Πληροφορίες
Το Ρήγιο είναι χωριό της Θράκης στην Περιφερειακή Ενότητα Έβρου.
Προέλευση και παλαιά ονόματα
Το Ρήγιο είναι η πρόσφατη ονομασία του χωριού που, μετά τη μετονομασία των θρακικών τοπωνυμίων το 1920 από επιτροπή με επικεφαλής τον Γ. Λαμπουσιάδη, είχε κληθεί Σαράκιο σε αντικατάσταση του τουρκικού Σαράκιοϊ (Σαράϊκιοϊ). Η παλιά του ονομασία - συμφωνά με τους γεροντότερους - είλκυε την προέλευσή της από το γεγονός ότι στο μέρος εκείνο στο παρελθόν υπήρχε χτισμένο ανάκτορο - Σε(α)ράϊ. Επρόκειτο, λοιπόν, για το χώρο, το χωριό (koy) του σεραγιού. Για το χωριό αυτό οι πληροφορίες που έχουμε θα ήταν δυνατό να δημιουργήσουν σύγχυση. Έτσι, στις Εκκλησιαστικές Επαρχίες τη μια παρουσιάζεται ως τουρκόφωνο με 15 ελληνικές αθιγγανικές οικογένειες (ευθύς αμέσως μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1878), ενώ την άλλη καταγράφεται ως τουρκικό με 30 οικογένειες. Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε ίσως να υποθέσουμε ότι υπήρχαν εκεί και τα δύο στοιχεία, τα οποία καταγράφηκαν ξεχωριστά κατατάσσοντας το ίδιο χωριό και ως ελληνικό αλλά και τουρκικό ταυτόχρονα.
Ονοματοδοσία και παλιότερες ονομασίες
Με το από 20/9/1955 Βασιλικό Διάταγμα (Φ.Ε.Κ. 287/10-10-1955) "περί μετονομασίας συνοικισμών κοινοτήτων κλπ." η τροποποιημένη, ουσιαστικά, τουρκική ονομασία έδωσε τη θέση της στο ελληνικό όνομα. Ρήγιο Το ίδιο όνομα έφεραν δύο πόλεις στο παρελθόν:
Η πρώτη ήταν (ελληνική) πόλη της νότιας Ιταλίας, χτισμένη στο στενό της Μεσσήνης. Οι αρχαίοι ετυμολογούσαν την ονομασία της από τη λέξη "ρήγνυμι", υποθέτοντας ότι υπήρξε ένα βίαιος γεωλογικός χωρισμός της ιταλικής χερσονήσου από τη Σικελία. Η δεύτερη ήταν πόλη της Α. Θράκης, χτισμένη στα ανατολικά των Αθυρων - ακόμη παλιότερα ονομαζόταν Μύρμηξ. Νοτιοδυτικά της Κωνσταντινούπολης (στο νοτιοανατολικότερο άκρο της Ευρώπης) και στο βορειότερο άκρο της θάλασσας του Μαρμαρά πριν την πρωτεύουσα, βρισκόταν στο δρόμο που ένωνε την τελευταία με την Αδριανολούπολη, που ήταν τμήμα της Εγνατίας οδού και ακριβώς εκεί όπου τερματιζόταν η "πλακωτή", η οδός που ξεκινούσε από την Κωνσταντινούπολη με τις μεγάλες σαν πλάκες πέτρες. Μέχρι εκεί έβγαιναν οι άρχοντες του Βυζαντίου να προϋπαντήσουν τον Αυτοκράτορα, όποτε αυτός επέστρεφε στην Πόλη. Πέρα από το Ρήγιο, τον "Τσεκμετζέ" - που σημαίνει συρτής στα τουρκικά - αρχίζει πια η θρακική πεδιάδα · είναι εύκολο, λοιπόν, να γίνει αντιληπτή η στρατηγική σημασία της θέσης αυτής για τους Βυζαντινούς. Η πόλη ακολούθησε τη μοίρα της Αυτοκρατορίας · εντούτοις, τίποτε το τουρκικό δε βρέθηκε στο φρούριο της, πλην ορισμένων νομισμάτων του 16ου αιώνα κι εντεύθεν, γεγονός που αποδεικνύει ότι το φρούριο χρησιμοποιήθηκε πολύ λίγο από τους Οθωμανούς. Είναι, ωστόσο, γνωστό ότι ο Πορθητής εκεί είχε το στρατηγείο του τις πρώτες ημέρες της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση, το Ρήγιο, το Κιουτσούκ Τσεκμετζέ, έμεινε ως σταθμός καραβανιών και στις παρυφές του φρουρίου δημιουργήθηκε βαθμηδόν ελληνοτουρκικός συνοικισμός, τον οποίο περιγράφουν περιηγητές του 16ου και 17ου αιώνα, όπως ο Εβλιγιά Τζελεμπή. Από τα στοιχεία δε φαίνεται ποιος ήταν ο λόγος αυτής της αλλαγής ούτε και η λογική της συγκεκριμένης ονοματικής επιλογής. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, θα μπορούσε να θεωρηθεί επιτυχής, βάσει των αναλογιών που είναι δυνατό να ανιχνευθούν μεταξύ τους λόγω της θέσης και των τριών: το σημερινό Ρήγιο βρίσκεται στο άκρο της Ελλάδας, όπως στο παρελθόν το ένα στο άκρο της ιταλικής χερσονήσου και το άλλο στο άκρο της Θράκης. Όπως το βυζαντινό Ρήγιο βρισκόταν στην εσχατιά της ευρωπαϊκής ηπείρου έτσι και το σημερινό Ρήγιο βρίσκεται στο έσχατο σημείο της ευρωπαϊκής Δύσης σε απόσταση αναπνοής από την Ανατολή, που αντιπροσωπεύεται από την τουρκική Θράκη.
