Πληροφορίες
Ο Άσσος είναι ορεινό χωριό και έδρα ομώνυμης τοπικής κοινότητας, της δημοτικής ενότητας Θεσπρωτικού. Ανήκει στο Δήμο Ζηρού (με έδρα του Δήμου τη Φιλιππιάδα) της περιφερειακής ενότητας Πρέβεζας που βρίσκεται στην περιφέρεια Ηπείρου, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα Καλλικράτης. Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το σχέδιο «Καποδίστριας» μέχρι και το 2010, ο Άσσος ανήκε στο τοπικό διαμέρισμα Άσσου, του πρώην Δήμου Θεσπρωτικού Νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της περιφερειακής ενότητας Πρέβεζας, στις βορειοανατολικές υπώρειες των Θεσπρωτικών ορέων. Κάτοικοι του χωριού 170 (2011). Ο Άσσος έχει υψόμετρο 426 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας σε γεωγραφικό πλάτος 39,3439012306 μοίρες και γεωγραφικό μήκος 20,7639467788 μοίρες. Οι κάτοικοι ασχολούνται με την εκτροφή μικρών κοπαδιάρικων ζώων, τη γεωργία, την ελαιοκαλλιέργεια και την ελαιοπαραγωγή.
Τοπική κοινότητα
Η τοπική κοινότητα Άσσου είναι χαρακτηρισμένη ως αγροτικός ορεινός οικισμός, με έκταση 9,960 χμ² (2011). Περιλαμβάνει και τον οικισμό Κεράσοβο.
Πληθυσμός
(σε παρένθεση ο πληθυσμός της τοπικής κοινότητας)
Γεωγραφία
Ο Άσσος είναι χτισμένος στην κοιλάδα της Κάτω Λάκκας Σουλίου, η οποία περιλαμβάνει τα χωριά Κρανιά, Τύρια, Ριζοβούνι (Ποδογόρα), Γαλατά (Μπουλιμέτι), Ζερβό, Παπαδάτες, Μελιανά, Νικολίτσι, Ελιά (Ντάρα), Πλατάνια, αναπτύσσεται στα ανατολικά των Θεσπρωτικών Ορέων - συγκεκριμένα στις υπώρειες του ορεινού όγκου που φέρει την τοπική ονομασία "Μπαλντενέζι" - σε έκταση 16.000 στρεμμάτων και συνορεύει ανατολικά με τα χωριά Παπαδάτες και Μελιανά, νότια με το χωριό Νικολίτσι, βόρεια με τα χωριά Δερβίζιανα και Πολυστάφυλο και δυτικά, στην κορυφογραμμή των Θεσπρωτικών ορέων, με το χωριό Σκιαδάς. Διασχίζεται από τη 10η επαρχιακή οδό Θεσπρωτικού – Δερβιζιάνων και απέχει από τις κωμόπολεις Θεσπρωτικό 12 χλμ. και Φιλιππιάδα 26,5 χλμ. και από τις πόλεις Πρέβεζα 45 χλμ., Ιωάννινα 52 χλμ., Άρτα 40 χλμ. και 400 χλμ. από την πρωτεύουσα της χώρας Αθήνα. Η κοινότητα έχει δύο οικισμούς, του Άσσου (με υψόμετρο 426 m) και του Κερασόβου (με υψόμετρο 260 m), που αντιστοιχούν στις ενορίες του Αγίου Γεωργίου και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης αντίστοιχα.
