Πληροφορίες
Ο Μαραθόκαμπος βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της Σάμου.
Τοποθεσία
Ο Μαραθόκαμπος Σάμου βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού. Απλώνεται στη νότια πλαγιά του Κέρκη, στις παρυφές του Φτεριά με υψόμετρο περίπου στα 400 μέτρα από τη θάλασσα και «αγναντεύει» νότια τα Δωδεκάνησα, νοτιοδυτικά τους Φούρνους Κορσεών και απέναντί τη Σαμιοπούλα. Η έκταση της περιφέρειάς της είναι 48,09 τ.χλμ., που αντιστοιχεί σχεδόν στο 10% της συνολικής έκτασης του νησιού. Το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής του Μαραθοκάμπου είναι ορεινό, βραχώδες και άγονο. Σε απόσταση σχεδόν τεσσάρων χιλιομέτρων από τον Μαραθόκαμπο βρίσκεται και ο οικισμός του Όρμου. Είναι ένα μεσόγειο παραδοσιακό χωριό χτισμένο αμφιθεατρικά, με καμάρες και στενά δρομάκια στις νότιες παρυφές του Κέρκη. Έχει πανοραμική θέα, προς τον κόλπο, την Πάτμο και το Αγαθονήσι. Είναι ένα από τα πλέον αναπτυσσόμενα τουριστικά κέντρα της Σάμου καθώς συνδυάζει απέραντες παραλίες, ιστορία και διατηρεί πλούσια αρχιτεκτονική κληρονομιά. Σήμερα η Δημοτική Ενότητα Μαραθοκάμπου απαρτίζεται από την Κοινότητα Μαραθοκάμπου, την Κοινότητα Κουμαίικων, Σκουραίικων και Καλλιθέας και μαζί με τη Δημοτική Ενότητα Καρλοβάσου αποτελούν τον έναν απ’ τους δυο δήμους του νησιού, τον Δήμο της Δυτικής Σάμου. Ο πληθυσμός του Μαραθοκάμπου σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2011 είναι 2.661 κάτοικοι.Συνοικισμοί του αποτελούν η Βελανιδιά, ο Όρμος Μαραθοκάμπου, τα Βοτσαλάκια – Κάμπος, Λιμνίωνας Αγία – Κυριακή, Παλαιοχώρι, Ισώματα. Οι χιλιομετρικές αποστάσεις από τις κυριότερες πόλεις και χωριά είναι:
13 km από την πόλη Καρλόβασι, 33 km από το χωριό Κοκκάρι 45 km από την πόλη της Σάμου, 32 km από την πόλη Πυθαγόρειο 31 km από την το Αεροδρόμιο Σάμου 15 km από το Λιμάνι Καρλοβασίου
Ιστορία και πρώτοι κάτοικοι
Η ιστορία του Μαραθοκάμπου ξεκινά από τα Βυζαντινά χρόνια, όπου παίζει σημαντικό ρόλο στις ναυτικές και εμπορικές δραστηριότητες της αυτοκρατορίας. Συχνά έφταναν εδώ οι αγιορείτες καλόγεροι για να εμπορευθούν τα προϊόντα τους και να προμηθευτούν συγχρόνως τα προϊόντα της Σάμου που ήταν κυρίως λάδι και κρασί. Οι οικιστικοί πυρήνες του Μαραθοκάμπου όπως μαρτυρούν διάφορα τοπωνύμια και παραδόσεις, έχουν την αφετηρία τους στην αρχαία Σάμο. Τότε λόγω της γειτνίασης με την Ιωνία, ο Σαμιακός Πολιτισμός άνθησε κυρίως γύρω από το Ιερό της Ήρας στην Ανατολική Σάμο, ενώ για την Κεντρική και Δυτική Σάμο ελάχιστα είναι γνωστά. Όμως τα πολλά και σε ευρεία διασπορά ερείπια μεγάλων οικισμών με τείχη και ιερά στην περιοχή του Δήμου Μαραθοκάμπου, καθώς και έγγραφα στοιχεία επιβεβαιώνουν την έντονη ανάπτυξη της Νοτιοδυτικής