Πληροφορίες
Στην Ελλάδα, ο όρος Λευκή Τρομοκρατία αναφέρεται στις διώξεις και τη βία που ξέσπασε στο χρονικό διάστημα μεταξύ της Συμφωνίας της Βάρκιζας και των βουλευτικών εκλογών του 1946.
Ιστορικό
Η πολιτική κατάσταση στη μεταδεκεμβριανή Ελλάδα
Ένα μήνα μετά τη λήξη των Δεκεμβριανών, στις 12 Φεβρουαρίου 1945 υπεγράφη η συμφωνία της Βάρκιζας μεταξύ του ΕΑΜ και της κυβέρνησης Πλαστήρα, η οποία σηματοδότησε τη λήξη των εμφύλιων συγκρούσεων που είχαν αρχίσει από την περίοδο της κατοχής. Η συμφωνία προέβλεπε την άρση του στρατιωτικού νόμου, την απελευθέρωση των ομήρων, την αποστράτευση των ανταρτών, την κατοχύρωση των συνταγματικών ελευθεριών την διεξαγωγή εκλογών και δημοψηφίσματος για το πολιτειακό. Πάραυτα, ορισμένα άρθρα (3,7,8) τα οποία αφορούσαν τη συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις και πολιτικά εγκλήματα ήταν ασαφή με αποτέλεσμα να αποτελέσουν την αφορμή για νέες διώξεις. Ενώ η συμφωνία αποτελούσε θεωρητικά σημείο αναφοράς και ειρηνευτικό συμβιβασμό, επί της ουσίας αντικατόπτριζε τις αλλαγές στον συσχετισμό δυνάμεων οι οποίες είχαν λάβει χώρα το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Η οικονομική κρίση συνδυαζόταν με έντονη πολιτική αστάθεια, κατά βάση λόγω της ανικανότητας συνεργασίας μεταξύ της βενιζελικής παράταξης και της Δεξιάς. Η έντονη πολιτική πόλωση που είχε δημιουργηθεί από τα Δεκεμβριανά, δε μπορούσε να εξαλειφθεί απο τους βενιζελικούς πολιτικούς, οι οποίοι προσπάθησαν να ανασυγκροτηθούν ως Κέντρο. Η Δεξιά, η βάση της οποίας ήταν το Λαϊκό Κόμμα, συσπειρώθηκε γύρω από το Βασιλιά Γεώργιο, και ανασυγκροτήθηκε χρησιμοποιώντας ως αφετηρία τον επεκτατικό εθνικισμό και τον αντικομμουνισμό. Η στήριξη στο Λαϊκό κόμμα, προερχόταν από ένα δίκτυο προσωπικοτήτων στο οποία συμπεριλαμβάνονταν πανεπιστημιακοί καθηγητές, υψηλόβαθμα στελέχη του κλήρου, επιχειρηματιές και συνδικαλιστές, καθώς και απο πολυάριθμες φιλομοναρχικές οργανώσεις. Αποκτώντας τα χαρακτηριστικά ενός ακροδεξιού κινήματος, οργανώσεις όπως η Οργάνωση «Χ», η «Βασιλική Εθνική Νεολαία, η Πανελλήνια Αντικομμουνιστική Οργάνωση Νέων και η Ένωση Βασιλοφρόνων Εθνικιστών Νέων κινητοποιούσαν μία μερίδα της νεολαίας.
