Η τοποθεσία μας στον χάρτη

Πληροφορίες

Το Βαρόσι είναι η παλαιά, παραδοσιακή συνοικία της πόλης της Έδεσσας, που αναπτύχθηκε στον ίδιο χώρο της ακροπόλεως της Αρχαίας Έδεσσας. Η συνοικία χαρακτηρίστηκε ως ιστορικός τόπος και διατηρητέος αρχιτεκτονικός οικισμός και σήμερα βρίσκεται στο στάδιο της ανάπλασης.

Τοπωνύμιο

Το τοπωνύμιο προέρχεται από την τουρκική λέξη varoş, που σημαίνει «προάστιο - οικισμός εκτός τειχών». Η ίδια η τουρκική λέξη varoş είναι ουγγρικής αρχής, καθώς προέρχεται από το ουγγρικό város «κωμόπολη - πόλη» και αυτό από τη λέξη vár «φρούριο, ακρόπολη». Η τούρκικη λέξη πέρασε και σε διαλεκτικούς τύπους τής Ελληνικής: βαρόσι, βαρώσι, βαρούσι. Η λέξη πέρασε στην τουρκική γλώσσα πιθανότατα στα χρόνια της ακμής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία είχε κατακτήσει όλη την Βαλκανική, καθώς και μεγάλο τμήμα της Ουγγαρίας (με τη Βουδαπέστη), και το 1529 πολιόρκησε ανεπιτυχώς τη Βιέννη (Α΄ πολιορκία). Η λέξη πέρασε και σε άλλες βαλκανικές γλώσσες (σερβοκροατικά, ρουμανικά, βουλγαρικά) με την σημασία πάντοτε της συνοικίας, της γειτονιάς.

Ιστορία

Η Έδεσσα, υπήρξε μία από τις παλαιότερες και σημαντικότερες πόλεις της αρχαίας Μακεδονίας. Τη στρατηγική της θέση μαρτυρούν το αμυντικό της σύστημα και η πολυτάραχη ιστορία της κατά τους αρχαίους χρόνους και κυρίως τους Βυζαντινούς. Η αρχαία Έδεσσα αποτελούνταν από την Άνω Πόλη (Ακρόπολη), η οποία αναπτυσσόταν σε υψόμετρο 320 μέτρων από τον Λόγγο, όπου βρισκόταν η Κάτω Πόλη και ήταν οργανωμένος και ο κύριος αρχαίος οικισμός. Η ιστορία της συνοικίας ξεκίνησε από την αναζήτηση ασφάλειας των κατοίκων της Κάτω Πόλης, όπου και εγκαταστάθηκαν επάνω στο βράχο, περί το τέλος του 6ου αιώνα. Με την πάροδο του χρόνου, οι κάτοικοι εγκατέλειψαν σταδιακά την Κάτω Πόλη και άρχισαν να ζουν στο βράχο όπου βρισκόταν κάποτε η Ακρόπολη. Μετά την κατάκτηση της Έδεσσας από τους Οθωμανούς το 1389, η πόλη αρχικά διευρύνθηκε πέρα από τα τείχη, και σταδιακά αναπτύχθηκε προς τη σημερινή της μορφή. Η περιοχή του Βαροσίου, ως μία από τις χριστιανικές συνοικίες της Έδεσσας και η πρώτη που δημιουργήθηκε, συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό μέρος της πόλης. Στο τέλος του 19ου αιώνα, στην πόλη υπάρχουν δώδεκα συνοικίες από τις οποίες οι εννέα μουσουλμανικές και οι τρεις χριστιανικές. Οι χριστιανικές συνοικίες καταγράφονται στα τουρκικά κτηματολογικά έγγραφα ως Varos (Βαρόσι), Hosnisin και Mahal. Η σημαντικότερη ίσως στιγμή στη νεότερη ιστορία της συνοικίας είναι η πυρπόλησή της από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής ως αντίποινα στη συνδυασμένη επίθεση της Βρετανικής Αεροπορίας και μονάδων τους ΕΛΑΣ. Συγκεκριμένα το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου 1944, 30 περίπου βρετανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το γερμανικό στρατόπεδο που βρίσκονταν στη θέση Κις-Τεπέ, ενώ παράλληλα μονάδα του ΕΛΑΣ, προχώρησε σε επίθεση εναντίον του στρατοπέδου. Οι μονάδες του ΕΛΑΣ έχοντας περικυκλώσει την Έδεσσα, ανέβηκαν στο Βαρόσι όπου μια διμοιρία κατάφερε να εγκαταστήσει πολυβόλα σε μια αλάνα, καταφέρνοντας να τραυματίσει θανάσιμα τον γιατρό - λοχαγό Έρικ Μύλλερ. Οι Γερμανοί περικύκλωσαν το Βαρόσι, σκότωσαν 6 αμάχους, εκτέλεσαν 7 κρατούμενους των φυλακών και αργά το βράδυ έβαλαν φωτιά στη συνοικία αφού προηγουμένως είχαν ειδοποιήσει τους κατοίκους να φύγουν. Αν και δεν πυρπόλησαν όλη τη συνοικία, η φωτιά εξαπλώθηκε καταστρέφοντας περί τα 400 σπίτια και κάποιες ιστορικές εκκλησίες όπως την Αγία Ελεούσα (1817), τον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο (1640), καθώς και το Αρρεναγωγείο (1862).

