Η τοποθεσία μας στον χάρτη

Πληροφορίες

Το Κοντοπούλι είναι χωριό της ΒΑ Λήμνου και καταλαμβάνει έκταση 37.000 στρεμμάτων. Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Λήμνου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου (πρόγραμμα Καλλικράτης). Από το 1999 έως το 2010 σύμφωνα με την τότε διοικητική διαίρεση της Ελλάδας ήταν έδρα του ομώνυμου δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Μούδρου. Παλαιότερα ανήκε στον νομό Λέσβου. Στην περιφέρεια του χωριού δημιουργήθηκαν στο παρελθόν μικροί οικισμοί αγροτοκτηνοτροφικού χαρακτήρα. Σήμερα είναι ακατοίκητοι αλλά ορισμένοι αναφέρονται από τη βυζαντινή περίοδο. Πιο σημαντικός υπήρξε ο Άγ. Αλέξανδρος. Αναφέρονται επίσης η Δημοσιά, ο Άγιος Γεώργιος Αμνιού (κοντά στην Αλυκή), η Νεφτίνα (όρμος στα ΒΔ, όπου παλιά υπήρχε το τούρκικο τσιφλίκι του Χατζή Πασά), η Σαράβαρη ή Άγιος Θεόδωρος (με 3 κατοίκους το 1981) και ο Γερανός ή τ' Αγερανού.

Όνομα

Το χωριό οφείλει το όνομά του στο βυζαντινό γαιοκτήμονα Κοντόπουλο, ο οποίος δώρισε μέρος των κτημάτων του στη μονή Μεγ. Λαύρας σύμφωνα με τον ιστορικό Κομνηνό Πυρομάγλου, που ερεύνησε σχετικά αρχεία στο Άγιο Όρος. Την άποψη ενισχύει το γεγονός ότι στα κοινοτικά έγγραφα του 19ου αιώνα αναφέρεται ως Κονδοπούλ’. Μέχρι σήμερα οι κάτοικοι λένε: «πάω στη Κοντοπούλ’», έκφραση που προήλθε από το μεσαιωνικό: «πάω εις του Κοντοπούλου». Το 1918, που έγινε κοινότητα, έλαβε το επίσημο όνομα Κοντοπούλιον. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση το χωριό κτίστηκε από κατοίκους του Κότσινου και του Αγίου Υπατίου. Προφανώς, στα τέλη του 17ου αιώνα που εγκαταλείφθηκε ο Κότσινος, ορισμένοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στο Κοντοπούλι. Στον ενοριακό ναό του Κοντοπουλίου υπάρχει Ιερό Ευαγγέλιο αφιερωμένo στον Άγιο Υπάτιο.

Ιστορικά στοιχεία

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας αναφέρεται για πρώτη φορά το 1739 από τον Pococke ως Οντοπόλ. Το 1788 ο Choiseul-Gouffier το σημειώνει στο χάρτη του ως village, χωρίς να το κατονομάζει αλλά το 1858 ο Conze το αναφέρει Kondopuli. Από τις αρχές του 19ου αιώνα το χωριό σταδιακά εξελίχθηκε σε κέντρο της ΒΑ Λήμνου. Το 1854 είχε δύο ιερείς, τον παπά-Μιχάλη και τον παπά-Λάσκαρη, που υπηρετούσαν στους ναούς της Αγίας Αναστασίας και του Αγίου Δημητρίου. Δυο ιερείς υπηρετούσαν ως το 1918, έκτοτε μόνο ένας. Το 1856 370 άνδρες ηλικίας 18-60 ετών πλήρωσαν φόρο 11.840 γρόσια, ώστε να γλιτώσουν τη στράτευση, αριθμός που αποκαλύπτει το δυναμισμό του οικισμού. Ο Conze σημειώνει ότι ήταν «μεγάλο, ψηλό και άνετα τοποθετημένο». Κατά τη διαμονή του εκεί ανακάλυψε αρχαίες επιγραφές στις δυο εκκλησίες του Αγίου Δημητρίου και της Αγίας Αναστασίας, η οποία είχε υπόγειο «αγίασμα». Επίσης, οι κάτοικοι του έφεραν κι άλλες για να τις αγοράσει καθώς και αρχαία νομίσματα, τα οποία δημοσίευσε σχεδιασμένα. Επισκέφθηκε την Παλαιόπολη και το Καστροβούνι, δηλαδή τους χώρους της αρχαίας και της μεσαιωνικής Ηφαιστίας, όπου τον ξενάγησε ένας ντόπιος κεχαγιάς, ονόματι Γιώργης. Μάλιστα, σχεδίασε χάρτη της περιοχής.

