Πληροφορίες
Ο Άγιος Κωνσταντίνος είναι ένα χωριό της βόρειας Σάμου, σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από την πόλη της Σάμου και 10 χιλιομέτρων από το Καρλόβασι. Αποτελείται από τον παραλιακό Άγιο Κωνσταντίνο (παλιότερα γνωστό ως Όρμο Αγίου Κωνσταντίνου) και τον σημερινό Άνω Άγιο Κωνσταντίνο. Η τοπική κοινότητα Αγίου Κωνσταντίνου περιλαμβάνει και τον οικισμό Βαλεοντάδες. Είναι χαρακτηρισμένη ως αγροτικός ημιορεινός οικισμός, με έκταση 1,286 χμ² (2011).
Ιστορία
Πώς και πότε δημιουργήθηκε ο Άγιος Κωνσταντίνος δεν είναι γνωστό με ακρίβεια. Φαίνεται ότι προς το τέλος του 18ου αιώνα προήλθε, μαζί με άλλους οικισμούς, από την εξάπλωση των κατοίκων των Βουρλιωτών. Οι Βουρλιώτες γύρω στα 1700 είναι το μοναδικό χωριό της ευρύτερης περιοχής της βόρειας κεντρικής Σάμου με τεκμηριωμένη ύπαρξη (αναφέρεται από τον Ιωσήφ Γεωργειρήνη περί το 1670 και από τον Τουρνεφόρ το 1702). Στις αρχές του 19ου αιώνα υπάρχουν στην περιοχή κάμποσοι οικισμοί, οι πιο μεγάλοι από τους οποίους είναι ο Άγιος Κωνσταντίνος, οι Νενέδες (σημερινή Άμπελος), οι Σταυρινήδες, οι Μανωλάτες, οι Μαργαρίτες και οι Βαλεοντάδες. Τα χωριά αυτά απετέλεσαν κατά την περίοδο της ηγεμονίας (1834-1912) το δήμο των Έξι Γειτονιών.
Πληθυσμός και Οικονομία
Σε μια απογραφή που έγινε το 1828 ο Άγιος Κωνσταντίνος εμφανίζεται να έχει 254 κατοίκους, εκ των οποίων 112 άντρες και 142 γυναίκες. Ωστόσο στην περίοδο αυτή ο Άγιος Κωνσταντίνος ήταν κυρίως στη θέση του σημερινού Άνω Αγίου Κωνσταντίνου, ενώ ο παραλιακός οικισμός άρχισε να δημιουργείται με τη μορφή αποθηκών κρασιού. Ο πληθυσμός ξεπέρασε τους εξακόσιους περί το 1920 ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης της περιοχής εξ αιτίας κυρίως της οινοπαραγωγής, και τους οκτακόσιους κατοίκους στο τέλος της ίδιας δεκαετίας, ανάμεσα στους οποίους πρέπει να συνυπολογισθούν οι μικρασιάτες πρόσφυγες. Κατά το δέκατο ένατο αιώνα και στις αρχές του εικοστού η οικονομία της περιοχής βασιζόταν στη γεωργία. Ενώ το 1702 στη διήγηση του Τουρνεφόρ η κεντρική βόρεια περιοχή της Σάμου περιγράφεται κυρίως ως δασική έκταση, το 1828 ο Άγιος Κωνσταντίνος παράγει 8000 φορτώματα κρασί (ή "γομάρια", δηλαδή ποσότητα που μπορεί να μεταφέρει ένα υποζύγιο) κι άλλα τόσα παράγουν οι Βουρλιώτες . Η βασική καλλιέργεια και πηγή εσόδων ήταν και παρέμεινε μέχρι τον εικοστό αιώνα το κρασί, αλλά σ' αυτό πρέπει να προστεθούν οι ελιές και τα οπωροφόρα δέντρα. Στον εκλογικό κατάλογο του 1914, όπου σημειώνονται οι ψηφοφόροι, οι 61 είναι γεωργοί (άρρενες μόνο εκείνη την εποχή), οι 16 ναυτικοί, ένας καλαφάτης (καραβομαραγκός), 10 