Ονομασία
Κατά μία εκδοχή στη θέση του σημερινού Άσσου υπήρχε κτισμένη η αρχαία Άσσος, η οποία καταστράφηκε εκ θεμελίων από τον Αιμίλιο Παύλο το 167 π.Χ. μαζί με άλλες εβδομήντα ηπειρώτικες πόλεις. Νότια του χωριού έχουν εντοπισθεί απομεινάρια αρχαίων κτισμάτων έκτασης τριών περίπου στρεμμάτων και ο οικισμός αναφέρεται από τον Έλληνα συγγραφέα των πρώιμων βυζαντινών χρόνων Στέφανο Βυζάντιο και πρόσφατα από τον Άγγλο ιστορικό, αρχαιολόγο και ελληνιστή N.G.L. Hammond, χωρίς ωστόσο μέχρι σήμερα να υπάρχουν αποδείξεις. Είναι πιθανό η αρχαία Άσσος να είναι αποικία της αρχαίας ελληνικής πόλης Άσσος στην περιοχή της Τρωάδας, στα παράλια της Μ. Ασίας, απέναντι από τη Λέσβο, στις βόρειες ακτές του Αδραμυττηνού κόλπου. Η Άσσος αρχικά ήταν φοινικικός εμπορικός σταθμός και αργότερα, περί το 1000 π.Χ., πρωτεύουσα των Λελέγων. Στη συνέχεια έγινε αποικία των Μηθυμναίων της Λέσβου. Οι κάτοικοι δέχονταν συχνές επιθέσεις από λαούς της Ανατολής, Λυδούς και Πέρσες, και κάποιες φορές πέρασαν στην κυριαρχία τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα κάτοικοι της πόλης να μεταναστεύσουν. Ένα μέρος από τους μετανάστες βρέθηκε στην περιοχή της Δωδώνης και μάλιστα κατοίκησε στην ευρύτερη περιοχή των Σελλών. Έτσι πιθανότατα ιδρύθηκε ο οικισμός, στον οποίο δόθηκε το όνομα της μητρόπολης. Η προγενέστερη ονομασία του χωριού ήταν Νάσσ(ι)αρη ή Νάσια και προήλθε κατά μία εκδοχή από παράφραση του ονόματος της αρχαίας πόλης Άσσος που έγινε "Άσσαρη"/"Νάσσ(ι)αρη" κατά τα μέσα του 7ου μ. Χ αιώνα, όταν η περιοχή κατακτήθηκε από τους Σλάβους περί το 630 μ.Χ. Κατά άλλη εκδοχή, ίσως από όνομα αρχηγού πατρυιάς στη γενική πτώση "του Νάσσ(ι)αρη". Το 1927 με το Δ. 1-4-1927 (ΦΕΚ Α’ 76/1927) μετονομάστηκε σε Άσσος.
Ιστορία
Από την Αρχαιότητα μέχρι την Επανάσταση του 1821
Στην ιστορική του διαδρομή ο Άσσος συμπεριλαμβανόταν κατά την αρχαιότητα στην επικράτεια των Κασσωπαίων, στους βυζαντινούς χρόνους στην Επαρχία Παλιάς Ηπείρου με έδρα τη Νικόπολη και από το 1204 στο Δεσποτάτο της Ηπείρου με έδρα την Άρτα. Σε κοντινή απόσταση υπάρχει το προϊστορικό Κάστρο της Βέλλιανης, οι αρχαίες Βατίες (7ος- 6ος αι. π. Χ.) και άλλα λείψανα αρχαίων οικισμών. Το 1480 μ.Χ. καταλαμβάνεται από τους Τούρκους και τίθεται υπό την προστασία της Βαλιδέ Σουλτάνας. Στο διάστημα 1400-1500 εγκαταστάθηκαν σ' αυτό και πιο συγκεκριμένα πέριξ της Σταυροπηγιακής Μονής Λαμπόβου Αλβανόφωνοι πρόσφυγες, που έφεραν μαζί τους την αρβανίτικη διάλεκτο. Από το 1520 εντάχτηκε στο αρματολίκι Λούρου και κατά την περίοδο 1746-1790 στη Σουλιώτικη Συμπολιτεία. Το 1788 Πασάς των Ιωαννίνων γίνεται ο Αλής, ο οποίος κάνει τσιφλίκια (ιδιόκτητα κτήματα) σχεδόν όλα τα κτήματα της επικράτειάς του. Στο βιβλίο του Παναγιώτη Αραβαντινού «τα τσιφλίκια του Αλή Πασά», δεν αναφέρεται το χωριό ως τσιφλίκι του Αλή Πασά αλλά ούτε και ως τσιφλίκι του υιού του Μουχτάρ. Μετά την πτώση του Σουλίου το 1803 το χωριό έγινε τσιφλίκι του Μουχτάρ Πασά (υιού του Αλή Πασά). Η Επανάσταση του 1821 βρίσκει τους κατοίκους του να αγωνίζονται στο πλευρό των Σουλιωτών, οι οποίοι εκδιωγμένοι από το 1803 είχαν καταφύγει στα Επτάνησα από όπου επιστρέφουν το 1821, ύστερα από συνθήκη συνεργασίας που υπέγραψαν με τον άλλοτε απηνή διώκτη τους και αποστάτη πλέον των Τούρκων Αλή Πασά στις 15 Ιανουαρίου. Λίγους μήνες αργότερα στις 18 Απριλίου του 1821 πραγματοποιείται στο βορινό άκρο του χωριού, στη θέση "Μπογόρτσα" ή "Βογόριτσα" η ομώνυμη μάχη, μία από τις σημαντικότερες του πρώτων και κρίσιμων μηνών της Επανάστασης, που συνέβαλε μαζί με άλλα γεγονότα στο να διατηρηθεί η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Σουλτάνου και Αλή πασά και εκτεταμένες επίλεκτες δυνάμεις του οθωμανικού στρατού υπό τον Ισμαήλ πασά αρχικά και τον Χουρσίτ πασά στην συνέχεια να παραμείνουν απασχολημένες στην Ήπειρο για αρκετό καιρό, όσο δηλαδή χρειάστηκε για να εξαπλωθεί η Επανάσταση σε ολόκληρη την Πελοπόννησο.
