Πληροφορίες
Η Πτελεός ή ο Πτελεός ή το Πτελεό ή το Φτελιό είναι χωριό του Νομού Μαγνησίας, που ανήκει στο Δήμο Αλμυρού. Βρίσκεται στους πρόποδες της νότιας πλευράς του όρους Χλωμός, που είναι μέρος της Όθρυος. Τρεις οικιστικές εγκαταστάσεις με το όνομα Πτελεός υπήρξαν στην περιοχή. Αυτές είναι α΄) ο οικισμός στο λόφο «Γρίτσα» (από το Γκορίτσα = μικρό βουνό) που κατοικήθηκε από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι το 500 π.Χ. β΄) ο οικισμός στο «Παλιοχώρι» στην περιοχή του Βενετικού κάστρου που κατοικήθηκε περίπου από το 500 π.Χ. μέχρι το 1470 και γ΄) η σημερινή θέση του χωριού.
Ιστορία
Προϊστορία
Στα Ομηρικά έπη και συγκεκριμένα στην Ιλιάδα αναφέρεται η προϊστορική Πτελεός, ως μία από τις πόλεις που συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο. Οι κάτοικοι της περιοχής αποκαλούνταν Φθιώτες Αχαιοί, προς διάκριση από τους Αχαιούς που κατοικούσαν στην Πελοπόννησο, καθώς το όνομα Αχαιός αναφέρεται στη φυλή . Οι Αχαϊκές πόλεις της Φθιώτιδας αποτελούσαν είδος συμπολιτείας, που η κάθε μια είχε τους δικούς της άρχοντες. Αυτοί μάλιστα, οι Φθίοι, που κατοικούσαν την Πτελεόν, την Φυλάκη, την Πύρασο, την Ίτωνα και τον Αντρώνα, υπό την ηγεσία του Πρωτεσίλαου, με 40 πλοία συμμετείχαν στην εκστρατεία της Τροίας. Εκεί, ο άτυχος Πρωτεσίλαος, ο πρώτιστος των ηρώων, που αποβιβάστηκε πηδώντας στη στεριά, σκοτώθηκε από έναν Δάρδανο .
Κλασική εποχή
Αρχαιολογικά ευρήματα συνηγορούν ότι την κλασική εποχή αλλά και μέχρι το 1470 οι Πτελεάτες κατοικούσαν στη θέση «Παλιοχώρι» στην περιοχή του λόφου του «Βενετσιάνικου κάστρου». Στα πρώτα ιστορικά χρόνια οι Φθιώτες Αχαιοί ευρίσκονταν υπό την επικυριαρχία των Θεσσαλών μέχρι του 443 π.Χ., και όπως είναι γνωστό οι Θεσσαλοί, όπως και οι Μακεδόνες «εμήδισαν», δηλαδή συνθηκολόγησαν με τους Πέρσες και δεν έλαβαν μέρος στους Περσικούς πολέμους. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου οι Θεσσαλοί ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων. Έτσι όταν το 421 π.Χ. οι Αθηναίοι συνομολόγησαν με τους Λακεδαιμονίους την ονομασθείσα «Νικίειον ειρήνη» , υπήρχε διάταξη κατά την οποία οι Αθηναίοι όφειλαν μεταξύ άλλων να «αποδώσουν εις τους Λακεδαιμονίους Πτελεόν και Αταλάντην». Ως εκ τούτου, τα επόμενα 50 χρόνια η Αχαϊκή Φθιώτιδα έζησε υπό την επιρροή των Λακεδαιμονίων ή σε κατάσταση ουδετερότητας μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών, ενώ ακολούθησε μια εικοσαετία υπό την κυριαρχία του Θηβαίου στρατηγού Πελοπίδα, που κατέλαβε την περιοχή. Το 352 π.Χ. ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας, μαζί με όλες τις Θεσσαλικές πόλεις κυρίευσε τις Φερές, καθώς και τα λιμάνια των Παγασών και του Πτελεού . Έκτοτε και για πολλά χρόνια η περιοχή βρέθηκε υπό την κυριαρχία των Μακεδόνων. Ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε το 323 π.Χ., που σηματοδοτεί την έναρξη της Ελληνιστικής εποχής και τις διαμάχες των επιγόνων.