έμποροι, ένας εμποροϋπάλληλος, 4 καφεπώλες, 3 παντοπώλες και 2 κρεοπώλες. Οι υπόλοιποι ήταν ως επί το πλείστον τεχνίτες, δηλαδή 4 ξυλουργοί, ένας κορνιζοποιός, 3 καρεκλάδες, 2 βαρελοποιοί, 2 σιδεράδες και 2 μυλωνάδες. Τέλος, υπάρχαν ακόμη 2 δάσκαλοι, ένας γιατρός κι ένας ξενοδοχοϋπάλληλος (που εργαζόταν στην πρωτεύουσα). Σ' αυτούς πρέπει να προστεθούν οι ιερείς της περιοχής και κάποιοι περαστικοί υπάλληλοι, χωροφύλακες, τελωνοφύλακες κι αγροφύλακες. Οι γυναίκες φαίνονται στα ληξιαρχικά βιβλία να δηλώνουν ότι ασχολούνται με τα "οικιακά" ή να είναι "γυναικείων έργων", αλλά είναι γνωστό ότι έπαιρναν μέρος στις γεωργικές και άλλες εργασίες. Ο πληθυσμός φθίνει σιγά σιγά μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο για να φτάσει τους 394 απογεγραμμένους κατοίκους το 2001. Παράγοντες της βαθμιαίας αποψίλωσης είναι μεταξύ άλλων η μετανάστευση προς Αμερική (στις αρχές του 20 αιώνα), προς Αυστραλία (μετά το 1950) και η εσωτερική μετανάστευση προς την Αθήνα. Σήμερα η οικονομία της περιοχής βασίζεται κυρίως στη γεωργία και στον τουρισμό.
Πληθυσμός
(σε παρένθεση ο πληθυσμός της τοπικής κοινότητας)
Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική
Είναι δύσκολο να αποκτήσουμε σήμερα αξιόπιστη εικόνα της τοπικής αρχιτεκτονικής γύρω στα 1800, δεδομένου ότι οι παλιότερες φωτογραφίες του Αγίου Κωνσταντίνου χρονολογούνται περίπου εκατό χρόνια αργότερα. Βεβαίως είναι λογικό να υποτεθεί ότι πολλά από τα σπίτια των φωτογραφιών που έχουν ληφθεί στα 1900 είναι πολύ παλιότερα. Στις παλιότερες από τις γνωστές φωτογραφίες του χωριού φαίνεται καθαρά η εικόνα ενός πυκνού οικισμού γραμμικής μορφής, δηλαδή απλωμένου στο μήκος της παραλίας. Τα οικήματα είναι ως επί το πλείστον διώροφα, υπάρχουν όμως και κάμποσα μονώροφα. Το ισόγειο είναι χτισμένο από πέτρα. Η ανατολίτικη-μικρασιατική επίδραση (υπενθυμίζεται ότι η Σάμος ανήκε στην τουρκική επικράτεια ως το 1912) φαίνεται με την τάση να προεξέχει ο πρώτος όροφος (σαχνισί). Η προεξοχή είναι κατασκευασμένη από ελαφρά υλικά (σανίδια με επίχρισμα από ασβεστοκονίαμα, το λεγόμενο τσατί ή τσατμάς). Ανοίγονται από δύο ως τέσσερα παράθυρα, χωρίς να σχηματίζεται εξώστης με τζαμαρία, ίσως εξ αιτίας των δύσκολων καιρικών συνθηκών. Η οροφή του ισογείου αποτελείται από σανίδια, που στηρίζονται σε παράλληλα μεταξύ τους μακριά δοκάρια, τα οποία διατρέχουν το πλάτος του σπιτιού και στηρίζονται στον παχύ πέτρινο τοίχο του ισογείου. Πάνω στα σανίδια χτίζονται οι εσωτερικοί τοίχοι του πρώτου ορόφου από λεπτά επιμήκη ξύλα καλυμμένα με ασβεστοκονίαμα (μπαγδαντί). Όλα τα σπίτια καταλήγουν σε κεραμοσκεπή.
