Πληροφορίες
Η Πύλος, ιστορικά γνωστή παλαιότερα και με την ενετική-ιταλική ονομασία ως Ναβαρίνο ή Ναυαρίνο, είναι παραθαλάσσια κωμόπολη, η οποία υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Πύλου - Νέστορος και βρίσκεται στα δυτικά του Νομού Μεσσηνίας, ενώ ως το 2010, αποτελούσε έδρα του ομώνυμου δήμου. Είναι γνωστή για την πλούσια αρχαία, μεσαιωνική και σύγχρονη ιστορία της. Επισημαίνεται πάντως ότι η πρώτη και αρχαιότερη πόλη της Πύλου, η Αρχαία Πύλος, δεν ταυτίζεται γεωγραφικά με τη σημερινή κωμόπολη, αν και η δεύτερη, αποτελεί τόσο την τιμητική, όσο και την ουσιαστική οικιστική συνέχεια της πρώτης. Επίσης, όσον αφορά την αρχαία Πύλο, αυτή ταυτίζεται, μερικώς μόνο, με διάφορα αρχαιολογικά κατάλοιπα ανακτόρων και λοιπών διοικητικών και οικιστικών υποδομών σε διάφορες άλλες γειτονικές αρχαιολογικές θέσεις της ευρύτερης περιοχής της Πυλίας, αλλά παραμένει ουσιαστικά αταυτοποίητη, εν συνόλω, σύμφωνα με τους παλαιότερους και τους σύγχρονους ειδικούς-ερευνητές. Χαρακτηριστικό σημείο αναφοράς της μυκηναϊκού περιόδου της αρχαίας πόλης είναι το Ανάκτορο του Νέστορα, αλλά και άλλα ανάκτορα, όπως αυτά που έχουν ανεβρεθεί και ανασκάπτονται στην κοντινή Ίκλαινα. Η Πύλος είναι σήμερα η έδρα του Δήμου Πύλου - Νέστορος, που υπάγεται στην Περιφερειακή Ενότητα Μεσσηνίας, η οποία συστάθηκε το 2011 με το Πρόγραμμα Καλλικράτης. Στην τελευταία απογραφή πληθυσμού που έγινε το 2011, ο Δήμος Πύλου - Νέστορος είχε πληθυσμό 21.077 κατοίκους, η Δημοτική Ενότητα Πύλου 5.287 κατοίκους, η Δημοτική Κοινότητα Πύλου 2.767 κατοίκους, ενώ η Πύλος είχε 2.345 κατοίκους και ήταν η έκτη σε πληθυσμό πόλη της Περιφερειακής Ενότητας Μεσσηνίας, μετά την πρωτεύουσα Καλαμάτα (54.100), τη Μεσσήνη (6.065), τα Φιλιατρά (5.969) την Κυπαρισσία (5.131) και τη Χώρα (3.454). Η σύγχρονη κωμόπολη της Πύλου βρίσκεται στο νοτιοδυτικό μέρος της Πελοποννήσου, δίπλα στις ακτές του Ιονίου. Το λιμάνι της Πύλου αποτελεί επίσης ένα σημαντικό ναυτιλιακό κέντρο της δυτικής περιοχής της Μεσσηνίας με ανοδική εμπορική και επιβατική/τουριστική ανάπτυξη. Λόγω της στενόμακρης μορφής της νήσου νήσου Σφακτηρίας η οποία «κλείνει» τον όρμο του Ναυαρίνου, γνωστού και ως Κόλπου της Πύλου, και η οποία λειτουργεί ως φυσικός κυματοθραύστης, ο Κόλπος του Ναυαρίνου και το λιμάνι της Πύλου θεωρείται ως ένα από τα ασφαλή αγκυροβόλια στη Μεσόγειο.
Τοποθεσία
Η Πύλος βρίσκεται περίπου 274 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από την Αθήνα (είναι πολύ εύκολη η πρόσβαση πλέον), 211 χιλιόμετρα νότια από την Πάτρα, 118 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από την Τρίπολη και περίπου 55,5 χιλιόμετρα προς τα νοτιοδυτικά της Καλαμάτας. Έχει υψόμετρο από 0-14 μέτρα και βρίσκεται στις ακτές του Ιονίου Πελάγους. Κοντά στην Πύλο βρίσκονται οι κωμοπόλεις της Κυπαρισσίας, των Φιλιατρών, των Γαργαλιάνων και της Χώρας, προς τα βόρειά της, σε αποστάσεις περίπου 52, 36, 25 και 22,5 χιλιομέτρων αντίστοιχα, ενώ προς τα νότιά της και τα νοτιανατολικά της βρίσκονται οι κωμοπόλεις της Μεθώνης και της Κορώνης, σε αποστάσεις περίπου 11 και 40 χιλιομέτρων αντίστοιχα. Σε κοντινές αποστάσεις βρίσκονται επίσης, προς τα νοτιοανατολικά της ο Κυνηγός, το Μεσοχώρι και η Πήδασος σε αποστάσεις 6,5, 7,5 και 8,5 περίπου χιλιομέτρων αντίστοιχα, προς τα νότιά της το Καινούργιο Χωριό σε απόσταση 6,5 περίπου χιλιομέτρων, προς βορειοανατολικά της η Πύλα και η Ίκλαινα σε αποστάσεις 8 και 17 περίπου χιλιομέτρων, προς τα βόρειά της η Γιάλοβα και το Κορυφάσιο σε αποστάσεις 7,5 και 15 περίπου χιλιομέτρων και προς τα βορειοδυτικά της το Πετροχώρι, ο Ρωμανός και η Τραγάνα σε αποστάσεις 15,5, 15 και 16 περίπου χιλιομέτρων αντίστοιχα.
