Πληροφορίες
Το Μελισσουργάκι (επίσημη ονομασία: Μελισσουργάκιον) είναι χωριό και έδρα ομώνυμης κοινότητας του δήμου Μυλοποτάμου στην περιφερειακή ενότητα Ρεθύμνης της Κρήτης. Βρίσκεται στις βόρειες υπώρειες του Ψηλορείτη σε ημιορεινό έδαφος και ανατολικά-νοτιοανατολικά της πόλεως του Ρεθύμνου. Απέχει από την πρωτεύουσα του νομού 32 χλμ., από την έδρα του δήμου, το Πέραμα επτά χλμ. και από την κοντινότερη ακτή, το Πάνορμο 12 χλμ. Βόρεια του χωριού σε κοντινή απόσταση, μόλις 800 μ., βρίσκεται το χωριό Πασαλίτες. Είναι το δεύτερο χωριό επί του οδικού άξονα Χουμερίου-Ελεύθερνας-Αρκαδίου. Περιβάλλεται από πυκνούς ελαιώνες με πλούσια βλάστηση και έχει ανεμπόδιστη θέα προς τη θάλασσα και τα γύρω βουνά. Έχει υψόμετρο 330 μ.
Κάτοικοι
Διαχρονικά οι κάτοικοι του χωριού υπήρξαν δραστήριοι και συμμετείχαν σε όλα τα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν τα νεότερα χρόνια. Μαζί με τους παρακείμενους οικισμούς Πασαλίτες, Καλαμάς και Καλανδαρέ, αποτελούσε μέχρι και τη δεκαετία του 1950 μια ακμάζουσα περιοχή.
Αγωνιστές-επαναστάτες
Από τα μέχρι τώρα γνωστά στοιχεία το Μελισσουργάκι έχει να επιδείξει σπουδαίους ανθρώπους που πρόσφεραν σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι: Στέφανος Στεφανάκης που ως βαθμοφόρος αγωνιστής είχε πάρει μέρος στις επαναστάσεις των ετών 1866, 1878 και εφεξής. Επίσης κατά την πολιορκία του Αρκαδίου από τους Τούρκους μια ομάδα κατοίκων του χωριού αποτελούμενη από τους Κωνσταντίνο Ξενικάκη (Ξυράφη), Μιχάλη Ζαχαράκη, Μανώλη Ντομαζή και άλλους, έκαναν αντιπερισπασμό, χτυπώντας τον εχθρό από τα μετόπισθεν. Το τούρκικο ιππικό τους κατεδίωξε αναγκάζοντάς τους σε υποχώρηση. Επίσης από το χωριό καταγόταν ο οπλαρχηγός Νίκος Ξενικάκης, που κατά την επανάσταση του 1866 πολέμησε στο Αρκάδι. Στους βαλκανικούς πολέμους συμμετείχαν οι Μάρκος Εμμ. Δομαζάκης, Εμμανουήλ Γ. Ξενικάκης και Ζαχαρίας Μ. Ζαχαράκης. Στον μικρασιατικό πόλεμο συμμετείχαν οι προαναφερθέντες Μάρκος Εμμ. Δομαζάκης και Εμμανουήλ Γ. Ξενικάκης καθώς και ο Ιωάννης Μ. Ζαχαράκης ο οποίος πιάστηκε αιχμάλωτος και πέρασε τρομερά βασανιστήρια στο στρατόπεδο του Εσκί Σεχίρ. Κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο πολλοί νέοι του χωριού πολέμησαν στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στη μάχη της Κρήτης ενώ συμμετείχαν και στην Εθνική Αντίσταση. Από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής σκοτώθηκε στην περιοχή Λατζιμάς στις 23/5/1941 ο στρατιώτης Κωνσταντίνος Ελ. Παραγιουδάκης. Στον εμφύλιο που επακολούθησε συνελήφθη αιχμάλωτος από τους αντάρτες στην Ήπειρο ο στρατιώτης Νικόλαος Χ. Παραγιουδάκης τον οποίο παρέδωσαν κατά την υποχώρησή τους (οι αντάρτες) στον αλβανικό στρατό. Κατά την περίοδο της αιχμαλωσίας του που διήρκεσε εννιά χρόνια υπέστη φοβερές κακουχίες από τα καταναγκαστικά έργα και την πείνα που τον υπέβαλαν οι Αλβανοί.