Αρχαιολογικά ευρήματα
Τα αρχαιολογικά ευρήματα, εντούτοις, που βρέθηκαν σε αυτό κάθε άλλο παρά θα το ενέγραφαν στις εσχατιές του ελληνικού κόσμου. Πρόκειται για τρεις τύμβους, που ερευνήθηκαν το 1995, και για τους δύο από αυτούς διαπιστώθηκε σύληση από αρχαιοκάπηλους, ενώ ο τρίτος είχε σχεδόν ισοπεδωθεί από τη χρόνια μηχανική άροση. Οι δύο τάφοι του Ρηγίου - ο τρίτος βρέθηκε σε απόσταση 1.5 χιλιομέτρου από αυτό - απείχαν από το χωριό 700 και 500 μέτρα αντίστοιχα. Βρέθηκαν να έχουν πολλές ομοιότητες με μια κατηγορία μεγάλων κιβωτιόσχημων τάφων που έχουν ανασκαφεί στη Θράκη και σε διάφορες περιοχές της Μακεδονίας. Οι τάφοι αυτοί, που χρονολογούνται στο β' τέταρτο ή στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή συνδυάζουν τα γνωστά στοιχεία ενός κιβωτιόσχημου τάφου με νέα στοιχεία, όπως η είσοδος, ο προθάλαμος, οι μεγάλες διαστάσεις κ.λ.π., που θα επικρατήσουν αργότερα στην αρχιτεκτονική των μακεδονικών τάφων. Επιστρέφοντας πάντως στα νεότερα χρόνια, δε θα ήταν δυνατό να ασχοληθεί κανείς με την ιστορία αυτού του χωριού, δίχως να ανατρέξει σε εκείνη του τόπου από τον οποίο προέρχεται η πλειονότητα του πληθυσμού του - σε ποσοστό, μάλιστα, που αγγίζει το 72,5% · ο λόγος, ασφαλώς, για το Μεγάλο Ζαλούφι.
Μ. Ζαλούφι: απαρχές και διαδρομή
Οι Τούρκοι το ονόμαζαν Σαλιλέρκιοϊ, ενώ οι Έλληνες Κιρτζά ή Γκριτζά ή Κοτζά ή Μπουγιούκ Ζαλούφ - σήμερα λέγεται Κίρκασαλίχ. Το Μ. Ζαλούφι υπαγόταν εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Διδυμοτείχου και διοικητικά στον καζά της Μακράς Γέφυρας (Ουζούν-Κιουπρού) του βιλαετίου Αδριανούπολης. Απέχει περί τα 15 χλμ. από τη Μακρά Γέφυρα και περί τα 38 χλμ. από την Αδριανούπολη. Κατοικούμενο από αρβανιτόφωνους Έλληνες φέρεται να δημιουργήθηκε - συμφωνά με την παράδοση - στα τέλη του 16ου αιώνα. Αιτία στάθηκε η ανέγερση του Σελιμιέ Τζαμί στην Αδριανούπολη. Όταν, λοιπόν, ο Σουλτάνος Σελήμ Β΄ αποφάσισε να κτίσει στη δεύτερη πρωτεύουσα των Σουλτάνων, την Αδριανούπολη, μεγαλοπρεπές τζαμί - στο οποίο θα έδινε το όνομα του - θέλησε να χρησιμοποιήσει τους καλύτερους μάστορες στο κτίσιμο της πέτρας · τη φήμη αυτοί είχαν οι κάτοικοι της Β. Ηπείρου, στην περιοχή της Κορυτσάς. Αγόρασε, λοιπόν, τους μάστορες αυτούς μαζί με τις οικογένειές τους - από το χωριό Βιθκούκι -, τους έφερε και τους τακτοποίησε στα προάστια της Αδριανούπολης με την υπόσχεση ότι, όταν τελειώσει το έργο, θα τους δώσει το δικαίωμα να εγκατασταθούν και να χτίσουν τα σπίτια τους, όπου διαλέξουν αυτοί.