Το ισόγειο (κατώι) άλλοτε χρησιμεύει ως αποθήκη και χώρος για να σταβλίζονται ζώα κι άλλοτε ως μαγαζί (καφενείο, μπακάλικο, ραφείο, υποδηματοποιείο κ.λπ.). Ο πρώτος όροφος (ανώι) εξυπηρετεί το σκοπό της διαμονής, ως συνήθως, και οδηγεί σ’ αυτόν μια εσωτερική σκάλα από το ισόγειο, ιδιαίτερα στα σπίτια της παραλίας που είναι αρκετά στριμωγμένα, ώστε να μη διαθέτουν χώρο για εξωτερική σκάλα. Σε άλλες περιπτώσεις η πρόσβαση μπορεί να είναι μόνο εξωτερική ή να συμβαίνει εσωτερικά μόνο κατ’ εξαίρεση μέσα από μια καταπακτή (γκλαβανή).
Τα νεότερα σπίτια, που χτίστηκαν μετά την ένωση με την Ελλάδα και συχνά ανήκουν στη δεύτερη σειρά απ’ τη θάλασσα, καθώς και αυτά που προέκυψαν από ανακαινίσεις-τροποποιήσεις παλαιότερων, δεν υιοθέτησαν τη μόδα της προεξοχής και χτίστηκαν με πέτρα όλοι οι εξωτερικοί τους τοίχοι. Η εσωτερική διαίρεση του πρώτου ορόφου όμως έγινε και πάλι με ελαφρά υλικά και κάποιοι αποπειράθηκαν να αντικαταστήσουν τον εξώστη μ’ ένα μικρό κεντρικό μπαλκόνι. Η εκλεκτιστική (νεοκλασσική) τάση που επικρατεί σε πολλές ελληνικές πόλεις στο μεσοπόλεμο, όπως π.χ. στο κοντινό Καρλόβασι, έχει εμφανή επίδραση, αλλά σε μια λιτή εκδοχή, χωρίς δηλαδή ιδιαίτερα διακοσμητικά στοιχεία. Τα παραθαλάσσια σπίτια συχνά πίσω τους έχουν ένα κήπο ή ένα κτήμα, κατά κανόνα αμπέλι, εφόσον δεν είναι πολύ κοντά τους μια άλλη σειρά σπιτιών. Όμως τα κτήματα βρίσκονται στην πλειοψηφία τους προφανώς έξω απ’ τον οικισμό. Την προσωρινή διαμονή των γεωργών κοντά τους, ειδικά στις περιόδους εντατικών γεωργικών και άλλων εργασιών (π.χ. παρασκευής σούμας) και εφόσον ακόμη οι μετακινήσεις ήταν χρονοβόρες, εξασφάλιζαν τα καλύβια, που προφανώς είναι έξω απ’ τον οικισμό. Αντίθετα, ορισμένες αποθήκες κρασιού είναι μέσα στον οικισμό και πιθανότατα έχουν αποτελέσει τον αρχικό του πυρήνα. Στους διαφορετικούς τύπους κτηρίων πρέπει να προστεθούν και δυο βιομηχανικά κτήρια, δυο ελαιοτριβεία πιο γνωστά ως «φάμπρικες».
Δημόσια έργα – δημόσια κτήρια
Ο Άγιος Κωνσταντίνος είναι ένα από τα λίγα εκείνα χωριά της Ελλάδας που δεν διαθέτουν την κλασσική κεντρική πλατεία με πλάτανο και καφενεία. Τα καφενεία, και πιο πρόσφατα οι ταβέρνες και τα μπαρ, είναι σκορπισμένα στο μήκος της παραλίας. Σχετικά πρόσφατη είναι η διεύρυνση του χώρου μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. Η βόλτα ή περατζάδα γινόταν και γίνεται κατά μήκος της παραλίας, ενώ ως το 1970 ως χώρος περιπάτου λειτουργούσε και ο δρόμος προς το δάσος της ανατολικής πλευράς του χωριού, προς τον Πρινιά. Το λιμάνι δημιουργήθηκε επίσημα ως αλιευτικό καταφύγιο. Ωστόσο τα επαγγελματικά αλιευτικά σκάφη δεν ξεπέρασαν ποτέ τα τρία ή τέσσερα και ήταν βάρκες που πριν και μετά το ψάρεμα αποσύρονταν πάνω στις κροκάλες της παραλίας πάνω σε μαδέρια. Το λιμάνι ήταν περισσότερο ένα μέσο προστασίας από τα στοιχεία της