Επαγγέλματα και βιοπορισμός

Η εκτροφή του μεταξοσκώληκα ήταν η κύρια ασχολία των κατοίκων του Βαροσιού στα τέλη του 19ου και το α΄ μισό του 20ου αιώνα. Η εκτροφή γινόταν συνήθως στις κατοικίες, μέσα σε μεγάλους χώρους των σπιτιών που είχαν χτιστεί με προορισμό την κουκουλοπαραγωγή. Αργότερα δημιουργήθηκαν και ορισμένα κτίσματα ως ειδικά σηροτροφία (τα μπιτζικλίκια) με ανοιχτούς μεγάλους χώρους. Κατά την εποχή της εκτροφής – Μάιο και Ιούνιο – οι κατοικίες των σηροτρόφων καταλαμβάνονταν από τις εκτροφές και οι κάτοικοι περιορίζονταν σε ένα μικρό χώρο του σπιτιού. Εθεωρείτο πολύ σπουδαίο να έχει κανείς όλους τους χώρους του σπιτιού του γεμάτους από «μαμούδια» ή σκουλήκια (μεταξοσκώληκα). Η βιομηχανοποίηση της μεταξουργίας εξελίχθηκε από τις γνώσεις των προσφύγων, καθώς επίσης και η ταπητουργία χειροποίητων περσικών χαλιών. Την εποχή της μεγάλης ακμής, στην πόλη υπήρχαν πάρα πολλά μεταξουργεία, /όχι μόνο από πρόσφυγες, αλλά και από ντόπιους. Επεξεργάζονταν γύρω στα 50.000 κιλά μεταξιού/έτος, κάτι που κατέτασσε την πόλη δεύτερη σε παραγωγή μετά το Σουφλί, σε όλη τη χώρα. Ο σημαντικότερος κλάδος απασχόλησης των κατοίκων όλης της Έδεσσας και όχι μόνο του Βαροσίου, ήταν ο δευτερογενής τομέας παραγωγής. Τον 18ο αιώνα η Έδεσσα αναπτύσσεται και εξελίσσεται σε βιομηχανικό κέντρο, ενώ τη μεγαλύτερη ακμή γνωρίζει η πόλη λίγο πριν την έναρξη του 20ου αιώνα. Ήταν σημαντική η εγκατάσταση των εργοστασίων υδροκίνησης κοντά στους Καταρράκτες, για την άμεση τροφοδότηση ενέργειας, αλλά και γιατί κατά την Οθωμανική περίοδο απαγορευόταν η εκμετάλλευση της υδροκίνησης σε απομακρυσμένες μονάδες.

Αρχαιολογικά ευρήματα

Προϊστορικά Ευρήματα

Στοιχεία για τον προϊστορικό και πρωτοϊστορικό οικισμό του Βαροσίου, προέρχονται από σωστικές ανασκαφές στα διάφορα οικόπεδα. Το παλαιότερο εύρημα ανάγεται στο τέλος της Νεολιθικής-αρχή της Εποχής του Χαλκού και βρέθηκε κατά τη διάρκεια κατασκευής της ξενοδοχειακής μονάδας "Ξενία""Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ανάδειξης των Καταρρακτών" στις αρχές του 2000. Επιπλέον, υπήρχαν υπαίθριοι ανελκυστήρες που εξυπηρετούσαν την πρόσβαση στο εργοστάσιο. Ωστόσο, λόγω έλλειψης συντήρησης και οικονομικών περικοπών, οι ανελκυστήρες σταμάτησαν να λειτουργούν το 2013, ταυτόχρονα με την παύση λειτουργίας του εργοστάσιού.