Διακριθέντες στα γράμματα
Οι κάτοικοι του χωριού ανέκαθεν διακρίνονταν για την έφεσή τους στα γράμματα. Από το χωριό αναδείχθηκαν σπουδαίοι επιστήμονες που διέπρεψαν σε διάφορους τομείς της επιστήμης όπως ο Βασίλειος Ξενικάκης ως ανώτατος δικαστής, οι δικηγόροι: Κωνσταντίνος Παραγιουδάκης, ο Πέτρος Μιχ. Ζαχαράκης, ο Μηνάς Γ. Δομαζάκης, ο Γεώργιος Σπ. Δομαζάκης. Ο αγωνιστής της ΕΑΜικής Αντίστασης δικηγόρος Κωνσταντίνος Παραγιουδάκης, ήταν γραμματέας της οργάνωσης του ΕΑΜ στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς (Ο.Λ.Π.) και διετέλεσε διευθυντής του Οργανισμού. Ο Κ. Παραγιουδάκης που λόγω της καταγωγής του από το χωριό Μελισσουργάκι Ρεθύμνου, χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «Κωστής Μελισσουργάκις». Σε επιστολή του στην εφημερίδα Η αυγή που διασώζεται στο βιβλίο του Νίκου Περακάκη Οι δροσουλίτες, κάνει γνωστή την εμπλοκή του στην υπόθεση της αγωνίστριας Ηλέκτρας Αποστόλου και στη φυγάδευση της κόρης της Αγνής Σιδερίδου το 1948 στην Αλβανία και από εκεί στη Μόσχα.
Ο Γεώργιος Μιχ. Ζαχαράκης διακρίθηκε ως γιατρός. Ο δικαστής Βασίλειος Ξενικάκης, αφού υπηρέτησε σε όλες τις βαθμίδες της τακτικής δικαιοσύνης μέχρι και πρόεδρος εφετών, ανήλθε στον βαθμό του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενώ διετέλεσε και πρόεδρος σε υπηρεσιακά συμβούλια του Υπουργείου Δικαιοσύνης, αντιπρόεδρος του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλύσεως Αθλητικών Διαφορών (ΑΣΕΑΔ) καθώς και υπηρεσιακός δήμαρχος Πετρουπόλεως Αττικής κατά τη Μεταπολίτευση. Ο Πέτρος Ξενικάκης (1917-2008) διακρίθηκε ως θεολόγος. Μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα. Μέσα σε μεγάλη φτώχεια αλλά με πείσμα και θέληση, επιδίωξε να καταξιωθεί στην κοινωνία υπερβάλλοντας εαυτόν. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο δημοτικό σχολείο Πασαλιτών με δάσκαλο τον Γ. Τζανάκη, στη συνέχεια φοίτησε στο ημιγυμνάσιο Πανόρμου Ρεθύμνου, στην Ιερατική Σχολή Χανίων, στη Θεολογική Σχολή Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Λυών της Γαλλίας (1954-1956). Υπηρέτησε στην Εκκλησιαστική Σχολή Κρήτης (1945-1948) και στην Εκκλησιαστική Σχολή Κορίνθου (1948-1954 και 1956-1958). Διετέλεσε διευθυντής του ιεροδιδασκαλείου Βελλάς κατά την περίοδο Σεπτέμβριος 1958- Φεβρουάριος 1962. Ο Π. Ξενικάκης, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, πέτυχε την καλύτερη οργάνωση της σχολής, τη χρηστή διαχείριση του Ιδρύματος με τη συμμετοχή των μαθητών. Όπως ο