Ονομασίες
Κορυφάσιον & Πύλος
Σύμφωνα με την μυθολογία, η πρώτη και αρχαιότερη πόλη της Πύλου ιδρύθηκε στη νοτιοδυτική Αρχαία Μεσσηνία από τον μυθικό επώνυμο ήρωα Πύλο ή Πύλα. Ο Πύλος, κατά μια πρώτη εκδοχή, η οποία αναφέρεται στο έργο «Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου» (παλαιότερα αποδιδόταν ως έργο στον Απολλόδωρο, ενώ σήμερα αποδίδεται σε άγνωστο συγγραφέα αναφερόμενο ως Ψευδο-Απολλόδωρο) ήταν γιος του θεού Άρη και της Δημονίκης, κόρης του Αγήνορα και της Επικάστης, εγγονή του Αντήνορα και αδελφή του Πορθάονα. Η Δημονίκη και ο Άρης ήταν οι γονείς του Ευήνου, του Πύλου, του Θέστιου και του Μώλου. Κατά μια άλλη εκδοχή, την οποία αναφέρει ο Παυσανίας, στο έργο του «Ελλάδος περιήγησις - Μεσσηνιακά» (βιβλίο 4, στιχ. 36.1-36.2) ο επώνυμος ιδρυτής ταυτίζεται με τον Πύλα, ο οποίος ήταν βασιλιάς των Μεγάρων, γιος του Κλήσωνα και εγγονός του Λέλεγα. Ο Πύλαντας πήγε στην Πελοπόννησο επικεφαλής ομάδας Λελέγων και ίδρυσε την πρώτη ομώνυμη πόλη, γνωστή και ως την Πύλο της Μεσσηνίας, ενώ όταν αργότερα ο Νηλέας τον εξεδίωξε από αυτήν, ο Πύλαντας κατέφυγε στην Ήλιδα, όπου ίδρυσε και τη δεύτερη ομώνυμη πόλη, γνωστή και ως την Πύλο της Ήλίδας. Θυγατέρα του Πύλαντα ήταν η Πυλία. Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης ότι η πόλη ονομαζόταν και Κορυφάσιον, από το Ακρωτήριο Κορυφάσιον (ἄκρα Κορυφάσιον), πάνω στο οποίο είχε κτιστεί. Εκεί κοντά υπήρχε και ο ναός της Κορυφασίας Αθηνάς (πβ. το Κορυφάσιο Μεσσηνίας). Οι αρχαίοι Σπαρτιάτες, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, την ανέφεραν επίσης ως Κορυφάσιον.
Πύλος & Νηλήιον
Προς τιμή του πατέρα του Νέστορα Νηλέα η πόλη αναφερόταν και ως «Νηλήιον». Ο Νηλέας ήταν γιος της Τυρούς και του θεού Ποσειδώνα, δίδυμος αδελφός του Πελία και ετεροθαλής αδελφός του Αίσονα (γιου του Κρηθέα και της Τυρούς), του Φέρητα και του Αμυθάονα. Ο Νηλέας και ο Πελίας φιλονίκησαν για τη βασιλεία της Ιωλκού. Ο Πελίας έδιωξε τον Νηλέα, όπως και τον Αίσονα, και έγινε βασιλιάς στην Ιωλκό της Θεσσαλίας, ενώ ο Νηλέας κατέφυγε στη Μεσσηνία, όπου σύμφωνα με μια εκδοχή ήταν αυτός που ίδρυσε την Πύλο. Εκεί πήρε ως σύζυγό του τη Χλωρίδα, κόρη του Αμφίονα και μαζί απέκτησαν μία κόρη, την Πηρώ, και πολλούς γιούς, μεταξύ των οποίων και οι Ταύρος, Αστέριος, Πυλάων, Δηίμαχος, Ευρύβιος, Περικλύμενος, ο μετέπειτα σοφός βασιλιάς Νέστορας, κ.ά. Το τέλος του Νηλέα επήλθε όταν ο Ηρακλής εξεστράτευσε εναντίον του με την αιτιολογία ότι ο Νηλέας αρνήθηκε να τον εξαγνίσει από τον φόνο του Ιφίτου. Τότε ο Νηλέας σκοτώθηκε μαζί με 11 από τους γιούς του ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, διασώθηκε και πέθανε από κάποια ασθένεια στην Κόρινθο όπου είχε καταφύγει, οπότε στη συνέχεια ενταφιάσθηκε εκεί. Οι απόγονοι του Νηλέα ονομάσθηκαν Νηλείδες. Οι Νηλείδες, διωγμένοι από τους Ηρακλείδες, σκορπίστηκαν σε διάφορους τόπους, σε μερικούς από τους οποίους και βασίλευσαν. Χρονικά κατατάσσονται στα τέλη του 12ου αι. π.Χ., αφού η μετακίνησή τους από την Πύλο προς την Αθήνα χρονολογείται το 1104 π.Χ..
Ονομασίες μέσων χρόνων
Η Πύλος διατήρησε το αρχαίο της όνομα στα πρώτα βυζαντινά χρόνια, αλλά εμφανίζεται, πιθανώς μετά τον 6ο αιώνα, που καταλήφθηκε από τους Αβάρους, ως και την κατάκτησή της από τους Φράγκους, τον 13ο αιώνα, με δυο ονόματα, ως "Ζόγκλος" και ως Αβαρίνο (Ναυαρίνο ή Ναβαρίνο).
Πύλος & Ζόγκλος (Port-de-Jonc ή Port-de-Junch)
Η ονομασία, ως "Ζόγκλος", προέρχεται από το γαλλικό όνομα "Port-de-Jonc" ("Rush Harbour") ή "Port-de-Junch", με ορισμένες παραλλαγές και παράγωγα: Στα ιταλικά ως "Porto-Junco" ή "Zunchio" ή "Zonchio", στο μεσαιωνικά καταλανικά ως "Jonc ", στα λατινικά Iuncum "Zonglon" ή "Zonglos" και στα ελληνικά ως το "Ζόγγον" ή ο "Ζόγγος", το "Ζόγκλον" ή ο "Ζόγκλος", κ.λπ. Το όνομα αυτό προερχόταν πιθανώς από τα έλη και τη βλάστηση που περιέβαλαν τον τόπο.
