Πληροφορίες
Το Μοναστηράκι είναι ημιορεινό χωριό στην Περιφερειακή Ενότητα Δράμας.
Γεωγραφία
Το Μοναστηράκι (Δράνοβο) βρίσκεται στο κέντρο του νομού Δράμας σε απόσταση 5,5 χλμ. Β.-ΒΑ. από το κέντρο της Δράμας. Είναι χτισμένο στις υπώρειες του όρους Φαλακρού σε υψόμετρο 330 μέτρα. Το χωριό συνορεύει Β. με το χωριό Βαθύλακκος (Κόβιτσα) το οποίο ανήκει στην κοινότητα Μοναστηρακίου, Β.-ΒΑ. με τους Ταξιάρχες (Σύψα), Α. με τον Καλλίφυτο (Ραβίκα) και Δ. με τον Ξηροπόταμο (Βησοτσάνη). Εκτός του ότι είναι χτισμένο στις υπώρεις του όρους Φαλακρού (Μπόζ-Δάγ), περιστοιχίζεται από διάφορα υψώματα, τα οποία έχουν τα δικά τους ονόματα σύμφωνα με τον τοπογραφικό χάρτη του στρατού. Νοτιοανατολικά βρίσκεται η κορυφή του Κορυλόβου, που θεωρείται και η ακρόπολη της Δράμας και συνεχίζει με το ύψωμα των αδελφών Ζαχαροπούλου, του Αγίου Αθανασίου και του Αγίου Αντωνίου. Βόρεια το ύψωμα του Προφήτη Ηλία, Δυτικά του Αγίου Βλασίου και η ράχη της χελώνας. Επίσης υπάρχει Δυτικά και το ρέμα του Μοναστηρακίου το οποίο διασχίζει και την πόλη της Δράμας.
Ιστορία
= Το όνομα
= Υπάρχουν αρκετές θεωρίες όσον αφορά το όνομα. Όμως καμιά απάντηση δεν εξάντλησε διεξοδικά το θέμα. Έτσι η ονομασία του χωριού αποτελεί ακόμη θέμα συζήτησης και έρευνας. Τοπωνύμια με τη ρίζα Δρα, της παλιάς ονομασίας, βρίσκουμε πάρα πολλά όχι μόνο στην περιοχή της Δράμας, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας όπου έζησαν Θρακοπελασγικές φυλές και ομάδες. Η ετοιμολογία του ονόματος σχετίζεται σημασιολογικά με τις συνήθειες των Θρακών να κτίζουν τους οικισμούς τους πάνω σε τούμπες και στις άκρες λόφων (βουνοπλαγιές) και κοντά σε άφθονα πηγαία νερά. Οι πληροφορίες για την παλιά ονομασία του χωριού προέρχονται από άγνωστα μέχρι σήμερα προξενικά έγγραφα και εκθέσεις έτους 1885, στο ιστορικό αρχείο του υπουργείου εξωτερικών, αλλά και από κείμενα της περιόδου της Τουρκοκρατίας Έτσι σε μια άγνωστη μέχρι σήμερα εμπιστευτική έκθεση του υποπρόξενου της Ελλάδας στην Καβάλα Α. Τσιμπουράκη που υποβλήθηκε στο υπουργείο εξωτερικών, στις 30 Δεκεμβρίου 1885, το Μοναστηράκι μνημονεύεται ως Δράνοβον ή Δράνοβα (το δράνος ή δράνα=αυλακωτή φυτεμένη περιοχή). Δράνοβα στη Βουλγάρικη γλώσσα σημαίνει κρανιές. Επίσης σύμφωνα με προφορική μαρτυρία ηλικιωμένου κατοίκου περιμετρικά του χωριού υπήρχαν πολλές δρυς- βελανιδιές, οι οποίες κατά την Βουλγαρική κατοχή κάηκαν από τους κατακτητές και έτσι εξηγείται το όνομα Δρυάνοβα. Το όνομα Μοναστηράκι όμως, το πήρε από τα πολλά εκκλησάκια και τα μικρά μοναστηράκια που έχει γύρω και μέσα στο χωριό, όπως της Ζωοδόχου Πηγής (σπηλιά της Παναγίας), της Αγίας Παρασκευής, του Αγίου Αντωνίου, του Αγίου Αθανασίου, των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, του Αγίου Βλασίου του Αγίου Δημητρίου του Προφήτου Ηλία κ.τ.λ.