ίδιος τονίζει: «Εκεί (στη Βελλά) αντιμετώπισα πάρα πολλά προβλήματα, είχα όμως πάντοτε την συμπαράστασιν και βοήθειαν του μακαριστού μητροπολίτη Ιωαννίνων κυρού Σεραφείμ (μετέπειτα αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος)». Πίστευε ότι η πειθαρχία ήταν αναγκαία για την κοινοβιακή ζωή των μαθητών και για την σφυρηλάτηση πνευματικών και ηθικών χαρακτήρων. «Άπαντες οι μαθηταί έχουσι τα αυτά καθήκοντα και τα αυτά δικαιώματα εν τω οικοτροφείω. Οφείλουσι λοιπόν να έχωσιν αγάπην μεταξύ των και συναίσθησιν των ευθυνών έναντι των αδελφών των και του Σχολείου». Μετά τη Βελλά ο Π. Ξενικάκης υπηρέτησε ως Διευθυντής στο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο Πατρών (1962-1965), στο Λύκειο Αμφιλοχίας (1965-1967), στο Λύκειο Ν. Φιλαδελφείας Αθηνών (1967-1971), στην Πρότυπη Ευαγγελική Σχολή Ν. Σμύρνης (1971-1976) και στη Σπάρτη ως γενικός επιθεωρητής μέσης εκπαιδεύσεως (1976-1979). Επίσης ως εκπαιδευτικός, γυμνασιάρχης, επιθεωρητής και συγγραφέας διακρίθηκε ο Ευάγγελος Βασιλείου Ξενικάκης που υπηρέτησε στο Γρεβενίτι Ιωαννίνων, στη Λευκάδα και στην Αρεόπολη Λακωνίας. Ακόμη από το Μελισσουργάκι έλκει την καταγωγή του ο στρατηγός Μανούσος Παραγιουδάκης, αρχηγός ΓΕΕΘΑ την περίοδο 1999-2002.
Επιχειρηματικότητα
Από το Μελισσουργάκι καταγόταν ο έμπορος Μανώλης Δομαζάκης, πατέρας του ιδρυτή της γνωστής εταιρίας παραγωγής και επεξεργασίας κρέατος Creta Farm, Στέλιου Δομαζάκη.
Κοινωνική ζωή
Το Μελισσουργάκι μέχρι και τη δεκαετία του 1970 αποτελούσε το κέντρο συνάθροισης των κατοίκων των γειτονικών χωριών. Κάτω από τον πλάτανο που δεσπόζει στην κεντρική πλατεία οι κάτοικοι συμμετείχαν σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Σήμερα το Μελισσουργάκι απαριθμεί 32 κατοίκους οι οποίοι απαρτίζουν 5-6 οικογένειες.
Οικονομία
Η οικονομία του χωριού είναι συνυφασμένη με την οικονομία της ευρύτερης περιοχής του Μυλοποτάμου. Κύριες πηγές εισοδήματος είναι η γεωργία και η οικόσιτη κτηνοτροφία. Οι κάτοικοι ασχολούνται με την ελαιοκαλλιέργεια, την αμπελοκαλλιέργεια τις θερμοκηπιακές καλλιέργειες, τη μελισσοκομία και τον αγροτουρισμό, ενώ στις ορεινότερες και πιο άγονες περιοχές του χωριού δραστηριοποιούνται κτηνοτρόφοι άλλων χωριών του Μυλοποτάμου. Μεγάλη υπήρξε η απώλεια του πιο ζωντανού τμήματος του πληθυσμού, της νεολαίας, στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, όταν αναζήτησαν καλύτερη τύχη στην Αθήνα, στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο και αλλού.
Ιστορία
Ο οικισμός διατηρεί τον παραδοσιακό οικιστικό του πυρήνα, με πολλά κτήρια της οθωμανικής περιόδου. Σε γειτονικές θέσεις υπάρχουν δυο τουλάχιστον μοναστήρια με πιθανή ίδρυση τους στα χρόνια της ενετοκρατίας. Στον Μυλοπόταμο, όπως και στην ευρύτερη έκταση, βρίσκονταν τα φέουδα που είχαν παραχωρηθεί στην αρχοντική οικογένεια των Καλλεργών με τη συνθήκη του 1299. Το γεγονός αυτό, πέρα από τις ιστορικές πηγές, επιβεβαιώνεται και από την παρουσία των οικόσημων της οικογένειας σε μνημεία των παραπάνω περιοχών. Παράλληλα, το όνομα του χωριού παραπέμπει στη βυζαντινή οικογένεια των Μελισσηνών (ευγενείς της τελευταίας περιόδου της βυζαντινής εποχής και της ενετοκρατίας), παρόλο που καμιά πηγή δε μαρτυρεί το όνομά τους μεταξύ των φεουδαρχών του Μυλοποτάμου. Ο οικισμός εμφανίζεται στις βενετικές απογραφικές εκθέσεις με το όνομα Melisurgachi (Φραγκίσκος Μπαρόκιος 1577 και Καστροφύλακας 1583). Ο πληθυσμός του κατά την απογραφική έκθεση του Καστροφύλακα (1583), απαριθμεί 97 κατοίκους και 140 οφειλόμενες αγγαρείες. Από τον Φραντσέσκο Μπαζιλικάτα (1630) αναφέρεται ως Melissurghachi. Επίσης περιλαμβάνεται στον κατάλογο των χωριών του 1633 που οι κάτοικοί του ήταν υποχρεωμένοι (αγγαρεία) να περιφρουρούν από τη θέση Casolato τη θαλάσσια περιοχή ανοικτά του Πανόρμου και να προειδοποιούν με καπνό ή φωτιές την κεντρική διοίκηση για επικείμενη πειρατική επιδρομή ή άλλου εχθρικού στόλου. Από λανθασμένη αναγραφή αναφέρεται ως neli Zurgachi. Τέλος στην τούρκικη απογραφή του 1671 ως Melisurgaki με 10 χαράτσα. Κοντά στο χωριό υπάρχει η σπηλιά του Γιάννακα, όπου στη στενή της είσοδο είχαν τοποθετήσει οι χωρικοί πολεμίστρες. Σε αυτή τη σπηλιά έχουν βρεθεί οστά ανθρώπων και κεφάλι μικρού παιδιού. Στην περιοχή επίσης βρίσκεται η διώροφη σπηλιά του Αγίου Αντωνίου. Στα μετέπειτα χρόνια (1889-1897) ο επίσημα διορισμένος από την Κρητική Πολιτεία οπλαρχηγός του Μυλοποτάμου Εμμανουήλ Ιωάν. Τρούλης (ή Τρουλομανόλης) με καταγωγή από το χωριό Λιβάδια σκότωσε τον αγά του χωριού, γιατί συμπεριφερόταν βάναυσα στους χριστιανούς.
Διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξη
Το έτος 1879, με την ψήφιση του πρώτου δημοτικού νόμου στην Κρήτη, το Μελισσουργάκι υπήχθη στον δήμο Μελιδονίου (1881) με 78 χριστιανούς και 15 μουσουλμάνους κατοίκους. Το 1900 έχει 107 κατοίκους, το 1911 ανακηρύχθηκε ως έδρα αγροτικού δήμου στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν και οι γειτονικοί οικισμοί, Πασαλίτες, Καλανδαρέ και Καλαμάς. Ο συνολικός πληθυσμός ανερχόταν σε 388 κατοίκους, ενώ το 1920 έχει δική του κοινότητα με 131 κατ. Με τον νόμο «Περί Κοινοτήτων» του 1925, ο οικισμός προσαρτήθηκε στην κοινότητα Χουμερίου. Ως αυτόνομη και πάλι κοινότητα συστάθηκε στις 10/02/1930. Δέκα χρόνια αργότερα (1940) χρονιά κήρυξης του ελληνοϊταλικού πολέμου, το Μελισσουργάκι εμφανίζει πληθυσμό 143 κατοίκων και αιμοδοτεί τον ελληνικό στρατό με πολλούς νέους που αγωνίστηκαν στα πεδία των μαχών του αλβανικού μετώπου. Στις 04/12/1997 η κοινότητα Μελισσουργακίου συγχωνεύτηκε στον δήμο Γεροποτάμου (σχέδιο «Καποδίστριας»), ενώ με το πρόγραμμα Καλλικράτης (2010), αποτελεί δημοτικό διαμέρισμα του δήμου Μυλοποτάμου, με πρωτεύουσα το Πέραμα και απέχει έξι χιλιόμετρα από αυτό. Δείτε Κοινότητα Μελισσουργακίου
Θρησκευτικά μνημεία
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται στην πλατεία στο κέντρο του οικισμού, και ανήκει στον απλό, μονόχωρο, καμαροσκεπή τύπο που επιχωριάζει στην κρητική ύπαιθρο. Η εξωτερική του εμφάνιση (πόρτες, παράθυρα, δυτική πρόσοψη, καμπαναριό) φανερώνει μια σημαντική μεταρρύθμιση που έγινε το 1902, με την προσθήκη ενός νάρθηκα στο αρχικό σχέδιο. Μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1960, ο ναός ήταν επιχρισμένος εσωτερικά με ένα παχύ στρώμα ασβεστοκονιάματος, το οποίο και αφαιρέθηκε με τις εργασίες της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Μια δεύτερη επέμβαση, με στόχο τον καθαρισμό των τοιχογραφιών, έγινε από την 28η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων το 2007. Ο εικονογραφικός διάκοσμος είναι εν μέρει διατηρημένος. Διατάσσεται σε επάλληλες ζώνες, μέσα σε ορθογώνιους πίνακες που ορίζονται από κεραμόχρωμες ταινίες. Η θεματολογία των τοιχογραφιών αντλείται από τον ευαγγελικό, τον λειτουργικό και τον αγιολογικό κύκλο. Συγκεκριμένα: Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του ιερού εικονίζεται ο Παντοκράτορας σε προτομή, ευλογώντας, και κρατώντας κλειστό κώδικα (Δέηση). Στον ημικύλινδρο της αψίδας, ιεράρχες τελούν τον μελισμό, την εικαστική απόδοση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Στην καμάρα που καλύπτει το ιερό αναπτύσσεται η Ανάληψη, ενώ στα πλευρικά τοιχώματα απεικονίζονται ιεράρχες και διάκονοι και τέσσερις σκηνές: η εμφάνιση του Ιησού στις Μυροφόρες και το όραμα του αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας (νότιος τοίχος), ο Λίθος και η θυσία του Αβραάμ (βόρειος τοίχος). Στον νότιο τοίχο του κυρίως ναού μπορούμε να διακρίνουμε κομμάτια της γεννήσεως, της υπαπαντής του Χριστού, της παραβολής των δέκα παρθένων και σκηνές από τη Δευτέρα Παρουσία. Στον βόρειο τοίχο σώζονται η προδοσία του Ιούδα, ο ελκόμενος επί σταυρού, η σταύρωση, η εις Άδου κάθοδος, θραύσματα από τη δυσπιστία του Θωμά και χορωδίες των αγίων από την Τελευταία Κρίση. Στην τρίτη ζώνη μεταξύ των δύο πλευρικών τοιχωμάτων απεικονίζονται σκηνές από το συναξάρι του Αγίου Γεωργίου, ενώ οι περισσότερες από τις όρθιες μορφές της τέταρτης ζώνης καταστράφηκαν λόγω του ανοίγματος δύο μεγάλων παραθύρων.
