Η τοποθεσία μας στον χάρτη

Πληροφορίες

Ο Κισσός είναι ορεινό χωριό και έδρα ομώνυμης κοινότητας του Δήμου Αγίου Βασιλείου, στην Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνης της Κρήτης.

Τοποθεσία

Ο Κισσός είναι κτισμένος στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του όρους Κέντρος, σε υψόμετρο 630 μέτρων. Απέχει 33 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νομού, Ρέθυμνο, καθώς και 6 χιλιόμετρα από την έδρα του δήμου Αγίου Βασιλείου, Σπήλι. Σε θέση πάνω από το χωριό βρίσκεται το οροπέδιο Γιούς Κάμπος, το οποίο κατά τα παλαιότερα χρόνια αποτελούσε σημαντική πηγή τροφής για τον Κισσό και τα υπόλοιπα χωριά της ευρύτερης περιοχής.

Ιστορία

Απαρχές και πορεία στον χρόνο

Ο οικισμός εικάζεται πως δημιουργήθηκε πριν από τον 10ο αιώνα και έλαβε το όνομά του από το ομώνυμο φυτό που ευδοκιμεί στην περιοχή, ενώ η παλαιότερη αναφορά σε αυτόν ανάγεται κατά τη βενετοκρατία. Σύμφωνα με έρευνες του Στέργιου Σπανάκη, ο Κισσός καταγράφεται το 1577 στον κατάλογο «Descrizione dell’ Isola di Creta» του Φραγκίσκου Μπαρότσι ως Chisso. Το 1583 αναφέρεται στην απογραφή του Καστροφύλακα με πληθυσμό 222 κατοίκων.

Το 1630 ο Βασιλακάτα καταγράφει 178 οφειλόμενες αγγαρείες, ενώ σύμφωνα με τα οθωμανικά κατάστιχα του 1659 ο οικισμός διέθετε 33 φορολογούμενα νοικοκυριά. Μερικά χρόνια αργότερα (περ. 1670 με 1673), σύμφωνα με οθωμανική στατιστική, ο Κισσός υπαγόταν στον ναχιγιέ Αγίου Βασιλείου και είχε 72 ιδιοκτήτες, από τους οποίους οι 69 ήταν χριστιανοί και οι υπόλοιποι τρεις μουσουλμάνοι. Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1832, την οποία αναπαράγει ο Άγγλος περιηγητής Ρόμπερτ Πάσλι που επισκέφτηκε την Κρήτη δύο χρόνια αργότερα, ο Κισσός καταγράφεται ως μικτός οικισμός με 15 χριστιανικές οικογένειες και ισάριθμες μουσουλμανικές. Τον Ιούλιο του 1867 διανυκτέρευσαν στον Κισσό Οθωμανοί στρατιώτες που διεξήγαγαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον Ελλήνων επαναστατών που δρούσαν στην ευρύτερη περιοχή. Το 1881 ο Κισσός ανήκε στον οθωμανικό δήμο Αγίου Πνεύματος και διέθετε 208 κατοίκους (181 Έλληνες και 27 Τουρκοκρητικούς), ενώ σύμφωνα με την απογραφή που διεξήχθη το 1900 από τις αρχές της Κρητικής Πολιτείας, ο πληθυσμός του ανερχόταν στους 213 κατοίκους (104 άνδρες και 109 γυναίκες, άπαντες Έλληνες).

Στα πλαίσια του ελληνικού κράτους

Τρεις κάτοικοι του οικισμού σκοτώθηκαν ως στρατιώτες στην Μικρασιατική εκστρατεία, ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο ντόπιος πληθυσμός συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις τάξεις του ΕΛΑΣ Κρήτης και της ΕΟΚ. Παράλληλα, δύο άτομα από τον Κισσό σκοτώθηκαν ως αντάρτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ (ο δεύτερος στην ηπειρωτική Ελλάδα), ενώ στις 25 Μαΐου του 1944 οι γερμανικές δυνάμεις αιχμαλώτισαν περίπου 50 κατοίκους, σκοτώνοντας έναν που προσπάθησε να αποδράσει. Η ηλεκτροδότηση του Κισσού πραγματοποιήθηκε το 1968, ενώ το πρόβλημα της ύδρευσης λύθηκε οριστικά στα μέσα της δεκαετίας του 1980, την ίδια εποχή που πραγματοποιήθηκε και η τηλεφωνική σύνδεση. Διοικητικά, μετά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, ο Κισσός υπήχθη στην επαρχία Αγίου Βασιλείου όπου παρέμεινε μέχρι το 1997. Το 1928 συμπεριλήφθηκε στην κοινότητα Αρδάκτου και το 1935 αποτέλεσε έδρα κοινότητας που αργότερα περιέλαβε και τον νεότευκτο Κισσού Κάμπο. Με την εφαρμογή του σχεδίου «Καποδίστριας» υπήχθη στον δήμο Λάμπης, ενώ από το 2011 ανήκει στον καλλικρατικό δήμο Αγίου Βασιλείου. Δείτε: Κοινότητα Κισσού