Σάμου κατά τους Βυζαντινούς και κυρίως κατά τους Μεταβυζαντινούς χρόνους. Από τα φυσικά λιμάνια γίνονταν οι εμπορικές συναλλαγές με τη Δωδεκάνησο και την υπόλοιπη Ελλάδα, ενώ από εδώ ο Βυζαντινός στόλος ήλεγχε το κεντρικό Αιγαίο ελλιμενιζόμενος σε αυτά τα φυσικά ορμητήρια. Πιο συγκεκριμένα, ο συνοικισμός του Μαραθοκάμπου σύμφωνα με τον Εμμανουήλ Κρητικίδη (1869) δημιουργήθηκε πιθανότατα το 1715 όταν κατακτήθηκε η Πελοπόννησος από τους Οθωμανούς. Υπάρχουν αναφορές ότι άρχισε να χτίζεται από κατοίκους που ήρθαν φυγάδες από το Μαραθονήσι, το αρχαίο δηλαδή Γύθειο της Πελοποννήσου, όταν οι Τούρκοι κατέκτησαν την Πελοπόννησο, απ’ όπου πήρε και το όνομα. Άλλες πάλι πηγές αναφέρουν ότι ο Μαραθόκαμπος ονομάστηκε έτσι από τα πολλά μάραθα που φυτρώνουν στην περιοχή. Σύμφωνα με αναφορές του Επαμεινώνδα Σταματιάδη στα Σαμιακά, οι Τούρκοι ονόμαζαν το χωριό Αϊοντοβαλή, που μεταφράζεται χωριό με τα μάραθα, επιβεβαιώνοντας την προέλευση του ονόματος. Επίσης, ο Αρχιεπίσκοπος Ιωσήφ Γεωργειρήνης (1666-1671), στη περιγραφή της Σάμου αιτιολογεί την προέλευση του ονόματος της περιοχής λέγοντας ότι «δια την αφθονίαν των πέριξ φυομένων μαράθρων καλείται Μαραθόκαμπος». Πάντως όλα τα ιστορικά δεδομένα συντείνουν ότι οι πρώτοι κάτοικοι του Μαραθοκάμπου ήταν Πελοποννήσιοι, Χιώτες και Καρπάθιοι. Ωστόσο, ακόμα νωρίτερα, το 1632, σύμφωνα με την Λάιου (2002), ο Μαραθόκαμπος αναφέρεται σε κατάστιχο των υπόχρεων κεφαλικού φόρου με 73 εστίες. Επίσης, ο Μανόλης Βουρλιώτης, σε δημοσίευσή του στην «Αντιπελάργηση» του Πνευματικού Ιδρύματος Δημητρίου, γράφει: «Μια πρώιμη μαρτυρία αποτελεί η αναφορά του ηγουμένου της μονής Χοζοβιώτισας Θεοδοσίου, ο οποίος στη διαθήκη του (27 Μαρτίου 1624) δηλώνει ρητά ότι γεννήθηκε στον Μαραθόκαμπο» και παρακάτω αναφέρει ότι το 1607 ο Μαραθοκαμπίτης Μιχάλης Ροδίτης δώρισε το σπίτι και τα δυο αμπέλια του στη μονή Πάτμου και σαν μάρτυρας υπογράφει ο εφημέριος της Αγίας Παρασκευής παπά-Ιωάννης. Όλα αυτά τα δεδομένα λοιπόν συντείνουν στο γεγονός ότι η δημιουργία του Μαραθοκάμπου πιθανότατα να είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, αμέσως σχεδόν με την έναρξη του εποικισμού της Σάμου το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα κι ο Μαραθόκαμπος είναι από τα πρώτα χωριά του νησιού που δημιουργήθηκαν μετά τη λεγόμενη ερήμωση. Η ερήμωση υπολογίζεται ότι συντελέστηκε περίπου το 1476 όπου λόγω των πειρατικών επιδρομών οι Σαμιώτες μεταναστεύουν στη Χίο και τη Μικρά Ασία. Ο Επαμεινώνδας Σταματιάδης αναφέρει ότι ο Μαραθόκαμπος ξεκίνησε να δημιουργείται χαμηλότερα, στη θέση Λουκαίικα, Λ’καίικα στη Μαραθοκαμπίτικη διάλεκτο. Αργότερα όμως, ίσως για περισσότερη ασφάλεια ή ενδεχομένως εξαιτίας