Αξίζει να τονιστεί ότι η τοιχογραφία του "Ελκόμενου επί Σταυρού", αποτελεί μοναδική περίπτωση για την ορθόδοξη αγιογραφική παράδοση: Ο Σίμων ο Κυρηναίος ιστορείται (ζωγραφίζεται) ως άγιος με φωτοστέφανο να μεταφέρει τον σταυρό του Κυρίου, εν αντιθέσει με την κρατούσα ορθόδοξη αγιογραφική παράδοση η οποία ιστορεί τον Σίμωνα όχι όμως ως άγιο, δηλ. χωρίς φωτοστέφανο. Ανάμεσα στις τοιχογραφίες υπάρχουν λατινικά χαράγματα από προσκυνητές της ιταλικής οικογένειας των Γκρίτι, κατόχων του τίτλου της βενετικής ευγένειας. Η υψηλή ποιότητα και το ύφος των τοιχογραφιών τις ταξινομεί μεταξύ των καλύτερων παραδειγμάτων της τάσης που παρατηρείται στα τέλη του 14ου - και τις αρχές του 15ου αιώνα στην Κρήτη. Ο Νικόλαος Δρανδάκης ήταν ο πρώτος που συνέδεσε αυτή την τάση με την ιδεαλιστική τέχνη της Κωνσταντινούπολης από τις αρχές του 14ου αιώνα, ενώ ο Μ. Μπορμπουδάκης αναπτύξει τη θεωρία για μια ομάδα αγιογράφων που εκπαιδεύτηκαν από καλλιτέχνες της Κωνσταντινούπολης, και προσελήφθησαν από την οικογένεια Καλλέργη. Οι τοιχογραφίες στο Μελισσουργάκι, σε σύγκριση με ανάλογα μνημεία, και κυρίως με τον Άγιο Γεώργιο στον Αρτό (1401), θα μπορούσαν να τοποθετηθούν κατά την τελευταία δεκαετία του 14ου αιώνα (αγιογραφίες της Α΄ενετικής περιόδου). Με υπουργική απόφαση (2258/4-2-1966) και ΦΕΚ 175/Β/26-3-1966 ο ναός έχει κηρυχθεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Η Παναγία του Βατέ
Στο Μελισσουργάκι επίσης ανήκει ο ναός της Παναγίας του Βατέ ή του Βάτου. Υπήρξε καθολικό παλιάς μονής, που πιθανώς λειτουργούσε από την πρώτη περίοδο της ενετοκρατίας. Σε νοταριακό έγγραφο του 1573 αναφέρεται το μοναστήρι «της Υπεραγίας Θεοτόκου λεγόμενον Μελισσουργάκι» και ο ιερομόναχος της μονής Μακάριος Τουρλινός (Τρουλινός). Η μονή ανακαινίστηκε πριν την τουρκοκρατία, περίοδο μεγάλης ακμής του κρητικού μοναχισμού. Το 1624 ο ιερομόναχος Παχώμιος Καφάτος πραγματοποίησε επισκευαστικές εργασίες στο καθολικό, γεγονός που μαρτυρείται στην επιγραφή του υπερθύρου: «ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΚΥΡΙΕ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΣΟΥ ΠΑΧΩΜΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΤΟΥ ΚΑΦΑ(ΤΟΥ) ΑΧΚΔ’(=1624)». Κατά την περίοδο αυτή υπάρχει νοταριακό έγγραφο (διαθήκη) που δίνει σημαντικές πληροφορίες για τη μονή. (παρατίθεται απόσπασμα).