Ελληνιστική εποχή
Η Ελληνιστική εποχή χαρακτηρίζεται από τις διαμάχες των επιγόνων του Μ. Αλεξάνδρου. Ο Αντίπατρος είχε ορισθεί αυτοκράτορας της Μακεδονίας και όλου του Ελληνικού χώρου, αλλά ο γιος του ο Κάσσανδρος, μη αποδεχόμενος το γεγονός ότι ο πατέρας του δεν όρισε αυτόν επιμελητή αυτοκράτορα, αλλά τον Πολυπέρχοντα, δραπέτευσε και πήγε στον ισχυρό ηγεμόνα της Μεγάλης Φρυγίας, τον Αντίγονο. Από τον Αντίγονο το 318 π.Χ. ο Κάσσανδρος έλαβε στρατό και στόλο, μετέβη στην Αθήνα, και αφού συνθηκολόγησε με τους Αθηναίους, στη συνέχεια κυρίευσε τη Μακεδονία και ακολούθως τη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα. Όταν ο γιος του Πολυπέρχοντα αποτάθηκε στον Αντίγονο για να συνεννοηθεί εκ μέρους του πατέρα του, ο Αντίγονος μεταστράφηκε κατά του Κασσάνδρου. Το 311 π.Χ. συνομολόγησαν ειρήνη την οποία ο Κάσσανδρος δεν εφήρμοσε. Ο Αντίγονος τότε εξαπέστειλε εναντίον του τον γιό του Δημήτριο, τον επονομασθέντα Πολιορκητή. Το 302 π.Χ., σε μία φάση του μεταξύ τους πολέμου, που ο Κάσσανδρος είχε καταλάβει τις Θερμοπύλες και ο Δημήτριος με το στόλο του βρισκόταν στη Χαλκίδα, ο τελευταίος κυρίευσε την Κρεμαστή Λάρισα , ενώ για να εξασφαλίσει την παράλια οδό προς τα ενδότερα της Θεσσαλίας κυρίευσε και την Αντρώνα και το Πτελεόν. Ο πόλεμος μεταξύ Κασσάνδρου και Δημητρίου έληξε όταν συνομολόγησαν ειρήνη, μετά από την οποία ο Δημήτριος αποχώρησε, ενώ ο Κάσσανδρος επανέκτησε, για μερικά χρόνια, όλη τη Θεσσαλία. Τελικά όμως το 294 π.Χ., ο Δημήτριος ο Πολιορκητής ανακηρύχθηκε από το μακεδονικό στρατό βασιλεύς των Μακεδόνων. Αυτός για να αποκτήσει πρωτεύουσα στο κέντρο της επικράτειάς του, ίδρυσε την Δημητριάδα στο μυχό του Παγασητικού κόλπου. Ο ίδιος το 287 π.Χ. έφυγε για τη Μικρά Ασία για να πολεμήσει τον Λυσίμαχο, αφήνοντας ως τοποτηρητή τον γιό του Αντίγονο Γονατά. Στη Μικρά Ασία ο Δημήτριος ο Πολιορκητής πέθανε, ενώ ο Αντίγονος Γονατάς βασίλεψε στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία για περισσότερα από 40 χρόνια, στα οποία αντιμετώπισε τόσο την εισβολή του Πύρρου, όσο και των Γαλατών. Τα στρατεύματα αμφοτέρων κατεβαίνοντας από το βορρά έφθασαν μέχρι το Πτελεό στα χρόνια του Αντίγονου Γονατά, που παρόλα αυτά κατάφερε να διατηρήσει τη Μακεδονική κυριαρχία στην περιοχή. Όμως, οι δύο τελευταίες δεκαετίες του 3ου π.Χ. αιώνα (220-200 π.Χ.), η εικόνα του ελληνιστικού κόσμου αλλάζει με την εμφάνιση των Ρωμαίων, τους οποίους αρχικά κάλεσαν οι Αιτωλοί, που είχαν δημιουργήσει την Αιτωλική Συμπολιτεία και ήθελαν να εκδιώξουν τους Μακεδόνες από τη Θεσσαλία. Ο εγγονός του Αντίγονου Γονατά, ο Φίλιππος ο Ε΄ διεξήγαγε δύο Μακεδονικούς πολέμους αμυνόμενος έναντι των Ρωμαίων των οποίων ηγείτο ο Φλαμινίνος, αλλά τελικά νικήθηκε το 197 π.