Αβαρίνο, Ναυαρίνο ή Ναβαρίνο (Avarin, Navarin, Navarino)
Η ονομασία ως ο Αβαρίνος ή το Αβαρίνο ή Αβαρήνο, προέκυψε σύμφωνα με μια εκδοχή, μετά την κατάληψη της πόλης από τους Αβάρους, τον 6ο αιώνα. Αργότερα συντομεύθηκε σε Βαρίνος ή επιμηκύνθηκε σε Αναβαρίνος με επένθεση, η οποία μετεξελίχθηκε σε Ναυαρίνο ή Ναβαρίνο (Navarino) στα ιταλικά (πιθανώς με επανάταξη) και Ναβαρίν (Navarin) στα γαλλικά. Η ετυμολογία της λέξης πάντως δεν είναι βέβαιη. Μια άλλη εκδοχή θεωρεί ότι η ονομασία Ναυαρίνο προέρχεται εκ συνεκφοράς των λέξεων (νέου+Αβαρίνου ή του ναυς+Αβαρίνο). Με την ίδια ονομασία πάντως προσδιορίζονταν ολόκληρος ο κόλπος της Πυλίας με τα πέριξ φρούρια, κατ΄ έναντι των νήσων Πρώτη και Σαπιέντζα από τα οποία και ισαπέχει. Μια άλλη ετυμολογία, βασισμένη σε στοιχεία της παράδοσης, η οποία προτάθηκε από τον περιηγητή Nompar de Caumont στις αρχές του 15ου αιώνα και επαναλήφθηκε μεταγενέστερα σε έργα του Γερμανού ιστορικού Καρλ Χοπφ (Karl Hopf, 1832–1873), αποδίδει το όνομα Ναβαρίνο στη στρατιωτική μισθοφορική Εταιρεία των Ναβαρραίων, η οποία έδρασε τον 14ο αιώνα και στον Μοριά, αλλά αυτό είναι σαφώς λάθος, καθώς το όνομα χρησιμοποιήθηκε πολύ πριν την παρουσία τους στην Ελλάδα. Το 1830 ο ο Αυστριακός περιηγητής, πολιτικός και ιστορικός Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ (Jakob Philipp Fallmerayer, 1790–1861), πρότεινε ότι η ονομασία θα μπορούσε να προέρχεται από το όνομα των Αβάρων που εγκαταστάθηκαν εκεί, μια άποψη που υιοθετήθηκε από μερικούς μετέπειτα μελετητές, όπως ο Βρετανός ιστορικός Ουίλιαμ Μίλλερ (William Miller, 1864–1945). Η εκτίμηση πάντως των σύγχρονων ερευνητών, από την άλλη πλευρά, θεωρεί πιο πιθανό ότι η ονομασία είναι σλαβικής προέλευσης και σημαίνει "τόπος των σφενδάμων" ή το "μέρος με τα σφεντάμια". Η ονομασία Αβαρίνος - Ναβαρίνο (Avarinos/Navarino), αν και χρησιμοποιούταν πριν από τη Φραγκοκρατία, τέθηκε σε ευρεία χρήση και σύντομα υπερκέρασε την ονομασία Port-de-Jonc και των παραγώγων της, μόνο ύστερα από τον 15ο αιώνα, δηλαδή, μετά την κατάρρευση του φράγκικου Πριγκιπάτου της Αχαΐας (1205–1432).
Σπανοχώρι (Spanochori)
Στα τέλη του 14ου ή στις αρχές του 15ου αιώνα, όταν η περιοχή ελεγχόταν από την Εταιρεία των Ναβαρραίων, ήταν επίσης γνωστό ως Château Navarres και ονομαζόταν από τους ντόπιους Έλληνες ως Σπανοχώρι (Spanochori), δηλαδή χωριό των Ισπανών. Κατά τις περιόδους της οθωμανικής κατοχής (1498-1685 και 1715-1821), η τουρκική ονομασία ήταν Αναβαρίν (Anavarin [o]).
Νεόκαστρον & Παλαιόκαστρον
Μετά την κατασκευή, το 1571/2, του νέου οθωμανικού φρουρίου (Anavarin kalesi), στην τοποθεσία της σημερινής Πύλου, στα νοτιοδυτικά του κόλπου, το νέο φρούριο/κάστρο έγινε γνωστό ως το Νέοκαστρον (Νέο Κάστρο ή Νιόκαστρο, «νέο κάστρο»), ενώ το παλιό φραγκικό κάστρο στα βορειοδυτικά του κόλπου έγινε γνωστό, αναφερόμενο σε αντιδιαστολή, ως το Παλαιόκαστρον (Παλιόκαστρο ή Παλιόκαστρο, "παλιό κάστρο"). Με την ανάπτυξη στη συνέχεια, του οικισμού έξω από τα τείχη του Νιόκαστρου, ο οικισμός που έφερε επίσης το όνομα Νέοκαστρον, ήταν αυτός που μετεξελίχθηκε στη σημερινή κωμόπολη. Το Νέοκαστρον αναστηλώθηκε από το Γάλλο στρατηγό Μεζόν. Αξίζει να το περπατήσετε, να δείτε την εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, τη συλλογή Ρενέ Πυό με κειμήλια της επανάστασης του 1821 και την ακρόπολή του, όπου εδρεύει το Κέντρο Υποβρύχιας Αρχαιολογίας.
Ιστορία
Νεολιθική εποχή
Η Πύλος έχει μακρά ιστορία, η οποία συμβαδίζει με αυτήν της Πελοποννήσου. Το ξεκίνημά της χάνεται στα βάθη της προϊστορίας, αφού κατοικήθηκε από τη νεολιθική εποχή, όταν πληθυσμοί από την Ανατολία άρχισαν να εξαπλώνονται στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα γύρω στο 6.500 π.Χ., φέρνοντας μαζί τους την πρακτική της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Οι ανασκαφές έχουν δείξει συνεχή ανθρώπινη παρουσία από την ύστερη Νεολιθική εποχή (5.300 π.Χ.) σε διάφορα σημεία της Πυλίας, συμπεριλαμβανομένων ιδίως εκείνων της Βοϊδοκοιλιάς και του σπηλαίου του Νέστορα, όπου βρέθηκαν πολλά χαρακτηριστικά όστρακα ή θραύσματα κεραμικής. Κατά τις αρχές της ύστερης Νεολιθικής ήταν σε χρήση αμαυρόχρωμη, ζωγραφισμένη και μελανή στιλβωτή κεραμική, ενώ κατά την ύστερη Νεολιθική περίοδο χρησιμοποιείτο εγχάρακτη και γραπτή κεραμική. Η Νεολιθική περίοδος έληξε με την εμφάνιση της χαλκουργίας, γύρω στο 3.000 π.Χ.
Μυκηναϊκή εποχή
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η Αρχαία Πύλος ιδρύθηκε από τον επώνυμο ήρωα Πύλο ή τον βασιλιά Νηλέα και αρχικά ονομαζόταν Κορυφάσιον, από το Ακρωτήριο Κορυφάσιον, πάνω στο οποίο είχε κτιστεί. Η Αρχαία Πύλος ήταν η πρωτεύουσα του μυκηναϊκού βασιλείου της Πύλου, γνωστού και ως Βασιλείου του Νέστορα, το οποίο ήταν σημαντικό κέντρο την εποχή εκείνη, σύμφωνα και με την αναφορά του Ομήρου στην «Οδύσσεια» (Ραψωδία Ραψωδία Ρ, στιχ. 107-114).