Επανάσταση του 1821: η μάχη της Μπογόρτσας ή μάχη της Νάσσ(ι)αρης
Η μάχη πραγματοποιήθηκε τη νύχτα της 18ης Απριλίου - λίγες μέρες μετά το Πάσχα - του 1821 στο ύψωμα της Μπογόρτσας - Βογόριτσας, θέση Λαμπρή ανάμεσα από το Σούλι και τα Γιάννενα, βορειοανατολικά των Θεσπρωτικών Ορέων στα όρια του χωριού Νάσσ(ι)αρη. Εκεί βρισκόταν ένας από τους δεκάδες πύργους που είχε κτίσει από το 1799 -1800 ο Αλή πασάς, προκειμένου να προστατεύσει το στρατό του από τις νυχτομαχίες των Σουλιωτών. Ο πύργος ήταν τρίτοιχος και κυκλοτερής στην κατασκευή του. Επειδή το κάστρο είχε ερημώσει από τότε που οι Σουλιώτες είχαν εγκαταλείψει το Σούλι και οι πολεμίστρες είχαν σχεδόν γκρεμιστεί, ο Ισμαήλ πασάς έδωσε εντολή να ανακαινιστεί και εγκατέστησε εκεί τουρκική φρουρά. Η αδυναμία όμως του Ισμαήλ πασά να υποτάξει τους επαναστάτες εξόργισε τον Σουλτάνο, που αποφάσισε να τον αντικαταστήσει με τον ικανότατο Χουρσίτ πασά, ο οποίος έφτασε στα Γιάννενα στις 15 Μαρτίου και ανέλαβε τις επιχειρήσεις εναντίον του Αλή πασά και των Σουλιωτών. Ο στρατηγικός στόχος των αρχηγών του Σουλίου ήταν η επέκταση της ζώνης επιρροής των Σουλιωτών στον ευρύτερο Ηπειρωτικό χώρο, οι αντιπερισπαστικές κινήσεις στα σουλτανικά στρατεύματα και εντέλει ο ξεσηκωμός όλων των κατοίκων της Ηπείρου. Στη βάση αυτής της στρατηγικής έθεσαν σαν στόχο να διώξουν με κάθε τρόπο τις φρουρές των Τούρκων από την περιοχή της Λάκκας. Ύστερα από συμβούλιο αποφάσισαν πρώτα να χτυπήσουν το οχυρωμένο κάστρο της Μπογόρτας, που ήταν το πλησιέστερο προς το Σούλι, περίπου πέντε ώρες απόσταση πεζή. Το κάστρο το φυλούσαν με επικεφαλής τον Χασάν πασά τριακόσιοι άνδρες σύμφωνα με τον Ιωάννη Φιλήμονα και πεντακόσιοι σύμφωνα με τον Χριστόφορο Περραιβό. Αρχηγοί της πολεμικής επιχείρησης ήταν ο Νότης Μπότσαρης, ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Γιώργος Δράκος, που ξεκίνησαν από το Σούλι με όσους άνδρες διέθεταν και με την εθελούσια ενσωμάτωση κατοίκων των γύρω περιοχών του Παρασουλίου έφτασαν το μεσημέρι της 18ης Απριλίου στον ποταμό Αχέροντα, ένα μίλι από το Κάστρο. Όταν νύχτωσε αποφάσισαν να επιτεθούν. Τα νυχτερινά χτυπήματα, οι νυχτομαχίες, ήταν το ισχυρότερο και ακατανίκητο όπλο των Σουλιωτών, καθώς προκαλούσαν σύγχυση και φόβο στις δυνάμεις του εχθρού. Καταλυτική σ' αυτού του είδους τα χτυπήματα ήταν η άριστη γνώση του χώρου. Σ' αυτό βοήθησαν οι κάτοικοι της Νάσσ(ι)αρης (Άσσου), οι οποίοι γνώριζαν σπιθαμή προς σπιθαμή την περιοχή του υψώματος της Μπογόρτσας, καθώς και όλα τα περάσματα και τα μονοπάτια. Η επίθεση πραγματοποιήθηκε από δύο πλευρές. Ο Μάρκος Μπότσαρης με τους Λακκιώτες από τη μια και ο Γιώργος Δράκος με τους Σουλιώτες από την άλλη. Ο Νότης Μπότσαρης, γέροντας πια, κάθισε σε ασφαλή θέση χωρίς να συμμετέχει στην επιχείρηση αυτή. Ο Γιώργος Δράκος κάλεσε τους Τούρκους να παραδώσουν τα όπλα, αλλά εκείνοι απάντησαν πως προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να προσκυνήσουν. Η μάχη υπήρξε σκληρή. Οι Τούρκοι έριχναν σωρηδόν βόλια και πέτρες και οι Σουλιώτες απέκλεισαν