των πηγών ή ακόμα και γι’ άλλους λόγους, οι κάτοικοι δημιούργησαν τις οικίες τους στη σημερινή του θέση. Αρχικά,λοιπόν, τα σπίτια αναπτύχθηκαν γύρω απ’ την πλατεία της λούγκας και τον Προφήτη Ηλία φτάνοντας μέχρι και πάνω απ’ την Αγία Τριάδα και κάτω την Αγία Παρασκευή. Ο χώρος αυτός τοποθετείται μεταξύ δυο χειμάρρων που βρίσκονται οι πηγές της λούγκας, της σγουρούς, της άπλυτης και πιο ψηλά της φλέβας, που τους εξασφάλιζε το νερό ως κυριότερο αγαθό. Επίσης, οι απόκρημνες κοίτες των χειμάρρων ενδεχομένως να παρείχαν στους κατοίκους κάποια επί πλέον ασφάλεια. Με το πέρασμα των χρόνων το χωριό επεκτάθηκε προς τα δυτικά και τα νότια και κατέλαβε τη σημερινή του έκταση. Η κάθε ομάδα εποίκων που ερχόταν έχτιζε τη δική της γειτονιά συνέχεια της άλλης, κι όπως συμβαίνει μέχρι και σήμερα, τα σπίτια ήταν συνεχόμενα με επίκοινους τοίχους με αποτέλεσμα τα περισσότερα να έχουν μόνο πρόσοψη και δώματα από χώμα. Οι δρόμοι ήταν στενοί και δαιδαλώδεις μ’ αρκετές καμάρες για να δυσκολεύουν το διάβα των ληστών. Όπως αναφέρεται, απ’ τους πρώτους κατοίκους ήταν οι Χιώτες, οι λεγόμενοι χιοσάμιοι που οι πρόγονοί τους είχαν ακολουθήσει τους Γενοβέζους στη Χίο όταν εγκατέλειψαν τη Σάμο τον 15ον αιώνα. Αυτοί έφεραν και την εικόνα της Αγίας Ματρώνας, της Χιώτισσας Αγίας, που βρίσκεται στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Ακολούθησαν Πελοποννήσιοι, Κρητικοί, Καριώτες, Δωδεκανήσιοι κι από άλλες ακόμα περιοχές, οι περισσότεροι επαναστάτες και συμπολεμιστές των Ενετών και των Ρώσων κυνηγημένοι απ’ τους Τούρκους, που εύρισκαν άσυλο στη Σάμο με τα πρωτοφανή για την εποχή εκείνη προνόμια που της είχαν δοθεί απ’ τον Κιλίτς Αλή. Η ανάπτυξη του Δήμου Μαραθοκάμπου πάντως φαίνεται σημαντική κατά τους μεταβυζαντινούς χρόνους οπότε η ανατολική Σάμος ερημώθηκε από τον φόβο των επιδρομών των Τούρκων και των πειρατών. Η μορφολογία του εδάφους και η ιδιοσυγκρασία των κατοίκων του Μαραθοκάμπου και η ναυτιλιακή δραστηριότητα τους, ερμηνεύουν τη διατήρηση ακμαίας κοινωνικής και οικονομικής ζωής στην περιοχή κατά την εποχή που αναφέρεται από τους ιστορικούς ως ερήμωση της υπόλοιπης Σάμου. Στο λιμάνι του Όρμου Μαραθοκάμπου - τότε με το όνομα Σπηλιά, ναυπηγούνταν με τη θαυμαστή ξυλεία του Κέρκη γερά πλεούμενα. Τα εμπορικά πλοία του Μαραθοκάμπου διέσχιζαν όλη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα αντιμετωπίζοντας νικηφόρα τους πειρατές και τους Τούρκους, και αποτελούσαν τη γέφυρα της Δυτικής Σάμου με τον Ελληνισμό της Ιωνίας και της κεντρικής Ελλάδας. Ψυχωμένοι Μαραθοκαμπίτες ναυτικοί έλαβαν μέρος με τα πλεούμενα τους στην εκστρατεία του Μ. Ναπολέοντα στην Αίγυπτο και πολλοί από αυτούς χάθηκαν στη μάχη των Πυραμίδων.