Η μυκηναϊκή πολιτεία της Πύλου (μεταξύ 1600–1100 π.Χ.) κάλυπτε έκταση 2.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων και είχε πληθυσμό μεταξύ 50.000, σύμφωνα με τις πινακίδες της Γραμμικής Β, και 80.000-120.000 κατοίκων. Στην περιοχή της Πύλου έχουν ανακαλυφτεί αξιόλογοι αρχαιολογικοί θησαυροί. Αρχικά ήρθαν στο φως πέτρινοι τοίχοι, κομμάτια από τοιχογραφίες, δάπεδα, μυκηναϊκά αγγεία, πήλινες επιγραφές. Οι πρώτες αυτές ανασκαφές έγιναν το 1912-26 και το 1939 απ' τον Αμερικανό αρχαιολόγο Καρλ Μπλέγκεν (Carl William Blegen, 1887–1971) και τον Έλληνα αρχαιολόγο Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη (1872–1945). Διακόπηκαν στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και ξανάρχισαν το 1952 από τον Έλληνα αρχαιολόγο Σπυρίδωνα Μαρινάτο (1901–1974). Αυτές οι έρευνες οδήγησαν στην ανάδειξη του πρώτου, από μια σειρά ανακτόρων, του βασιλείου της Αρχαίας Πύλου, της Εποχής του Χαλκού. Πρόκειται για το Ανάκτορο του Νέστορα στην περιοχή του σύγχρονου Άνω Εγκλιανού , σε απόσταση περίπου 9 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του κόλπου της Πύλου. Ο Μπλέγκεν ήταν αυτός που έδωσε πρώτος, σύμφωνα και με τα ομηρικά έπη, την ονομασία στα ερείπια του μεγάλου αυτού μυκηναϊκού παλατιού, που χρονολογείται γύρω στα 1300 και 1200 π.Χ. Το κεντρικό κτίριο (50 x 32 μ.) περιλάμβανε το μέγαρο του βασιλιά και το μέγαρο της βασίλισσας ενώ υπάρχουν και άλλα κτίρια. Διάφοροι άλλοι βοηθητικοί χώροι, τάφοι και βωμός, ανακαλύφθηκαν στην περιοχή. Στις 31 Δεκεμβρίου του 1957 ανακαλύφθηκε κυψελοειδής τάφος, ο επιλεγόμενος του Νηλέως, από τον πατέρα του Νέστορα, μυθικό βασιλιά της Πύλου. Επίσης ανακαλύφθηκε και πτέρυγα του ανακτόρου ηλικίας 3.000 ετών. Το 1962 βρέθηκε πλήθος ευρημάτων στην περιοχή Περιστέρια Πύλου.
Εκτός από τα αρχαιολογικά ερείπια του ανακτόρου, ο Μπλέγκεν βρήκε επίσης χιλιάδες πήλινες πινακίδες με επιγραφές γραμμένες στη Γραμμική Β, ένα συλλαβάριο με ιδεογράμματα που χρησιμοποιήθηκε μεταξύ 1425 και 1200 π.Χ. για τη συγγραφή της Μυκηναϊκής γλώσσας. Στην Πύλο βρέθηκε η μεγαλύτερη πηγή αυτών των πινακίδων στην Ελλάδα με 1.087 θραύσματα που ανακαλύφθηκαν στην τοποθεσία του ανακτόρου του Νέστορα. Το 1952, όταν ο αυτοδίδακτος γλωσσολόγος Μάικλ Βέντρις (Michael Ventris) και ο κλασικός φιλόλογος Τζων Τσάντγουικ (John Chadwick) αποκρυπτογράφησαν το συλλαβάριο, η Μυκηναϊκή γλώσσα αποδείχθηκε ως η πρώτη βεβαιωμένη μορφή της ελληνικής γλώσσας. Μερικά από τα στοιχεία της έχουν επιβιώσει στη γλώσσα του Ομήρου χάρη στη μακρά προφορική παράδοση της επικής ποίησης. Έτσι, αυτές οι πήλινες πινακίδες, που γενικά χρησιμοποιούνται για διοικητικούς σκοπούς ή για την καταγραφή οικονομικών συναλλαγών, δείχνουν σαφώς ότι ο ίδιος ο τόπος ονομαζόταν "Πύλος" και γραφόταν ως (pu-ro, 𐀢𐀫 Μυκηναϊκή ελληνική) από τους κατοίκους του. Σε κοντινές περιοχές, όπως στην περιοχή της Βοϊδοκοιλιάς, της Τραγάνας, της Ίκλαινας, των Νιχωρίων, της Μάλθης, αλλά και σε άλλες αρχαιολογικές θέσεις της περιοχής της Πυλίας, έχουν βρεθεί έκτοτε πολλά ακόμα στοιχεία/κατάλοιπα της περιόδου αυτής της Αρχαίας Πύλου. Επίσης τα ερείπια ενός οχυρού/φρουρίου από ακατέργαστη πέτρα βρέθηκαν στο κοντινό νησί της Σφακτηρίας, επίσης μυκηναϊκής προέλευσης, το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τους Σπαρτιάτες κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Η Πύλος ήταν το μόνο ανάκτορο της Μυκηναϊκής εποχής που δεν είχε τείχη ή οχυρώσεις. Καταστράφηκε από πυρκαγιά γύρω στο 1180 π.Χ. και πολλές πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Β φέρουν καθαρά στίγματα της φωτιάς. Τα αρχεία της Γραμμικής Β που βρέθηκαν εκεί, διατηρημένα από τη θερμότητα της φωτιάς που κατέστρεψε το παλάτι, αναφέρουν βιαστικές αμυντικές προετοιμασίες λόγω επικείμενης επίθεσης, χωρίς ωστόσο να δώσουν λεπτομέρειες για την επιθετική δύναμη. Η τοποθεσία της Μυκηναϊκής Πύλου φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε κατά τη διάρκεια των Σκοτεινών Αιώνων (1100-800 π.Χ.). Η περιοχή της Πύλου, μαζί με αυτήν της αρχαίας Μεσσήνης, υποδουλώθηκε αργότερα από τη Σπάρτη.