Η Λευκή Τρομοκρατία
Σε πρώτο στάδιο η κυβέρνηση προέβη σε μαζική εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από άτομα που είχαν συμμετέχει στην αντίσταση μέσω των εαμικών οργανώσεων. Η εθνοφυλακή, η οποία θεωρητικά θα αποτελούσε έναν υπερκομματικό σχηματισμό που θα είχε ως στόχο την εφαρμογή της συνθήκης της Βάρκιζας, μετατράπηκε σταδιακά σε ένα σώμα αποτελούμενο αποκλειστικά από φιλομοναρχικά στελέχη καθώς όσοι είχαν συμμετάσχει στις εαμικές οργανώσεις ή ήταν φίλα προσκείμενοι σε αυτές, εξαιρούνταν από την στρατολογία. Ταυτόχρονα, χιλιάδες παραπέμφθηκαν στη δικαιοσύνη και φυλακίστηκαν για αδικήματα που είχαν διαπράξει επί κατοχής λόγω της αντιστασιακής τους δράσης. Στον αντίποδα, όσοι κατηγορούνταν για συνεργασία με τις αρχές κατοχής, είτε δε διώκονταν είτε τους επιβάλλονταν χαμηλές ποινές. Στη συνέχεια ξεκίνησε ο βίαιος διωγμός των αριστερών, μέσα από ένα δίκτυο παραστρατιωτικών οργανώσεων το οποίο συνεπικουρούνταν από αστυνομικούς, δικαστικούς και στρατιωτικούς σε πανελλαδικό επίπεδο. Η μεγαλύτερη οργάνωση, ήταν η «X» η οποία γνώρισε έντονη μαζικοποίηση μετά την απελευθέρωση. Οι οργανώσεις αυτές στελεχώνονταν από άτομα που είχαν υποφέρει από την Αριστερά κατά την κατοχή, μέλη οργανώσεων που διαλύθηκαν απο τον ΕΛΑΣ, πρώην δοσίλογους, καιροσκόπους, και πρώην αριστερούς που επιδίωκαν να δείξουν νομιμοφροσύνη στο νέο καθεστώς. Μέσα από εκτελέσεις, βασανισμούς, δημόσιους εξευτελισμούς και βιασμούς γυναικών, επιδιωκόταν η ποινικοποίηση της εαμικής αντίστασης και η αποκοπή των συμμετεχόντων σε αυτή από τον εθνικό κορμό, οι οποίοι αντιμετωπίζονταν όχι ως αντιστασιακοί αλλά ως κοινοί εγκληματίες, χειρότεροι και από τους κατακτητές. Η βία εντάθηκε την περίοδο των εκλογών, προκειμένου να αποτραπεί η αποχή των εκλογέων και να διαμορφωθούν τα αποτελέσματα υπέρ της δεξιάς, καθώς και την περίοδο του δημοψηφίσματος για να αποφευχθεί η συμμετοχή των αντιμοναρχικών. Τα περιφερειακά γραφεία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ καταστράφηκαν, όπως και οι εαμικές εφημερίδες εκτός Αθηνών. Οι συνθήκες έντονης ανασφάλειας και τρομοκρατίας που δημιουργήθηκαν, οδήγησαν σε ένα νέο κύμα εσωτερικής μετανάστευσης από την ύπαιθρο στις πόλεις, όπου άνθρωποι κατέφευγαν για μεγαλύτερη ασφάλεια. Στις 3 Ιουνίου 1945, μία ομάδα κεντρώων πολιτικών αποτελούμενη από τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, τον Γεώργιο Καφαντάρη, τον Νικόλαο Πλαστήρα, τον Εμμανουήλ Τσουδερό και τον Αλέξανδρο Μυλωνά, επισκέφτηκαν τον πρωθυπουργό Πέτρο Βούλγαρη, αιτούμενοι την αναδιοργάνωση της χωροφυλακής και τον τερματισμό της τρομοκρατίας, ενώ παράλληλα έβγαλαν κοινή ανακοίνωση όπου καταδίκαζαν τη μεταδεκεμβριανή βία. Χαρακτηριστικό σημείο της Λευκής Τρομοκρατίας, αποτελεί η βεβήλωση του πτώματος του Άρη Βελουχιώτη και του συναγωνιστή του, Τζαβέλλα, τα κεφάλια των οποίων κρεμάστηκαν στη κεντρική πλατεία των Τρικάλων, το καλοκαίρι του 1945.