φύσης. Μια φορά κάθε δέκα χρόνια μια δυνατή φουρτούνα με γερό βοριά αφαιρούσε τμήμα του αιγιαλού και ταυτόχρονα έμπαινε μέσα σε σπίτια, σπάζοντας πόρτες και παράθυρα. Το λιμάνι θεωρήθηκε ότι θα αποτελούσε μέρος της προστασίας του χωριού, μαζί με τα βράχια και τον τσιμεντένιο φράχτη που απλώθηκαν σε όλο το μήκος της παραλίας. Με την ευκαιρία έγινε διαπλάτυνση σε ορισμένα σημεία, που σήμερα φιλοξενούν τις καρέκλες καφενείων και εστιατορίων προς τη μεριά της θάλασσας. Προπολεμικά το σχολείο του χωριού στεγαζόταν στο μικρό οίκημα, που μεταπολεμικά στέγασε τον αγροτικό συνεταιρισμό. Για το νέο σχολείο, που άρχισε να χτίζεται προπολεμικά και τελείωσε μεταπολεμικά, διατέθηκε ένα μεγάλο οικόπεδο στη δυτική άκρη του χωριού, τόσο μεγάλο, που η μια του πλευρά βλέπει την παραλία, ενώ η άλλη την εθνική οδό που είναι παράλληλη με την παραλία.
Τα παλιότερα δημόσια κτήρια ήταν, όπως συμβαίνει παραδοσιακά, οι εκκλησίες. Ο παλαιότερος από τους εντός οικισμού ναούς είναι το εκκλησάκι του Αγίου Κωνσταντίνου στον Άνω Άγιο Κωνσταντίνο, από το οποίο πιθανότατα πήρε το όνομά του οι οικισμός. Σε μια διαθήκη του 1792 (που σήμερα φυλάσσεται στη μητρόπολη Σάμου και προέρχεται από τη μονή Βροντά) ως γραφέας και συντάκτης αναφέρεται ο «νείλος ιερομόναχος ο ψάλον εις τον άγιον κωνσταντίνον» (με την ορθογραφία του πρωτοτύπου). Το εκκλησάκι αποτελούσε μετόχι της μονής Βροντά. Η μεγάλη εκκλησία του Άνω Αγίου Κωνσταντίνου είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και εορτάζεται στις 15 Αυγούστου με την παραδοσιακή παρασκευή του εδέσματος της «γιορτής», που έχει ως βασικές πρώτες ύλες το χοντροκομμένο σιτάρι και το κρέας γίδας. Η εκκλησία χτίστηκε το 1923-1926 πάνω στα ερείπια προηγούμενου ναού. Από τον προηγούμενο ναό σώζεται το κωδωνοστάσιο, που φέρει επιγραφή «1878». Στη χρηματοδότηση του νέου ναού βασικής σημασίας υπήρξε δωρεά Μικρασιατών, ενώ στο μειοδοτικό διαγωνισμό του 1925 η προσφορά εκκίνησης είχε ορισθεί στις 80000 δραχμές. Στο παράλιο Άγιο Κωνσταντίνο ως παλαιότερος ναός παραδίδεται η Αγία Παρασκευή. Κάτω από το ξυλοπάτωμά της ήταν το οστεοφυλάκιο ως τη δημιουργία χωριστού νεκροταφείου, το οποίο έγινε στους πρόποδες του απέναντι λόφου (1929). Στη δεκαετία του 1880 με ενέργειες του τότε ιερέα Παναγιώτη Μαραθοκαμπίτη (1849-1928) και με τα χρήματα που προσέφεραν οι πιστοί χτίστηκε μεγαλύτερη εκκλησία, κατά πάσα πιθανότητα στη θέση προϋπάρχουσας μικρότερης, που ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Η νέα εκκλησία έφερε το όνομα «Γέννησις Ιωάννου του Προδρόμου» (αργότερα «Γενέθλιον Ιωάννου του Προδρόμου»). Μέσα στο χωριό υπάρχει ακόμη το εκκλησάκι της Παναγίας της Ευαγγελίστριας.
Βιβλιογραφία
Πηγές
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 1978, 2006 (ΠΛΜ) Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς, 1963 (ΠΛ)