Χ. στις Κυνός Κεφαλές και αναγκάσθηκε να παραδώσει τις Φθιώτιδες Θήβες στους συμμάχους των Ρωμαίων τους Αιτωλούς, γεγονός που δεν κράτησε παρά ελάχιστα χρόνια. Η αρχική πολιτική των Ρωμαίων ήταν να αφήσουν τους Έλληνες των πόλεων που κατέλαβαν ελεύθερους, αφρούρητους και αφορολόγητους μεταξύ των οποίων και τους Αχαιούς της Φθιώτιδος και τους κατοίκους της Δημητριάδας, όπου όμως οι Ρωμαίοι εγκατέστησαν φρουρά. Καθώς όμως οι Ρωμαίοι εδραιώνονταν στην Εύβοια και στη Θεσσαλία, οι Αιτωλοί, το 192 π.Χ., κάλεσαν τον βασιλέα της Συρίας Αντίοχο τον Μέγα για να διώξουν τους Ρωμαίους από την Ελλάδα. Ο Αντίοχος με πολύ στρατό κυρίευσε την Εύβοια και αποβιβάστηκε στον Πτελεό. Αντί όμως να συμμαχήσει με τους Μακεδόνες πρότεινε αξιώσεις για το θρόνο της Μακεδονίας. Αυτό έστρεψε τον Φίλιππο τον Ε΄ να συνταχθεί με τους Ρωμαίους και την επόμενη χρονιά, το 191 π.Χ., μαζί με τον ύπατο Γλαβρίωνα κατατρόπωσαν τον Αντίοχο, που επέστρεψε στην Ασία, και έτσι οι Ρωμαίοι κατάκτησαν οριστικά τη Θεσσαλία. Στο Φίλιππο οι Ρωμαίοι παραχώρησαν την περιοχή του Αλμυρού, του Πτελεού και της Κρεμαστής Λάρισας, στα παράλια του διαύλου των Ωρεών, τα οποία όμως το 185 π.Χ. τον υποχρέωσαν να εκκενώσει και να περιοριστεί μόνο στα όρια της Μακεδονίας.
Ρωμαιοκρατία
Όταν, λίγα χρόνια αργότερα, το 172 π.Χ. ο βασιλιάς της Περγάμου, Ευμένης ο Β΄ πήγε στη Ρώμη για να παρακινήσει τους Ρωμαίους εναντίον του Περσέα, γιου του Φιλίππου του Ε΄, οι Ρωμαίοι δέχτηκαν την πρόταση και οργανώθηκαν για τρίτο Μακεδονικό πόλεμο. Όρισαν μάλιστα αρχηγό έναν νέο ύπατο τον Πόπλιο Λικίνιο Κράσσο. Αυτός αποβιβάστηκε στην Ιλλυρία, έδωσε μάχες με τον Περσέα, ο οποίος υποχρεώθηκε να υποχωρήσει στα βόρεια ορεινά εδάφη της Μακεδονίας, ενώ ο Πόπλιος Λικίνιος Κράσσος κυρίευσε πόλεις της Θεσσαλίας και κατέστρεψε δύο φορές το Πτελεό το 174 και το 171 π.Χ., τη δεύτερη φορά μάλιστα «εκ θεμελίων», για να τιμωρηθούν οι κάτοικοι που είχαν ταχθεί υπέρ του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα. Όσοι εκ των κατοίκων του Πτελεού επέζησαν τότε, αναγκάσθηκαν να διασκορπιστούν σε γειτονικούς οικισμούς. Ο τρίτος Μακεδονικός πόλεμος έληξε το 168 π.Χ. στην Πύδνα με την ήττα του Περσέα, τελευταίου της δυναστείας των Αντιγονιδών, από τον Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο. Έτσι το Πτελεό έζησε τη Ρωμαιοκρατία ως ένα χωριό που αναγκάστηκε να ξαναχτιστεί από τα θεμέλια και με κατεστραμμένο λιμάνι. Δύο αιώνες αργότερα, από εκεί ίσως να πέρασαν και οι μαθητές του Αποστόλου Παύλου που διέδιδαν τον Χριστιανισμό.