Ο Πιέρος Κακάβελας, είναι άρρωστος και κάνει τη διαθήκη του.Αφήνει στην εκκλησία της Παναγίας, κοντά στους Πασαλίτες, στη Βατιανή, όπου για την ώρα μονάζουν μοναχές, έσοδο 20 μουζούρια στάρι τη χρονιά, για να κάνει βελτιώσεις ο ηγούμενος Καφάτος. Το στάρι αυτό θα πληρώνει ο Ιάκωβος Σαγκουινάτσος Μπίστης του μ. Τζουάννε για τα χρήματα που του χρωστά. Αν το καταβάλλει κάθε χρόνο, τότε του χαρίζει τα υπόλοιπα από όσα του χρωστά. Αν όχι, οι εκτελεστές του οφείλουν να του πάρουν όλα τα χρήματα που του χρωστά, να δώσουν από αυτά 3.000 υπέρπυρα στο μοναστήρι και να κρατήσουν τα υπόλοιπα. Για αντάλλαγμα, οι μοναχές οφείλουν να παρακαλούν τον θεό για την ψυχή του.Στη συνέχεια ο διαθέτης κάνει συμπληρωματική διαθήκη με ημερομηνία 28/1/1643, με την οποία τροποποιεί την αρχική. Εν τω μεταξύ, πιθανόν να μην συμφώνησε ο οφειλέτης με την πρώτη επιθυμία του δανειστή, και δηλώνει ότι: Αφήνει στην ανιψιά του Κατερού 30 μίστατα λάδι από αυτά που του χρωστούν στο χωριό Καλανταρέα. Δηλώνει, επίσης, ότι, αν ακόμα θέλει αυτή η Κατερού να πάει στο μοναστήρι της Βατιανής, μπορεί να πάρει και μερίδιο από τις 3.000 υπέρπυρα που άφησε στο μοναστήρι αυτό για την ψυχή του. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι την περίοδο αυτή ηγούμενος ήταν ο Καφάτος και ότι η μαρτυρία αυτή ταυτίζεται με την επιγραφή του υπέρθυρου καθώς επίσης ότι την ίδια περίοδο στο μοναστήρι εγκαταβιούσαν μοναχές. Μετά την τουρκική κατάκτηση η Μονή της Παναγίας στο Μελισσουργάκι, υπήρξε εξαρτώμενη της μονής Ασωμάτων Αμαρίου, καθώς αποτελούσε μετόχι αυτής, στην οποία συναντάμε επίσης ηγούμενο από την οικογένεια των Καφάτων. Τούτο τεκμαίρεται από το κτηματολόγιο της μονής Ασωμάτων. Ο Εμμ. Γενεράλις, στηριζόμενος στην παράδοση της περιοχής, σημειώνει πως η μονή στο Βατέ ήταν ανεξάρτητο μοναστήρι, με πολλά ελαιόδεντρα και απέραντους ορεινούς βοσκότοπους. Τα κτήματα αυτά υφαρπάχθησαν από τους γενίτσαρους του Κάτω Μυλοπόταμου, γνωστούς ως Σκοτούληδες, οπότε και ολόκληρη η μονή αναγκάστηκε να μετατραπεί σε μετόχι της μονής Ασωμάτων, σαν ύστατη προσπάθεια να περισώσει τμήματα της περιουσίας της, από την αρπακτική διάθεση των κυρίαρχων Τούρκων. Το σίγουρο είναι ότι επί Τουρκοκρατίας η Μονή Βατέ (ή η Μονή Παναγίας του Βάτου) στο Μελισσουργάκι, λειτουργούσε ως μοναστηριακό μετόχι. Ένας ή δυο μοναχοί από τη μονή Ασωμάτων διέμεναν εκεί και εναλλάσσονταν ανά διετία για να λειτουργούν τον ναό και να επιστατούν στα μοναστηριακά κτήματα. Στην τούρκικη απογραφή του 1670 αναφέρεται ως manastır-ı Vatya, δεν εμφανίζει όμως μοναχούς ούτε υπόκειται σε φορολογία. Τμήμα τουλάχιστον της περιουσίας του διαχειρίζονται οι μοναχοί της μονής του Αγίου Στεφάνου Βορθακάρη. Η παράδοση της περιοχής αναφέρει ότι η μονή Βατέ εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη μονή του Αγίου Στεφάνου. Έκτοτε η μονή παρακμάζει και ερειπώνεται. Σήμερα στο Βατέ διασώζονται λιγοστά ερείπια, απομεινάρια του μοναστηριακού συγκροτήματος, αφού τα δομικά υλικά (πέτρες, πελέκια) αποψιλώθηκαν από τους κατοίκους των γύρω χωριών για να χρησιμοποιηθούν ως οικοδομικά υλικά. Ο ναός σήμερα είναι κοιμητηριακός.
Το ξωκλήσι του Αγίου Στεφάνου Βορθακάρη
Απέχει από το Μελισσουργάκι δυο χλμ. και η πρόσβαση επιτυγχάνεται μέσω ανηφορικού αγροτικού δρόμου. Βρίσκεται στο μέσον μιας εύφορης κοιλάδας ονομαζόμενης Βορθακάρης ή Μεγάλα Αμπέλια, όπου παλιότερα υπήρχαν πλούσιοι αμπελώνες που περιβάλλονταν από πλήθος δέντρων όπως συκιές, αχλαδιές, ελιές, χαρουπιές κ.ά. Κάποτε υπήρξε καθολικό μικρής μονής. Σχετική αναφορά κάνει ο Α. Φραγκούλης στο βιβλίο του Μοναστήρια του Μυλοποτάμου. Στην απογραφή που πραγματοποίησαν οι Τούρκοι το 1670 αναφέρεται ως Manastır-i Ayo İstefano Veryokari (μοναστήρι Αγίου Στεφάνου Βορθακάρη) με τρεις μοναχούς. Ως ηγούμενος της μονής αναφέρεται ο ιερομόναχος Συμεών Νταλαμπέλος (Simeon, Dalabelo, Gumeno). Την αδελφότητα συναποτελούσαν οι μοναχοί Μακάριος (Makariyo, Marko Filino, Canaki) και Φιλόθεος (Filotiyo, Franga Daryona, Andriya). Η φορολογία που επέβαλαν οι Τούρκοι κατακτητές κατ έτος ανερχόταν στο ποσό των 3.800 άσπρων. Στο περιουσιολόγιό της μονής περιλαμβάνονταν 374 ελαιόδεντρα, 8,5 τσερίπια αμπέλι και μισό τσερίπι περιβόλι. Η συνολική περιουσία της μονής καταλάμβανε έκταση 48 τσεριπίων. Από αυτά 24 τσερίπια βρισκόταν εντός των ορίων της μονής, 1,5 τσερίπι εντός των ορίων του χωριού Πλατάνια Αμαρίου με τέσσερα ελαιόδεντρα, 22,5 τσερίπια περιλαμβάνονταν εντός των ορίων των χωριών Πασαλίτες και Μελισσουργάκι και ανήκαν στη μονή Βατέ. Σε παρακείμενη απόσταση υπάρχουν ερείπια κελιών και μικρή πηγή που μαρτυρούν το μοναστικό παρελθόν της περιοχής. Στον ναό του Αγίου Στεφάνου δεν υπάρχει κτητορική επιγραφή, ούτε κάποια άλλη γραπτή μαρτυρία που να υποβοηθά την ιστορική έρευνα. Η εκκλησία, σύμφωνα με το εορτολόγιο, τιμά την ανακομιδή των λειψάνων του πρωτομάρτυρα Στεφάνου, στις 2 Αυγούστου, όπου τελείται Θεία Λειτουργία.
Εκκλησιαστική υπαγωγή
Εκκλησιαστικά το Μελισσουργάκι ανήκει στην ενορία Πασαλιτών μαζί με τους οικισμούς Πασαλίτες, Καλαμάς και Καλανδαρέ και υπάγεται στην Δ΄ αρχιερατική περιφέρεια της μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου.