Πληροφορίες
Οι Σέρρες (αρχαία ελληνικά: Σίρις ή Σίρρα, μεσαιωνικά ελλ.: Σέρραι ή Κάστρο) είναι η πρωτεύουσα της Π.Ε Σερρών. Ανήκουν στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας αποτελώντας την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της, και την δεύτερη μεγαλύτερη στη Μακεδονία με 58.400 κατοίκους στην απογραφή του 2021. Επιπλέον είναι η έδρα του δήμου Σερρών, καθώς και της Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης. Απέχουν 83 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη και 581 χιλιόμετρα από την Αθήνα. Η απόσταση δε των Σερρών από το αεροδρόμιο ''Μακεδονία'' της Θεσσαλονίκης είναι 107 χιλιόμετρα.
Όνομα
Οι Σέρρες αναφέρονται πάντα στον πληθυντικό. Όταν αναφέρονται στην αιτιατική, αρκετοί από τους ντόπιους χρησιμοποιούν τον τύπο: «τας Σέρρας» (της Καθαρεύουσας), αντίθετα με τη χρήση στη Δημοτική (τις Σέρρες). Παράδειγμα χρήσης: «Είμαι από τας Σέρρας». Υποστηρίζεται επίσης και η άποψη πως το όνομα της πόλης δεν είναι «οι Σέρρες» αλλά «τα Σέρρας». Στα τουρκικά η πόλη ονομάζεται Σέρεζ (Serez) ή Σιρόζ (Siroz) ενώ στις σλαβικές γλώσσες (βουλγαρικά - σερβικά - σλαβομακεδονικά) αναφέρεται ως Σιάρ (Сяр) ή Σερ (Сер).
Ιστορία
Αρχαία εποχή
Η αρχαία πόλη, μνημονεύεται για πρώτη φορά από τον Ηρόδοτο (τον 5ο π.Χ. αιώνα) με το όνομα Σίρις, ωστόσο η ίδρυσή της φαίνεται πως ανάγεται τουλάχιστον στις αρχές της 2ης π.Χ. χιλιετίας, έχοντας δηλαδή να επιδείξει μια μακραίωνη ιστορία τεσσάρων χιλιετιών. Υπήρξε φυλετικό κέντρο της περιοχής, χτισμένη στον ψηλό, απόκρημνο και οχυρό από τη φύση λόφο του «Κουλά», που υψωνόταν ανάμεσα σε δύο χειμάρρους και από την κορυφή του (όπου η ακρόπολη), ασκούσε κανείς οπτικό έλεγχο ολόγυρα σε μια ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Η πόλη κατείχε σπουδαία, από γεωστρατηγική και γεωοικονομική άποψη, θέση, καθώς δέσποζε στον εύφορο σερραϊκό κάμπο και ασκούσε έλεγχο σε έναν πολύ σημαντικό δρόμο, ο οποίος, οδεύοντας κατά μήκος του Στρυμόνα, έφερνε από τις ακτές του Βόρειου Αιγαίου στις παραδουνάβιες χώρες, καθώς και έναν υδάτινο δρόμο που, μέσω της Κερκινίτιδας λίμνης και του πλωτού ποταμού Στρυμόνα, εξασφάλιζε την επικοινωνία ανάμεσα στη θρακική ενδοχώρα και τον Στρυμονικό κόλπο.
Από την εθνοδημογραφική μελέτη διαπιστώνεται η ύπαρξη αυτόχθονου πληθυσμιακού υποστρώματος και διαφόρων άλλων πληθυσμιακών στρωμάτων, από τα οποία το αρχαιότερο ήταν οι Φρύγες, γνωστοί στη Μακεδονία ως Βρύγες, και οι Θράκες Στρυμόνιοι. Από τον 11ο ως τον 6ο π.Χ. αιώνα βρίσκονται εδώ εγκατεστημένοι οι Σιριοπαίονες και αργότερα, από τις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα ως το τέλος της αρχαιότητας, οι Θράκες Οδόμαντες, στους οποίους οφείλει το όνομά της η Οδομαντική. Όσον αφορά την ιστορική τοπογραφία, στην Οδομαντική διαπιστώνεται η ύπαρξη τριών «περιοικίδων» πόλεων της Σίριος (οι Ίχνες, η Γάζωρος και η Σκοτούσσα) και επίσης ενός αξιόλογου αριθμού αγροτικών οικισμών. Οι κάτοικοι της Σίριος και της ευρύτερης φυλετικής περιοχής της Οδομαντικής ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Σχετικά πάλι με τις λατρείες τους, εκτός από τις γνωστές πανελλήνιες θεότητες (Δίας, Άρτεμη, Δήμητρα κ. ά.), οι κυριότερες φαίνεται πως ήταν οι λατρείες του Ήλιου και του Διόνυσου, καθώς και του θεοποιημένου ποταμού Στρυμόνα. Έχει εκφραστεί η εικασία ότι, κατά την ελληνιστική εποχή, οι Σερραίοι ίδρυσαν τη Σερραίπολιν στη νότια Μικρά Ασία και τη Σέρρη στις όχθες του Ευφράτη, στη Συρία.
