Πληροφορίες
Η Δράκεια είναι χωριό του δήμου Βόλου, στη Θεσσαλία. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει 381 κατοίκους. Είναι κτισμένη σε υψόμετρο 500 m, στις πλαγιές του Πηλίου, 17 χιλιόμετρα ανατολικά από τον Βόλο. Έχει χαρακτηριστεί ως παραδοσιακός. Στην τοπική κοινότητα Δράκειας υπάγεται ο οικισμός Χάνια, όπου βρίσκεται το χιονοδρομικό κέντρο Πηλίου.
Ετυμολογία
Υπάρχουν αρκετές ερμηνείες για την προέλευση του ονόματος. Σύμφωνα με την εκδοχή που υποστηρίζει ο Ζ. Κυρτσώνης, πήρε το όνομά του από τον πρώτο οικιστή του χωριού, τον Δράκο. Ο Αν. Γρίβας υποστηρίζει ότι το όνομα προέρχεται από κάποιο μυθολογικό δράκο ο οποίος ζούσε στην περιοχή. Μια τρίτη εκδοχή αναφέρει ότι προέρχεται από τη λέξη δραξ, που σημαίνει χούφτα χεριού, ως αναφορά στον τόπο που είναι κτισμένο το χωριό. Άλλες εκδοχές αναφέρουν ότι το όνομα έχει σλαβική προέλευση. Σύμφωνα με μια άποψη, προέρχεται από τη λέξη drag που σημαίνει όμορφη περιοχή, ή draka, η οποία αναφέρεται σε χαμηλά αγκαθωτά φυτά, το παλιούρι.
Ιστορία
Το χωριό ιδρύθηκε στα μέσα του 15ου αιώνα ή στις αρχές του 16ου. Οι περισσότερες οικογένειες προέρχονταν από την Ήπειρο. Η παλαιότερη μνεία του οικισμού γίνεται τον 16ο αιώνα. Αναφέρεται σε έγγραφο το οποίο κατατέθηκε στο Μεγάλο Μετέωρο ανάμεσα στο 1520 και στο 1640. Επίσης, αναφέρεται σε έγγραφο δωρεάς προς τον Πανάγιο Τάφο το 1658. Το 1614 στο χωριό έμεναν 147 οικογένειες. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνταν με την καλλιέργεια ελιών και μήλων, την ξυλεία, ενώ στις αρχές του 18ου αιώνα αναπτύχθηκε το εμπόριο και τη βιοτεχνία μεταξιού. Από το 1770 άρχισε να λειτουργεί στη Δράκεια σχολείο με χρηματοδότηση από τον Δρακειώτη Ιωάννη Γεωργιάδη, ο οποίος είχε μεταναστεύσει στη Ρουμανία και είχε πλουτίσει από το εμπόριο ξυλείας. Στο χωριό υπήρχαν νερόμυλοι. Η Δράκεια αναφέρεται στη Γεωγραφία Νεωτερική, του Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά, το 1791, όπου περιγράφεται ως μεγάλο χωριό με μέχρι 600 σπίτια, τα περισσότερα όμορφα και μεγάλα και προξενούν, κατάφυτο από καρποφόρα δέντρα κατάρρυτο από νερά. Τον 19ο αιώνα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα χωριά του Πηλίου. Το 1860 είχε περίπου 2.500 κατοίκους και ήταν το τέταρτο μεγαλύτερο χωριό του νομού πληθυσμιακά, μετά τον Αλμυρού, τη Μακρινίτσα και τη Ζαγορά. Ο πληθυσμός της το 1882 είχε ανέβει στους 2.637 κατοίκους. Το 1901 είχε τριτάξιο ελληνικό σχολείο, δημοτικό σχολείο αρρένων και θηλέων. Η Αγριά ήταν το επίνειό της. Στις 18 Δεκεμβρίου 1943, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στρατιώτες των SS προχώρησαν στην μαζική εκτέλεση 109 ανδρών από το χωριό και 6 επισκεπτών από άλλα χωριά της περιοχής. Η επιχείρηση αυτή ήταν μέρος των αντιποίνων των Ναζί κατά των ανταρτών στην κατεχόμενη Ελλάδα. Το χωριό της Δράκειας έχει χαρακτηριστεί ως μαρτυρικό. Το 1955, τα αρχοντικά του χωριού καταστράφηκαν από σεισμούς.