Κλασική εποχή
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, στο έργο του «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου», τον 5ο αιώνα π.Χ., η Πύλος ήταν «μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, χωρίς πληθυσμό». Η αρχαία πόλη δεν βρισκόταν στη σύγχρονη Πύλο, αλλά βόρεια της νήσου Σφακτηρίας, σε απόσταση 400 στάδια από την αρχαία Σπάρτη. Σύμφωνα επίσης με τον Παυσανία η πόλη της Πύλου απείχε από την αρχαία Μοθώνη (βλ. Μεθώνη) λίγο περισσότερο από 100 στάδια. Στην κλασική αρχαιότητα το ύψωμα του Κορυφασίου και η ευρύτερη περιοχή της ομηρικής Πύλου η οποία ήταν ακατοίκητη και η περιοχή της ήταν σχεδόν συνεχώς κάτω από την κυριαρχία της Σπάρτης με εξαίρεση την περίοδο 425-421 π.Χ. κατά την οποία σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (βιβλίο Δ') οχυρώθηκε από τους Αθηναίους και αποτέλεσε προκεχωρημένο αθηναϊκό οχυρό κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Το 425 π.Χ. ο Αθηναίος πολιτικός Κλέων έστειλε εκστρατευτικό σώμα στην Πύλο όπου οι Αθηναίοι οχύρωσαν το βραχώδες ακρωτήριο, το οποίο είναι τώρα γνωστό ως «Κορυφάσιον» ή η «Παλαιά Πύλος» στο βορειοδυτικό άκρο του κόλπου, κοντά στη Λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας και μετά από νικηφόρα σύγκρουση με τα σπαρτιατικά πλοία στη Ναυμαχία της Πύλου, ήλεγχαν την περιοχή και τον κόλπο της Πύλου. Λίγο αργότερα, οι Αθηναίοι νίκησαν και τα στρατεύματα των Λακεδαιμονίων, τα οποία είχαν οχυρωθεί στο παρακείμενο νησί της Σφακτηρίας, στη γνωστή και ως Μάχη της Πύλου και της Σφακτηρίας. Το άγχος των Σπαρτιατών για την επιστροφή των αιχμάλωτων στρατιωτών τους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν ως όμηροι στην Αθήνα, συνέβαλε στην αποδοχή της συνθήκης του 421 π.Χ., η οποία είναι γνωστή και ως Νικίειος Ειρήνη. Μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από τη Σπαρτιατική κυριαρχία και την επανίδρυση της Πύλου τον 4ο αιώνα π.Χ. το ύψωμα του Κορυφασίου αποτέλεσε την ακρόπολη της επανιδρυθείσας πόλης.
330-1204: Βυζαντινή εποχή
Λίγα είναι γνωστά κατά τη βυζαντινή εποχή για την Πύλο, η οποία διατηρούσε το αρχαίο όνομά της, εκτός από την αναφορά των επιδρομών στην περιοχή, των Αβάρων τον 6ο αιώνα και των Σαρακηνών από το Εμιράτο της Κρήτης περί το 872/3. Στα ύστερα βυζαντινά χρόνια και στις αρχές της Φραγκοκρατίας και της Α΄ Ενετοκρατίας η περιοχή και η πόλη αναφέρονταν ήδη και ως "Ζόγκλος".
1205-1432: Μεσαίωνας - Α΄ Ενετοκρατία
Τον 12ο αιώνα, ο Άραβας γεωγράφος Muhammad al-Idrisi , από τη Θέουτα, ανέφερε το λιμάνι του παλαιού Ναυαρίνου ως το «ευρύχωρο λιμάνι του Irūda», στο έργο του Nuzhat al-Mushtaq . Μετά την Δ΄ Σταυροφορία και την πρώτη κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το 1204, κατά την Πρώτη Ενετοκρατία και τη Φραγκοκρατία, ο Μωριάς γίνεται κτήση των Βενετών και των Φράγκων. Αποτελεί πλέον ένα σταυροφορικό κράτος και ελέγχεται από το Πριγκιπάτο της Αχαΐας (1205-1432). Η Πύλος, αναφερόμενη πλέον και ως Ναβαρίνο, κατελήφθη γρήγορα από τους Σταυροφόρους, σύμφωνα με μια σύντομη αναφορά στο «Χρονικόν του Μορέως», αλλά δεν αναφέρεται ξανά μέχρι το 1280. Οι Βενετοί αντίστοιχα διεκδίκησαν τα λιμάνια της Μεθώνης και της Κορώνης για λογαριασμό τους. Η κυριαρχία τους στις δύο πόλεις της Μεσσηνίας επικυρώθηκε το 1209 κλείνοντας συμφωνία με τον κυρίαρχό τότε της Πελοποννήσου Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο. Οι Βενετοί οχύρωσαν τη Μεθώνη και τη μετέτρεψαν σε σημαντικό εμπορικό κέντρο. Η περιοχή της γνώρισε σημαντική ευημερία και αποτέλεσε σημαντικό ενδιάμεσο σταθμό μεταξύ Βενετίας και Αγίων Τόπων. Προς την απαρχή του τέλους της περιόδου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στα τέλη του 13ου αιώνα, και συγκεκριμένα το 1278 κτίστηκε από τους Φράγκους με επικεφαλής τον Φλαμανδό σταυροφόρο Νικόλαο B΄ Σαιντομέρ, πρίγκιπα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας το φραγκικό επάκτιο κάστρο του Παλαιοκάστρου Ναυαρίνου πάνω στα ερείπια της αρχαίας και βυζαντινής οχύρωσης. Σταδιακά το κάστρο και ο περιβάλλοντας χώρος αυτού αποκτά το χαρακτήρα Καστροπολιτείας. Επισημαίνεται ότι στην περίοδο του Μεσαίωνα, μεταξύ 1262-1432, πολλά χωριά και εκτάσεις εδαφών της περιοχής του Ναυαρίνου και της σημερινής Πυλίας, δεν ανήκαν αποκλειστικά στην οικογένεια του Φλαμανδού σταυροφόρου, αλλά διαμοιράζονταν μεταξύ των Βαρωνιών της Αρκαδίας (Κυπαρισσίας) και της Μεθώνης. Η κοντινή πόλη της Κυπαρισσίας, η οποία αναφερόταν τότε ως Αρκαδία ή Αρκαδιά αποτέλεσε