Επιφανείς κάτοικοι

Στον Κισσό γεννήθηκαν ο οπλαρχηγός των Κρητικών Επαναστάσεων του 19ου αιώνα Μαθιός Πετρουλάκης ή Πρεκατσούνης (αργότερα μετοίκησε στους Αγίους Δέκα Ηρακλείου) και ο ιερέας και τοπικός οπλαρχηγός Γεώργιος Μαυρομιχελάκης. Ακόμη, κάτοικοί του ήταν οι επιφανείς ντόπιοι Τουρκοκρητικοί Αράνης (σκοτώθηκε το 1857 μαζί με τον σωματοφύλακά του στις Μέλαμπες) και Μουσταφάς (σκοτώθηκε το 1892 σε ενέδρα).

Μνημεία - Αξιοθέατα

Εκκλησίες

Οι τρεις εκκλησίες εντός του Κισσού από κοινού με την ιστορική μονή του Αγίου Πνεύματος και το ανακαινισμένο εξωκκλήσι της Αγίας Παρασκευής που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση, συγκροτούν ένα πλέγμα βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων.

= Ο ναός της Μεταμορφώσεως

=

Σε μεσημβρινό σημείο του χωριού βρίσκεται ο ενοριακός ναός, ο οποίος είναι αφιερωμένος στη Μετα­μόρφωση του Σωτήρος. Είναι δίκλιτος με σχέδιο δίκλιτης βασιλικής, χωρίς τρούλο, με ισοϋψείς, κεραμοσκεπείς και αμφικλινείς στέγες και η ανέγερσή του ανάγεται στον 14ο αιώνα. Αναφορά στον ναό γίνεται στο έργο «Monumenti Veneti nell' isola di Creta» του Ιταλού ιστορικού Τζουζέπε Γκερόλα, ο οποίος πραγματοποίησε επιτόπιες έρευνες στην Κρήτη από το 1900 μέχρι το 1902. Κτήτοράς του αναφέρεται ο Δημήτριος Βεργίλης, η μορφή του οποίου σώζεται σε τοιχογραφία στο δυτικό άκρο του εσωτερικού του ναού. Η αρχική κατασκευή αλλοιώθηκε από μεταγενέστερες προσθήκες όπως το μικρό παράθυρο δίπλα από το ψαλτήρι-αναλόγιο και το δεύτερο κλίτος. Αναπαλαιώθηκε εξωτερικά από την Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στα μέσα της δεκαετίας του 1970, με αποτέλεσμα τα δύο κλίτη να φαίνονται πλέον σαν ενιαία κατασκευή. Αργότερα πραγματοποιήθηκαν περαιτέρω έργα συντήρησης και καλλωπισμού.

= Ο ναός της Παναγίας

= Κτισμένος στην ανατολική πλευρά του Κισσού, αποτελεί τον κοιμητηριακό ναό του χωριού και είναι αφιερωμένος στο Γενέσιο της Θεοτόκου, ενώ η ανέγερσή του χρονολογείται στις αρχές του 14ου αιώνα. Πρόκειται για ένα λιτό και µονόχωρο κτίσμα που ακολουθεί τα κλασικό αρχιτεκτονικό τύπο που επικρατούσε στην κρητική ύπαιθρο κατά την περίοδο της κατασκευής του. Στις αρχές του 20ού αιώνα πραγματοποιήθηκαν έργα επέκτασής του προς τα δυτικά, με την προσθήκη τόξου, τη διάνοιξη ορθογωνίου θυρώματος εισόδου στη νότια όψη και του παραθύρου δίπλα στο ψαλτήρι, καθώς και την προσθήκη του ανάγλυφου καμπαναριού. Ο ναός διαθέτει τοιχογραφίες του 14ου αιώνα και εικόνα του Παντοκράτορα που χρονολογείται το 1840. Ο ναός της Παναγίας είναι παραδοσιακά συνδεδεμένος με την περιφορά του Επιταφίου και τις Αναστάσιμες ακολουθίες, ενώ το Μεγάλο Σάββατο λάμβανε χώρα το έθιμο του «καψίματος του Ιούδα».

= Ο ναός του Αγίου Ιωάννη

= Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του χωριού και είναι αφιερωμένος στον Άγιο Ιωάν­νη τον Θεολόγο. Είναι μονόκλιτος με αμφικλινή, κεραμοσκεπή στέγη και είναι εν μέρει θεμελιωμένος πάνω σε βράχο, ενώ σε άγνωστη περίοδο έγιναν εργασίες διαπλάτυνσης προς τη δυτική πλευρά. Εσωτερικά είναι κατάγραφος και διαθέτει δύο στρώματα αγιογραφιών, με το παλαιότερο να χρονολογείται στα τέλη του 13ου αιώνα. Ο εξωτερικός χώρος πέριξ του ναού διαμορφώθηκε μεταξύ των ετών 1984 και 1985, ενώ κατά τη διάρκεια των εργασιών ανακαλύφθηκαν παλιοί τάφοι. Την ίδια εποχή κατασκευάστηκε και το ξυλόγλυπτο τέμπλο.

= Η μονή Αγίου Πνεύματος

= Βρίσκεται ανατολικά του Κισσού και η χρονολογία ίδρυσής της παραμένει άγνωστη. Σύμφωνα με μια εκδοχή δημιουργήθηκε στο τέλος της δεύτερης βυζαντινής περιόδου (961-1204 μ.Χ.) ή κατά τα χρόνια της πρώιμης Ενετοκρατίας στην Κρήτη. Λειτουργούσε ως αυτόνομη ενοριακή μονή από την ίδρυσή της μέχρι την 15η Ιουνίου του 1821, όταν καταστράφηκε από Τουρκοκρητικούς ένοπλους, οι οποίοι σε επέλαση τους σφαγίασαν τους μοναχούς και πυρπόλησαν το κτιριακό συγκρότημα. Το μοναστήρι προσαρτήθηκε ως μετόχι στο πλησιέστερο και ισχυρότερο τότε μοναστήρι της Πρέβελης και το έτος 1836 υπό την καθοδήγηση του επισκόπου Λάμπης Νικοδήμου Σουμπασάκη ιδρύθηκε και λειτούργησε η «Σχολή του Αγίου Πνεύματος», η οποία συμπεριλαμβάνεται μεταξύ σημαντικότερων πνευματικών κέντρων της τουρκοκρατούμενης Κρήτης κατά το 19ο αιώνα. Στον περιβάλλοντα χώρο της Μονής υπάρχει μνημείο πεσόντων προς τιμήν των διακοσίων - κυρίως Μανιατών - εθελοντών του στρατιωτικού σώματος του Δημητρίου Πετροπουλάκη που σκοτώθηκαν σε μάχη με τους Τούρκους στις 5 Δεκεμβρίου 1868. Τα τελευταία χρόνια, μετά από ενέργειες της μητρόπολης Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων, η μονή επαναλειτουργεί.

Τοποθεσίες και άλλα

• «Η Παλιά Βρύση»: βρίσκεται κάτω από την κεντρική πλατεία του χωριού και διαθέτει διακοσμητικά στοιχεία. • Το Δάσος στους Βατολάκους: δημιουργήθηκε το 1985 από την Διεύθυνση Δασών Νομού Ρεθύμνης και απλώνεται σε έκταση 600 περίπου στρεμμάτων, ενώ η χλωρίδα του περιλαμβάνει πεύκα, κυπαρίσσια, ακακίες, αγριελιές, βότανα κλπ. • Τοποθεσία Αγία Παρασκευής: στην περιοχή αυτή που βρίσκεται και το φερώνυμο ξωκλήσι υπάρχει πηγή, ενώ η περιοχή είναι κατάφυτη από δέντρα όπως πλατάνια και πρινάρια, οπωροφόρα δέντρα και καταπράσινους θάμνους. Βόρεια του δάσους βρίσκεται το Κισσανό φαράγγι με τον Κόκκινο Δέτη όπου φωλιάζουν αρπακτικά πτηνά (γύπες, γεράκια κλπ). • «Το Σημάδι»:το φυσικό ρολόι των ντόπιων. • Το οροπέδιο Γιούς Κάμπος.