Υπαίθριο Μουσείο Νερού

Κοντά στους Καταρράκτες, βρίσκεται η παλιά βιομηχανική υδροκίνητη ζώνη της Έδεσσας, γνωστή και ως περιοχή των Μύλων, όπου βρίσκεται το Υπαίθριο Μουσείο Νερού. Η περιοχή αυτή έχει πλούσιο υδατικό δίκτυο και απότομους λόφους, που επέτρεψαν την εκμετάλλευση της υδροκίνησης από παλαιότερες εποχές (με τη χρήση υδραλέτη). Από την περιοχή του Λόγγου μέχρι την άκρη του πλατώματος του υψιπέδου της Έδεσσας, κατά μήκος του φρυδιού της πόλης, όπου συγκεντρώνονται οι διακλαδώσεις των υδάτων του ποταμού Εδεσσαίου, εγκαταστάθηκαν τα πρώτα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας και τα διάφορα εργαστήρια. Αυτή η περιοχή, γνωστή ως "Μύλοι", αποτελεί μοναδικό παράδειγμα υδροκίνητων παραγωγικών μονάδων στην Ελλάδα. Οι απότομοι λόφοι του εδάφους και η πληθώρα των υδάτων επέτρεπαν την αξιοποίηση της υδροκίνησης από την εποχή του Βυζαντίου. Σε εκείνη την εποχή οργανώθηκαν οι πρώτοι αλευρόμυλοι, σησαμοτριβεία, βυρσοδεψία και νεροτριβεία. Η εκμετάλλευση του νερού έγινε πιο συστηματική όταν, Έλληνες επιχειρηματίες από τη Νάουσα εγκατέστησαν υδροκίνητα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας στην Έδεσσα. Συνολικά ιδρύθηκαν έξι υδροκίνητες μονάδες, με το πρώτο νηματουργείο Τσίτση και Σία το 1895, από το οποίο σήμερα διατηρούνται μόνο αρχικά ίχνη των εγκαταστάσεών του. Ακολούθησε η "Ένωση Βιομηχανικών Επιχειρήσεων Εστία Α.Ε." με δύο βιομηχανικές μονάδες, το 1907 και το 1926, το Κανναβουργείο της Εταιρείας Τότσκα το 1908, και το Κανναβουργείο των Αδελφών Αποστόλου και Σπυριδωνίδη το 1930. Το τελευταίο εργοστάσιο που ιδρύθηκε κατά την περίοδο 1929-1930 ήταν η μονάδα των Σεφερτζή - Κοκκίνου, εριουργείο το οποίο κατείχε σημαντική θέση ανάμεσα στα εργοστάσια των Βαλκανίων. Οι περισσότερες από αυτές τις βιομηχανικές μονάδες έκλεισαν κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, κυρίως λόγω του φθηνού εργατικού δυναμικού που εμπλούτισε την πόλη μετά την ανταλλαγή πληθυσμών. Το 1962, λόγω προβλημάτων που παρουσιάστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1950, τα υδροκίνητα εργοστάσια έκλεισαν οριστικά. Ωστόσο, ο Δήμος Έδεσσας ενδιαφέρεται ζωηρά για την ανάδειξη και αξιοποίηση αυτών των πρωτοβιομηχανικών μνημείων, και το 1991 εκπονήθηκε μια μελέτη με σκοπό την επανάχρηση και αποκατάσταση όλων των υδροκίνητων εργαστηρίων-εργοστασίων. Σήμερα, στον χώρο αυτό υλοποιούνται μια σειρά προγραμμάτων που έχουν ως στόχο τη σταδιακή πλήρη λειτουργία και ανάδειξη της οικολογικής σημασίας της περιοχής και της ιστορίας του νερού ως πηγής ζωής, δύναμης, καταστροφής και ενέργειας.

Ενυδρείο – Ερπετάριο Νερόμυλος «Γιαννάκη»