τις πολεμίστρες τους, με αποτέλεσμα να αχρηστευτούν τα όπλα και οι Τούρκοι να περιοριστούν στο να ρίχνουν πέτρες. Μια καταρρακτώδης βροχή συνοδευμένη από αστραπές, κεραυνούς και δυνατό αέρα ανάγκασε τους Σουλιώτες να υποχωρήσουν, προκειμένου να βρουν κάποιο μέρος να προφυλαχθούν από τις άσχημες καιρικές συνθήκες. Η μάχη διήρκεσε δυόμισι ώρες, από τις δέκα το βράδυ μέχρι μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Οι απώλειες για τους Σουλιώτες και τους Λακκιώτες που πήραν μέρος ήταν είκοσι νεκροί και αρκετοί τραυματίες. Μεταξύ των νεκρών και το πρωτοπαλίκαρο του Μάρκου Μπότσαρη, ο Γιάννης Μακρυγιάννης. Αν και οι απώλειές τους ήταν μεγάλες, αποφάσισαν να συνεχίσουν τον αγώνα και την επόμενη μέρα. Πριν επιτεθούν έστειλαν τρεις άνδρες να πλησιάσουν τον οχυρωμένο πύργο με μεγάλη προσοχή, για να παρατηρήσουν εάν μέσα υπήρχαν τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις. Εκείνοι διαπίστωσαν πως το κάστρο είχε εκκενωθεί. Όταν αργότερα μπήκαν μέσα βρήκαν τριάντα δύο Τούρκους νεκρούς και δύο θανάσιμα τραυματισμένους, από τους οποίους πληροφορήθηκαν ότι οι Τούρκοι στρατιώτες μία ώρα μετά την υποχώρηση των Σουλιωτών εγκατέλειψαν μαζικά τον πύργο. Ο πανικός τους είχε μεταδοθεί και στους Τούρκους των γειτονικών περιοχών. Έτσι, όταν οι Σουλιώτες κινήθηκαν κατά των Δερβιαζιάνων, μισή ώρα μακριά από την Μπογόρτα, οι Τούρκοι παραδόθηκαν αμέσως και αποχώρησαν άοπλοι.
Η νεότερη ιστορία του χωριού
Μετά την πτώση του Αλή Πασά, με διάταγμα του Σουλτάνου το χωριό περιήλθει στο τουρκικό δημόσιο το Σεπτέμβριο του 1822 και έγινε Εθνικό Τουρκικό κτήμα (ιμλιάκιο). Στη συνέχεια ο Σουλτάνος αγόρασε τα εθνικά (Ιμλιάκια) και τα έκαμε βασιλικά, δηλαδή ιδιόκτητα. Το 1853 ο Σουλτάνος, για να εξασφαλίσει χρήματα για τη διεξαγωγή του Ρωσοτουρκικού πολέμου (Κριμαϊκός πόλεμος), νοικίασε τα χωριά της Λάκκας, Ντάρα, Κρανιά, Νάσσιαρη, Καντζά, Μελιανά και Μπουλμέτι-Ζερβό στον μεγαλέμπορο της Κωνσταντινούπολης, Έλληνα από τη Βόρεια Ήπειρο Χρηστάκη Ζωγράφο και έλαβε από αυτόν δάνειο αγνώστου ύψους. Το 1878 ο Σουλτάνος με το νέο Ρωσοτουρκικό πόλεμο πούλησε τα χωριά που είχε νοικιάσει στον ενοικιαστή τους. Ιδιοκτήτης της Νάσσιαρης ήταν πλέον ο Χρηστάκης Ζωγράφος. Ο Χρηστάκης Ζωγράφος τα χωριά της Λάκκας ( Νάσσιαρη, Κρανιά, Ντάρα, Μπουλ(ι)μέτι-Ζερβό) τα έκανε ανταλλαγή με άλλα των Τούρκων της Θεσσαλίας, η οποία είχε απελευθερωθεί με τη συνθήκη του Βερολίνου. Νέος ιδιοκτήτης του Νάσσ(ι)αρη ο Τούρκος Μουσταφά Ναήλ. Το 1908 οι κληρονόμοι του Μουσταφά Ναήλ, ο οποίος είχε εννιά αγόρια, πούλησαν τα 4/5 του κληρονομικού τους δικαιώματος στον Κωστή Καραπάνο, γαμπρό από κόρη του Χρηστάκη Ζωγράφου. Στις 13-10-1912 η Λάκκα απελευθερώθηκε από τους Τούρκους. Το 1922 δέκα χρόνια μετά την απελευθέρωση, τα τσιφλίκια των Τούρκων περιήλθαν στο ελληνικό δημόσιο με την ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλάδος και Τουρκίας. Αποτέλεσμα το 1/5 της κτηματικής περιφέρειας του χωριού να περιέλθει στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου. Επί