Πληροφορίες
Ο Κότσινος είναι μικρό ψαροχώρι της Λήμνου. Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Λήμνου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου (πρόγραμμα Καλλικράτης). Από το 1999 έως το 2010 σύμφωνα με την τότε διοικητική διαίρεση της Ελλάδας ανήκε στο δημοτικό διαμέρισμα Ρεπανιδίου του Δήμου Μούδρου. Παλαιότερα ανήκε στον νομό Λέσβου.
Ίδρυση
Ο Κότσινος αναφέρεται ως Cocini για πρώτη φορά το 1136 ως λιμάνι ασφαλές με εμπορική σκάλα. Ο τότε μητροπολίτης Λήμνου Μιχαήλ παραχώρησε στον Ενετό ιερέα του Αγίου Μάρκου της Κωνσταντινούπολης το εκκλησάκι Άγιος Βλάσιος, κοντά στον Κότσινο, προς χρήση της ναυτικής παροικίας των Ενετών. Δεν ξεκαθαρίζεται αν είχε μόνιμους κατοίκους αλλά φαίνεται πως η κοντινή Ηφαιστία, πρωτεύουσα της Λήμνου, είχε αρχίσει να παρακμάζει, από τη στιγμή που το λιμάνι της -των Εκατό Κεφαλών- είχε υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά από προσχώσεις. Σταδιακά ο Κότσινος την αντικατέστησε ως εμπορικό κέντρο στη βόρεια ακτή του νησιού. Μεταγενέστερα υπήρχε διάχυτη η πεποίθηση, ότι αποτελούσε το διάδοχο οικισμό της Ηφαιστίας, κάτι που επισημαίνεται από πολλούς περιηγητές.
Όνομα
Στο τοπωνύμιο Κότσινος εμφανίζεται το γλωσσικό φαινόμενο του τσιτακισμού, στο οποίο το σύμφωνο κ προ του φθόγγου i προφέρεται ως τσ και τζ. Άλλωστε, στα κείμενα αναφέρεται ως Κόκκινος, Κότσινος ή Κότζινος. Η ονομασία προήλθε από το ερυθρό χρώμα που έχει το έδαφος της περιοχής και ιδιαιτέρως η περίφημη Λημνία γη, η οποία εξορυσσόταν από το γειτονικό λόφο Δεσπότης, το Μόσυχλο των αρχαίων, κοντά στο εξωκλήσι του Σωτήρος.
Μεσαιωνικά χρόνια
Άρχισε να κατοικείται εκτεταμένα κατά την περίοδο της ενετοκρατίας (1207-76), όταν κτίστηκε το κάστρο από τους Ναβιγκαγιόζι, τους Ενετούς δούκες της Λήμνου. Η Ηφαιστία εγκαταλείφθηκε και απέμεινε μόνο το τοπωνύμιο Παλαιόπολη ως ανάμνηση της πανάρχαιας αυτής πόλης. Ως το 1276, που ανακαταλήφθηκε από τους βυζαντινούς, υπήρξε φέουδο του Φόσκαρη Ναβιγκαγιόζι. Στη συνέχεια περνά στους Παλαιολόγους κι αμέσως οι αγιορείτικες μονές σπεύδουν να κατοχυρώσουν τις ιδιοκτησίες που είχαν παλιότερα στο νησί. Το 1284 σε έγγραφο της μονής Μεγ. Λαύρας σημειώνεται: "...κατέχει η τοιαύτη Μονή και οίκημα το ανεγερθέν εις τον Κότζηνον του εμπορίου πλησίον του αιγιαλού, λόγω σκάλας των καραβίων των μοναχών..." Μεταγενέστερα, αναφέρεται πως η ίδια μονή κατείχε το μετόχι του Ιωάννου Πρόδρομου και το 1361 το κτήμα του Διγυναίκη και τα δύο κοντά στο κάστρο του Κότσινου. Το 1355 ο καστροφύλακας Τζύμαλος δωρίζει ένα αμπέλι στη Μονή Φιλοθέου: "...