Το Καστροβούνι

Ο λόφος Καστροβούνι ή Καστρόβουνο αναφέρεται το 1355-56 ως ιδιοκτησία της μονής Καρακάλλου σε ένα πλαστό χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄. Εκεί υπάρχουν κατάλοιπα μιας υπόγειας μεσαιωνικής κατασκευής, μάλλον εκκλησίας, την οποία κάποιοι ταύτισαν με τον αρχαίο λαβύρινθο της Λήμνου που αναφέρει ο Πλίνιος. Επίσης, υπάρχουν επιφανειακά και θαμμένα ερείπια. Αναφέρεται ότι υπήρχαν και μαρμάρινα αγάλματα ή μέλη, τα οποία είτε συλήθηκαν είτε χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικά υλικά. Το 1884 ο Ι. Παντελίδης έκανε «ανασκαφές» και βρήκε μαρμάρινες επιγραφές. Το υπόγειο κτίσμα επισκέφθηκε και σχεδίασε ο De Launay το 1894, ο οποίος το ταύτισε με ερειπωμένο βυζαντινό ναό, ενώ ο Fredrich το 1904 θεώρησε ότι τα ερείπια στο Καστροβούνι προέρχονταν από μεσαιωνικό κάστρο, πιθανόν του 14ου αιώνα, το οποίο εν μέρει επιχωματώθηκε κι έγινε υπόγειο. Ο Sealy το 1917 περιέγραψε, φωτογράφισε και υπολόγισε τις διαστάσεις του υπόγειου κτίσματος σε 40x12-14 πόδια. Σήμερα στο λόφο υπάρχει εξωκλήσι του Αγ. Σπυρίδωνα και στην Παλαιόπολη του Αγ. Βλάση και του Αγ. Ιωάννη.