Βενετοκρατία
Στα Βυζαντινά χρόνια, οι Βενετοί κατείχαν το λιμάνι του Πτελεού για 500 περίπου χρόνια, από τον 10ο έως τον 15ο αιώνα, χρόνια στα οποία πολλά γεγονότα συνέβησαν στον ελλαδικό χώρο. Έτσι στη διάρκεια της Βενετοκρατίας, και συγκεκριμένα μετά το 1204, που οι σταυροφόροι της 4ης σταυροφορίας κατέλυσαν το Βυζαντινό κράτος, αυτό μοιράσθηκε με συμφωνία μεταξύ των κατακτητών. Η συμφωνία αυτή αναφέρεται ως «partition Romaniae». Στην κατανομή το Πτελεό παραχωρήθηκε στο τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών, που με την υποστήριξη των αδελφών Κανόσα, κυβερνητών των Φθιώτιδων Θηβών, επέκτειναν την κυριαρχία τους μέχρι και τα κτήματα της περιοχής του Γαρδικίου (σημερινής Πελασγίας). Φαίνεται ότι, μετά τη συμφωνία αυτή, το λιμάνι το εκμεταλλεύονταν οι Βενετοί και τα κτήματα οι Ιωαννίτες Ιππότες, οι οποίοι όμως το 1218 πρέπει να αποχώρησαν, καθώς με απόφαση του Θεοδώρου Α΄ η περιοχή προσαρτήθηκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, ενώ το 1259 εμφανίζεται να ανήκει στο Βυζάντιο και μάλιστα στο Δουκάτο των Νέων Πατρών (Υπάτης). Με την εισβολή των Καταλανών το 1312, το Δουκάτο αυτό έπεσε στα χέρια των εισβολέων, αλλά ο αρχηγός των Καταλανών συμφώνησε για την παραχώρηση του Πτελεού στους Βενετούς. Σε συνθήκη παραχώρησης από τους Καταλανούς προς τους Βενετούς η παραχωρηθείσα περιοχή αναφέρεται ως Nicopolita και περιλαμβάνει εκτός από το Πτελεό, το σημερινό Αχίλλειο μέχρι και τις ακτές της Γλύφας. Το 1349, όταν πέθανε ο άρχοντας της Θεσσαλίας και Ηπείρου Ιωάννης Άγγελος Πιγκέρνης, τις επαρχίες αυτές κατέλαβε ο Σλάβος ηγεμόνας Στέφανος Δουσάν, εκτός όμως των περιοχών που κατείχαν οι Καταλανοί και τις περιοχές που κατείχαν οι Βενετοί, όπως το Πτελεό. Ο θάνατος του Δουσάν άνοιξε το δρόμο στους Οθωμανούς κατακτητές. Οι Βενετοί παρέμειναν στο Πτελεό μέχρι το 1470. Τον Ιούλιο του 1470 οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά των Βενετικών κτήσεων. Παρά τη γενναία άμυνα του διοικητού του Πτελεού Μαρίνου Πασπαλίγκου, ο οποίος έπεσε μαχόμενος, τελικά οι αμυνόμενοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Η περιοχή αυτή υπήρξε το τελευταίο χριστιανικό οχυρό στην ηπειρωτική Ελλάδα, καθώς παρέμεινε στα χέρια των Βενετών 17 χρόνια μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης και κατελήφθη από τους Οθωμανούς τρεις μέρες μετά την πτώση της Χαλκίδας .