κυβερνήσεως Παπαναστασίου, το 1924, το τσιφλίκι του Κωστή Καραπάνου απαλλοτριώθηκε. Τα 4/5 εξαγόρασαν οι κάτοικοι (152 δικαιούχοι) και το 1/5 παραμένει στο ελληνικό δημόσιο ακόμα και σήμερα. Η διανομή στους 152 δικαιούχους κατοίκους του χωριού έγινε με συμβόλαιο που συντάχθηκε στον Άσσο στις 5 Μαρτίου του 1937 από το συμβολαιογράφο Αλέξιο Αθ. Παπαλεύκα. Στην νεότερη ιστορία του χωριού, κάτοικοί του πήραν μέρος στον αποτυχημένο Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Το ίδιο έπραξαν και κατά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1912 στις τάξεις του Ηπειρωτικού Κομιτάτου του Δημητρίου Μπότσαρη. Είχαν ακολούθως συμμετοχή στους Βαλκανικούς Πολέμους και στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Αρκετοί έλαβαν μέρος και στην Μικρασιατική εκστρατεία. Κατά το έπος του 1940 συνολικά τριάντα έξι Ασσιώτες πολέμησαν στο Αλβανικό Μέτωπο, ενώ στα χρόνια της Κατοχής εξήντα οκτώ Ασσιώτες συμμετείχαν στην Εθνική Αντίσταση από τις τάξεις της αντιστασιακής οργάνωσης Ε.Ο.Ε.Α-Ε.Δ.Ε.Σ. (Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών-Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος), με πιο χαρακτηριστική τη συμμετοχή τους στη μάχη στο όρος Μπαλντενέζι στις 24 Μαΐου 1944 εναντίον των κατοχικών δυνάμεων, που διεξήχθη σε μικρή απόσταση από το χωριό.
Πληθυσμός
Το 1828 στη Νάσσαρη κατοικούσαν 25 φαμελιές (οικογένειες). Η καταγραφή περιλαμβάνεται σε δημοσιευόμενο κατάστιχο, ευρισκόμενο στα γενικά αρχεία του κράτους. Το 1856 η Νάσσαρη κατοικούνταν από (18) χριστιανικές οικογένειες. Το 1877, παραμονές Ρωσοτουρκικού πολέμου, ο Ρώσος υποπρόξενος Άρτας γράφει μεταξύ άλλων ότι στη Νάσσαρη κατοικούσαν μόνο (45) χριστιανικές οικογένειες που εκκλησιάζονταν σε δύο εκκλησίες και μιλούσαν την Αλβανική γλώσσα. Το 1880 η Νάσσαρη είχε τριακόσιους (300) κατοίκους, όλοι χριστιανοί στο θρήσκευμα. Το 1881, σε έγγραφο αγοραπωλησίας από τον τσιφλικά Κ. Καραπάνου χωριών της Λάκκας, φαίνονται στοιχεία από ορισμένα που ήταν τσιφλίκια: η Νάσσ(ι)αρη είχε 37 οικίες, 37 αχυρώνες και 150 ελαιόδενδρα. Το 1884 η Νάσσιαρη είχε 40 οικογένειες. Το 1895 η Νάσσαρη έχει 29 χανέδες και συνολικά 197 κατοίκους (Άρρενες 101 και θήλεις 96). Το 1913 το χωριό είχε 163 άρρενες και 179 θήλεις (σύνολο 342) κατοίκους. Το 1920 η Νάσσαρη είχε 349 κατοίκους. Το 1928 ο Άσσος είχε 388 κατοίκους. άρρ. 183 και Θήλ. 205 . Tο 1940 ο Άσσος είχε 435 κατοίκους, 289 ο οικισμός του Άσσου και 146 του Κερασόβου. Το 1951 ο Άσσος είχε 576 κατοίκους, 393 ο οικισμός του Άσσου και 183 του Κερασόβου. Το 1961 ο Άσσος είχε 772 κατοίκους, 405 ο οικισμός του Άσσου και 367 του Κερασόβου Το 1971 ο Άσσος έχει 550 κατοίκους, 297 ο οικισμός του Άσσου και 253 του Κερασόβου. Το 1981 ο Άσσος έχει 587 κατοίκους. Το 1991 ο Άσσος έχει 503 κατοίκους, 297 ο οικισμός του Άσσου και 206 του Κερασόβου. Το 2001 ο Άσσος έχει 486 κατοίκους, 273 ο οικισμός του Άσσου και 213 του Κερασόβου. Το 2011 ο Άσσος έχει 343 κατοίκους, 170 ο οικισμός του Άσσου και 173 του Κερασόβου.