Τέλη του 19ου αιώνα

Από την περίοδο αυτή ο πληθυσμός του χωριού άρχισε να λιγοστεύει καθώς όσοι είχαν ιδιοκτησίες κοντά στην Παναγία, μετακόμισαν εκεί. Έτσι, ενώ το 1863 κατοικούσαν 204 οικογένειες, το 1874 απογράφηκαν μόνο 190. Επίσης, το 1874 υπήρχαν 281 κατοικίες. Από το 1863 αναφέρεται η λειτουργία σχολείου, το οποίο χρηματοδοτούσαν κατά 60% κάποιος δωρητής και κατά 40% η ενορία. Το αρχικό σχολικό κτίριο βρισκόταν στο περίβολο του Αγίου Δημητρίου και φιλοξενούσε και μαθητές από την Καλλιόπη και την Παναγία. Το παλιό αυτό κτίριο κατεδαφίστηκε το 1948. Το 1874 εντάχθηκε στο δίκτυο των δώδεκα κοινοτικών σχολείων του νησιού, που χρηματοδοτούσε η Παλλημνιακή Επιτροπή, ως τετρατάξιο κι από το 1903 πεντατάξιο. Ο De Launay (1894, Kondopuli) επισκέφθηκε το χωριό αναζητώντας την Παλαιόπολη. Το βρήκε φτωχικό αλλά εντυπωσιάστηκε από την εκκλησία του και αναρωτήθηκε, πώς είναι δυνατόν να κτίζονται σε φτωχικά χωριά τόσο μεγάλα κτίσματα, υπέροχα στολισμένα, με μάρμαρα συχνά δανεισμένα από αρχαία ερείπια. Ο Hauttecoeur (1903) αναφέρει ότι στην εκτεταμένη εύφορη πεδιάδα του καλλιεργούσαν σιτηρά, βαμβάκι, λινάρι και καπνό, ενώ ο Fredrich (1904) αναφέρει ότι η καινούργια εκκλησία κάλυψε τα πάντα, εννοώντας τυχόν αρχαιότητες. Ο πράγματι εντυπωσιακός ναός του Αγίου Δημητρίου ανακατασκευάστηκε εκ βάθρων την περίοδο 1892-1902 και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη του -κίονες, κιονόκρανα, μάρμαρα, λίθοι- μεταφέρθηκαν από τα ερείπια της αρχαίας Ηφαιστίας. Είναι ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο. Θεμελιώθηκε το 1892 μα επειδή τα χρήματα δεν έφτασαν, η κοινότητα χρησιμοποίησε χρήματα του σχολικού ταμείου. Τελικά, ο ναός αποπερατώθηκε με δωρεά 600 λιρών του ζεύγους Εμμανούηλ και Δέσποινας Δημητριάδη. Την ανέγερση του καμπαναριού χρηματοδότησε ο Κων. Μαυρουδής ενώ ο Παντελής Βαφέας, κάτοικος Ροδεσίας, πρόσφερε 1000 λίρες για τον εξωραϊσμό του. Από τον προηγούμενο ναό έχουν διασωθεί ενδιαφέροντα τεκμήρια της αρχικής ιδρύσεως του ναού, όπως ένα βημόθυρο του 18ου αιώνα, εικόνες του 1842 και του 1881 του Ευστρατίου Ιμβρίου. Ο Εμμανουήλ Δημητριάδης (1841-1907), μεγαλέμπορος στην Αλεξάνδρεια, εκτός από την ανέγερση του ναού, υπήρξε ευεργέτης της Λημνιακής Αδελφότητας και φιλανθρωπικών καταστημάτων στην Αίγυπτο και στην Πόλη. Μαζί με τη σύζυγό του, τη Δέσποινα Βούρου, μισθοδοτούσαν το δάσκαλο του Κοντοπουλίου κι εσκόπευαν να ανεγείρουν διδακτήριο. Όμως, απεβίωσαν, μεσολάβησε η ταραγμένη δεκαετία 1912-22, και την επιθυμία τους εκπλήρωσε η θυγατέρα τους Όλγα Σακτούρη το 1925-27, χορηγώντας 400 λίρες.

Αρχές 20ού αιώνα

Στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας το Κοντοπούλι αναπτύχθηκε με γρήγορους ρυθμούς. Είχε ταχυδρομικό γραφείο, του οποίου σώζεται σφραγίδα της περιόδου 1905-1910, με το όνομα «KONDOPOL». Οι Κοντοπ’λιανοί έστελναν τρεις αντιπρόσωπους στην παλλημνιακή επαρχιακή συνέλευση. Η ανάπτυξη συνεχίστηκε στα χρόνια του μεσοπολέμου και το χωριό ήταν σταθερά ο τρίτος σε πληθυσμό οικισμός του νησιού ως το 1940. Ο πληθυσμός του αυξήθηκε ραγδαία κι από 997 άτομα που απογράφηκαν το 1920, το 1940 είχε 1.208. Η πληθυσμιακή αύξηση είχε ως αποτέλεσμα να ιδρυθεί ξεχωριστό παρθεναγωγείο την περίοδο 1916-25.

Η νεόκτιστη Δημητριάδειος Σχολή δεν επαρκούσε. Έτσι το 1930 κτίστηκε η Ευαγγελίδειος Σχολή με την ενίσχυση 785 λιρών ενός παλιού κληροδοτήματος -από το 1906- του αιγυπτιώτη Κωνσταντίνου Ευαγγελλίδη, το οποίο λειτουργεί μέχρι σήμερα. Από το 1937 λειτούργησε και νηπιαγωγείο. Μακροχρόνια υπηρεσία στα σχολεία του χωριού πρόσφεραν οι Κωνσταντίνος Βαλάκος (1921-34), Καλλιόπη Σταυρίδου (1935-46), Παράσχος Παπαηρακλέους (1936-44), Γεώργιος Παξιμαδάς (1937-46), Όμηρος Μπουτλούκος, Δημήτρης Καπαρός, Διονυσία Παπαδημητρίου (νηπιαγωγός) κ.ά.