την έδρα της Βαρωνίας της Αρκαδίας. Η βαρωνία αυτή ήταν ένα κρατίδιο υποτελές στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας που ιδρύθηκε το 1261/2 από τον πρίγκιπα Γουλιέλμο Β' Βιλλαρδουίνο. Αρχικά, η πόλη της Αρκαδίας αποτελούσε τμήμα των προσωπικών κτήσεων του πρίγκιπα και σχηματίστηκε ως αποζημίωση για τον Βιλαίν Α΄ ντ'Ωλναί (Vilain d'Aulnay) μετά τη βυζαντινή ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τη Λατινική Αυτοκρατορία το 1261. Η κατοικία του βαρώνου ήταν το επισκευασμένο αρχαίο Κάστρο της Αρκαδίας. Η ιστορία της περιόδου αυτής είναι ιδιαίτερα πλούσια. Επίσης, σύμφωνα με τη γαλλική και ελληνική εκδοχή του «Χρονικού του Μωρέως», ο Φλαμανδός σταυροφόρος Νικόλαος Β΄ Σαιντ Ομέρ, ο οποίος ήταν ηγεμόνας της Θήβας, μεταξύ 1258 - 1294, πρωτοστράτορας και Βάϊλος του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, παρέλαβε, περί το 1281, μεγάλες εδαφικές εκτάσεις στη Μεσσηνία σε αντάλλαγμα για τα υπάρχοντα της συζύγου του στην Καλαμάτα και το Χλεμούτσι και ανέγειρε, το 1282, πάνω από τα ερείπια της αρχαίας Ακρόπολης της Πύλου και του κατεστραμμένου ελληνιστικού, ρωμαϊκού και βυζαντινού φρουρίου, το πρώτο κάστρο του Ναυαρίνου (το μεσαιωνικό), στα βορειοδυτικά του κόλπου, γνωστό σήμερα και ως Παλαιόκαστρο Ναυαρίνου. Σύμφωνα με την ελληνική εκδοχή των «Χρονικών», κατασκεύασε το Κάστρον του Αβαρίνου, για μελλοντική χρήση από τον ανιψιό του, Νικόλαο Γ΄ Σαιντ Ομέρ, αν και η αραγονική έκδοση των «Χρονικών» αποδίδει την κατασκευή του κάστρου στον ίδιο τον Νικόλαο Γ΄, λίγα χρόνια αργότερα. Κατά τον A. Bon, στο έργο του «La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d’Achaïe», η κατασκευή του κάστρου από τον Νικόλαο Β΄, μετά το 1280 είναι πιθανότερη και ίσως πιθανότατα κατά την περίοδο 1287-89, όταν υπηρέτησε ως Βάϊλος του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Παρά τις προθέσεις του Νικολάου Β΄, δεν είναι σαφές αν ο ανιψιός του κληρονόμησε πράγματι το Ναβαρίνο. Αν το έπραξε, πιθανώς να παρέμεινε μέχρι το θάνατό του το 1317, όταν αυτό και όλα τα μεσσηνιακά εδάφη της οικογένειας επεστράφηκαν στην κεντρική διοίκηση του πριγκιπάτου, καθώς ο Νικόλαος Γ ' δεν είχε παιδιά. Το 1293 στην περιοχή της Πύλου, η οποία τότε αναφερόταν και ως Ζόγκλος, σε τοποθεσία, που δεν είναι γνωστή προς το παρόν, πραγματοποιήθηκε στρατιωτική αναμέτρηση μεταξύ του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και Αραγωνέζων πειρατών, οι οποίοι λεηλατούσαν παραλιακές πόλεις του πριγκιπάτου. Η μάχη που έγινε τότε, είναι γνωστή και ως η Μάχη του Ζόγκλου. Συμμετείχαν ο καστελάνος του φρουρίου της Καλαμάτας και Βαρώνος της Χαλανδρίτσας Γεώργιος Α΄ Γκίζι και ο Βαρώνος των Καλαβρύτων Ιωάννης ντε Τουρναί, από τη μια πλευρά για το Πριγκιπάτο της Αχαΐας και από την άλλη πλευρά ο ναύαρχος Ρογήρος ντε Λούρια, ο οποίος είχε αναλάβει τότε πειρατική δράση για λογαριασμό του Βασιλείου της Αραγωνίας, ο οποίος και νίκησε. Το φρούριο παρέμεινε ως μη άξιο σημαντικής αναφοράς στη συνέχεια, εκτός από τη Ναυμαχία της Σαπιέντζας, του 1354 μεταξύ Βενετίας και Γένοβας και ένα επεισόδιο, το 1364, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης μεταξύ της πριγκίπισας Μαρίας των Βουρβόνων και του πρίγκιπα Φιλίππου Β΄ του Τάραντα, λόγω της προσπάθειας της Μαρίας να διεκδικήσει το Πριγκιπάτο, μετά το θάνατο του συζύγου της Ροβέρτου του Τάραντα. Η Μαρία είχε πάρει την κατοχή του Ναβαρίνου (μαζί με την Καλαμάτα και τη Μάνη) από τον Ροβέρτο, το 1358, και ο ντόπιος καστελάνης, πιστός στη Μαρία, φυλακίστηκε σύντομα από τον Βάϊλο του νέου πρίγκιπα, Σάιμον ντελ Πόγκγιο. Η Μαρία των Βουρβόνων διατήρησε τον έλεγχο του Ναυαρίνου μέχρι το θάνατό της το 1377. Την εποχή εκείνη, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και Αλβανοί, ενώ το 1381/2 υπήρχαν εκεί και Ναβάρριοι, Γασκώνιοι και Ιταλοί μισθοφόροι. Από τα πρώτα χρόνια του15ου αιώνα, οι Βενετοί προσέβλεπαν στο φρούριο του Ναυαρίνου και την περιοχή του, φοβούμενοι, μήπως οι αντίπαλοί τους, οι Γενουάτες το καταλάβουν και το χρησιμοποιήσουν ως βάση για επιθέσεις εναντίον των βενετσιάνικων φρουρίων της Μεθώνης και της Κορώνης. Εν προκειμένω, τελικά οι Βενετοί κατέλαβαν το ίδιο το φρούριο το 1417 και μετά από παρατεταμένους διπλωματικούς ελιγμούς, κατάφεραν να νομιμοποιήσουν την κατοχή τους σε αυτό το 1423. Το 1423 το Ναβαρίνο, όπως και η υπόλοιπη Πελοπόννησος, υπέστη την πρώτη του οθωμανική επιδρομή, υπό την ηγεσία του Τουρακάν Μπέη, που επαναλήφθηκε για δεύτερη φορά το 1452.