Σινάν ή Νισάν; Αρβανίτης ή Καπαδόκης;
Είναι γνωστό ότι ο αρχιτέκτονας που έκτισε το Σελιμιέ Τζαμί στην Αδριανούπολη λεγόταν Σινάν και οι πληροφορίες θέλουν να γεννήθηκε το 1490 και να απεβίωσε το 1588 ή το 1578 - όπως, τελικά, επικράτησε να πιστεύεται. Αυτού, λοιπόν, την καταγωγή διεκδικούν οι Αρβανίτες, κάτι άλλωστε που έγινε αμέσως φανερό στο γράφοντα από τις πρώτες συζητήσεις που είχε με τους τελευταίους. Ισχυρίζονται, μάλιστα, ότι το όνομά του ήταν Νισάν - που στα αρβανίτικα σημαίνει θαυμαστός, καταπληκτικός τεχνίτης - και όχι Σινάν, όπως ονομάστηκε, αφού ασπάστηκε το μωαμεθανισμό ή όπως το μετέτρεψαν οι Τούρκοι, για να αποδειχθεί η τουρκική καταγωγή του. Ο τακτικός στρατός καθώς και οι κάτοικοι γειτονικών χωριών που τον ακολουθούσαν σε μεγάλους αριθμούς, επέδειξαν πρωτοφανή αγριότητα, ξεπληρώνοντας με αυτό τον τρόπο την μέχρι τότε στάση των Ζαλουφιωτών. Το χωριό παραδόθηκε σε τριήμερη λεηλασία και σφαγή · ζήτημα είναι αν παρέμειναν εκεί 200 οικογένειες, ενώ οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν στην ελεύθερη Μακεδονία και τη Βουλγαρία - στα ελληνικά χωριά της, όπως Καβακλή, Μικρό Μοναστήρι, Τσεκούρκι και Δογάνογλι. Μετά το τέλος όμως του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, το 1918, και την παρουσία συμμαχικών στρατευμάτων στη Θράκη, οι τουρκικές αρχές αναγκάστηκαν να αναθεωρήσουν τις "αρχές" τους ως προς τη συμπεριφορά και στάση τους απέναντι στο μη μουσουλμανικό στοιχείο και ιδιαίτερα τους Έλληνες. Έτσι, παύει, και στο Ζαλούφι, ο βούρδουλας του Τούρκου χωροφύλακα (ζαπτιές [=zaptiye]) - όσοι είχαν παραμείνει υπέφεραν τα πάνδεινα: ταπεινώσεις, ξυλοδαρμούς, αρπαγή περιουσίας, θανάτωση. Η καταπίεση των προηγούμενων χρόνων άφησαν τη σφραγίδα τους στο μέγεθος του (εναπομείναντα) πληθυσμού του: σύμφωνα με την απογραφή της 18^5/19^5 Δεκεμβρίου 1920, το Ζαλούφι φέρεται να είχε μόνον 2.638 κατοίκους (1.213 άνδρες και 1.425 γυναίκες). Το τελικό πλήγμα, όμως, δεν άργησε · το Σεπτέμβριο του 1922, και εφόσον είχε ήδη διαταχθεί η εκκένωση της Α. Θράκης, ξανάζησαν τον ξεριζωμό του 1913. Παίρνοντας ό,τι μπόρεσαν, πέρασαν στη Δ. Θράκη, είτε από την ιστορική οδική γέφυρα του Έβρου έξω από το Πύθιο (εκεί, ωστόσο, δέχονταν παρενοχλήσεις άτακτων Τούρκων) είτε από το ποτάμι τη νύχτα. Μετά από πεζοπορία ημερών και κάτω από ραγδαία βροχή - όπως σημείωνε ο δάσκαλος Γεώργιος Τολίδης, Ιίετής το Σεπτέμβριο του 1922 - όλοι οι κάτοικοι του Μ. Ζαλουφιού αφέθηκαν να καταλύσουν για πρώτη φορά στη Γιαννούλη, ένα ορεινό χωριό περί τα 12 χιλιόμετρα ΒΔ. του Σουφλίου. Από το Μάρτιο δε του 1923 άρχισαν να εγκαταλείπουν το προσωρινό και άγονο καταφύγιο τους · έτσι, άλλοι σκορπίστηκαν στη Μακεδονία (ιδιαίτερα στο νομό Σερρών, όπου και δημιούργησαν τα χωριά: Νεοχώρι, Κοίμηση, Θολό, Παραλίμνιο και Νέα Πέτρα), ενώ αρκετοί προτίμησαν να παραμείνουν στην εντεύθεν του Έβρου περιοχή, ευελπιστώντας την επάνοδο στις εστίες τους, εγκαθιστάμενοι στα χωριά: Χειμώνιο, Σαράκιο (Ρήγιο), Σάκκος, Κλεισώ, Δίκαια, Καβύλη και κάποιες οικογένειες στο Πύθιο και το Θούριο.
Πηγές
Από ιστοσελίδα: www.rigio.gr