Ιστορικές Προσωπικότητες
Ο Μαραθόκαμπος είναι πατρίδα του χίλιαρχου της Σαμιακής επαναστάσεως και ήρωα του Κάβο – Φονιά καπετάν Σταμάτη Γεωργιάδη, και του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δαμιανού. Έχει αναδείξει μεγάλους άντρες ο Μαραθόκαμπος οι οποίοι διέπρεψαν στα γράμματα, στις τέχνες και στο εμπόριο. Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός της πολύχρονης ύπαρξης του Γυμνασίου, του πνευματικού αυτού φάρου της δυτικής Σάμου. Ο Μαραθόκαμπος λοιπόν ήταν η γενέτειρα του Καπετάν Σταμάτη Γεωργιάδη, πολέμαρχου του Ναπολέοντα, στελέχους των Καρμανιόλων και ήρωα της Σαμιακής παλιγγενεσίας που η καταλυτική του παρουσία στη μάχη του Κάβο Φονιά έδωσε τη νίκη στα Σαμιακά όπλα. Η οικογένεια του Καπετάν Σταμάτη, τα αδέρφια του, οι αδερφές του και οι γαμπροί του (ο ποιητής της Σάμου Τυρταίος, ο Γεώργιος Κλεάνθης και ο αρχηγός της Σαμιακής επανάστασης Λυκούργος Λογοθέτης), έδωσαν τα πάντα για τον αγώνα και πέθαναν στη γη της εξορίας την Εύβοια, όταν η Σάμος έγινε ηγεμονία. Σώζεται ακόμα στο Μαραθόκαμπο το σπίτι του, όπου και φυλάσσονται τα προσωπικά αντικείμενα του αγωνιστή. Στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου που θεμελιώθηκε το 1904 φυλάσσεται η καμπάνα που ήχησε στον Μαραθόκαμπο στις 17 Απρίλη 1821 καλώντας το χωριό για τον μεγάλο ξεσηκωμό. Στην εκκλησία αυτή φυλάσσεται ακόμα η εικόνα που έδωσαν σαν τάμα οι καπεταναίοι που ακολούθησαν τον Καπετάν-Σταμάτη κατά την έναρξη της επαναστάσεως. Στα χρόνια της ηγεμονίας και του μεσοπολέμου ο Μαραθόκαμπος ήταν Δήμος με Πρωτοδικείο, Ειρηνοδικείο, Αγρονομείο, Αστική Σχολή και Παρθεναγωγίο. Στις σχολές αυτές δίδαξαν φωτισμένοι δάσκαλοι που σπούδασαν στις σχολές της Ιωνίας και της Ευρώπης όπως οι χωριανοί Καρατζάς, Σφοίνης και Κώνστας. Στα κινήματα του Θ. Σοφούλη, στους απελευθερωτικούς αγώνες του 12-13 και στη Μικρασιατική εκστρατεία, οι Μαραθοκαμπίτες έδωσαν μαχητικό παρόν. Αμέσως μετά την ένωση της Σάμου με την υπόλοιπη Ελλάδα (1912) τέσσερα αδέλφια από τον Μαραθόκαμπο, οι ξακουστοί "Γιαγάδες", νιώθοντας παραγκωνισμένοι, βγήκαν στην παρανομία. Με καταφύγιο τα βουνά και την υποστήριξη ομοϊδεατών τους, η ανταρσία τους κράτησε αρκετά χρόνια. Έτσι η ανταρσία των Γιαγάδων καταλαμβάνει ένα μεγάλο κομμάτι της Μαραθοκαμπίτικης Ιστορίας. Στα χρόνια της ιταλογερμανικής κατοχής (1941-1944) οι Μαραθοκαμπίτες είχαν μεγάλη δράση στην Εθνική Αντίσταση. Με επίσημο όργανό τους την εφημερίδα "Καρμανιόλος""μονιδρίου" -του οποίου σώζεται το περιτοίχισμα και μερικά κελιά- που ανήκε στη μονή της Πάτμου και μνημονεύεται από τον Γεωργειρήνη περί τα μέσα του 17ου αιώνα. Ο Σταματιάδης πάντως αναφέρει ότι η εκκλησία κτίστηκε το 1766. Ανήκει στον τύπο του τρίκογχου ναού. Στα περισσότερα χαρακτηριστικά της δεν διαφέρει από τα άλλα κτίσματα του τύπου, εκτός από τον τρόπο διαμόρφωσης των γωνιών του μεταβατικού τετραγώνου κάτω από τον τρούλο, όπου βρίσκουμε και πάλι την ιδιοτυπία της χρησιμοποίησης ημιχωνίων -ή, μάλλον, σφαιρικών κογχών- αντί σφαιρικών τριγώνων, όπως και στις περιπτώσεις των εκκλησιών της Ευαγγελίστριας και της Παναγιάς της Μακρινής στο Καλαμπάχτασι. Ως πρόσθετη ιδιοτυπία -μοναδική μάλιστα για τον τύπο αυτόν στο νησί- μπορεί να θεωρηθεί επίσης η εμφάνιση εδώ μικρών, αβαθών τυφλών αψίδων στις εσωτερικές επιφανείς των πλάγιων τοίχων, στα τμήματά τους πριν και μετά από τις πλευρικές κόγχες. Κατά τα άλλα, ο τρούλος είναι σχετικά χαμηλωμένος, η κόγχη του ιερού είναι μεγάλη, αλλά κτισμένη στο κάτω μέρος, με συμμετρικές στα πλάγιά της τις μικρότερες κόγχες της πρόθεσης και του διακονικού, και εξωτερικά τρίπλευρη, οι δε πλάγιες κόγχες των χορών είναι εξωτερικά καμπύλες. Στο δάπεδο υπάρχει κανονική πλακόστρωση, σε συνδυασμό με τμήματα από βοτσαλωτό στις στέγες διατηρείται η χαρακτηριστική επικάλυψη από σχιστόπλακες σε επιμελημένη διάστρωση το δε υπάρχον τέμπλο είναι νεότερο, κτιστό. Τέλος, εμπρός από τη δυτική όψη του κτίσματος υπάρχει σήμερα η προσθήκη ενός νεότερου ξυλόστεγου νάρθηκα με αμφικλινή επικεραμωμένη στέγη, επάνω από την είσοδο του οποίου είναι κατασκευασμένο ένα σχετικά απλό δίτοξο καμπαναριό.
Ευαγγελίστρια του Κέρκη ή Άγιος Βασίλειος
Το μοναστήρι της Ευαγγελίστριας ή του Αγίου Βασιλείου ή αλλιώς της Σκάλας βρίσκεται στη νότια πλευρά του Κέρκη, δυτικά του Μαραθοκάμπουσε υψόμετρο 700 μέτρων.Θεωρείται μία από τις αρχαιότερες εκκλησίες της Σάμου μιας και η ίδρυσή της χρονολογείται γύρω στον 10ο αιώνα. Αποτελεί μετόχι του Πανάγιου τάφου. Στη γύρω περιοχή άκμαζε ο ασκητισμός και ο μοναχισμός για πολλά χρόνια. Γύρω στο 1945 δύο μοναχές, η Μαγδαληνή και η Θεονύμφη εγκαταστάθηκαν στην μονή. Λίγα χρόνια αργότερα αφιερώθηκαν στην Παναγία και οι μοναχές Μαρία, Σαλώμη και η Νεκταρία. Οι καλόγριες με σκληρή δουλεία και λατρεία προς τον οίκο του Θεού μετέτρεψαν τη μονή κυριολεκτικά σε παράδεισο προσφέροντας στους επισκέπτες πάντα μια υπέροχη φιλοξενία. Δυστυχώς στο μοναστήρι σήμερα ο επισκέπτης δεν συναντά κανέναν μιας και οι εναπομείνασες μοναχές έχουν μετακομίσει το νεοϊδρυθέν μοναστήρι λίγο έξω από το χωριό του Μαραθοκάμπου. Αποτελεί όμως πόλο έλξης για τους ορειβάτες και τους πιστούς αφού προσφέρει μια καταπληκτική θέα και αποτελεί σταθμό στην πορεία προς το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία σε υψόμετρο 1.180 μέτρα και την κορυφή του βουνού Κέρκη, τη Βίγλα σε υψόμετρο 1.444 μέτρα που είναι και η ψηλότερη του Αιγαίου.
Ιερός Ναός Αγίας Τριάδος
Η ενορία της Αγίας Τριάδος βρίσκεται στην ψηλότερο σημείο του χωριού και έχει αμφιθεατρική θέα. Σύμφωνα με την επιγραφή που βρίσκεται στο υπέρθυρο της εισόδου της αναγέρθηκε το 1798 και ήταν μία από της πρώτες εκκλησίες του χωριού όπου γύρω της αναπτύχθηκαν οι γειτονιές της πάνω ρούγας. Ο ναός έχει δυο κλίτη και εντός του περιλαμβάνεται και το ναΐδριο του Οσίου Χριστοδούλου.Η ενορία συγκεντρώνει πλήθος πιστών, οι οποίοι με ζήλο και πληθώρα αγάπης την περιποιούνται και φροντίζουν να αναβιώνουν το πανηγύρι την παραμονή του Αγίου Πνεύματος για τον εορτασμός της γύρω από την περιοχή της Άπλυτης.
Ιερός Ναός Οσίου Αντωνίου
Η εκκλησία του ναού είναι τρίκλιτη βασιλική με τρούλο βυζαντινού ρυθμού. Η ιστορία του ιερού ναού του Αγίου Αντωνίου ξεκινά γύρω στις αρχές του 20ου αιώνα μ.Χ. Το χτίσιμο του ξεκίνησε το 1904 από ένα εργολάβο που με μεράκι και πολύ πίστη για την ανέγερση του ναού κατάφερε να ολοκληρώσει τη μεγαλοπρεπή εκκλησία γύρω στο 1914. Η θέση του δεσπόζει στο μέσο του Μαραθοκάμπου όπου έδωσε και το όνομα της πλατείας. Παλαιοτέρα στο σημείο αυτό υπήρχε και το κοιμητήριο της ενορίας, όπως όριζε η νομοθεσία της εποχής,που σήμερα όμως δεν υπάρχει. Για το χτίσιμο τη