1432-1460: Δεσποτάτο του Μυστρά
Για μικρό χρονικό διάστημα, 30 περίπου ετών, μετά τη Φραγκοκρατία και την Α΄ Ενετοκρατία, διάφορα τμήματα της περιοχής του Ναβαρίνου ήλεγχε και το Δεσποτάτο του Μυστρά (1349-1460). Από το 1417-18 οι Βυζαντινοί είχαν κατορθώσει να απελευθερώσουν το μεγαλύτερο μέρος της Μεσσηνίας και της Ηλείας. Το 1427 ο Βυζαντινός στόλος καταφέρνει να νικήσει σε ναυμαχία στα νησάκια Εχινάδες, στην είσοδο του Πατραϊκού κόλπου, τον Παλατινό Κόμη Κεφαλληνίας και Ζακύνθου Κάρολο Α΄ Τόκκο και λίγο αργότερα οι Βυζαντινοί καταλαμβάνουν τη Γλαρέντζα στην Ηλεία. Το 1429 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος καταλαμβάνει και την Πάτρα μετά από πολιορκία. Εκτός από τη Μεθώνη, την Κορώνη το Ναύπλιο και το Άργος, τα οποία παρέμειναν στην κατοχή των Βενετών, ολόκληρη η υπόλοιπη Πελοπόννησος αναλαμβάνουν οι Παλαιολόγοι, με το Θεόδωρο να εξουσιάζει τον Μυστρά, το Θωμά τη Γλαρέντζα και τον Κωνσταντίνο τα Καλάβρυτα, λίγο πριν ο τελευταίος γίνει αυτοκράτορας. Όμως οι τουρκικές επιδρομές συνεχίστηκαν αμείωτες τα επόμενα χρόνια, καθώς ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ήθελε να εμποδίσει τους Θεόδωρο και Θωμά, οι οποίοι βρίσκονταν σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, από το να αποστείλουν ενισχύσεις στην πολιορκούμενη πρωτεύουσα. Με αφορμή μία μεγάλη τουρκική επιδρομή ξέσπασε εξέγερση των κατοίκων, υπό τον Μανουήλ Κατακουζηνό, η οποία έληξε άδοξα με την επέμβαση του Τουραχάν ή Τουρχάν Μπέη. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και ενώ τα δύο αδέλφια συνέχιζαν να συγκρούονται μεταξύ τους, οι Τούρκοι κατέλαβαν την Πάτρα το 1458 και το 1460 ο Μυστράς παρεδόθη αμαχητί στον Μωάμεθ Β΄ που έθεσε το τέλος στο δεσποτάτο. Η Βαρωνία της Αρκαδίας ήταν και το τελευταίο υπόλειμμα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας που υπέκυψε, το 1432, στους Βυζαντινούς Δεσπότες του Μορέως. Μετά την κατάκτηση της Πάτρας και της Χαλανδρίτσας το 1429-1430, που σήμανε και την ντε φάκτο κατάλυση του Πριγκιπάτου, ο τελευταίος Πρίγκιπας, Κεντυρίων Β΄ Ζαχαρίας, κράτησε μόνο την Αρκαδία ως προσωπικό του φέουδο. Μετά το θάνατό του το 1432 όμως, ο Δεσπότης Θωμάς Παλαιολόγος, καίτοι γαμπρός του Ζαχαρία, κατέλαβε τη βαρωνία και φυλάκισε τη χήρα του Ζαχαρία και πεθερά του, η οποία και πέθανε στη φυλακή. Ήταν επίσης το λιμάνι του Ναυαρίνου, το σημείο από το οποίο, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος ξεκίνησε το 1437, για τη Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας, αλλά και το σημείο από το οποίο, ο τελευταίος Δεσπότης του Μορέως Θωμάς Παλαιολόγος ξεκίνησε με την οικογένειά του για τη Δύση, το 1460, μετά την οθωμανική κατάκτηση του Δεσποτάτου του Μοριά.
1460-1683: Α΄ Τουρκοκρατία
Η περίοδος της Πρώτης Τουρκοκρατίας στην περιοχή του Μωριά αρχίζει με τη δεύτερη εκστρατεία του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή (Μεχμέτ Β΄), στην Πελοπόννησο. Μετά την παράδοση του Μυστρά (Πέμπτη 29 Μαΐου 1460) και της Βορδώνιας, κατέλαβε το Καστρίτζι και το Γαρδίκι (στο οποίο είχε καταφύγει ο πληθυσμός του Λεονταρίου). Ακολούθησαν τα κάστρα του Αγίου Γεωργίου και της Καρύταινας και στη συνέχεια ο στρατός του κατέβηκε στην περιοχή των Κοντοβουνίων και την περιοχή της Αρκαδίας (Κυπαρισσίας), σύμφωνα με τον ιστορικό Λαόνικο Χαλκοκονδύλη. Είναι το διάστημα αυτό κατά το οποίο η περιοχή του Ναβαρίνου μετατρέπεται για πρώτη φορά σε καζά. Μετά το 1460, το φρούριο του Ναυαρίνου, μαζί με τα άλλα βενετικά κάστρα στη Μονεμβασιά και τη χερσόνησο της Μάνης, ήταν οι μοναδικές χριστιανικές περιοχές της Πελοποννήσου. Ο ενετικός έλεγχος του Ναβαρίνου διατηρήθηκε και κατά τον πρώτο Βενετοτουρκικό πόλεμο (1463-1479), αλλά όχι και κατά το Δεύτερο Βενετοτουρκικό πόλεμο (1499-1503), καθώς μετά τις ενετικές ήττες στη Ναυμαχία του Ζόγκλου, τον Αύγουστο του 1499 και στη Ναυμαχία της Μεθώνης, τον Αύγουστο του 1500, η φρουρά του Ναυαρίνου παραδόθηκε, παρόλο που ήταν καλά προετοιμασμένη για πολιορκία. Εντούτοις, οι Βενετοί προσπάθησαν ανακατάληψη λίγο μετά, στις 3/4 Δεκεμβρίου του 1500, όμως στις 20 Μαΐου 1501, εκδηλώθηκε κοινή οθωμανική επίθεση από θάλασσα και στεριά, υπό τον ναύαρχο Κεμάλ Ρεϊς και τον μετέπειτα βεζύρη Χαντίμ Αλή Πασά ή Ατίκ Αλή Πασά η οποία οδήγησε στην κατάληψη του Ναυαρίνου από τους Οθωμανούς. Οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν το Ναβαρίνο, το οποίο ονόμαζαν Αναβαρίν ή Άβαρνα (Anavarin ή Avarna), ως ναυτική βάση, είτε για πειρατικές επιδρομές είτε για μεγάλες επιχειρήσεις στόλου στις θάλασσες του Ιονίου και της Αδριατικής. Το 1572/3, ο Οθωμανός αρχιναύαρχος (Καπουδάν Πασάς), ο Κιλίτζ Αλή Πασάς κατασκεύασε το νεότερο φρούριο του Ναυαρίνου, στα νοτιοδυτικά του κόλπου της Πύλου, δίπλα στη σύγχρονη κωμόπολη, το οποίο ονομαζόταν ως Αναβαρίν-ι-Κεντίντ (Anavarin-i Cedid) ή Νέο Ναυαρίνο ή Νέοκαστρο ή Νιοκαστρο στα Ελληνικά), για να αντικαταστήσει το ξεπερασμένο φραγκικό κάστρο. Το Νέο Ναβαρίνο ή Νιόκαστρο ή Νεόκαστρο, δηλαδή η σημερινή Πύλος, οικοδομήθηκε σταδιακά γύρω από το καινούργιο κάστρο που έχτισαν οι Οθωμανοί, το 1573, για τον έλεγχο της νότιας εισόδου, στον όρμο του Ναυαρίνου. Το κάστρο ονομάστηκε Νεόκαστρο σε αντιδιαστολή με το Παλαιόκαστρο, το παλαιότερο φρούριο που έλεγχε τη βόρεια είσοδο του όρμου. Νεόκαστρο (Νιόκαστρο) υπήρξε και το αρχικό όνομα του νεότερου οικισμού. Το όνομα Πύλος αποδόθηκε στον σημερινό οικισμό μεταγενέστερα, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας.