Ρωμαϊκή εποχή
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή (168 π.Χ.–315 μ.Χ.), για την οποία μάλιστα υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες (επιγραφικές), η πόλη αναφέρεται στις φιλολογικές πηγές με το όνομα Σίρρα και σε επιγραφή (αυτοκρατορικών χρόνων) ως Σιρραίων πόλις. Πολύ εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι το αρχαίο όνομα της πόλης (Σίρις, Σίρρα) διασώθηκε στο διάβα τόσων αιώνων, ελάχιστα μόνο παραφθαρμένο, ως τις μέρες μας: Σέρραι, Σέρρες. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, η Σίρρα ακολούθησε τη μοίρα των υπόλοιπων πόλεων της ρωμαϊκής επαρχίας Μακεδονίας. Έτσι, κατά τη λεγόμενη δημοκρατική περίοδο, γνώρισε παρακμή, ως συνέπεια των βαρβαρικών επιδρομών και αναταραχών, καθώς και της κατάχρησης εξουσίας από τους Ρωμαίους διοικητές της επαρχίας. Αντίθετα, κατά την αυτοκρατορική περίοδο και ως τις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, χάρη στη ρωμαϊκή ειρήνη (pax Romana), γνώρισε ιδιαίτερη ακμή (οικονομική, κοινωνική, δημογραφική, πολιτιστική κλπ). Στη συνέχεια, κατά τη μεγάλη κρίση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (235-284 μ.Χ.), η πόλη παρακμάζει και μόνο στα χρόνια του Διοκλητιανού, με τις διοικητικές του μεταρρυθμίσεις (σύστημα Τετραρχίας), κατάφερε πάλι να ορθοποδήσει. Η Σίρρα ήταν αξιόλογη πόλη της Μακεδονίας, η οποία είχε το καθεστώς της civitas stipendiaria, δηλαδή της «υπήκοης» και (βαριά) φορολογούμενης πόλης. Υπήρξε έδρα «ομοσπονδίας» πέντε πόλεων ("Πεντάπολις"), όπως μαρτυρεί επιγραφή (ψήφισμα) της Γαζώρου (του 158 μ.Χ.), και συμμετείχε ενεργά στην επαρχιακή οργάνωση του «Κοινού των Μακεδόνων», όπου μάλιστα είχε αναδείξει και δικούς της ανώτατους άρχοντες («μακεδονιάρχες»). Στο πλαίσιο της πολιτογραφικής πολιτικής των Ρωμαίων και των «πελατειακών» τους σχέσεων, είχε χορηγηθεί ατομικά σε αρκετούς κατοίκους της, κυρίως μέλη της τοπικής αριστοκρατίας, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη (civitas Romana), πριν ακόμη από τη μαζική χορήγησή του επί αυτοκράτορα Καρακάλλα (212 μ.Χ.), και ορισμένοι από αυτούς είχαν προωθηθεί στη συνέχεια σε ανώτερα επαρχιακά αξιώματα. Από επιγραφικές μαρτυρίες πληροφορούμαστε ότι η Σίρρα είχε τη γνωστή αστική δομή των ελληνικών πόλεων με την αγορά της, το βουλευτήριο, το θέατρο, τους ναούς της και το γυμνάσιο, το οποίο θα βρισκόταν έξω από την πόλη, πιθανώς στην κοιλάδα των Αγίων Αναργύρων, όπου και οι σημερινές αθλητικές εγκαταστάσεις. Χάρη στη ρωμαϊκή αστική πολιτική, που είχε ευνοήσει την τοπική αυτοδιοίκηση, η Σίρρα λειτουργούσε ως «αυτοδιοικούμενη πόλη» με βάση τους γνωστούς (παραδοσιακούς) ελληνικούς θεσμούς, που ήταν η Βουλή, η Εκκλησία του δήμου και οι άρχοντες (πολιτάρχες, αγορανόμοι, γυμνασίαρχοι, αγωνοθέτες, επιμελητές μνημείων, αρχιερείς κ.ά.). Κι αυτό, γιατί ο θεσμός της «πόλης» γενικά διευκόλυνε, όπως είναι γνωστό, τη διοίκηση της αυτοκρατορίας (ιδιαίτερα στους τομείς της στρατολόγησης και της είσπραξης των φόρων). Η κεντρική βέβαια ρωμαϊκή εξουσία φρόντιζε πάντα να έχει εξασφαλισμένο τον έλεγχο των πόλεων προωθώντας στα τοπικά αξιώματα μέλη της τοπικής αριστοκρατίας αφοσιωμένα στο ρωμαϊκό καθεστώς που είχαν επιπλέον λάβει και το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη. Όσον αφορά την εθνοδημογραφική δομή του πληθυσμού της, με βάση τα ανθρωπονύμια αναγνωρίζονται ορισμένα πληθυσμιακά υποστρώματα των προϊστορικών και αρχαϊκών χρόνων (φρυγικά και θρακικά) αλλά τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού της αποτελούσε το ελληνικό στοιχείο. Σχετικά πάλι με την κοινωνική διαστρωμάτωση της πόλης, κύριο χαρακτηριστικό της ήταν, όπως και σε άλλες ελληνικές πόλεις, η διάκριση των πολιτών σε ανώτερα και κατώτερα κοινωνικά στρώματα, δηλαδή σε πλούσιους (honestiores) και φτωχούς (humiliores, αντίστοιχους με τη λεγόμενη plebs rustica της αγροτικής κοινωνίας). Δεν υπάρχουν μαρτυρίες σχετικά με την καθημερινή ζωή και τις μεταξύ τους σχέσεις των κατοίκων της Σίρρας. Φαίνεται όμως ότι η Ρωμαιοκρατία είχε οξύνει ακόμη περισσότερο τις κοινωνικές αντιθέσεις, τις προσωπικές έριδες και διαμάχες και γενικότερα τα ανθρώπινα μίση και πάθη. Ως «πόλις» η Σίρρα διέθετε τη δική της επικράτεια («χώρα»), που η οργάνωσή της βασιζόταν στις «κώμες», δηλαδή στην κοινοτική διοίκηση με επικεφαλής τους «κωμάρχες». Μέσα στα όρια της σιρραϊκής «χώρας», η οποία εκτεινόταν περίπου στο έδαφος της πρώην επαρχίας Σερρών, έχουν εντοπιστεί ίχνη από αρκετές αρχαίες κώμες (πεδινές, ημιορεινές και ορεινές) και κάστρα (υστερορωμαϊκών χρόνων) σε διάφορες τοποθεσίες κοντά στα σημερινά χωριά Λευκώνας, Ορεινή, Άνω Βροντού, Νέο Σούλι, Άγιο Πνεύμα, Χρυσό, Δαφνούδι, Παραλίμνιο, Ψυχικό κ.