= Τεκμήρια διαφόρων περιόδων
= Γύρω από το χωριό υπάρχουν διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη, που δεν αποκλείεται να χρονολογούνται από την ρωμαϊκή ακόμη περίοδο. Τα παλαιότερα όμως ασφαλώς χρονολογημένα τεκμήρια του οικισμού αφορούν την περίοδο της ύστερης τουρκοκρατίας και ξεκινούν από το 1842. Τότε χτίστηκε ο ναός του χωρίου, σύμφωνα με εντοιχισμένη επιγραφή στη νότια πλευρά του. Στο καμπαναριό αναγράφεται επίσης το έτος κατασκευής του, το 1890. Οθωμανική επιγραφή υπάρχει σε βρύση μέσα στο χωριό, την λεγόμενη «επάνω βρύση», όπου αναγράφεται η χρονολογία 1272 από Εγίρας, που αντιστοιχεί με το 1855/6 του δικού μας ημερολογίου. Στην περιοχή της επάνω βρύσης υπάρχουν διάσπαρτα και μερικά αρχαιότερα κατάλοιπα, πιθανώς τμήματα κιόνων και κιονοκράνου. Τεκμήρια ακόμη είναι και τα παλιά σπίτια, της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, που διατηρήθηκαν και χρονολογούνται στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, άλλα εκ των οποίων σήμερα είναι μισογκρεμισμένα και άλλα ανακαινισμένα. Έγγραφα από το υποπροξενείο Καβάλας δίνουν πληροφορίες για τον πληθυσμό, τη θρησκεία και την ομιλούμενη γλώσσα των κατοίκων από το 1877 έως το 1910, καθώς επίσης και για την εκπαίδευση, την ίδρυση του πρώτου διδακτηρίου στο χωριό, τους δασκάλους που είχαν διδάξει και τα χρήματα με τα οποία αμείβονταν. Ο πληθυσμός του οικισμού ήταν μεικτός, αποτελούμενος από χριστιανούς κατοίκους και μουσουλμάνους. Προφορικές μαρτυρίες κατοίκων πληροφορούν ότι στη θέση του μουσουλμανικού τεμένους, που σήμερα δεν υφίσταται, έχει χτιστεί ιδιωτική κατοικία. Αρκετοί ηλικιωμένοι κάτοικοι του χωριού θυμούνται τα χαλάσματα του τεμένους, πριν αυτό γκρεμιστεί ολοσχερώς. Από τα νεότερα χρόνια υπάρχει το Ηρώο στην πλατεία του χωριού χωρίς αναγραφόμενο έτος κατασκευής, αφιερωμένο τους πεσόντες όλων των πολέμων. Μνημείο ακόμη έχει στηθεί το 1978 για τους λατόμους οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους από ατυχήματα στα λατομεία. Σημαντική πηγή ακόμη για τα νεώτερα χρόνια είναι και το δημοτολόγιο της κοινότητας, με την απογραφή του 1928, καθώς και τα κοινοτικά έγγραφα από το 1940 ως σήμερα. Παλαιότερα έγγραφα της κοινότητας δεν υπάρχουν, παρά μόνο ελάχιστα από την δεκαετία του ΄30. Σημαντικά επίσης έγγραφα για την ιστορία του χωριού αλλά και γενικά για την μεταπολεμική ιστορία, που αφορούν τις δίκες των δοσιλόγων, φυλάσσονται σήμερα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Γ.Α.Κ.) – Αρχεία νομού Δράμας. Αρχικά ενδιαφέροντα στοιχεία άντλησα από την χειρόγραφη έκθεση του ιερέα Κ. Ζεφαλή(1969-1990), που αναφέρονται στην ιστορία του χωριού. Αρκετά στοιχεία από αυτά τα επιβεβαίωσα με την ερευνά μου και κάποια είναι ανακριβή.