Οικονομία
Κύρια ασχολία των κατοίκων η κτηνοτροφία και η γεωργία, την οποία δεν ευνοούσε ο μικρός αλλά και τεμαχισμένος κλήρος. Καλλιεργούσαν καλαμπόκι, σιτάρι, τριφύλλι, βρώμη, βρίζα, κριθάρι, ρεβίθια, πατάτες και άλλα. Επίσης καλλιεργούσαν σκόρδα και κρεμμύδια, τα οποία εμπορεύονταν (ανταλλακτικό εμπόριο). Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και αρχές της δεκαετίας του 1960 καλλιεργούσαν και αρκετή ποσότητα καπνού σε ξερικά χωράφια. Τη γεωργία ευνοούσαν και οι πολλές υδάτινες πηγές που διαθέτει το χωριό. Στην άρδευση των χωραφιών του χωριού βοήθησε πολύ και η αξιοποίηση του νερού του ποταμού που διασχίζει τον κάμπο του Άσσου. Παλαιότερα με πρόχειρα φράγματα (δέση) οδηγούσαν το νερό στα χωράφια και αργότερα με τη χρήση μηχανών (μοτέρ) άντλησης νερού. Ο κήπος δεν έλειπε από κανένα ασσιώτικο σπίτι και μάλιστα αρκετοί καλλιεργούσαν μεγάλες ποσότητες κηπευτικών, τα οποία εμπορεύονταν. Στο χωριό και γενικά στην περιοχή ευδοκιμεί μεγάλη ποικιλία φρούτων. Σημαντική στην οικονομία του Άσσου ήταν η καλλιέργεια των ελαιόδεντρων. Εξασφάλιζαν στις οικογένειες τις βρώσιμες ελιές, το λάδι της χρονιάς και κάποιο χρηματικό εισόδημα. Η παραγωγή ασβέστη με την αποσύνθεση ασβεστόλιθων (ανθρακικού ασβεστίου) σε ειδικούς κλιβάνους (ασβεσταριές) που κατασκεύαζαν οι ίδιοι με πολύ κόπο και σε θερμοκρασία μικρότερη από 1200ο c ήταν μία από τις οικονομικές δραστηριότητες κατοίκων του Άσσου. Τον ασβέστη χρησιμοποιούσαν ως οικοδομικό υλικό για την κατασκευή των σπιτιών, ως απολυμαντικό υλικό και μεγάλες ποσότητες τις εμπορεύονταν. Επίσης παρασκεύαζαν ξυλοκάρβουνο με την καύση ξύλων, απουσία αέρος, σε ειδικούς κλιβάνους (καμίνια) που κατασκεύαζαν οι ίδιοι. Όλες τις ποσότητες ξυλοκάρβουνου τις εμπορεύονταν.
Μετανάστευση
Οι πρώτοι Ασσιώτες οικονομικοί μετανάστες χρονολογούνται στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα στο Μεσολόγγι και στα τέλη της δεκαετίας του 1910 κάποιοι βρέθηκαν στο Αγρίνιο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 βρίσκονται στην Καβάλα για μερικά χρόνια ως οικονομικοί μετανάστες εννέα Ασσιώτες. Στα τέλη δεκαετίας του 1950 για χρονικό διάστημα από μερικούς μήνες μέχρι και λίγα χρόνια, Ασσιώτες βρίσκονται στα ορυχεία του Βελγίου. Μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου (αρχές του 1950) είχαν αρχίσει να έρχονται στην Αθήνα. Ο πρώτος υπερατλαντικός οικονομικός μετανάστης πήγε στην Αυστραλία το 1952. Το μεγαλύτερο μεταναστευτικό κύμα για το εξωτερικό άρχισε το 1960 προς την τότε Δυτική Γερμανία. Σχεδόν όλο το εργατικό δυναμικό του χωριού βρέθηκε στη Γερμανία για εργασία. Μόνο οι ηλικιωμένοι και τα μικρά παιδιά παρέμειναν στο χωριό. Ακόμα και σήμερα πολλοί Ασσιώτες βρίσκονται εκεί. Έκτοτε η κατοικία, η διατροφή, το ντύσιμο και η εκπαίδευση των Ασσιωτών γνώρισαν θεαματική εξέλιξη.