ά. Η κοντινότερη αρχαία κώμη της Σίρρας είναι αυτή που ίχνη της έχουν επισημανθεί στο λόφο «Μπεσίκ-τεπέ» (=λόφος του λίκνου), που υψώνεται πλάι στον χείμαρρο της Αγίας Βαρβάρας («Τσάι»), στο δυτικό άκρο της συνοικίας Άνω Καμενίκια, εκεί όπου βρισκόταν στα βυζαντινά χρόνια η «Μονή του Αγίου Νικολάου Καμενικαίας». Αξιοσημείωτο είναι το συμπέρασμα που έχει προκύψει από την έρευνα της ιστορικής γεωγραφίας, ότι δηλαδή πολλοί αρχαίοι και ρωμαϊκοί οικισμοί παρουσιάζουν εντυπωσιακά μακραίωνη διάρκεια ζωής επιβιώνοντας ως τα βυζαντινά και τα νεότερα ακόμη χρόνια είτε ακριβώς στην ίδια είτε σε κάποια κοντινή θέση. Τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το χωριό Άγιο Πνεύμα, με συνεχή ζωή από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια ως τα σημερινά. Στην επικράτεια της Σίρρας ανακαλύφθηκαν ίχνη από λατομεία μαρμάρου και μεταλλεία (μεταλλουργείο) σιδήρου (αυτοκρατορικών χρόνων) κοντά στα χωριά Άγιο Πνεύμα και Ορεινή, τα οποία μαρτυρούν συστηματική εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της περιοχής. Οι κάτοικοι μάλιστα της περιοχής αυτής (όπως π.χ. της Βροντούς που υπάρχουν σχετικές μαρτυρίες) συνέχισαν την εκμετάλλευση του ορυκτού σιδήρου τόσο στα βυζαντινά όσο και στα νεότερα (κατά την οθωμανική κυριαρχία) χρόνια συνεχίζοντας μια μακραίωνη τοπική επαγγελματική παράδοση. Βέβαια η οικονομία της δεν έπαψε σε όλη την αρχαιότητα να έχει αγροτικό κυρίως χαρακτήρα και να στηρίζεται στη γεωργία και την κτηνοτροφία, που την ανάπτυξή τους ευνοούσε ιδιαίτερα η μορφολογία του εδάφους της με τις απέραντες καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τα πλούσια βοσκοτόπια της. Τέλος, όσον αφορά τις λατρείες των κατοίκων της, από τις επιγραφές και τα θεοφόρα ονόματα μαρτυρούνται διάφορες τοπικές και θρακικές λατρείες, όπως του «Θράκα ιππέα» (ή «Ήρωα»), ορισμένες ρωμαϊκές (Ρώμης και αυτοκρατόρων), και πολλές πανελλήνιες λατρείες, όπως του Διόνυσου, του Δία, των Διοσκούρων, της Άρτεμης, του Ασκληπιού, του Ερμή, του Ποσειδώνα, της Ίσιδας και του Απόλλωνα, ο οποίος είχε πιθανώς ταυτιστεί με τον παιονικό θεό Ήλιο. Στην πόλη των Σερρών (και στη γύρω περιοχή παλιότερα, δηλαδή ως τις αρχές της δεκαετίας του '60), έχουν βρεθεί 55 ελληνικές επιγραφές ρωμαϊκών (αυτοκρατορικών) χρόνων (1ου - 3ου μ.Χ. αιώνα). Από αυτές οι οκτώ (8) είναι αναθηματικές και τιμητικές και όλες οι υπόλοιπες επιτύμβιες.
Βυζαντινή εποχή
Η πόλη αναφέρεται στους βυζαντινούς χρόνους ως «μέγα και θαυμαστόν άστυ», μεγάλη, ισχυρή και πλούσια, ενώ αποτέλεσε πρωτεύουσα του Θέματος του Στρυμώνος. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, ο Βούλγαρος κράλης (βασιλιάς) Ιωαννίτζης, εκμεταλλευόμενος τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εισβάλει βίαια το 1205 στην περιοχή της Θράκης και της Μακεδονίας φθάνοντας έως τις Σέρρες. Η περιοχή του Στρυμόνα ελευθερώνεται τελικά αργότερα από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Δούκα Βατάτζη, ο οποίος ανέκτησε τις Σέρρες και άλλες σημαντικές πόλεις της Μακεδονίας. Γενικότερα κατά τους βυζαντινούς χρόνους η πόλη διακρινόταν από την ισχυρή άμυνά της, που στηριζόταν στα τρία τείχη της καθώς επίσης στον θεματικό βυζαντινό στρατό.
Σερβοκρατία
Το 1345 στις Σέρρες (Σιερ στα σερβικά) ο Σέρβος Στέφανος Δουσάν ανακήρυξε τον εαυτό του "Τσάρο" ("Καίσαρα"). Περί τα Χριστούγεννα του 1345 ο Στέφανος Δουσάν σε συμβούλιο στις Σέρρες, που τις είχε καταλάβει στις 25 Σεπτεμβρίου 1345, αυτοανακηρύχθηκε "Τσάρος των Σέρβων και των Ρωμαίων" (Ρωμαίοι είναι ισοδύναμο με Έλληνες στις Σερβικές πηγές). Η πόλη επέστρεψε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως τις 19 Σεπτεμβρίου 1383, οπότε ο διοικητής της Ιωάννης Μελάς, μετά από πολύμηνη πολιορκία, την παρέδωσε στους Οθωμανούς.
Τουρκοκρατία
Από το 1383 έως το 1913 η πόλη ήταν κάτω από την εξουσία των Οθωμανών. Το 1530 η πόλη είχε 343 χριστιανικά και 387 μουσουλμανικά νοικοκυριά.