= Οικιστικά κατάλοιπα της τουρκοκρατίας
= Από την Οθωμανοκρατούμενη εποχή υπάρχουν ακόμη στο χωριό κατάλοιπα όπως οι δημόσιες κρήνες (βρύσες) και αρκετά σπίτια Τουρκικής αρχιτεκτονικής, καθώς και η παλιά εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Σήμερα σώζονται τρεις κρήνες η «επάνω βρύση» όπως λέγεται από τους κατοίκους, η «κάτω βρύση» και η «κουρού –τσεσμέ», δηλαδή η ξερή βρύση στα τουρκικά. Υπήρχε και μια στην πλατεία του χωριού σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες. Στην επάνω βρύση μάλιστα υπάρχει και επιγραφή η οποία είναι γραμμένη στην Οθωμανική γλώσσα, η οποία λέει τα εξής: Sâhibü’l hayrât ve’l hasenât Ser çavuş Ağa sene 1272 που σημαίνει: Άνδρας επιφανής ο Αρχιτσαούσης Αγάς που τον διακρίνει η αγάπη για το ωραίο προσέφερε τη βρύση αυτή για κοινή ωφέλεια το 1272 έτος εγείρας (1855/56) (Μετάφραση: Δέσποινα Βασιλειάδου - Εκπαιδευτικός - Ερευνήτρια, με μελέτες στην οθωμανική γραφή). Το 1272 στο Γρηγοριανό ημερολόγιο μεταφράζεται 1855-56, ημερομηνία κατασκευής της κρήνης. "Κατά την οθωμανική περίοδο η διασφάλιση πόσιμου νερού θεωρούνταν κοινωφελές έργο πρωτίστης σημασίας. Στις μουσουλμανικές κοινότητες άνθρωποι εύποροι, με καλαισθησία που τους άρεσε να επιδίδονται σε έργα φιλανθρωπίας χρηματοδοτούσαν την κατασκευή κρήνης-δημόσιας βρύσης σε κεντρικά σημεία κατοικήσιμων περιοχών. Οι περισσότερες κρήνες φέρουν μαρμάρινη ανάγλυφη επιγραφή σε οθωμανική γραφή που μαρτυρούν κυρίως το όνομα του δωρητή και το έτος κατασκευής τους. Στο Μοναστηράκι η οθωμανική βρύση που διατηρείται μέχρι σήμερα βρίσκεται εκεί που ήταν το κέντρο ζωής της μουσουλμανικής κοινότητας. Σύμφωνα με την απογραφή του 1839 στη Dranova κατοικούσαν 49 άνδρες μουσουλμάνοι. Αυτός ο αριθμός μας κάνει να υποθέτουμε ότι υπήρχε ένας συνοικισμός. Πολύ πιθανόν να βρισκόταν εκεί και το τέμενός τους". Προφορικές μαρτυρίες αναφέρουν ότι εκεί όπου είναι η «επάνω βρύση» υπήρχε και ένα τζαμί, στην διασταύρωση των δρόμων, το οποίο οριοθετούσε τη Μουσουλμανική περιοχή του χωριού και το οποίο πολλοί από τους ηλικιωμένους κατοίκους το θυμούνται. Η περιοχή επομένως αυτή ήταν ο Τούρκικος μαχαλάς.
Διοικητικά
Ως οικισμός αναφέρεται επίσημα μετά την απελευθέρωση με την ονομασία Δράνοβο στο ΦΕΚ 251Α - 20/11/1919 να προσαρτάται στην τότε κοινότητα Βησωτσάνης Ξηροποτάμου). Το 1924 με το ΦΕΚ 49Α - 06/03/1924 ορίστηκε έδρα της ομώνυμης νεοϊδρυθείσας κοινότητας. Το 1927 μετονομάστηκε σε Μοναστηράκι. Σύμφωνα με το πρόγραμμα Καλλικράτης, μαζί με τον Βαθύλακκο αποτελούν τη δημοτική κοινότητα Μοναστηρακίου, που ανήκει στη δημοτική ενότητα Δράμας του δήμου Δράμας και σύμφωνα με την απογραφή του 2021]] ως δημοτική κοινότητα έχει πληθυσμό 733 κατοίκους.
Λαογραφία
Το έθιμο των Αράπηδων είναι από τα πιο σημαντικά στον βαλκανικό χώρο και επισήμως αναβιώνει στις 6 Ιανουαρίου κατά την εορτή των Θεοφανίων, ή στις 7 Ιανουαρίου κατά την εορτή του Αγίου Ιωάννη. Το έθιμο λαμβάνει δράση όλο το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων στο Μοναστηράκι. Αναπαριστά την αέναη μάχη της ζωής και του θανάτου και τη συνεχή αναζωογόνηση της φύσης. Άνδρες όλων των ηλικιών, ντυμένοι με προβιές και κάπες, ζωσμένοι μεγάλα και βαριά κουδούνια (τσάνια), και κραδαίνοντας μεγάλα ξύλινα σπαθιά, ξεχύνονται στα σοκάκια και πλατείες του χωριού σε κατάσταση έκστασης - ζούρλας. Με τον εκκωφαντικό θόρυβο των κουδουνιών ξορκίζουν το κακό και φέρνουν το αισιόδοξο μήνυμα της ζωής και της Άνοιξης. Επίσης, τη Δευτέρα μετά την Ανάληψη, αναβιώνει στο χωριό το αρέτσι, ένα είδος δημοπρασίας που γίνεται σε εξωτερικό χώρο και στην οποία αλλάζουν χέρια διάφορα αντικείμενα.
Παραπομπές
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Κέντρο Πολιτιστικής Ανάπτυξης Ανατολικής Μακεδονίας (ΚΕΠΑΑΜ), Σύντομο ιστορικό Μοναστηρακίου