Το 1928 ανακαινίσθηκε εκ βάθρων κι ο άλλος ναός, η Αγία Αναστασία, «δαπάναις του Ευστρ. Παναγιώτου» αλλά το καμπαναριό είχε κτιστεί από το 1924 «δαπάνη Β. Αλυκάτορα». Οι ανασκαφές στην Παλαιόπολη (Ηφαιστία) και στη Χλόη (Καβείριο), που ξεκίνησαν το 1926, έφεραν έναν άλλον αέρα στην κωμόπολη. Το 193ο ιδρύθηκε το αθλητικό σωματείο Ηφαιστία Κοντοπουλίου, ένα από τα αρχαιότερα του νησιού, τα μέλη του οποίου, εκτός από αθλητικές και ποδοσφαιρικές δραστηριότητες, διοργάνωναν θεατρικές παραστάσεις, συμμετείχαν σε δενδροφυτεύσεις, αναδασώσεις, πλακοστρώσεις οδών και άλλες εξωραϊστικές κινήσεις. Το 1931 αναφέρεται ίδρυση και "Σύλλογου Εφέδρων Κοντοπουλίου". Από το 1925 συνδεθηκε με την πρωτεύουσα με αμαξιτό δρόμο κι όπως γράφει ο τοπικός τύπος (εφ. Λήμνος 460, 18-10-1925): ...αν άλλοτε η μετάβασις επί ζώων εις την Πλάκαν απετέλει άθλον και απήτει χρονοτριβήν τεσσάρων ημερών, σήμερον είναι μία εκδρομή ευχάριστος δια την οποίαν δεν χρειάζεται παρά ένα Φορτάκι και ένα απόγευμα. Πηγαίνει κανείς σε δύο ώρες περίπου. Μέχρι του Κοντοπουλίου οπωσδήποτε καλά. Το 1927 κατασκευάστηκε η μεγάλη κρήνη του χωριού «Δαπάναις κοινότητος Κοντοπουλίου», με όμορφο λιθόγλυπτο διάκοσμο, έργο του Τάσου Ανηβελάκη (Θεσσαλονικού). Το 1931 υπήρχαν κάρα καθαριότητας και οκτώ φανάρια νυκτερινού φωτισμού, δείγμα προοδευτικών και δραστήριων ανθρώπων. Υπήρχε αστυνομικός σταθμός και λειτουργούσε το εργοστάσιο αλευροποιίας και εκκοκκιστήριο βάμβακος του Αθ. Κουτσογιάννη. Βασικό πρόβλημα ήταν η ελονοσία, όπως άλλωστε σε όλα τα χωριά κοντά στη Χορταρόλιμνη: Ρωμανού, Καλλιόπη, Παναγία. Το 1931 το ποσοστό των ασθενών έφθανε το 40% των κατοίκων και είχε πάει ανθελονοσιακό συνεργείο. Όμως, ο κόσμος ήταν φιλικός και δεν έχανε το κέφι του. Γράφει ο φοιτητής Βάσος Ροδάκης (εφ. Λήμνος, φφ. 866, 27/9 ως 874, 6/12/1931): ...Το Κοντοπούλ τόχω πολλές φορές κοιτάξει. Κι όμως κάθε φορά που θα φτάσω, που θα κάνω λίγες βολτούλες μέσα του, που θα μιλήσω με τους καλόκαρδους φίλους χωριανούς... πάντα κάτι καινούργιο αισθάνομαι, πάντα κάποια καινούργια ευχαρίστηση και ικανοποίηση... ...Είχα εκφράσει πως ήθελα ν’ ακούσω λύρα. Στη στιγμή βρέθηκε ο λυριστής. Πέντε έξι παιδιά ήρθαν στην παρέα μας. Κι άρχισε με το άγγισμα των χορδών, με το πιδέξια κινούμενο δοξάρι να σκορπιέται μια μελωδία - μιαν ορφική μελωδία από το κακοφτιασμένο τούτο ξύλο. Και νομίζω πως στα μαγικά του Αντώνη - του λυριστή μας - χέρια, η φτωχή λυρούδα μεταβάλλεται σε βιολί, πιάνο και γω δεν ξέρω τι άλλο. Και γέμισε η κάμαρα από σκοπούς γνώριμους κι ο μπαλαρτός άναψε. Κι ύστερα μπροστοπίσινος, πάτημα, καρσιλαμάς και τράβα κορδέλα. Και τα πόδια των χορευτών ευκίνητα έκαναν βήματα, βηματάκια, βηματάρες, πηδήματα, χτυπήματα, ενώ το κεφάλι, τα χέρια και κάθε άλλο μέρος του σώματος εκτελεί τον προορισμό του με κίνηση και έκφραση μαγευτικά. Αθάνατη κεχαγιάδικη λύρα, αθάνατε λυριστή, αθάνατοι χορευτάδες! Γεια σας...