Σερραίος ήταν ο Φίλιππος Πέτροβιτς, ο νεαρότερος οπαδός του Ρήγα Φεραίου, που συνελήφθη το 1798 στη Βιέννη. Ο Νικόλαος Κασομούλης μετέφερε στις Σέρρες το μήνυμα ότι στις 25 Μαρτίου του 1821 θα εκδηλωθεί σε όλη την Ελλάδα επανάσταση κατά των Τούρκων και ότι θα πρέπει να είναι έτοιμοι αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση. Επίσης, ο Εμμανουήλ Παπάς έφυγε από την Κωνσταντινούπολη για το Άγιο Όρος και από εκεί ειδοποίησε το κέντρο των Σερρών και τους παρακίνησε να ξεσηκωθούν. Όμως οι Σερραίοι δεν ανταποκρίθηκαν και δεν επαναστάτησαν. Οι Σερραίοι δίστασαν και δεν ξεσηκώθηκαν κατά την Επανάσταση. Ο θάνατος του Πατριάρχου Γρηγορίου δείλιασε τον Μητροπολίτη και όλους τους Έλληνες επισήμους των Σερρών. Οι χωρικοί των Σερρών προδιατεθειμένοι έβλεπαν την αδράνεια του κέντρου και σιωπούσαν. Την εποχή εκείνη οι Σέρρες είχαν πληθυσμό 25.000-30.000 κατοίκων, από τους οποίους οι 12.000-15.000 ήταν Τούρκοι καλά εξοπλισμένοι από το Μπέη των Σερρών, ο οποίος διατηρούσε ισχυρό και καλά εξοπλισμένο στρατό, αποτελούμενο από Τουρκοαλβανούς. Καθώς οι Σερραίοι δεν συμμετείχαν στην Επανάσταση η πόλη δεν υπέστη αντίποινα και οι Οθωμανοί δεν προχώρησαν σε καταστροφές όπως έκαναν στις επαναστατημένες περιοχές. Ήταν η ημέρα εορτής του Ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου, ο οποίος θεωρήθηκε ο σωτήρας της πόλης. Το 1835 οι Σερραίοι έχτισαν προς τιμή του τον ομώνυμο ναό στη συνοικία των Άνω Καμενικίων. Στην Επανάσταση του 1821 πολέμησαν οι εγκατεστημένοι στην Αίγυπτο Ζαχαρίας Αθανασίου, Πολυχρόνης Αδάμ, και Δημήτριος Αδάμης. Από τις Σέρρες ήταν ο πυροβολητής Κωνσταντίνος Μπαλτάς, ο πρώτος νεκρός στην πολιορκία του Μεσολογγίου.
= Μακεδονικός Αγώνας
= Από το 1894 έως το 1901 διετέλεσε καθηγητής του Γυμνασίου Σερρών και ιεροκήρυκας της πόλης ο Γρηγόριος Ωρολογάς, ο μετέπειτα άγιος και εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Κυδωνιών Μικράς Ασίας όπου και μαρτύρησε. Διακόνησε μάλιστα και ως επίσημος εκπρόσωπος της Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, οι Σερραίοι αγωνίστηκαν κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων και των Οθωμανών τοπικών αρχόντων με κυριότερους οπλαρχηγούς, τους Δούκα Γαϊτατζή (καπετάν Ζέρβα), Ιωάννη Δεμερτζή και Θεόδωρο Μπουλασίκη. Σημαντικοί Μακεδονομάχοι της πόλης των Σερρών ήταν ο Στέφανος Αναστασίου, ο Αναστάσιος Χρυσάφης και ο Νάκης Κούλας. Επίσης, στον οργανωτικό τομέα πρωτοστάτησαν ο Θωμάς Αβραμιάδης, ο Οδυσσέας Αργυριάδης, ο Θεόδωρος Ιωαννίδης, ο Δημοσθένης Μέλφος, ο Ιωάννης Παπάζογλου, ο Μιλτιάδης Σκόρδας και ο μητροπολίτης Ζιχνών και Νευροκοπίου Θεοδώρητος. Ο Καπετάν Μητρούσης (1882-1907),το πρώτο αστέρι του Μακεδονικού αγώνα στην περιοχή των Σερρών είναι ο Μητρούσης Γκογκολάκης από το χωριό Χομόνδρος (σημερινό Μητρούση).
Α΄ Βουλγαρική Κατοχή 1912-1913
Το 1912, η πόλη καταλήφθηκε από τους Βούλγαρους και γνώρισε επώδυνη κατοχή. Στις 28 Ιουνίου 1913 η πόλη πυρπολήθηκε άγρια από τους Βουλγάρους, καθώς αυτοί οπισθοχωρούσαν προβλέποντας την ήττα τους από τον Ελληνικό Στρατό που προήλαυνε. Στις 29 Ιουνίου του 1913 η πόλη απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στρατό.
Εγκατάσταση προσφύγων 1913-1914
Έλληνες της βόρειας Μακεδονίας, από πόλεις όπως η Στρώμνιτσα, το Μελένικο και το Πετρίτσι, μετακινήθηκαν προς τις ελληνικές περιοχές ύστερα από εντολή του ελληνικού στρατού, τον Αύγουστο του 1913. Το έτος 1914, μετά τις πρώτες συστηματικές διώξεις των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης, πολλοί πρόσφυγες κατέφυγαν στη Μακεδονία. Τον Ιούνιο του 1915 κατέφθασαν στη Μακεδονία πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία (που ανήκει σήμερα στη Βουλγαρία), την Ανατολική Θράκη, τη Μικρά Ασία, τον Καύκασο.
Β΄ Βουλγαρική Κατοχή 1916-1918
Στις 4/17 Αυγούστου 1916 μονάδες της 7ης Βουλγαρικής Μεραρχίας κατέλαβαν τις Σέρρες όπως και άλλες πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας. Η εισβολή αυτή είχε ως αποτέλεσμα να πεθάνουν 3.000 περίπου άτομα λόγω των κακουχιών, της πείνας και γενικά της κακομεταχείρισης του ελληνικού πληθυσμού. Ο βουλγαρικός κατοχικός στρατός προέβαινε σε φυλακίσεις, βιαιοπραγίες και βασανισμούς των κατοίκων της πόλης και των χωριών. Μετά τον Ιούνιο του 1917 συνελήφθησαν 3.000 περίπου άνδρες από την πόλη των Σερρών και τα χωριά και εκτοπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Βουλγαρίας ως όμηροι για καταναγκαστική εργασία. Το καλοκαίρι του 1918 (τρεις μήνες περίπου προ της ανακωχής) συνελήφθησαν άλλοι 5.000 περίπου άνδρες και εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία και αυτοί ως όμηροι στα Ντουρντουβάκια. Μετά την ήττα του βουλγαρικού στρατού και την επακόλουθη ανακωχή, τον Σεπτέμβριο του 1918, όσοι όμηροι επέζησαν από τις κακουχίες και τα καταναγκαστικά έργα επέστρεψαν σε άσχημη ψυχολογική και σωματική κατάσταση. Στη διάρκεια της Β' Βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918) κλάπηκαν από τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό, και κρατούνται έως σήμερα στη Βουλγαρία, τα κειμήλια και οι θησαυροί της Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών και άλλα ελληνικά κειμήλια της Μακεδονίας, όπως της Μονής Παναγίας Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου της Μητροπόλεως Δράμας, των μονών Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας και Παναγίας Καλαμούς Ξάνθης και τα εκ Μελενίκου ελληνικά κειμήλια της μητρόπολης Σιδηροκάστρου. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι Ιερές Μητροπόλεις καθώς και οι αρχές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν διατυπώσει επισήμως αίτημα για την επιστροφή των κλαπέντων ελληνικών κειμηλίων.