Τουρκοκρατία
Η Τουρκοκρατία στο Πτελεό κράτησε 360 χρόνια, από το 1470 μέχρι το 1830. Οι κατακτητές εξόντωσαν τον Ιταλικό πληθυσμό αλλά τιμώρησαν σκληρά και τους ντόπιους κατοίκους γιατί συμπαραστάθηκαν στους Βενετούς, σκοτώνοντας τους περισσότερους. Ο Απόστολος Παπαδόπουλος παραθέτει στοιχεία προφορικής ιστορίας που ενισχύουν την άποψη ότι τα γυναικόπαιδα και πολλούς από τους επιζήσαντες από το Πτελεό, όπως και από τη Χαλκίδα και το Γαρδίκι οι Τούρκοι τους μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη, όπου αυτοί εγκαταστάθηκαν στο Φανάρι . Όσοι όμως από τους κατοίκους βρίσκονταν σε άλλες τοποθεσίες και διασώθηκαν άρχισαν να συγκεντρώνονται και να χτίζουν το Πτελεό στη σημερινή του θέση. Καθώς οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν κτίσιμο εκκλησιών σε κεντρικά χωριά, όπου ζούσαν και οι ίδιοι, οι εκκλησίες του χωριού κτίστηκαν σε περιφερικές τοποθεσίες, όπως στην «Παναγιά» (στην παραλία του Πτελεού), στη Γάβριανη (κοντά στη Βρύναινα της Όθρυς), στη Χαμάκω (τον Άγιο Νικόλαο) και στα μοναστήρια, όπως στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου και στη Λάκα Παναγιά (στο σημερινό Αχίλλειο). Το 1617 με αυξημένο πληθυσμό και πολλές εκκλησίες εμφανίζεται να υπάρχει «Επισκοπή Ζητουνίου και Πτελεού». Ανεξάρτητα από τους άγνωστους λόγους που προκάλεσαν τη δημιουργία της επισκοπής αυτής, αυτή προήχθη αλλά και αναιρέθηκε σε εποχές που το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως λειτουργούσε δεχόμενο ποικίλες πιέσεις. Όταν όμως το Δεκέμβριο του 1809 ο Άγγλος περιηγητής Λήκ (W.M. Leake), επισκέφτηκε το Πτελεό αυτός αναφέρεται στα ερείπια της μεσαιωνικής πόλης στο κάστρο, στη φτώχια των κατοίκων, στα χρέη τους από τη φορολογία, αλλά και στους κλέφτες της Όθρυος. Στις αρχές του 1600 κάτοικοι της Μαγνησίας και ανάμεσα τους και κάτοικοι του Πτελεού κυνηγημένοι από τους Τούρκους καταφεύγουν προς τα Μικρασιατικά παράλια. Ναυαγούν όμως έξω από το νησί των Ψαρών όπου και εγκαθίστανται. Εκεί υπάρχει μέχρι σήμερα περιοχή Φτελιό.