εις το του Τζυμάλου, καστροφύλακος του Κοτζίνου του Βασιλείου αμπέλιον..." Το ίδιο έτος (1355) αναφέρεται κοντά στον Κότσινο η τοποθεσία του Κωκαλά, με μικρό οικισμό. Πρόκειται για θέση με πηγή που υπάρχει μέχρι σήμερα, από την οποία γινόταν η τακτική υδρευση του Κότσινου δια πηλίνων σωλήνων. Ο Αγγελής Μιχέλης γράφει ότι από εκεί υδρευόταν παλαιότερα η Ηφαιστία: "Η πηγή Κοκκαλά εχρησίμευε και δια την ύδρευσιν της Ηφαιστίας, ως μαρτυρούν οι μεγάλων διαστάσεων σωλήνες, ανευρισκόμενοι και έχοντες κατεύθυνσιν από Κοκκαλά πρός την Ηφαιστίαν." Το 1858 ο Conze συνάντησε μερικές καλύβες πάνω στους λόφους, που ο οδηγός του τις ονόμασε "Κοκκαλά", κάτι που σημαίνει πως επιβίωνε μια μικρή συνοίκιση. Την πηγή Κωκαλά στην απέναντι πλευρά του λόφου της Λημνίας γης αναφέρει κι ο Tozer (1889). Σήμερα στην περιοχή υπάρχουν τα ξωκλήσια Άγ. Αθανάσιος και Γέννηση Θεοτόκου.
Το Κάστρο
Το κάστρο του Κότσινου επισκευάστηκε το 1361 και το 1408 δόθηκε ως φέουδο στη χήρα του Ιωάννη Ζ΄ Παλαιολόγου Ευγενία Γατελούζι, η οποία έζησε και πέθανε εκεί το 1440. Έτσι, στον Κότσινο κυριαρχούν οι Γενουάτες Γατελούζι κι ο ορθόδοξος μητροπολίτης αναγκάζεται να μεταφέρει την έδρα του από τον Κότσινο στη μονή Αγίου Παύλου κοντά στο χωριό Λιβαδοχώρι, τη γνωστή ως τις μέρες μας Μητρόπολη. Την εποχή αυτή το λιμάνι του Κότσινου είχε αρχίσει να γίνεται ευρύτερα γνωστό ως ενδιάμεσος σταθμός, διότι διάφοροι ταξιδιώτες της εποχής, όπως οι Ρώσοι ιερωμένοι Grethenios και Επιφάνιος (1416), έχουν καταγράψει πόσο απέχει από το Άγιο Όρος προς ενημέρωση άλλων ταξιδευτών. Όταν το 1464 οι Ενετοί κατέλαβαν τη Λήμνο, το κάστρο του Κότσινου ήταν από τα τρία σπουδαιότερα του νησιού. Γράφει ο Μοσχίδης (σ. 151): "...sono tre buoni castelli chiamandi Cochino, Mudron et Paleo Castron." Όπως προκύπτει από τα σωζόμενα ερείπια, το κάστρο βρισκόταν στην κορυφή ενός τεχνητού γήλοφου ύψους 20 μέτρων και καταλάμβανε έκταση τεσσάρων στρεμμάτων περίπου. Το περιέβαλλε τάφρος που συγκοινωνούσε με τη θάλασσα, ενώ από τη βορεινή πλευρά τα τείχη ήταν θεμελιωμένα μέσα στο νερό. Οι οχυρώσεις του έφθαναν σε ύψος έξι μέτρων. Το 15ο αιώνα δέχθηκε σφοδρές επιθέσεις από τους Τούρκους. Σε μια από αυτές, το 1470, καταλήφθηκε προσωρινά από το στόλο του Μαχμούτ πασά, ο οποίος: "...παρέλαβε τον Κότζινον και τα περί πάσαν την νήσον χωρία..."