Σπήλαια

Αγριμοκεφάλι: βρίσκεται στο ομώνυμο ύψωμα, σε υψόμετρο 1200 μέτρων, βόρεια του χωριού και έχει διαστάσεις 6 μ. x 3,5 μ.x 2 μ. Γέρο Σπήλιο: βορειοδυτικά του χωριού. Η σπηλιά σήμερα έχει εξαφανιστεί λόγω κατολίσθησης. «Στσι Καντινόσπηλιους»: μικρά σπήλαια που οφείλουν την ονομασία τους από τις πεταλούδες (καντινέλες στην τοπική διάλεκτο) που φιλοξενούν. Βρίσκονται βόρεια του υψώματος Κούπος, σε υψόμετρο 1300 μέτρων. Κόκκινος Δέτης: με διαστάσεις 2,5 μ. x 6 μ. x 1,6 μ., βρίσκεται στη θέση Φαράγγι, σε υψόμετρο 900 μέτρων στα βορειοανατολικά του Κισσού. Το όνομά του οφείλεται στο χρώμα του γκρεμού (δέτη) στον οποίο βρίσκεται. Τροχαλόδεμα: έχει διαστάσεις 4 μ. x 1,6 μ. x 4 μ. και βρίσκεται στην ομώνυμη θέση, στην ευρύτερη περιοχή του Κάμπου. Τα Σπηλιάρια: βρίσκεται νοτιοανατολικά του Κισσού.

Απογραφές πληθυσμού

Παραπομπές

Βιβλιογραφία

Λευτέρη Κ. Κρυοβρυσανάκη, Κρητικός Πανδέκτης, εκδόσεις Χαλκιαδάκη, Ρέθυμνο 1989. Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, "Ονοματοδοσία των σπηλαίων Δήμων Λάμπης και Φοίνικα (Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου)", στο Η επαρχία Αγίου Βασιλείου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Περιβάλλον, αρχαιολογία, ιστορία, κοινωνία. Πρακτικά διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου, Ένωση Συλλόγων Επαρχίας Αγίου Βασιλείου "Ο Πρέβελης" - ΣΕΔΗΛ, Ρέθυμνο 2014, τόμος Γ2 (Τουρκοκρατία-Νεότεροι Χρόνοι), σελ. 50. Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, "Τοπωνυμικό της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου", στο: Η επαρχία Αγίου Βασιλείου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Περιβάλλον, αρχαιολογία, ιστορία, κοινωνία. Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού συνεδρίου, Ένωση Συλλόγων Επαρχίας Αγίου Βασιλείου "Ο Πρέβελης" - ΣΕΔΗΛ, Ρέθυμνο 2011, τόμος Ε' , σελ. 303- 324. Ιωάννου Π. Μαμαλάκη, Η Κρητική Επανάστασις του 1866 - 1869, Ιστορική Λαογραφική και Αρχαιολογική Εταιρεία Κρήτης, Χανιά 1983. Ευαγγελία Μπαλτά, Μουσταφά Ογκούζ (επιμ.), Το Οθωμανικό Κτηματολόγιο του Ρεθύμνου. Tapu-Tahrir 822, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών (ΕΙΕ) - 98, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2007. Ειρήνη Μπριλλάκη - Καβακοπούλου, Τοπωνύμια περιοχής Σπηλίου Ρεθύμνου Κρήτης στο συλλογικό Τα Κρητικά τοπωνύμια - Διήμερο Επιστημονικό Συνέδριο, Ρέθυμνο 6-7 Νοεμβρίου 1998, Πρακτικά, τόμος Α΄, Ιστορική - Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης, Ρέθυμνο 2000. Μιχαήλ Σταματελάτος, Φωτεινή Βάμβα-Σταματελάτου, Επίτομο Γεωγραφικό Λεξικό της Ελλάδος, Ερμής, Αθήνα 2001. Γιώργη Ν. Τσιγδινού, Μνημεία, ιστορία, παράδοση Κισσού Αγ. Βασιλείου, έκδοση Κοινωνικού Εκπολιτιστικού Συλλόγου Κισσανών «Το Άγιο Πνεύμα», Ρέθυμνο 1986. Giuseppe Gerola, Monumenti Veneti nell' isola di Creta, Istituto veneto di scienze, lettere ed arti, Venezia 1908, vol. 2.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

http://www.kissoscrete.gr

Εγγραφή στο Newsletter μας

Εγγραφείτε στο newsletter του mevrikes.gr και... τους βρήκατε!