Εκπαίδευση
Από το 1845 στο χωριό λειτουργούσε γραμματοδιδασκαλείο. Το 1884 το χωριό είχε 40 οικογένειες και διέθετε γραμματοδιδασκαλείο β’ τάξεως, όπου δίδασκε ένας δάσκαλος 30 μαθητές.Το δημοτικό σχολείο του Άσσου λειτούργησε μέχρι το σχολικό έτος 1997-1998, όπου και καταργήθηκε λόγω έλλειψης μαθητών. Από τον Ιανουάριο του 1960 και για μια εικοσαετία λειτουργούσε ως διθέσιο. Το 1938 ιδρύθηκε και δεύτερο δημοτικό σχολείο, του Αγίου Ηλία Άσσου, το οποίο το 1963 μετονομάστηκε σε δημοτικό σχολείο Κερασόβου Άσσου. Η εκπαίδευση των κατοίκων του χωριού ήταν πολύ περιορισμένη. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουμε πολύ λίγοι κάτοικοι γνώριζαν γραφή και ανάγνωση το 19ου αιώνα. Μετά το 1880 όλο και περισσότεροι κάτοικοι του χωριού έμαθαν να διαβάζουν και να γράφουν, στην πλειονότητά τους άρρενες, γιατί τα κορίτσια οι γονείς σπανίως τα έστελναν στο σχολείο. Δυνατότητα για σπουδές μετά το δημοτικό σχολείο δεν υπήρχε. Τα Σχολαρχεία και τα Γυμνάσια λειτουργούσαν στις μεγάλες πόλεις, χιλιόμετρα μακριά από το χωριό, και οι οικονομικές δυνατότητες των κατοίκων δεν επέτρεπαν τέτοιες σπουδές. Μόνο πέντε Ασσιώτες, οι Κούσης Θωμάς, Λαμπρούσης Δημήτριος, Λαμπρούσης Σωτήριος, οι Κατσάνος Δημήτριος, Λαμπρούσης Σπυρίδων, φοίτησαν στα Σχολαρχεία Θεσπρωτικού και Δερβιζιάνων. Κανείς όμως δεν αποφοίτησε, αφού διέκοψαν τη φοίτησή τους για λόγους ανωτέρας βίας (οικονομικοί, έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου). Ο Αντώνιος Νικολάου είναι ο πρώτος Ασσιώτης που τελείωσε το Γυμνάσιο Φιλιππιάδος το 1960 και ο Χρήστου Χρήστος του Γεωργίου ο πρώτος με μεταγυμνασιακές σπουδές (τελείωσε τη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία το 1964). Σήμερα είναι πολλοί οι Ασσιώτες που όχι μόνο έχουν τελειώσει το Πανεπιστήμιο αλλά έχουν και λαμπρές μεταπανεπιστημιακές σπουδές.
Διοικητικές Υπηρεσίες και Δομές
Με το αριθ. 741/1971 Β. Δ/γμα, ΦΕΚ. 257/10-12-1971, τεύχος Α΄ ιδρύθηκε το αγροτικό ιατρείο Άσσου Β΄τάξης, ορεινό χωρίς νοσηλευτικό προσωπικό. Στο αγροτικό ιατρείο Άσσου υπάγονται και οι κοινότητες: Νικολιτσίου (εκτός από τον οικισμό της Ελαίας), Μελιανών και Πολυσταφύλου. Το αγροτικό ιατρείο λειτούργησε από 1-8-1972 και πρώτος ιατρός ήταν ο Στέφανος Πλαϊνιώτης από τη Θεσσαλονίκη. Το αγροτικό λειτούργησε μέχρι την ίδρυση του Κέντρου Υγείας Θεσπρωτικού, στο οποίο ενσωματώθηκε. Σήμερα υπάρχει υγειονομικός σταθμός. Πρώτος ιατρός από το χωριό μας ο Χρήστος Αναστάσιος του Γεωργίου και της Λαμπρινής, πτυχιούχος της Ιατρικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το έτος 1974. Στις 18-6-1957 με την με αριθμό 23/21/256 Διαταγή του Υπουργείου Εσωτερικών ιδρύεται Σταθμός Χωροφυλακής με έδρα τον Άσσο. Στη δικαιοδοσία του σταθμού υπάγονταν εκτός από τον Άσσο και τα χωριά Μελιανά, Νικολίτσι (εκτός του συνοικισμού της Ελαίας), Πολυστάφυλο και το Χάλασμα (συνοικισμός των Παπαδατών). Ο αστυνομικός Σταθμός λειτούργησε στις αρχές του 1959 και καταργήθηκε το Φεβρουάριο του 2010 με την αριθμ. 7.001/2/1435-ια΄/12-2-2010 απόφαση (Φ.Ε.Κ. τεύχος 2ο, Αριθμός Φύλλου 144/16-02-2010).
Παραπομπές
Πηγές
Αραβαντινός Σπυρίδων, Ιστορία Αλή πασά του Τεπελενλή / Σπ. Π. Αραβαντινού. Συγγραφείσα επί τη βάσει ανεκδότου έργου του Παναγιώτου Αραβαντινού. Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων Σπυρίδωνος Κουσουλίνου, 1895. Αρχεία Ηπειρωτικής Ιστορίας, Απομνημονεύματα Σουλιώτου Αγωνιστή του Εικοσιένα (Σ. Τζίπη), γραμμένα στην Κέρκυρα από τον κουμπάρο του Ιωάννη Δούσμανη, από αντίγραφο χειρογράφου του σωζόμενο στα ιστορικά αρχεία Γιάννη Βλαχογιάννη, Επιμέλεια Άγγελου Ν. Παπακώστα, Βιβλιοπωλείο Δωδώνη, Αθήνα. Βυζάντιος Στέφανος, Εθνικά, τόμοι Ι,ΙΙ, Επιμέλεια Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα 2004. Εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση, τόμος 10ος, Αθήνα 1966. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ΄ , Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1979. Λαμπρίδης Ιωάννης, Β΄ Ηπειρωτικά Μελετήματα, τεύχη 1-10, Εκδόσεις Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1971. Λέκκα Λ. Φωτεινή, Χρηστάκης Ζωγράφος, 1820 -1898: η επιχειρηματική περιπέτεια ενός διάσημου αγνώστου ομογενή της Κωνσταντινούπολης, Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών, Αθήνα 2016. Παπαδόπουλος Γεώργιος, Η Σουλιώτικη Συμπολιτεία, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2013. Παπαφωτίου Φώτης, Ο Δάσκαλος, Μονοπάτια της Πορείας μου (1957-1986), Αυτοέκδοση, Θεσπρωτικό 2015. Περραιβός Χριστόφορος, Ελληνική Επανάστασις, Εκδόσεις Σεφερλή, 1956 Περραιβός Χριστόφορος, Ιστορία του Σουλίου και Πάργας περιέχουσα την χρονολογίαν αυτών, τας προς τους Οθωμανούς μάχας, κυρίως δε τας προς τον Αλή Πασά Σατράπην της Ηπείρου, τόμος Α΄, Βιβλιοπωλείο Διονυσίου Νότη Καραβιά, Αθήνα 1857. Τζούκας Βαγγέλης, Οι οπλαρχηγοί του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο 1942-44, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2013. Τσίλης Ε. Γιώργος, Πολεμικά Γεγονότα στην Ήπειρο 1820-1824, Εκδοτικές Επιχειρήσεις "Το Οικονομικό" ΚΚΠ Σμπίλιος ΑΕΒΕ, Αθήνα 1994. Τσιώλης Μιχάλης, Σουλιωτών Ολοκαύτωμα, Εκδόσεις Νόηση, Αθήνα 2013. Χρήστου Γ. Παύλος, Η Εκκλησιαστικοθρησκευτική Ζωή των Ασσιωτών, Αυτοέκδοση, Αθήνα 2017. Χρήστου Γ. Παύλος (επιμ.), Σύλλογος Αποδήμων Ασσιωτών "Ο Μάρκος Μπότσαρης", Δάσκαλοι που έμειναν στη μνήμη μας και στην καρδιά μας, Εκδόσεις Apiroshora, 2018. Χρήστου Γ. Παύλος, Η επιστροφή των Σουλιωτών στο Σούλη και η Μάχη της Μπογόρτσας - Βογόριτσας ή μάχη της Νάσσ(ι)αρης, Άρθρο, Εφ. "Ο Άσσος", Τριμηνιαία Έκδοση των εν Αθήναις Ασσιωτών "Ο Μάρκος Μπότσαρης" , τεύχος 21, σ.1,3, Αθήνα, Απρίλιος- Μάιος-Ιούνιος 2004. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, 1996, 2006 (ΠΛΜ) Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς, 1963 (ΠΛ)