομού Ιωαννίνων και από το 1937, του Νομού Θεσπρωτίας. Το 1997 υπήχθη στην Κοινότητα Σουλίου και από το 2011 ανήκει στον Δήμο Σουλίου. Κυριότερες ασχολίες των κατοίκων, είναι η κτηνοτροφία και οι εργολαβικές εργασίες. Στο χωριό διοργανώνεται παραδοσιακό πανηγύρι στις 6 Αυγούστου, κατά τον εορτασμό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος.