Πληροφορίες
Το Πορτιανού είναι χωριό της Λήμνου. Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Λήμνου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου (πρόγραμμα Καλλικράτης). Από το 1999 έως το 2010 σύμφωνα με την τότε διοικητική διαίρεση της Ελλάδας ήταν έδρα του ομώνυμου δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Νέας Κούταλης. Παλαιότερα ανήκε στον νομό Λέσβου. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 έχει 306 κατοίκους.
Το όνομα
Αρχικά, το χωριό βρισκόταν δυτικότερα στη θέση Άγιος Σπυρίδων, όπου υπάρχουν κατάλοιπα του παλιού νεκροταφείου και ίχνη οικοδομών. Σύμφωνα με παλαιές μαρτυρίες, που δεν είναι δυνατόν να διασταυρωθούν, πριν από τρεις αιώνες περίπου μια επιδημία ανάγκασε τον πληθυσμό να μετακινηθεί στη σημερινή θέση. Πάντως, το όνομα του χωριού δεν αναφέρεται σε κανένα μοναστηριακό έγγραφο της βυζαντινής εποχής, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα χωριά της Λήμνου. Για πρώτη φορά σημειώνεται το 1785 στο χάρτη του Choiseul-Gouffier με το όνομα Portiano, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πράγματι δημιουργήθηκε πριν από τρεις αιώνες. Από τους μεταγενέστερους περιηγητές: Conze (1858), De Launay (1898) και Fredrich (1904) το τοπωνύμιο σημειώνεται ως αρσενικό: Πορτιανός (ο). Στα κοινοτικά έγγραφα αναγράφεται στη γενική: "Πορτιανού". Τελικά, το 1918 όνομα του χωριού καταγράφηκε ως ουδέτερο: Πορτιανόν (το). Το τοπωνύμιο είναι λατινογενές και φαίνεται να προέρχεται από τις λέξεις: «porto juno: νέο λιμάνι», από ένα λιμάνι που υπήρχε νοτιοανατολικά του παλιού χωριού, στη θέση Μέλαγγας (=μέλαινα γη). Εκεί σώζονται τα ερείπια του μικρού πύργου (βίγλας) που επόπτευε το λιμάνι, ο οποίος μάλλον κτίστηκε στη διάρκεια της ολιγόμηνης ενετικής κατοχής του νησιού στα 1656-57. Ως το 1940 σωζόταν σε ύψος έξι-επτά μέτρων αλλά στην κατοχή σχεδόν καταστράφηκε.
Οθωμανική περίοδος
Από τα κοινοτικά αρχεία γνωρίζουμε πως το 1854 το χωριό είχε ιερέα που ονομαζόταν Μαργαρίτης. Το 1856 είχε 147 στρατεύσιμους άνδρες, οι οποίοι πλήρωσαν 2.070 γρόσια για να αποφύγουν τη στράτευση. Το 1863 καταγράφηκαν 71 οικογένειες, που είχαν γίνει 80 το 1874, απόδειξη σαφούς πληθυσμιακής αύξησης. Επίσης, το 1874 υπήρχαν 97 σπίτια. Το ίδιο έτος αναφέρεται ότι υπαγόταν στη δημαρχία (κόλι) Κονδιά. Οι Πορτιανάτες έστελναν δύο αντιπροσώπους στην παλλημνιακή επαρχιακή συνέλευση. Στα τέλη του 19ου αιώνα η κοινότητα είχε κυκλοφορήσει κέρματα για τις μικροσυναλλαγές με τη σφραγίδα Χ Π (Χωρίον Πορτιανού), ενώ το 1912 στο χωριό υπήρχε ταχυδρομείο με δική του σφραγίδα. Το χωριό αποτελούσε ενδιάμεσο σταθμό στο διάπλου του κόλπου του Μούδρου, για όσους επιθυμούσαν να μεταβούν από την ανατολική στη δυτική πλευρά του νησιού και αντιθέτως, διότι η οδική διέλευση μέσω της γέφυρας του Βάρους δεν ήταν πάντα δυνατή, αφού ο χείμαρρος της Μητρόπολης το χειμώνα πλημμύριζε. Υπήρχαν στενές οικονομικές αλλά και κοινωνικές επαφές με το Μούδρο, μιας και πολλοί έμποροι είχαν καταστήματα και στις δύο πλευρές του κόλπου. Αναφέρεται και ναυτική δραστηριότητα. Είναι γνωστός ο πλοιοκτήτης Ποδάρας γύρω στα 1875.
