Πληροφορίες
Τα Κοντακαίικα, επίσης γνωστά ως Κοντακέικα, βρίσκονται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού της Σάμου και απέχουν 28 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα Βαθύ και 5 χιλιόμετρα από το Καρλόβασι. Η τοπική κοινότητα Κοντακαίικων ανήκει στη δημοτική ενότητα Καρλοβασίου του δήμου Δυτικής Σάμου. Είναι χτισμένα στους βορειοδυτικούς πρόποδες του όρους Καρβούνη, με το υψόμετρό τους στα 162 μέτρα. Κύρια πηγή εισοδήματος για τους κατοίκους αποτελούν η γεωργία και η οικοδομική δραστηριότητα. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 τα Κοντακαίικα έχουν 962 κατοίκους.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ιστορία
Το όνομα του χωριού
Μετά από τα μέσα του 15ου αιώνα μ.χ. το νησί της Σάμου εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του σχεδόν ολοκληρωτικά. Οι δυστυχίες όμως και τα βάσανα είχαν ξεκινήσει νωρίτερα. Οι επιδρομές Τούρκων και Αράβων πειρατών είχαν κάνει τη ζωή αφόρητη. Οι εξοντωτικές πιέσεις προς τον πληθυσμό του νησιού είχαν σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή ερήμωσή του. Οι κάτοικοι αναζήτησαν καταφύγιο σε νησιά όπως η Λέσβος και η Χίος, αλλά και στα απέναντι παράλια της Μικράς Ασίας. Η εγκατάλειψη του νησιού οδήγησε τους κατοίκους που απέμειναν σε αυτό να κατοικήσουν πάνω σε δυσπρόσιτες περιοχές, αθέατες από τη πλευρά της θάλασσας. Οι καλλιέργειες εγκαταλείφθηκαν και το νησί έδειχνε πια ένας τόπος άγριος με βλάστηση οργιώδη.
Μετά τα μέσα του 16ου αιώνα, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πολιτικής για το Αιγαίο, οι Τούρκοι επιδίωξαν να ξανακατοικηθεί το νησί από τους απογόνους των παλαιών κατοίκων ή και από νέους, τελείως ξένους προς το νησί, κατοίκους. Έτσι ξεκίνησαν να καταφθάνουν στη Σάμο Έλληνες από όλες τις μεριές της Ελλάδας. Από τη Μυτιλήνη, τα παράλια της Μικράς Ασίας, την Πελοπόννησο, τη Χίο και άλλα μέρη. Ένας από αυτούς τους νέους κατοίκους, σύμφωνα με τον Σταματιάδη, ήρθε από τη νησί της Κω, γύρω στα 1750 μ.χ. Στα Σαμιακά του, ο Σταματιάδης αναφέρει τα εξής:« Κοντακαίικα και το σωστότερο Κωτακαίικα, βρίσκονται σε ένα τερπνό ύψωμα 150 μέτρα ψηλά από τη θάλασσα. Σύμφωνα με την παράδοση, κατά το 1750 μ.Χ. ήρθε από τη Κω ένας Γεώργιος Κώτης και αφού αγόρασε κτήματα άρχισε να τα καλλιεργεί. Αργότερα οι γιοι του παντρεύτηκαν γυναίκες από το κοντινό χωριό Φούρνοι (σημερινή Υδρούσσα) τις έφεραν στα πατρικά κτήματα, έχτισαν εδώ τα σπίτια τους και έγιναν οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού που ονομάστηκε από αυτούς Κωτακαίϊκα ή Κοντακαίικα με τη πρόσθεση του «ν» κατά την προφορά της λέξης».Από την άλλη μεριά ο Εμμανουήλ Κρητικίδης δίνει μία άλλη εκδοχή για τον πρώτο κάτοικο του χωριού, αναφέροντας πως αυτός ήταν κάποιος με το όνομα Κοντάκις προερχόμενος από την Πελοπόννησο, ο οποίος κατοίκησε το χωριό στις αρχές του 18ου αιώνα:«Κοντακέϊκα (α) εκ του πρώτου οικιστού λεγομένου Κοντάκι Πελοποννησίου του πήξαντος την καλύβην του περί τα αρχάς του παρελθόντος αιώνος εν αις έλαβε μετ’ άλλων πατριωτών του κατοχήν δασώδεσι γαίαις. Περιλαμβάνει ομού με την εκ 12 – 15 οίκων συγκειμένην οικογενειακήν συνοικίαν λεγομένην Μαρκαίοι οίκους 127, ναούς 2, σχολείον 1, ελαιοτριβείον 1, άρρενας 315 (γεωργούς 135, ναύτην 1, βιομηχάνους 4, ιερείς 2) και θηλείας 296 = 611».Οι σύγχρονοι κάτοικοι, όσον αφορά τη προέλευση του ονόματος του χωριού, αναφέρουν ως πρώτο κάτοικο τον Κοντάκι, άλλοι κάποιον Κοντακιώτη, άλλοι δε, συμφωνούν με την άποψη του Σταματιάδη.