Εγκατάσταση προσφύγων 1919-1924
Με τη Συνθήκη του Νεϊγύ τον Νοέμβριο του 1919 και τη σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας περί ανταλλαγής πληθυσμών, μετακινήθηκαν από τη Βουλγαρία προς τη Μακεδονία και άλλοι ελληνικοί πληθυσμοί. Μετά τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής με το αποκορύφωμά της, τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, και με τη συνακόλουθη Συνθήκη της Λωζάνης, στην περιοχή εγκαταστάθηκαν Έλληνες πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, την Ανατολική Ρωμυλία και τη Μικρά Ασία. Έτσι, ο πληθυσμός αυξήθηκε και η πόλη εμπλουτίσθηκε πολιτιστικά, οικονομικά και κοινωνικά. Πολλές οδοί αλλά και συνοικίες της πόλης φέρουν ονόματα από τις περιοχές της Μικράς Ασίας από όπου προήλθαν οι οικογένειες των Μικρασιατών. Οι Μικρασιατικές συνοικίες φέρουν τα ονόματα Νέα Ιωνία, Πισιδία, Βυζάντιο, Νέα Σιγή, Κιουπλιά. Επίσης από τους Μικρασιάτες δημιουργήθηκαν νέες ενορίες και ανεγέρθηκαν ναοί όπως της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίτσα των Μικρασιατών), του Αγίου Θεράποντος (1935), των Εισοδίων της Θεοτόκου κ.ά. Στον Ι.Ν. Εισοδίων Θεοτόκου Σερρών φυλάσσεται η ιστορική εικόνα της Παναγίας Ρόδον το Αμάραντον, από την Προύσα της Μικράς Ασίας, κειμήλιο των Μικρασιατών. Σύμφωνα με τη Γενική Διεύθυνση Εποικισμού η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων ως τα τέλη του 1928 είχε εγκαταστήσει στην πόλη των Σερρών 13.538 πρόσφυγες και στην ύπαιθρο του νομού 56.884. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928 η πόλη των Σερρών συγκαταλέγονταν στους δέκα δήμους της χώρας με τη μεγαλύτερη αναλογία προσφύγων στο συνολικό πληθυσμό τους (50, 4%).
Γ' Βουλγαρική Κατοχή 1941-1944
Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα οχυρά της Γραμμής Μεταξά αντιστάθηκαν στους Γερμανους αλλά τελικά παραδόθηκαν καθώς οι γερμανικές δυνάμεις παρακάμπτοντας τα οχυρά μπήκαν στη Θεσσαλονίκη. Οι Γερμανοί δεν έμειναν στην πόλη ως στρατός κατοχής, αλλά την παρέδωσαν στους Βουλγάρους συμμάχους τους. Οι τελευταίοι, έχοντας και τα προηγούμενα των παλαιοτέρων κατοχών της πόλης, ήταν πολύ σκληροί, προσπάθησαν άλλη μια φορά να εξαλείψουν τα εθνικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, επιβάλλοντας μέχρι και εκβουλγαρισμό των ελληνικών ονομάτων στους πολίτες και σε όσους δέχτηκαν αυτή την αλλαγή έδωσαν ειδικά προνόμια, κυρίως διπλή μερίδα τροφίμων. Σε όσους Έλληνες το φάσμα της πείνας και η ανάγκη οικογενειακής επιβίωσης ανάγκασε να βουλγαρογραφηθούν (αυθεντικός όρος της εποχής, που δείχνει ότι οι περισσότεροι απλώς «ενεγράφησαν» ως δήθεν «Βούλγαροι»), οι υπόλοιποι Σερραίοι τους έδωσαν τον υποτιμητικό προσδιορισμό «Λαδοβούλγαροι», αφού λάμβαναν διπλό κουπόνι τροφίμων έχοντας βουλγαρογραφεί. Το πόσο σκληρότερη ήταν η βουλγαρική κατοχή φαίνεται και από το γεγονός ότι πολλοί Σερραίοι δραπέτευαν (με κίνδυνο της ζωής τους) στην περιφέρεια Θεσσαλονίκης που την κατείχαν οι Γερμανοί με πολύ πιο ήπια συμπεριφορά προς τον ελληνικό πληθυσμό, αλλά κυρίως θα ζούσαν στη γερμανοκρατούμενη μεν, αλλά τουλάχιστον Ελλάδα. Από τον Στρυμόνα μέχρι σχεδόν τις όχθες του Έβρου ήταν πλέον «Βουλγαρία» και παρέμεινε έτσι μέχρι τον Οκτώβριο του 1944. Μετά την ήττα των Δυνάμεων του Άξονα και την επερχόμενη απελευθέρωση, οι Βούλγαροι εγκαταλείποντας την πόλη, την πυρπόλησαν σε ένα τμήμα της για δεύτερη φορά.
Μετανάστευση 1960 και άναρχη δόμηση
Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, ο Νομός και η πόλη δεν αναπτύχθηκαν. Οι χαμηλές τιμές των αγροτικών προϊόντων οδήγησαν τον κάμπο σε μαρασμό και τους κατοίκους σε μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική, με πολλούς μετανάστες στην τότε Δυτική Γερμανία. Λόγω των πυρκαγιών, η σημερινή πόλη είναι νεόκτιστη με ελάχιστα παλαιά κτίρια να σώζονται. Αλλά και κτίρια που διασώθηκαν από τους εμπρησμούς κατεδαφίστηκαν τη δεκαετία του '60 κι έπειτα και στη θέση τους χτίστηκαν νέα, μέσω του συστήματος της αντιπαροχής. Μερικά ιστορικά κτίρια που είχαν απομείνει, επειδή δεν υπήρξαν ποτέ σχέδιο και βούληση διατήρησης του χρώματος της πόλης, επιτράπηκε να κατεδαφιστούν, είτε από τους ιδιοκτήτες τους, αφού η πολιτεία δεν είχε φροντίσει να τα διασώσει χαρακτηρίζοντάς τα ως διατηρητέα, είτε από τις δημοτικές αρχές της πόλης, παρά την αντίδραση μεγάλης μερίδας των κατοίκων. Σήμερα στην πόλη λειτουργεί Δομή Φιλοξενίας και Προσωρινής Υποδοχής προσφύγων και μεταναστών στις εγκαταστάσεις της πρώην γεωργικής σχολής. Σήμερα οι Σέρρες είναι η ελληνική πόλη με τη μεγαλύτερη επιβάρυνση του δείκτη θνησιμότητας από τα μικροσωματίδια ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Βυζαντινά μνημεία
Στο παρελθόν, υπήρχαν στις Σέρρες πολλοί βυζαντινοί ναοί ο οποίοι κάηκαν το 1913. Στη θέση τους υπάρχουν σήμερα προσκυνητάρια όπως η Παναγία των Βλαχερνών, η Αγία Βαρβάρα, ο Άγιος Βλάσιος, η Αγία Επίσκεψη, ο Άγιος Αθανάσιος, οι Δώδεκα Απόστολοι, η Αγία Ελεούσα, ο Άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος, οι Τρεις Παίδες και το Ταξιαρχούδι. Κάποιοι άλλοι ναοί ξανακτίστηκαν-αναστηλώθηκαν πρόχειρα χωρίς να διατηρηθεί η αρχιτεκτονική όπως η Παναγία Λιόκαλη, η Αγία Παρασκευή, ο Άγιος Συμεών, η Αγία Κυριακή, η Αγία Φωτεινή, οι Μεγάλοι Ταξιάρχες και ο Άγιος Παντελεήμονας. Στον λόφο Κουλά υπάρχει η Βυζαντινή Ακρόπολη Σερρών.
Ακρόπολη (Κουλάς)
Η Ακρόπολη Σερρών κατά τη Βυζαντινή περίοδο, σε χρυσόβουλα αυτοκρατόρων, αναφέρεται ως «Κάστρο». Είναι σημαντικός πύργος που υψώνεται στο δυτικό άκρο ενός πευκόφυτου λόφου στις Σέρρες. Χρονολογείται από τον Ζ' και ΣΤ' π.Χ. αιώνα και ήταν αρχαίο οχυρωματικό φρούριο που υπεράσπιζε την πόλη. Η ίδρυση της Ακρόπολης ανάγεται στον 9ο μ.Χ. αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς κατασκεύασε οχυρωματικά έργα στην πόλη των Σερρών. Στον λόφο του Κουλά σήμερα σώζεται ο «Πύργος του Ορέστη», γνωστός και ως ο «Πύργος του Βασιλέως». Είναι το καλύτερα διατηρημένο τμήμα και συγχρόνως το γνωστότερο τμήμα της βυζαντινής οχύρωσης των Σερρών. Η πρώτη ονομασία οφείλεται στο όνομα του κατασκευαστή του. Σήμερα το ύψος του είναι περίπου 18 μέτρα αλλά υπολογίζεται ότι αρχικά, συνυπολογίζοντας και τις επάλξεις του, έφτανε τα 20 μέτρα. Αυτός ο πύργος ήταν το τελευταίο σημείο άμυνας σε περίπτωση που ο εχθρός καταλάμβανε την Ακρόπολη. Είναι γνωστός για τις δυο κεραμικές επιγραφές που υπάρχουν στη δυτική του πλευρά οι οποίες όμως με το πέρασμα των αιώνων έγιναν δυσανάγνωστες. Περισσότερο ενδιαφέρον έχει η επιγραφή στο δεξιό άκρο η οποία κατά την επικρατέστερη άποψη γράφει: "ΠΥΡΓΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΟΝ ΕΚΤΙΣΕΝ ΟΡΕΣΤΗΣ".
Ναός Αγίων Θεοδώρων (Παλαιά Μητρόπολη)
Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων, γνωστός και ως Παλαιά Μητρόπολη θεωρείται το σημαντικότερο βυζαντινό μνημείο της πόλης. Ο ναός λειτούργησε ως μητροπολιτικός ναός από τα βυζαντινά μέχρι τα νεότερα χρόνια. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, ο ναός χρονολογείται από τον 5ο-6ο αιώνα. Η πρώτη έμμεση πληροφορία για το μνημείο προέρχεται από μολυβδόβουλλο του 12ου αιώνα. Κατά τον 14ο αιώνα το περιέγραψε ο ρήτορας Θεόδωρος Πεδιάσιμος, ενώ από τον 17ο αιώνα και μετά αναφέρεται αρκετά συχνά σε επιγραφές σκευών, εικόνων και αφιερωμάτων. Υπέστη επανειλημμένες επισκευές και μετασκευές κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο (10ος-11ος αιώνας) και στους επόμενους αιώνες, όπως υποδεικνύουν οι οικοδομικές φάσεις που διακρίνονται στο μνημείο και οι σχετικές γραπτές μαρτυρίες. Από τις κυριότερες επεμβάσεις είναι η αντικατάσταση του μαρμάρινου τέμπλου και η κατασκευή νάρθηκα το 1602/3, καθώς και η ανακατασκευή του νοτίου τοίχου, που έγινε το 1725, σύμφωνα με την πλίνθινη επιγραφή που υπάρχει εκεί. Ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιές το 1849 και το 1913. Συγκεκριμένα στις 28 Ιουνίου 1913 καταστράφηκε ολοκληρωτικά από φωτιά, καθώς αποχώρησαν οι Βούλγαροι πυρπολώντας την πόλη. Η σημερινή μορφή είναι η αναστήλωση που έγινε το 1928-1935. Το 1992 έγιναν νέες επισκευές από την Ιερά Μητρόπολη Σερρών και Νιγρίτης, με τη συνεργασία του Υπουργείου Πολιτισμού και σήμερα χρησιμοποιείται ως χώρος λατρείας.
Ναός Αγίου Γεωργίου του Κρυονερίτου
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου του Κρυονερίτου βρίσκεται στη συνοικία των Αγίων Αναργύρων και αποτελείται από δύο ναούς. Αναφορά στο ναό υπάρχει στα χρυσόβουλα του αυτοκράτορα Ανδρόνικου το 1298 μ.Χ. Το 1384 μ.Χ. δωρήθηκε στη Μονή του Τίμιου Προδρόμου όπου υπάγεται μέχρι και σήμερα. Στη θέση του ναού υπήρχε πηγή κρύου νερού στην οποία οφείλεται το όνομα "Κρυονερίτης". Επί Τουρκοκρατίας, το 1572, υπέστη ζημιές και κατέπεσε ο τρούλος. Ο τρούλος αντικαταστάθηκε με ημισφαιρική οροφή, πιθανόν το 1864.
Οθωμανικά μνημεία
Στην πόλη σώζονται σε κατάσταση φθοράς τέσσερα σημαντικά οθωμανικά μνημεία τα οποία χρονολογούνται από το 15ο αιώνα. Τα μνημεία αυτά θεωρούνται από τα αρχαιότερα της Ευρώπης και είναι σημαντικά στην ιστορία της ισλαμικής αρχιτεκτονικής. Στο κέντρο της πόλης υπήρχε το τέμενος Έσκι («παλαιό») το οποίο ήταν το αρχαιότερο οθωμανικό μνημείο της πόλης. Χτίστηκε το 1385 και βρισκόταν δίπλα στο Μπεζεστένι. Στις αρχές του 20ου αιώνα βρισκόταν σε κακή κατάσταση και τελικά κατεδαφίστηκε το 1937 για να ανεγερθεί στη θέση του σειρά εμπορικών καταστημάτων. Σήμερα στη θέση του μνημείου αυτού υπάρχει μια πολυώροφη οικοδομή με γραφεία.
Τέμενος Μεχμέτ Μπέη (ή Αχμέτ Πασά)
Το τέμενος Μεχμέτ Μπέη ή Αχμέτ Πασά, γνωστό στους κατοίκους των Σερρών ως Αγιά Σοφία, χτίστηκε το 1492-1493 και είναι το μεγαλύτερο και αρχαιότερο από τα σωζόμενα τεμένη των Σερρών. Βρίσκεται δίπλα στο ρέμα των Αγίων Αναργύρων, νοτιοανατολικά στις Σέρρες. Ανοικοδομήθηκε από τον Μεχμέτ Μπέη ο οποίος ήταν σύζυγος της πριγκίπισσας Σελτζούκ Χατούν (κόρης του Βαγιαζίτ Β΄). Τα υλικά με τα οποία κτίστηκε το μνημείο είναι ο κίτρινος πωρόλιθος ενώ οι θόλοι του είναι κτισμένοι με πλίνθους και ήταν σκεπασμένοι από μόλυβδο. Ο κεντρικός θόλος έχει διάμετρο 14,58 μέτρα. Οι τοίχοι στο εσωτερικό ήταν επιχρυσωμένοι και σύμφωνα με περιηγητές ένας κήπος περιέβαλε όλο το μνημείο. Δεν είναι γνωστό πότε σταμάτησε να λειτουργεί το μνημείο ως ισλαμικό τέμενος. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι πλημμύρες του γειτονικού χειμάρρου προκάλεσαν ζημιές στο μνημείο. Ήταν διάσημο τέμενος κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου και, σύμφωνα με τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, το τέμενος αυτό ήταν το καλύτερο της Ρούμελης και της Περσίας.
Τζιντζιρλί Τζαμί
Το τέμενος Ζινζιρλί ή Τζιντζιρλί ανεγέρθηκε στο τέλος του 16ου αιώνα και αποτελεί κτίσμα της σχολής Σινάν, που διέπρεψε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για τα αρχιτεκτονικά της σχέδια. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης. Το μνημείο πρόσφατα συντηρήθηκε και χρησιμοποιείται ως χώρος εικαστικών εκθέσεων.
Τέμενος Μουστάφα Μπέη
Το τέμενος Μουστάφα Μπέη χτίστηκε το 1519 και βρίσκεται στην περιοχή Καμενίκια (η περιοχή κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ονομαζόταν με το παρόμοιο όνομα Kamenica). Στην ίδια περιοχή με το μνημείο υπάρχουν και τα Οθωμανικά Λουτρά. Το τέμενος αυτό κινδυνεύει από τη φθορά του χρόνου.
Μπεζεστένι
Πρόκειται για κλειστή στεγασμένη αγορά του β΄ μισού του 15ου αιώνα (εκτιμάται ότι χτίστηκε το 1485 από τον Τσανταρλί Ιμπραχήμ Πασά) που βρίσκεται στο σημερινό κέντρο της πόλης. Είναι μνημείο της οθωμανικής περιόδου και χτίστηκε κατά το πρότυπο των βυζαντινών αγορών. Το όνομα Μπεζεστένι προέρχεται από τα τουρκικά και τα περσικά και μεταφράζεται ως «αγορά υφασμάτων». Το μνημείο αυτό το 1968 γλίτωσε την κατεδάφιση όταν αποφασίστηκε να στεγάσει το Αρχαιολογικό Μουσείο Σερρών. Το κτήριο έχει ορθογώνια κάτοψη 20,5 X 31,45 μέτρα και είναι εξάτρουλο θολωτό οικοδόμημα. Στο παρελθόν οι θόλοι του ήταν μολυβδοσκέπαστοι και αργότερα αντικαταστάθηκαν με κεραμίδια. Ο καθηγητής πανεπιστημίου Αθηνών Αναστάσιος Ορλάνδος μελέτησε το μνημείο και με βάση τις μελέτες αυτές το Υπουργείο Παιδείας διέθεσε χρήματα για την ανακαίνισή του. Ο Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρεται στο Μπεζεστένι των Σερρών: «Στις Σέρρες, εκτός από τα 2.000 μαγαζιά, μέσα στο Μπεζεστένι του με τους έξι μολυβδοσκέπαστους τρούλους και τις τέσσερις θύρες του αγοράζονταν και πουλιούνταν πλούσια και πολύτιμα εμπορεύματα». Οι τέσσερις θύρες στις οποίες αναφέρεται ο Τσελεμπή διατηρούνται σήμερα.
Μεταφορές
Πλησίον της πόλης διέρχεται ο αυτοκινητόδρομος 25 συνδέοντας την πόλη με τη Θεσσαλονίκη και τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα του Προμαχώνα. Το Αστικό ΚΤΕΛ Σερρών (έχει αναλάβει τις συγκοινωνίες εντός πόλεως, ενώ το Υπεραστικό ΚΤΕΛ Σερρών συνδέει την πόλη με άλλες πόλεις της Μακεδονίας και της υπόλοιπης Ελλάδας. Το υπεραστικό ΚΤΕΛ Σερρών έχει πλέον μεταφερθεί λίγο έξω από την πόλη για την καλύτερη εξυπηρέτηση των επιβατών. Έξω από την πόλη των Σερρών βρίσκεται και ο σιδηροδρομικός σταθμός Σερρών, επί της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης - Αλεξανδρούπολης. Καθημερινά εκτελούνται δρομολόγια για Θεσσαλονίκη και Αλεξανδρούπολη.
Σημαντικά κτήρια
Ναός Αγίου Νικολάου στην Ακρόπολη: κτίσθηκε το 1937 στα ερείπια ναού του 12ου αιώνα που είχε ήδη καταστραφεί από τον 17ο αιώνα. Η αναστήλωση δεν θεωρείται επιτυχημένη διότι προστέθηκαν πολλά εξαρτήματα που αλλοίωσαν το αρχικό σχέδιο. Η αναστήλωση αυτή έγινε χωρίς την έγκριση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με διαφορετικό αρχιτεκτονικό σχέδιο από τον παλαιότερο ναό. Σε ανασκαφές του 1926 βρέθηκαν τμήματα τοιχογραφιών όπως η παράσταση της Θείας Μετάληψης αλλά και κατάλοιπα κοσμημάτων με τεχνοτροπία η οποία σχετίζεται με την εποχή των Παλαιολόγων. Διοικητήριο Σερρών: Πρόκειται για έργο του αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη, κατασκευασμένο την περίοδο 1898-1905. Το σχήμα του κτηρίου (κεφαλαίο Ε) παραπέμπει στα ιδανικά Ελλάς-Ελευθερία. Παλιός Ορφέας - ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών : Ο Παλιός Ορφέας ή αλλιώς ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών είναι ένα νεότερο αρχιτεκτονικό μνημείο. Είναι το κτίριο του παλιού Ορφέα που χτίστηκε από τον ομώνυμο Όμιλο το 1905 και φιλοξένησε στην αίθουσά του τη νεότερη ιστορική (καθοριστική θεωρείται η συμβολή του στον Μακεδονικό Αγώνα) και πολιτιστική ζωή της πόλης των Σερρών. Θέατρο Αστέρια: Θέατρο με σύγχρονες υποδομές ακουστικής όπου παρουσιάζονται παραστάσεις του ΔΗΠΕΘΕ Σερρών και άλλες εκδηλώσεις. Οικία Μαρούλη: Νεοκλασικό κτίριο που κτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Λειτούργησε ως Ορφανοτροφείο Αρρένων από το 1932 και ως Ίδρυμα Απροσάρμοστων Παιδιών, από το 1981 έως σήμερα. Το κτίριο έχει σχήμα Π και από αρχιτεκτονικής άποψης παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. 3ο Γυμνάσιο Σερρών: Νεοκλασικό κτίριο του 1885. 1ο Γυμνάσιο Σερρών:αποτελεί το ζωντανό θρύλο της σύγχρονης ελληνικής εκπαίδευσης, στις Σέρρες. Οι διάφορες φάσεις της εξέλιξής του, σε βάθος χρόνου, αντικατοπτρίζουν τις αλλαγές στη δομή της ελληνικής εκπαίδευσης, αφού αποτελεί το ιστορικότερο σχολείο της πόλης των Σερρών. Σε μια πόλη, που από τα μέσα του 19ου αιώνα αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα εκπαιδευτικά κέντρα του Ελληνισμού της Μακεδονίας, το Γυμνάσιο Σερρών, που αποτέλεσε τον πρόδρομο του σημερινού 1ου Γυμνασίου Σερρών, είχε τη δική του μεγάλη συμβολή στην εκπαίδευση των νέων της πόλης μας Νεοκλασικό κτίριο Μάλλιου: Οικία του 1920 όπου προβλέπεται η δημιουργία Βαλκανικού Λαογραφικού Μουσείου Κτίριο Νάσιουτζικ: Από τον Οκτώβριο του 1984 το κτίριο αυτό, στεγάζεται το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Σερρών μετά τη διάλυση του Κρατικού Θεάτρου Ανατολικής Μακεδονίας που με έδρα τις Σέρρες λειτουργούσε από το 1979. Σήμερα αποτελεί κύτταρο της πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής του τόπου. Οικία Ουμβέρτου Αργυρού: Διώροφο κτίριο κεραμοσκεπαστό με κεραμικά κιονόκρανα και διακοσμητικά υπέρθυρα. Αποτέλεσε την οικία του Ουμβέρτου Αργυρού, γνωστού ζωγράφου της σχολής των Ιμπρεσιονιστών και μαθητή του Νικηφόρου Λύτρα. Δημοτική Πινακοθήκη "Κωνσταντίνος Ξενάκης": Ολοκληρώθηκε η δημιουργία και εντός του πρώτου εξαμήνου του 2022 έγιναν τα εγκαίνια του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης "Πινακοθήκη Κωνσταντίνος Ξενάκης", στο χώρο του Πάρκου Πολιτισμού "Κωνσταντίνος Καραμανλής" (πρώην στρατοπέδου Παπαλουκά).
Μουσεία
Μουσείο Παλαιάς Μητρόπολης Σερρών: Ιδρύθηκε με αφορμή την επαναλειτουργία του βυζαντινού ναού των Αγίων Θεοδώρων (Παλαιά Μητρόπολη) ως προσκυνηματικού ναού. Εκτίθενται τα βυζαντινά γλυπτά που προέρχονται από το ίδιο το μνημείο. Η έκθεση έχει αναπτυχθεί στο βόρειο πρόσκτισμα του μνημείου και στον αύλειο χώρο με διάφορα γλυπτά που ανήκαν άλλοτε στο γλυπτό διάκοσμο του ναού, καθώς και διάφορα επιτύμβια μνημεία. Στο εποπτικό υλικό παρουσιάζεται συνοπτικά η ιστορία της πόλης, η οχύρωσή της, καθώς και η ιστορία του μνημείου. Στον αύλειο χώρο τακτοποιήθηκαν σε αναβαθμούς και στους τοίχους γλυπτά και επιγραφές διαφόρων εποχών που προέρχονται από την πόλη των Σερρών και την περιοχή της. Αρχαιολογικό Μουσ