Ο ναός
Το 1835, στα χρόνια του μητροπολίτη Νεκταρίου, όπως σημειώνεται σε σχετική επιγραφή, κτίστηκε ο κεντρικός ναός του χωριού, αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου. Το 1858 που πέρασε ο Conze θαύμασε τα χρώματα της εκκλησίας, στην οποία σωζόταν και μια μαρμάρινη σαρκοφάγος. Μια νεότερη επιγραφή, του 1875, και μια άλλη στην οποία ως πρωτομάστορας αναγράφεται ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΖΑΝΙΣ, αφορά κάποια σημαντική ανακαίνιση. Πρόκειται για τον ίδιο ναοδόμο που έκτισε τους ναούς Ατσικής (1868), Πλατύ και Βάρους. Διακοσμητής ήταν ο Άγγελος Μπινέτας από το Σαρπί. Ο ναός, ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής, είναι εντυπωσιακός και δεσπόζει του χωριού καθώς είναι κτισμένος πάνω σε έναν μικρό λόφο. Φέρει περίτεχνο σκαλιστό τέμπλο, επιχρυσωμένο και αγιογραφίες του Γρ. Παπαμαλή. Οι κίονες του εξωνάρθηκα είναι μαρμάρινοι και προέρχονται από παλαιότερο κτίσμα. Τέλος, το καμπαναριό είναι μεταγενέστερο.
Τα σχολεία
Το σχολείο του χωριού λειτούργησε το 1870 και ονομαζόταν Χριστοδουλίδειον Αρρεναγωγείον, προς τιμήν των ιδρυτών και ευεργετών Κυριάκου (†1884) και Μαρίας Χριστοδούλου, εύπορων ομογενών του Καΐρου, που υπήρξαν από τους πρωτεργάτες στην ανέγερση του μητροπολιτικού ναού της Μύρινας και στην ίδρυση της Λημνιακής Αδελφότητας. Στο σχολείο φοιτούσαν 80 μαθητές περίπου και το 1874 έγινε κοινοτικό. Αρχικά ήταν τριτάξιο, το 1909 έγινε τετρατάξιο και το 1912 πεντατάξιο. Το 1905 ιδρύθηκε ξεχωριστό παρθεναγωγείο που ονομάστηκε Φεργαδιώτειο, προς τιμήν του ιδρυτή Αθανάσιου Φεργαδιώτη, ομογενή της Σμύρνης. Το 1920 τα δυο σχολεία συγχωνεύτηκαν σε εξατάξιο μικτό δημοτικό σχολείο, το οποίο στεγάστηκε σε νέο εντυπωσιακό διδακτήριο το 1931. Λειτούργησε αρχικά ως τριθέσιο, αργότερα διθέσιο και μονοθέσιο από το 1963. Έκλεισε στα τέλη της δεκαετίας ’80. Ως δωρητές του σχολείου αναφέρονται επίσης τα ζεύγη Βασίλειος και Πηνελόπη Τσέλιου, Γεώργιος και Μυρσίνη Κωνσταντίνου και ο Αντώνιος Βελισσαρίδης. Μεταξύ άλλων στο σχολείο Πορτιανού δίδαξαν οι εκπαιδευτικοί: Χρήστος Κοντέλλης (1916-22, 1923-44), Εμμανουήλ Ιωαννίδης (1922-23, 1928-37), Ευαγγελία Μαυρουδή (1948-63), Βάιος Ρηγόπουλος (1955-63), Ιγνάτιος Παπαδόπουλος (1966-76 περίπου) κ.ά.