Το Κάστρο των Κοντακαίικων
Όπως είδαμε νωρίτερα κατά την ιστορική περίοδο, από το 1475 μέχρι το 1573 μ.Χ. οι πειρατές έκαναν αλλεπάλληλες ληστρικές επιδρομές στο νησί. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το νησί σχεδόν να ερημωθεί.
Οι ελάχιστοι κάτοικοι που απέμειναν δεν είχαν καμία ελπίδα να επιβιώσουν κατοικώντας σε πεδινές περιοχές, εμφανείς στα θαλάσσια περάσματα των πειρατών. Έτσι βρέθηκε η λύση της κατοίκησης απόκρημνων περιοχών, αθέατων από τη μεριά της θάλασσας. Τα μέρη αυτά έμειναν γνωστά ως «Κάστρα» ή «Καστράκια». Κάστρα δημιουργήθηκαν και κατοικήθηκαν στη βόρεια κυρίως πλευρά του νησιού, όπως αυτά κοντά στα σημερινά Αυλάκια, κοντά στους Βουρλιώτες και κοντά στο χωριό μας. Τα κύρια χαρακτηριστικά ενός Κάστρου ήταν περίπου κοινά στα περισσότερα από αυτά. Έτσι μιλάμε πάντα για μέρη απόκρημνα, δυσπρόσιτα, με έναν μόνο δρόμο να οδηγεί εκεί. Γύρω τους ήταν χτισμένα τείχη για τη προφύλαξη των κατοίκων, ενώ μέσα στο κυρίως χώρο υπήρχαν δεξαμενές αποθήκευσης του βρόχινου νερού, τα καλύβια των κατοίκων και κάποια εκκλησία. Κοντά στο Κάστρο έπρεπε να υπάρχουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις ώστε οι κάτοικοι να μπορούν να παράγουν κυρίως κηπευτικά για τις βασικές διατροφικές τους ανάγκες. Για την άμυνά τους και την έγκαιρη ειδοποίησή τους σε περίπτωση εμφάνισης πειρατών, οι κάτοικοι είχαν τοποθετήσει «βιγλάτορες». Οι βιγλάτορες από τις βίγλες τους, τα παρατηρητήριά τους, ατένιζαν όλη την ημέρα το πέλαγος και ειδοποιούσαν με όποιον τρόπο μπορούσαν, κυρίως ανάβοντας φωτιές, προκειμένου οι κάτοικοι να επιστρέψουν γρήγορα στο Κάστρο και να ασφαλίσουν τη συνήθως δυνατή και ανθεκτική πόρτα του. Όσοι κάτοικοι βρισκόταν την ώρα εκείνη απομακρυσμένοι από το Κάστρο, έσπευδαν να προφυλαχθούν σε μέρη που γνώριζαν από πριν και προοριζόταν για κρυψώνες έκτακτης ανάγκης. Ο Κρητικίδης, στην πραγματεία του Περί της ερημώσεως και του συνοικισμού της Σάμου αναφέρει ότι στο Καστροβούνι των Κοντακαίικων ήταν χτισμένα 350 σπίτια και 2 ναοί. Τα Κοντακαίικα είναι η πιθανή πρωτεύουσα της Σάμου την εποχή εκείνη, καθώς και η έδρα του Έπαρχου και του Επισκόπου του νησιού.