1683-1715: Β΄ Ενετοκρατία
Οι Βενετοί επανακατέλαβαν ξανά το Ναβαρίνο, στη δεκαετία του 1650, κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Κρητικού Πολέμου (1645–1669). Το 1668, ο Οθωμανός χρονογράφος και περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή (Evliya Çelebi) στο βιβλίο του «Seyahatnâme», δηλαδή, «Βιβλίο των ταξιδιών» περιγράφει την πόλη ως εξής:
Το Anavarin-i Atik είναι ένα απαράμιλλο κάστρο ... το λιμάνι είναι ένα ασφαλές αγκυροβόλιο ...
στους περισσότερους δρόμους του Anavarin-i Cedid υπάρχουν πολλές πηγές τρεχούμενου νερού ... Η πόλη είναι διακοσμημένη με δέντρα και κληματαριές, έτσι ώστε ο ήλιος να μην χτυπάει στην αγορά, καθόλου, και όλοι οι ευγενείς της πόλης κάθονται εδώ, παίζοντας τάβλι, σκάκι, διάφορα είδη σχεδίων και άλλα επιτραπέζια παιχνίδια ....
Το 1685, κατά τα πρώτα στάδια του έκτου Βενετοτουρκικού πολέμου, γνωστού και ως Πολέμου του Μοριά (1684–1699), οι Βενετοί υπό τον Φραντσέσκο Μοροζίνι και τον Ότο Βίλχελμ φον Κένιξμαρκ εισέβαλαν στην Πελοπόννησο και κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της και κατέλαβαν προχωρώντας και τα δύο φρούρια του Ναυαρίνου. Με τη χερσόνησο σε ασφάλεια και υπό ενετικό έλεγχο, το Ναυαρίνου έγινε διοικητικό κέντρο στο νέο Βασίλειο του Μορέως. Η περιοχή του Ναβαρίνου την περίοδο της Δεύτερης Ενετοκρατίας (1683/84-1715), δηλαδή το χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715), κατά την οποία οι Βενετοί κατείχαν εκ νέου την Πελοπόννησο, μέσω της κτήσης τους (Stato da Mar), η οποία είναι γνωστή και ως Βασίλειο του Μορέως (1688-1715), αναφερόταν ως τερριτόριο ή επαρχία του Ναβαρίνου (Territorio di Navarin). Την εποχή της Β΄ Ενετοκρατίας και τα δυο χωριά, το ένα στο Παλαιόκαστρο και το άλλο στο Νιόκαστρο, αναφερόταν ως Ναυαρίνο ή Ναβαρίνο. Το Νέο Ναβαρίνο και το Παλαιό Ναβαρίνο (Navarin Novo, Navarin Vecchio και Borgo di Navarin) Ο οικισμός αναφέρεται επίσης σε διάφορες απογραφές των Βενετών Προνοητών της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, οι οποίες έγιναν στο χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715). Με βάση την ενετική απογραφή Corner του 1689, το Ναυαρίνο αναφέρεται ότι είχε 101 κατοίκους. Ολόκληρη η επαρχία του Ναβαρίνου (Territorio di Navarin), με βάση την ίδια απογραφή είχε συνολικά 1.413 κατοίκους, ενώ είκοσι χρόνια αργότερα, είχε ανέλθει σε 1.797 κατοίκους. Οι Βενετοί, οι οποίοι είχαν καταλάβει την Πελοπόννησο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τα πρώτα στάδια του πολέμου του Μορέως (1684-1699),ί προσπάθησαν με μεγάλη επιτυχία να αναπτύξουν την περιοχή του Μωριά, που είχε ερημωθεί από τον πόλεμο, και να αναζωογονήσουν τη γεωργία και την οικονομία της, αλλά δεν ήταν σε θέση να κερδίσουν την αφοσίωση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, ούτε να εξασφαλίσουν τη νέα τους κτήση στρατιωτικά. Έτσι, σύντομα η Πελοπόννησος ανακτήθηκε και πάλι από τους Οθωμανούς μετά από μια σύντομη εκστρατεία τους που έγινε μεταξύ του Ιουνίου και του Σεπτεμβρίου του 1715. Η περιοχή του Ναυαρίνου παρέμεινε βενετσιάνικη επαρχία, μέχρι το 1715, όταν οι Οθωμανοί ανάκτησαν την Πελοπόννησο, κατά τη διάρκεια του έβδομου Βενετοτουρκικού πολέμου ή Δεύτερου Πολέμου του Μοριά (1714–1718). Η Βενετική απογραφή του 1689 έδωσε στον πληθυσμό 1.413,
1715-1821: Β΄ Τουρκοκρατία
Για ένα περίπου αιώνα οι Τούρκοι κατείχαν και πάλι τον Μωριά, μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Η περιοχή του Ναυαρίνου και της Πυλίας μέχρι και την απελευθέρωσή της το 1821, έγινε και πάλι καζάς, ο Καζάς του Ναβαρίνου, δηλαδή μια από τις 24 επαρχίες του Πασαλικίο