Νεότερα χρόνια

Στη διάρκεια της κατοχής το Κοντοπούλι υπέφερε από τα γερμανικά στρατεύματα, τα οποία προξένησαν πολλές καταστροφές στα σχολεία και άλλα δημόσια κτίρια, καταλήστεψαν τις περιουσίες φτωχών και πλούσιων, κατακράτησαν ομήρους. Η στρατιωτική μονάδα Κοντοπουλίου ήταν από τις τελευταίες που εγκατέλειψαν τη Λήμνο το 1944. Στην εμφυλιακή περίοδο έζησε ως εξόριστος στο Κοντοπούλι ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, ο οποίος το μνημονεύει σε έργα του. Το 1948 συνέθεσε εδώ το "Καπνισμένο Τσουκάλι" και δυο "Ημερολόγια Εξορίας". Μεταπολεμικά η μετανάστευση έπληξε το χωριό, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός του να μειωθεί δραματικά από 1.136 άτομα το 1951, σε 650 το 1991. Στο χωριό υπάρχει περιφερειακό ιατρείο, Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών, ένα εργαστήρι αγγειοπλαστικής της Ντίνας Δεσποτέρη. Επίσης, λειτουργεί το αρτοποιείο του Ευάγγελου Σταματέρη. Ακόμη υπάρχουν καφετέριες και ταβερνούλες. Οι ανασκαφές στην Ηφαιστία και η πρόσφατη αναστήλωση του αρχαίου θεάτρου της, προοιωνίζονται καλύτερες ημέρες για το μέλλον της κωμόπολης. Τέλος, στην Αθήνα λειτουργεί σύλλογος αποδήμων με αξιόλογη δράση.

Εκδηλώσεις

Οι δραστηριότητες που ξεχωρίζουν και δίνουν ζωντάνια στο χωριό είναι:

Η εορτή του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, κατά την οποία, μεταπολεμικά κι ως και σήμερα διεξάγωνται ιπποδρομίες. Οι αθλητικές συναντήσεις Ερημάκεια στο πολύ καλό αθλητικό στάδιο, που για πολλά χρόνια ήταν το μοναδικό με στίβο στο νησί. Διοργανώνονταν προς τιμή του ευεργέτη του συλλόγου Κώστα Ερημάκη.

Αξιοθέατα

Ο ναός του Αγίου Δημητρίου. Ο ναός της Αγίας Αναστασίας και το υπόγειο αγίασμα. Η λιθόγλυπτη κρήνη. Ο αρχαιολογικός χώρος της Ηφαιστίας. Ο αρχαιολογικός χώρος του Καβείριου. Η Δημητριάδειος Σχολή. Η Αλυκή (υδροβιότοπος).

Παραπομπές

Βιβλιογραφία

Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου Βασιλική, «Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο (15ος-20ος αιώνας)», Θεσσαλονίκη 1986. Cdrom Επαρχείου Λήμνου: "Λήμνος αγαπημένη". Θ. Μπελίτσου, Η Λήμνος και τα χωριά της, 1994. Θ. Μπελίτσου, "Κοντοπούλι Λήμνου", εφ. Λήμνος, 492 (27-8-2007). "ΛΗΜΝΟΣ: Ιστορική & Πολιτιστική Κληρονομιά", εκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010.

Εγγραφή στο Newsletter μας

Εγγραφείτε στο newsletter του mevrikes.gr και... τους βρήκατε!