Η Ζωοδόχος Πηγή
Στο λόφο του Κότσινου, μέσα στο κάστρο είναι χτισμένος ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής πάνω από ένα υπόγειο πηγάδι -"αγίασμα"-, στο οποίο κατεβαίνει κανείς με 64 σκαλοπάτια (παλιότερα με 57 ή 51) φθάνοντας σχεδόν στο επίπεδο της θάλασσας. Προφανώς, όταν φτιάχτηκε ο τεχνητός γήλοφος του κάστρου, προβλέφθηκε η υπόγεια στοά, ώστε να μη χαθεί το απαραίτητο στις πολιορκίες νερό. Ο ναός αναφέρεται από το 1415 ως ανεξάρτητο μονύδριο με το όνομα Ζωοδόχος Πηγή του Συγκέλλου. Ενδεχομένως πρόκειται για το ναό της Παναγίας Οδηγήτριας, τον οποίο κατείχε η μονή Πτέρης στην περιοχή Ρεπανιδίου το 1285. Σημειώνεται το 1554 στην ξυλογραφία του Thevet ως Agiasma, το 1677 από τον Covel ως "Παναγία Κοτζινάτζ" και ως Hagiasma από τους Piacenza και Όλφερτ Ντάπερ(1680-88). Το 1801 ο Hunt επισκέφθηκε το "αγίασμα" αλλά βρήκε ερειπωμένη την "Παναγία Κοτσινέ". Αντιθέτως, ο Conze (1858) βρήκε μια μικρή εκκλησία της Παναγίας πάνω ακριβώς από το "αγίασμα". Παρομοίως, ο De Launay (1894) αναφέρει την Panagia τόσο στο έργο του όσο και στο χάρτη, όπως κι ο Fredrich (1904). Το αγίασμα πήρε τη σημερινή του μορφή το 1918 από κάποιον Τσίκλο, ενώ ο σημερινός ναός κτίστηκε το 1954 από το μαστρο-Γιάννη Φωτιάδη, με συνεισφορά ομογενών της Αμερικής και της Αυστραλίας. Από το βυζαντινό παρελθόν του διασώζεται μόνο ένα επιστύλιο.
Η Μαρούλα
Το 1478 ο Κότσινος πέρασε στην ιστορία όταν πολιορκήθηκε από το Σουλεϊμάν πασά. Σύμφωνα με ένα θρύλο, που διαδόθηκε στη Δύση κυρίως από ένα ποίημα του 1669 του ιησουΐτη Dondini, το κάστρο σώθηκε την τελευταία στιγμή χάρη στο θάρρος της Μαρούλας, η οποία, όταν ο πατέρας της σκότωθηκε, άδραξε το σπαθί του και όρμησε εμψυχώνοντας τους αμυνόμενους μαχητές που έλυσαν την πολιορκία. Αν και σήμερα είναι αμφίβολο κατά πόσο το γεγονός συνέβη σε πολιορκία του Κότσινου ή του Παλαιόκαστρου (Μύρινας) και εάν η Μαρούλα ήταν η κόρη ή η σύζυγος του σκοτωμένου μαχητή Γεώργιου Μακρή, το επεισόδιο αυτό υμνήθηκε τόσο από Ιταλούς συγγραφείς, όπως οι: Sabelico, Coelius, Calcagnini, Fulgosius, Vianoli όσο κι από Έλληνες λογοτέχνες, όπως οι: Κωστής Παλαμάς, Αριστομένης Προβελέγγιος, Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Αντώνης Σουπιός κ.ά. Ένα μπρούτζινο άγαλμα της Μαρούλας, που στήθηκε το 1969 από το Διδασκαλικό Σύλλογο Λήμνου -έργο του Ιπποκράτη Σαβούρα-, υπενθυμίζει στον επισκέπτη το ηρωικό εκείνο επεισόδιο.