Νεότερη περίοδος
Από τον Απρίλιο 1915 ως το 1920 εκατοντάδες νεκροί στρατιώτες της εκστρατείας της Καλλίπολης θάφτηκαν στο «Συμμαχικό Νεκροταφείο Πορτιανού», το οποίο διατηρείται ως σήμερα. Υπάρχουν 352 τάφοι Βρετανών, Γάλλων, Καναδών, Αυστραλών, Νεοζηλανδών, Αιγυπτίων και Ινδών. Την περίοδο αυτή στο Πορτιανού είχε στήσει το στρατηγείο του ο εμπνευστής της εκστρατείας Ουΐνστον Τσόρτσιλ, του οποίου η πολυθρόνα εκτίθεται στο Λαογραφικό Μουσείο. Το 1918-21 φιλοξενήθηκαν στην περιοχή μεταξύ Πορτιανού και Τσιμανδρίων εκατοντάδες Ρώσοι εμιγκρέδες και στρατιωτικοί. Πουλούσαν τα υπάρχοντά τους για να επιβιώσουν, ζούσαν σε άθλιες συνθήκες και τελικά 292 άτομα πέθαναν από επιδημία το 1920-21. Είναι θαμμένοι στο λεγόμενο ρώσικο νεκροταφείο κοντά στην ακτή. Το 1918 το Πορτιανόν αποτέλεσε κοινότητα, στην οποία εντάχθηκαν: το 1918-19, για λίγους μήνες, το Πεσπέραγο και την περίοδο 1919-28 οι Αγγαριώνες. Στα χρόνια του μεσοπολέμου στο χωριό γνώρισε σημαντική ανάπτυξη. Ο πληθυσμός του αυξήθηκε κι από 617 κατοίκους το 1920, το 1938 αριθμούσε 750 κατοίκους και 250 σπίτια. Μεταξύ άλλων αναφέρεται η δράση του ποδοσφαιρικού συλλόγου Θρίαμβος που έδωσε δυο αγώνες το 1931, με το Λιβαδοχώρι και τον Άρη Μούδρου. Μεταπολεμικά ο πληθυσμός του χωριού μειώθηκε με γρήγορους ρυθμούς λόγω της μετανάστευσης. Έτσι από 564 άτομα που είχε το 1951, σήμερα αριθμεί περίπου 300 κατοίκους. Παρά την πληθυσμιακή συρρίκνωση υπάρχει περιφερειακό ιατρείο και λειτουργεί πολιτιστικός σύλλογος. Το 1995 ιδρύθηκε Λαογραφικό Μουσείο με φορεσιές, παλιά εργαλεία, οικιακά σκεύη, έπιπλα, φωτογραφίες κλπ, με πρωτοβουλία του Συλλόγου Πορτιανατών Αθηνών-Πειραιώς, ο οποίος για ένα διάστημα εξέδιδε την εφημερίδα Τα Νέα του Πορτιανού.
Προσωπικότητες
Έκτός από τις αγροτικές και εμπορικές ενασχολήσεις, οι κάτοικοι του Πορτιανού ανέπτυξαν έντονη πνευματική και καλλιτεχνική παράδοση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Τεχνίτες της πέτρας και του μάρμαρου: Ξενοφών Κεραμιδάς, Κωνσταντίνος, Πάρης και Δημήτρης Βόγδανος, Παναγιώτης Φεργαδιώτης κ.ά. Αγιογράφοι-ζωγράφοι: Γρηγόριος, Μάνος και Στρατόνικος Παπαμαλής, Γιάννης Παπαϊωάννου (Παγώνης), Ανδρέας Κοντέλλης κ.ά. Εκπαιδευτικοί και συγγραφείς: Δέσποινα Βογδάνου-Κωνστάντιου, η οποία διετέλεσε και Δήμαρχος Μύρινας και Κώστας Κοντέλλης, ο οποίος συνέγραψε την εξαιρετική μονογραφία «Το Πορτιανού της Λήμνου», όπου υπάρχουν άφθονες πληροφορίες και πλούσιο φωτογραφικό υλικό για την ιστορία του χωριού κατά τον 20ο αιώνα.
Αξιοθέατα
Λαογραφικό Μουσείο. Συμμαχικό νεκροταφείο. Ναός Εισοδίων Θεοτόκου. Δημοτικό σχολείο. Αρχοντικά κτίρια.
Παραπομπές
Βιβλιογραφία
Κώστα Κοντέλλη, Το Πορτιανού της Λήμνου, 1998. Θ. Μπελίτσου, Η Λήμνος και τα χωριά της, 1994. Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου Βασιλική, «Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο (15ος-20ος αιώνας)», Θεσσαλονίκη 1986. Cdrom Επαρχείου Λήμνου: "Λήμνος αγαπημένη". "ΛΗΜΝΟΣ: Ιστορική & Πολιτιστική Κληρονομιά", εκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010.