Στο βιβλίο του Τοπογραφία αρχαία και σημερινή της Σάμου παραπομπή ο Κρητικίδης αναφέρει για το κάστρο:«Ύπερθεν της κώμης ταύτης (ενν. τα Κοντακαίικα) επί της κορυφής του όρους Καστροβούνι σώζεται, ως είπον, φρούριον μ’ ερείπια πολλών οίκων και δύο ναών, εις τους έσω τοίχους των οποίων φαίνονται ζωγραφίαι αγίων ανεξάλειπτοι, δεξαμεναί, προάστειον με καταβεβλημένους οίκους, κατά τας υπωρείας τούτου προς βορράν σώζεται σκοπιά (βίγλα) θολοειδής λεγομένη νυν αγία Μελανάρα και ερείπια δύο ετέρων ομοίων άνω δε τούτων υπάρχει μικρόν άντρον λεγόμενον Σπηλιά του Λεριού και οπή ακαταλόγιστον βάθος έχουσα».Ας δούμε τι λέει ο Σταματιάδης στα Σαμιακά του για το Κάστρο του χωριού: «Δυτικά από τα Κοντακαίικα και σε ύψος 950 μέτρων υψώνεται το Καστροβούνι, στη κορυφή του οποίου σώζονται αρχαίες δεξαμενές κι ερείπια "τειχίων και ορσοθυρών" που μαρτυρούν ότι κάποτες εδώ υπήρχε φρούριο. Οι ντόπιοι λένε πως το φρούριο αυτό χτίστηκε στα χρόνια που οι Γενοβέζοι κυριαρχούσαν στο νησί. Σ’ αυτήν τη περιοχή βρέθηκε και ένα ανάγλυφο που παριστάνει έναν άντρα και μια γυναίκα καθισμένους σε σκαμνάκια απέναντι σε ένα τρίποδα. Στο μέσον σχεδόν του οροπεδίου που σχηματίζεται πάνω στο Καστροβούνι σώζονται τα ερείπια της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, για τον οποίο οι απλοϊκοί κάτοικοι διηγούνται "πολλά αμάθειας και δεισιδαιμονίας κυήματα""Πλήρης Δημοτική Σχολή Κοντακαίικων". Από το 1936 η σφραγίδα αλλάζει σε: "Δημοτικό Σχολείον Κοντακαίικων Σάμου. Βασίλειον της Ελλάδος". Κατά τη δεκαετία του 1940-1950 ο μέσος όρος των μαθητών ήταν 208 μαθητές ανά χρονιά, μεγαλύτερο αριθμό το έτος 1940-1941 με 249 μαθητές. Για την ταραγμένη δεκαετία του 1940 από τη μελέτη των αρχείων προκύπτουν διάφορα στοιχεία. Κατά το έτος 1942-1943 και 1943-1944 δεν υπάρχουν ενδείξεις λειτουργίας του σχολείου, καθώς τα βιβλία του σχολείου παρουσιάζουν στο συγκεκριμένο σημείο κενό. Το ίδιο συμβαίνει και κατά τα έτη του εμφυλίου 1945-1946 και 1946-1947. Από το έτος 1948-1949 που το μαθητολόγιο αρχίζει πάλι να συμπληρώνεται κανονικά, στη στήλη όπου αναγράφεται το επάγγελμα πατρός των μαθητών, συναντάμε πλέον πολύ συχνά τις λέξεις "ορφανός" και "ορφανή" όπως και η λέξη "ανάπηρος". Κατά τη δεκαετία του 1950, ο μέσος όρος των μαθητών ήταν 177 μαθητές ανά χρονιά με μεγαλύτερο αριθμό το έτος 1950-1951 με 193 μαθητές και το μικρότερο αριθμό το έτος 1958-1959 με 162 μαθητές. Κατά τη δεκαετία 1960-1970, ο μέσος όρος των μαθητών ήταν 108 μαθητές ανά χρονιά, με μεγαλύτερο αριθμό το έτος 1959-1960 με 153 μαθητές και μικρότερο αριθμό τη χρονιά 1967-1968 με 94 μαθητές. Τη δεκαετία αυτή λειτούργησε και το "Νυχτερινό Δημοτικό Σχολείο Κοντακαίικων". Το Νυχτερινό Δημοτικό σχολείο δημιουργήθηκε για να καλύψει τις