Στην Έδεσσα βρίσκεται το πρώτο ενυδρείο με ενδημικά ψάρια γλυκού νερού στην Ελλάδα. Το ενυδρείο λειτουργεί από τον Μάιο του 2001 και βρίσκεται δίπλα στους Καταρράκτες και εντός του Μουσείου Νερού της πόλης. Στο ενυδρείο υπάρχουν διάφορα τμήματα που περιλαμβάνουν ενδημικά ψάρια, αμφίβια, ερπετά και καρκινοειδή. Οι επισκέπτες μπορούν να παρατηρήσουν από κοντά διάφορα είδη όπως Τρίτωνες, Χελώνες, Καβούρια, Καραβίδες, αλλά και διάφορα είδη φιδιών. Το ενυδρείο περιλαμβάνει μια μεγάλη εγκατάσταση με χωρητικότητα 3000 λίτρων νερού και 14 μικρότερες εγκαταστάσεις με ψάρια από λίμνες όπως Γριβάδι, Γουλιανός, Πεταλούδα και Χέλι, καθώς επίσης και ψάρια από ποταμούς, ρέματα και στάσιμα νερά, όπως Πέρκα, Χρυσοβελονίτσα, Τούρνα, Κορήγονος, Πλατίκα, Τσίμα, Τσιρόνι, Γλυνάρι, Κουνουποφάγος, Ηλιόψαρο, Μπρένα, Γουβιός και άλλα.Ένα σημαντικό τμήμα του ενυδρείου αποτελείται από ερπετά και αμφίβια, και δίνει έμφαση στην προστασία αυτών των ζώων. Επιπλέον, εντός του ενυδρείου/ερπεταρίου υπάρχει ένα επιστημονικό εργαστήριο με όλα τα απαραίτητα τμήματα, όπως αναρρωτήριο και εκκολαπτήριο, καθώς και τον απαραίτητο τεχνικό εξοπλισμό, όπως μικροσκόπια και ελεγκτές νερού. Ένας από τους αμεσότερους στόχους του ενυδρείου είναι η οργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων για σχολεία, προσφέροντας στους μικρούς μαθητές την ευκαιρία να έρθουν σε άμεση επαφή με το νερό, τη φύση και το περιβάλλον της περιοχής. Παράλληλα, η έρευνα και ο εμπλουτισμός του ενυδρείου θα συνεχιστούν με την προσθήκη νέων ειδών από τα 35 (και 80 υποείδη) που έχουν ήδη καταγραφεί στην περιοχή.

Σησαμοτριβείο – Μύλος των Γεύσεων

Ο παλιός μύλος Περτσεμλή, που κάποτε λειτουργούσε ως Σησαμοτριβείο, έχει ανακαινιστεί και τώρα λειτουργεί ως «Μύλος της Γεύσης». Οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να ανακαλύψουν τα τοπικά προϊόντα και τη γαστρονομική κουλτούρα της περιοχής, καθώς και τις αξίες της μεσογειακής διατροφής. Παράλληλα, οι επισκέπτες μπορούν να μάθουν περισσότερα για τη λειτουργία του παλιού Σησαμοτριβείου, το οποίο παρήγαγε σησαμέλαιο και ταχίνι, καθώς και για τις υποδομές και την ιστορία του σησαμιού. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτός ήταν ο μοναδικός μύλος στην Ελλάδα που λειτουργούσε με τη δύναμη του νερού της εποχής.

Στα σχέδια για το μέλλον, υπάρχει η πρόθεση να επαναφερθεί η κίνηση του ποταμού, έτσι ώστε οι επισκέπτες να μπορούν να θαυμάσουν την εντυπωσιακή εικόνα της φτερωτής που περιστρέφεται χάρη στη δύναμη του νερού.

Έκθεση Ορυκτών – Πετρωμάτων

Η Έκθεση Ορυκτών βρίσκεται στο ισόγειο του Μύλου του Νερού, ο οποίος στο παρελθόν λειτουργούσε ως σησαμοτριβείο Αρδίτσογλου. Αυτή η έκθεση αποτελεί μια σημαντική προσθήκη στον Δήμο Έδεσσας και λειτουργεί ως μέρος του δικτύου των επισκέψιμων μύλων που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια. Η έκθεση παρουσιάζει περισσότερα από 250 ορυκτά από όλο τον κόσμο, ενώ ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να εξοικειωθεί με τον κόσμο των ορυκτών και να ενημερωθεί για τους Καταρράκτες, το Λόγγο, το σπήλαιο τραβερτίνη και τη γεωλογική ιστορία της Έδεσσας.

Μουσείο Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου και Αθλητικό Μουσείο Έδεσσας

Η Λαογραφική Εταιρεία Πέλλας είναι μια οργάνωση που στεγάζεται σε ένα κτίριο δικής της ιδιοκτησίας στην οδό Μακεδονομάχων 14. Η εταιρεία διοργανώνει πολιτιστικά δρώμενα στην πόλη και συμμετέχει ενεργά σε αυτά. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της Λαογραφικής Εταιρείας είναι η μόνιμη έκθεση αφιερωμένη στον Πατριάρχη Βαρθολομαίο και περιλαμβάνει 156 σπάνιους χάρτες και γκραβούρες που χρονολογούνται από τον 15ο αιώνα. Οι χάρτες και οι γκραβούρες απεικονίζουν την Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία. Η έκθεση εγκαινιάστηκε από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο στις 14 Σεπτεμβρίου 2005. Επιπλέον, η Λαογραφική Εταιρεία, από τις αρχές του 20019, συστεγάζεται με το Αθλητικό Μουσείο, το οποίο αποτελεί ένα περήφανο στολίδι για την πόλη και παρουσιάζει εκθέματα και αθ

Εγγραφή στο Newsletter μας

Εγγραφείτε στο newsletter του mevrikes.gr και... τους βρήκατε!