Το Πτελεό στο Ελληνικό κράτος
Όταν δημιουργήθηκε το πρώτο Ελληνικό κράτος το 1831, και με την οριστικοποίηση των συνόρων τα επόμενα χρόνια, το Πτελεό, η γειτονική Σούρπη, η μετέπειτα Αμαλιάπολη και οι περιοχές της δεξιάς όχθης του χείμαρρου που αναφέρεται ως Σαλαμπριάς (Σουρπιώτικος) εντάχθηκαν στην ελληνική επικράτεια, ενώ τα χωριά της αριστερής όχθης, όπως η Αγία Τριάδα, η Βρύναινα και το μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς βρέθηκαν στην τουρκική επικράτεια. Έτσι το Πτελεό βρέθηκε στην παραμεθόριο περιοχή για πενήντα χρόνια, μέχρι την ενσωμάτωση της υπόλοιπης Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881. Στα χρόνια αυτά στη Στερεά Ελλάδα έδρασαν πολλές ληστοσυμμορίες. Πολλές από αυτές έβρισκαν καταφύγια στις Τουρκικές περιοχές από την άλλη πλευρά των συνόρων έχοντας την υποστήριξη των Τούρκων αξιωματούχων ή δωροδοκώντας τους, ως επί το πλείστον Αλβανούς, φρουρούς των συνόρων. Κάποιες συμμορίες δρούσαν και ως «επαναστατικά σώματα» με υποτιθέμενο σκοπό την απελευθέρωση των υπόδουλων γειτονικών περιοχών, αλλά με επιπολαιότητα, χωρίς πολιτικό σχεδιασμό και χωρίς καμία συνεννόηση με κρατικούς φορείς. Στην περιοχή του Πτελεού το σημαντικότερο από αυτά τα σώματα ήταν του πτελεάτη Ιωάννη Βελέντζα, ο οποίος είχε υπηρετήσει την επανάσταση του 1821, αλλά έδρασε στο αντικαποδιστριακό στρατόπεδο και αργότερα κατά του Όθωνα, εκλέχτηκε πληρεξούσιος Φθιώτιδος σε Εθνοσυνέλευση και τέλος πειθανάγκασε κατοίκους της Χαμάκου και των Αγίων Θεοδώρων να μετοικίσουν στη θέση Τραχήλι όπου δημιούργησε και δικό του χωριό το Αχίλλειο (με Β.Δ. της 3/9/ 1841), το οποίο όμως εγκαταλείφτηκε το 1862 για κλιματικούς λόγους . Στον αγώνα κατά των ληστών, τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, συνέβαλε ένας δήμαρχος των Πτελεατών ο Γενναίος Σκούρας, ο οποίος σε συνεννόηση με τον Τούρκο διοικητή Θεσσαλίας συγκρότησαν μικτά αποσπάσματα Ελλήνων και Τούρκων που έλεγχαν την περιοχή. Μάλιστα περί το 1874, κάποιοι ληστές παραδόθηκαν στις τουρκικές αρχές με την υπόσχεση ότι θα αμνηστεύονταν, αλλά ο τούρκος στρατιωτικός διοικητής του Αλμυρού δεν τήρησε την υπόσχεσή του και διέταξε να θανατωθούν . Αυτά έληξαν μετά το 1881, με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Στον καταστροφικό για την Ελλάδα πόλεμο του 1897, οι κάτοικοι του Πτελεού και των χωριών της περιφέρειάς του, όταν έμαθαν την ήττα του ελληνικού στρατού και την προέλαση του τουρκικού, φοβήθηκαν και εγκατέλειψαν το χωριό. Πέρασαν στη Βόρεια Εύβοια ή έμειναν στον Άγιο Δημήτριο, απέναντι από τις ακτές της Εύβοιας, αφήνοντας στο χωριό μόνο 4-5 άνδρες, ως φύλακες των σπιτιών τους. Επέστρεψαν βέβαια μετά τη συνθηκολόγηση. Ήδη από το 1881 είχε δημιουργηθεί στους κατοίκους η επιθυμία για την ένταξη της περιοχής σε ενιαία διοίκηση γύρω από τον Παγασητικό κόλπο, καθώς ακόμη και τότε η συγκοινωνία γινόταν κυρίως με καΐκια. Η επιθυμία αυτή ολοκληρώθηκε με δημοσίευση νόμου το 1911, με τον οποίο η περιοχή εντάχτηκε στην επαρχία Αλμυρού.