Δημογραφική εξέλιξη
Ο ακόλουθος πίνακας περιλαμβάνει τη δημογραφική εξέλιξη του οικισμού:
Αξιοθέατα
Ολόκληρο το χωριό έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. Αρχικά χαρακτηρίστηκε ιστορική μνημείο η κεντρική πλατεία και τα οικήματα της οδού προς το Αρχοντικό Τριανταφύλλου. Το αρχοντικό Τριανταφύλλου είναι για τριώροφο πυργόσπιτο με ελάχιστα μικρά σιδερόφρακτα παράθυρα στο ισόγειο που πληθαίνουν σταδιακά στους ορόφους. Έχει κάτοψη σε σχήμα Γ, και ο τρίτος όροφος στη νότια και τη δυτική πλευρά προβάλλει τμηματικά, δημιουργώντας τα κλασσικά σαχνισιά τα οποία στηρίζονται σε ξύλινα δοκάρια και αντηρίδες και είναι διάτρητα από παράθυρα και φεγγίτες. Η είσοδος είναι στη νότια πλευρά και οδηγεί στη μεγάλη σάλα δίπλα από την οποία είναι ένα χειμερινό δωμάτιο και το κλιμακοστάσιο. Στον πρώτο όροφο ήταν η χειμερινή διαμονή της οικογένειας και εκεί υπάρχουν τζάκια και βοηθητικοί χώροι. Στον δεύτερο όροφο, όπου ήταν η καλοκαιρινή διαμονή υπάρχει η μεγάλη σάλα ("δοξάτο") πλούσια διακοσμημένη με τοιχογραφίες (από τις οποίες σήμερα σώζονται λίγες μόνο), και πίσω από αυτήν ο καλός οντάς ο οποίος ήταν επίσης διακοσμημένος με τοιχογραφίες που δε σώζονται πια. Αξιόλογη είναι η ξυλογλυπτική επιζωγραφισμένη οροφή του καλού οντά. Στο τοξωτό υπέρθυρο της αυλόπορτας υπάρχει λιθανάγλυφη επιγραφή με τη χρονολογία "1839 Φεβρουαρίου 19" που πιθανόν να είναι η χρονολογία κατασκευής του κτιρίου. Έχει χαρακτηριστεί ως έργο τέχνης. Επίσης έργο τέχνης έχει χαρακτηριστεί το αρχοντικό Στεργίου. Αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής. Είναι διώροφο με ελάχιστα μικρά ανοίγματα στο ισόγειο και με τον όροφο να προβάλλει τμηματικά, δημιουργώντας τα κλασσικά σαχνισιά που είναι διάτρητα από ανοίγματα. Έχει σχεδόν τετράγωνη κάτοψη και διαιρείται στα δύο από το μεσότοιχο που διατρέχει όλο το ύψος του αρχοντικού. Η είσοδος βρίσκεται στη νότια όψη και οδηγεί στο μεγάλο πλακόστρωτο χώρο της υποδοχής με τη σκάλα για τον όροφο δεξιά και το "χειμωνιάτικο" αριστερά. Ανεβαίνοντας κανείς τη σκάλα φτάνει στη σάλα του πάνω ορόφου "δοξάτο" με την "κρεβάτα" στην πλευρά του δυτικού σαχνισιού και το "μιντέρι" στην μεσημβρινή πλευρά, κάτω από τα μεσαία παράθυρα. Το ανατολικό σαχνισί είναι ξέχωρο σε ψηλότερο επίπεδο από το "δοξάτο" και έχει ένα παράθυρο στο νοτιά με ένα φεγγίτη ψηλά. Το πίσω μέρος του πάνω ορόφου έχει δύο δωμάτια ένα καλοκαιρινό με ένα παράθυρο στο βοριά και ένα χειμωνιάτικο με δύο παράθυρα στη δύση, το μεγάλο τζάκι στη μέση των παραθύρων και τα μιντέρια δεξιά και αριστερά. Μεταξύ των δωματίων υπάρχει ένας παράγωνος διάδρομος που οδηγεί από το δοξάτο στην πίσω βορεινή είσοδο. Από τα υπόλοιπα αρχοντικά του χωριού, το αρχοντικό ιδιοκτησίας Ιωάννη Θλιβερού και Χριστίνας Χαλκιά - Ζάχου, έχει χαρακτηριστεί ιστορικό μνημείο. Κατασκευάστηκε στις αρχές του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και διατηρεί όλα τα αυθεντικά δομικά και διακοσμητικά του στοιχεία. Στο χωριό βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου, με αξιόλογο τέμπλο, ο ναός του Αγίου Αθανασίου, ο ναός του Αγίου Γεωργίου, με ξυλόγλυπτο τέμπλο και αγιογραφίες του Ιωάννη Παγώνη και το Ξωκλήσι του Αγίου Σπυρίδωνα. Ανάμεσα στη Δράκεια και το Κατηχώρι βρίσκεται ο Ναός της Παναγίας Μεγαλογένης. 2,5 χλμ νότια του χωριού βρίσκεται τοξωτό γεφύρι. Στο χωριό λειτουργεί Μουσείο Αγροτικής, Λαογραφικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, στο οποίο εκτίθενται παλαιά εργαλεία, υφαντά, ενδυμασίες, οικιακά σκεύη και εξοπλισμός παλαιού ελαιοτριβείου.