εκπαιδευτικές ανάγκες μαθητών που κατά τη μεταπολεμική περίοδο και την περίοδο το Εμφυλίου πολέμου στη χώρα μας έμειναν πολύ πίσω στα μαθήματα του σχολείου ή δεν παρακολούθησαν σχεδόν καθόλου. Από το βιβλίο μητρώου των μαθητών προκύπτει ότι το σχολείο αυτό λειτουργούσε κατά τα έτη 1962, 1964 και 1965, ενώ για το έτος 1963 δεν υπάρχει κανένα στοιχείο. Μέσος όρος ηλικίας των μαθητών που παρακολούθησαν τα μαθήματα του Νυχτερινού Σχολείου ήταν τα 17 χρόνια. Το 1962 οι μαθητές του Νυχτερινού Σχολείου ήταν 24, το 1964 17 και το 1965 οι μαθητές ήταν 13. Αξίζει να αναφερθεί ότι μεταξύ των ετών 1963 και 1964, αλλάζει ο τρόπος γραφής του ονόματος του χωριού στα επίσημα έγγραφα του σχολείου. Από "Κοντακέικα" γίνεται "Κοντακαίικα", όπως παραμένει μέχρι και σήμερα. Το παράδοξο είναι ότι πως η μετονομασία στον τρόπο γραφής σε "Κοντακαίικα" έγινε από το ελληνικό κράτος επίσημα πολύ νωρίτερα, μεταξύ των ετών 1928 και 1940. Το στοιχείο αυτό προκύπτει από τις επίσημες απογραφές του ελληνικού κράτους. Ενώ στην απογραφή κατοίκων του 1928 το χωριό γράφεται "Κοντακέικα" στην απογραφή του 1940 γράφεται "Κοντακαίικα". Πάντως το "Κοντακέικα" υπερισχύει ακόμα και σήμερα σε πολλές περιπτώσεις χρήσης του ονόματος και σε επίσημα έγγραφα, που αφορούν το χωριό. Η μελέτη των αρχείων του σχολείου από το 1977 μέχρι σήμερα γίνεται πολύ δύσκολη, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο. Κι όμως από το 1977 καταργείται το βιβλίο του Μαθητολογίου, οι μαθητές που εγγράφονται στο σχολείο από τη χρονιά εκείνη γράφονται χωρίς διαχωρισμό έτους στο βιβλίο Μητρώου των μαθητών και είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς ξεκάθαρα πόσοι μαθητές φοιτούσαν ανά χρονιά στο σχολείο. Για τα έτη 1970-1977, έχουμε μέσο όρο αριθμού μαθητών τους 90, με μεγαλύτερο αριθμό το έτος 1970, 101 μαθητές και μικρότερο αριθμό το έτος 1976, 78 μαθητές. Κάνοντας λοιπόν ένα χρονικό άλμα, το μόνο που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι κατά το σχολικό έτος 2002-2003 το σχολείο αριθμεί 54 μαθητές. Αν συγκρίνει κανείς τον μέσο όρο της δεκαετίας 1960-1970 με 108 μαθητές και των μαθητών το 2002-2003, 54 μαθητές, εύκολα διακρίνει τη μείωση των μαθητών ακριβώς στους μισούς. Ένα συμπέρασμα που σαφώς θα πρέπει να ανησυχεί το χωριό και το μέλλον του τόπου. Όπως επιτρέπουν να γνωρίζουμε τα αρχεία του σχολείου, διευθυντές του σχολείου από το 1930 μέχρι και σήμερα διετέλεσαν οι: Χριστοδουλάρης Γεώργιος 1930-1950, Τσακαλίας Πέτρος 1950-1953, Περρής Αντώνιος 1953-1971, Παράσχη Αντωνία 1971-1972, Αληγεωργίου Μαρία 1972-1973, Παλαιοκαστρίτης Αλκιβιάδης 1973-1974, 1976-1979, 1981-1983, Κωνσταντινίδης Ιωάννης 1974-1976, Λουίζου-Δαδάου Μαρία 1979-1981, Τριανταφύλλου Κωνσταντίνος 1983-2003, Τριανταφύλλ