Οθωμανική περίοδος
Τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας ο Κότσινος γνώρισε μια ειρηνική περίοδο. Το λιμάνι του και το εμπορείον έδινε ζωή στη γύρω περιοχή. Εβραίοι, Ενετοί, Οθωμανοί και Ρωμιοί συγκροτούσαν μια πολύχρωμη κοινότητα. Το λιμάνι αναφέρεται σε όλους τους πορτολάνους και τα περιηγητικά κείμενα με διάφορα ονόματα: Piri Reis (1521 ως Limãn-i-Kügânaz ή Cökenez), Bordone (1528, el cochino), Belon (1548 Κόκκινο). Ο Belon αναφέρει ότι γύρω από το κάστρο του Κότσινου, στη πεδινή έκταση ανάμεσα στα δυο λιμάνια, υπήρχε ένα μεγάλο κι ευχάριστο χωριό με πολλά αμπέλια και στα χωράφια έβοσκαν μικρόσωμα υπόξανθα άλογα, από ένα είδος που τώρα έχει πλέον εκλείψει και υπάρχει μόνο στη Σκύρο. Παρόμοια περιγραφή κάνει κι ο Thevet (1554). Σημειώνεται επίσης ως λιμάνι στα έργα των: Porcacchi (1572), Rosaccio (1580), Lubenau (1586), Du Loir (1641), Μάρκο Μποσκίνι (1658), Covel (1677), Piacenza (1680-85), ανώνυμος (1685), Όλφερτ Ντάπερ (1688) και Coro-nelli (1696). Στα 1656-57 οι Ενετοί κατέλαβαν τη Λήμνο και κατά την αποχώρησή τους κατέστρεψαν τις οχυρώσεις της, μεταξύ των οποίων και το κάστρο του Κότσινου, το οποίο αντίκρισε κατεστραμμένο ο Ντάπερ το 1688. Ο οικισμός έγινε πλέον ανασφαλής και οι κάτοικοι τον εγκαταλείπουν. Οι Τούρκοι που έμεναν στον Κότσινο, μετακινήθηκαν στον Άγ. Υπάτιο ή στο Λιβαδοχώρι, για να εποπτεύουν τις αγροτικές ιδιοκτησίες τους στη βορειοανατολική και στην κεντρική Λήμνο αντίστοιχα. Μαζί τους μετακινήθηκαν και οι Έλληνες ακτήμονες-κεχαγιάδες. Άλλοι εγκαταστάθηκαν στο Ρεπανίδι ή σε άλλα μεσόγεια χωριά. Έτσι ο Κότσινος ερήμωσε και σταδιακά καταστράφηκαν οι λιμενικές εγκαταστάσεις. Κατά τον 18ο αιώνα πολλοί θεωρούσαν τα ερείπιά του ως κατάλοιπα της αρχαίας Ηφαιστίας, όπως οι Μελέτιος (1728), Pococke (1739), Hunt (1801), Lacroix (1848), Ραγκαβής (1854) ή τον ανέφεραν ως τοπωνύμιο αλλά όχι ως ασφαλές λιμάνι, όπως ο Frieseman (1780 περίπου). Το 1788 ο Choiseul-Gouffier στο μεν χάρτη του σημειώνει τον Κότσινο ως λιμάνι με τελωνείο αλλά σε λάθος θέση, στο δε κείμενό του περιγράφει τον οικισμό και το λιμάνι αλλά με το όνομα Μπουρνιάς. Ίσως είχε κατοικηθεί από λιγοστούς κατοίκους. Πάντως, ο Hunt (1801) κι ο Richter (1816) αντίκρισαν μόνο ερείπια. Τα επόμενα χρόνια η τοποθεσία ζωντάνεψε αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είχε 700 κατοίκους που αναφέρει ο Balbi (1839). Το 1858, που ο Conze αγκυροβόλησε στο λιμάνι του Κότσινου, υπήρχαν μερικά μαγαζιά αλλά καθόλου σπίτια. Το 1889 ο Tozer γνώρισε στον Κότσινο έναν ηλικιωμένο αγγειοπλάστη που είχε ζήσει εκεί όλη του τη ζωή. Λογικά ήταν μέλος της οικογένειας Τσουκαλά, η οποία είχε έρθει από τη Μαρώνεια της Θράκης και είχε τσουκαλαριό από το 1840. Ένα άλλο παλιό τσουκαλαριό φέρει επιγραφή του 1848. Την ίδια περίπου εποχή στο κτίριο κάποιου τσουκαλαριού αναφέρεται λειτουργία σχολείου για τα παιδιά του Ρεπανιδίου. Η αγγειοπλαστική ήταν παλαιά παραδοσιακή τέχνη της περιοχής. Στα 1304 αναφέρονται τα Τζουκαλαριά, ιδιοκτησία της μονής Μεγ. Λαύρας. Αγγειοπλάστες βρήκε στο νησί κι ο Randolph το 1680. Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιούσαν τη Λημνία γη για να εξουδετερώνει τυχόν δηλητηριασμένο ρόφημα. "Λαηνάδες", όπως τους αποκαλούσαν οι ντόπιοι, υπήρχαν ως τα πρόσφατα χρόνια με τελευταίους τον μπαρμπα-Νικόλα Τσουκαλά (†1991) και τον Τσαμαϊδή. Εικόνα ερειπωμένης περιοχής με λιγοστούς ανθρώπους και κτίσματα κοντά στο λιμάνι και την εκκλησία της Παναγίας μας δίνουν για τον Κότσινο και οι: De Launay (1894), Hauttecoeur (1903) και Fredrich (1904). Στην πεδινή ενδοχώρα υπήρχαν ταπεινά εξωκλήσια, κατάλοιπα αρχαίων εποχών, όπως: ο Άγιος Γεώργιος (έχει εικόνα του 1874, λιτό ξύλινο τέμπλο με σκαλίσματα, πολλά σκαλιστά μαρμάρινα και πέτρινα μέλη και παλαιό πηγάδι στον περίβολο), ο Άγιος Δημήτριος (χτισμένος πάνω σε ερείπια), οι δύο Άγιοι Γιάννηδες και πλησιέστερα στο Ρεπανίδι: η μισοερειπωμένη Αγία Κυριακή και ο Άγιος Αθανάσιος (έχει εικόνα του 1870: "Δέησις του δούλου του Θεού Σταματίου, συμβίας, τέκνων και συγγενών, Κύριε φύλαττε, Αύγουστος 1870").
Νεότερη εποχή
Εικόνα ερήμωσης παρουσιάζει και σήμερα ο οικισμός το χειμώνα. Είναι ένα σχεδόν έρημο ψαροχώρι, επίνειο των αλιέων του Ρεπανιδίου. Τα λιγοστά τσουκαλαριά του παρελθόντος έχουν πάψει να λειτουργούν εκτός εκείνου του Τσαμαϊδή που παράγει αγγεία τουριστικού χαρακτήρα. Το 1981 είχε 16 κατοίκους και καταγράφηκε ως ξεχωριστός οικισμός της κοινότητας Ρεπανιδίου με το όνομα Κότσινας. Το 1991 απογράφηκαν μόνο τρεις κάτοικοι. Ο τόπος ζωντανεύει κάθε Λαμπροπαρασκευή στο πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής που έχει παλλημνιακό χαρακτήρα και το καλοκαίρι με τους παραθεριστές που απολαμβάνουν τη θάλασσα και τις γραφικές ταβερνούλες.
Βιβλιογραφία
Α. Μοσχίδη, "Η Λήμνος", 1907. Αγγ. Μιχέλη, "Ρεπανίδι", 1934. Θ. Μπελίτσου, "Η Λήμνος και τα χωριά της", 1994. "ΛΗΜΝΟΣ: Ιστορική & Πολιτιστική Κληρονομιά", εκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010.