Πληροφορίες
Το Βάρος είναι χωριό της Λήμνου. Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Λήμνου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου (πρόγραμμα Καλλικράτης). Από το 1999 έως το 2010 σύμφωνα με την τότε διοικητική διαίρεση της Ελλάδας ήταν έδρα του ομώνυμου δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Ατσικής. Παλαιότερα ανήκε στον νομό Λέσβου.
Όνομα - Θέση
Το τοπωνύμιο αναφέρεται από τον 15ο αιώνα και είναι άγνωστης προέλευσης. Κάποιες παλιότερες ρομαντικές απόψεις, που προσπάθησαν να συνδέσουν το Βάρος είτε με το Βαρούσι (συνοικία της Μύρινας) είτε με τη λέξη "πλούτος", δεν τεκμηριώνονται και θεωρούνται γραφικές. Το 1415 σε απογραφικό έγγραφο της μονής Μεγ. Λαύρας αναφέρονται οι εκφράσεις: «ο Βάρος», «σύνορον των Βαριτών» και «εις την Ομαλίαν, άνωθεν της λαγκάδος των Βαριτών». Παλαιότερα το χωριό βρισκόταν πεντακόσια μέτρα νοτιοδυτικά από τη σημερινή θέση, στην πλαγιά του λόφου "Στ'βανός" αντίκρυ στον κόλπο του Μούδρου. Λόγω του κινδύνου των πειρατών οι κάτοικοι το μετέφεραν στην κοιλάδα μεταξύ των λόφων Πλαγιά και Λαγκάδα, η οποία λογικά ταυτίζεται με τη βυζαντινή "λαγκάδα των Βαριτών". Στην αρχική παράκτια θέση του χωριού απέμεινε η ονομασία "Κάτ' Βάρο". Εκεί, στα τέλη της δεκαετίας 1980-90, κτίστηκε ο οικισμός "Ανεμόεσσα", ο οποίος διοικητικά ανήκει στο χωριό Λύχνα. Πάνω από το χωριό βρίσκεται το ύψωμα "Δεσπότης", που κατά πάσα πιθανότητα οφείλει το όνομά του στον διοικητή του νησιού, ο οποίος έφερε τον τίτλο "Δεσπότης της Λήμνου" στα ύστερα βυζαντινά χρόνια και από τον λόφο έλεγχε τη θέση της εξόρυξης της λημνίας γης. Εκεί υπάρχει κατάλοιπο ηφαιστειακού κρατήρα, που ταυτίζεται με το ηφαίστειο Μόσυχλος των αρχαίων πηγών. Στην περιοχή έχει βρεθεί κι ένα απολιθωμένο δέντρο. Δεν αποκλείεται το βαθύπεδο του κρατήρα να αντιστοιχεί στη βυζαντινή θέση Ομαλία (ομαλή περιοχή, επίπεδη) που βρισκόταν πάνω από τη «λαγκάδα των Βαριτών».
Ιστορικά στοιχεία
Ως τον 18ο αιώνα το Βάρος δεν αναφέρεται σε περιγραφές περιηγητών. Το 1785 ο Γάλλος Choiseul-Guffier το σημειώνει στον χάρτη του ως Varo, στη μεσόγεια θέση. Συνεπώς, είχε ήδη συντελεστεί η μετακίνηση στη σημερινή τοποθεσία, την οποία πρέπει να τοποθετήσουμε στα μέσα του 18ου αιώνα. Από όλους τους μεταγενέστερους περιηγητές (Sibthorp, Conze, Reinach, Fredrich) το όνομα του χωριού αναφέρεται στην αιτιατική του αρσενικού τύπου: "στο Βάρο". Η μορφή αυτή αποτελεί επιβίωση του βυζαντινού τύπου «ο Βάρος», που σημειώνεται στο προαναφερθέν έγγραφο του 1415. Το 1794 το επισκέφτηκε ο Sibthorp, ο οποίος διανυκτέρευσε στο σπίτι του Σούμπαση. Το χαρακτηρίζει ως θλιβερό κατάλοιπο ενός διαλυμένου χωριού με δεκαπέντε μόνο σπίτια. Οι κάτοικοι ζούσαν μόνο από τα κοπάδια τους, από τα οποία με το ζόρι πλήρωναν το χαράτσι. Κατά τις επόμενες δεκαετίες το χωριό αναπτύχθηκε γρήγορα. Το 1844 ο δημογέροντας του χωριού Παναγιώτης Πέτρου συμπεριλήφθηκε στην οκταμελή παλλημνιακή επιτροπή, την οποία οι Λημνιοί έστειλαν στον σουλτάνο απαιτώντας να διώξει τον καταχραστή διοικητή του νησιού. Το 1854 είχε ιερέα τον παπά-Γιάννη. Το 1856 οι 161 στρατεύσιμοι άνδρες του Βάρους πλήρωσαν 5.152 γρόσια για να αποφύγουν τη στράτευση. Το 1863 καταγράφηκαν 95 οικογένειες χριστιανών, οι οποίες το 1874 είχαν αυξηθεί σε 110. Το ίδιο έτος υπήρχαν 135 σπίτια, απόδειξη ότι η εικόνα του χωριού είχε βελτιωθεί πολύ σε σχέση με εκείνη που είχε στα τέλη του 18ου αιώνα.
Ο ναός
Σύμφωνα με μια παλιά επιγραφή τον Οκτώβριο του 1837 εγκαινιάστηκε ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου. Στον νάρθηκά του υπήρχαν ενσωματωμένες μια αττική επιτύμβια στήλη και μια βυζαντινή επιγραφή της εποχής των Παλαιολόγων, τις οποίες είδε ο Γερμανός Conze το 1858 και τις αντέγραψε. Το 1885 που πέρασε ο Reinach είχαν καταστραφεί, ίσως κατά την ανακαίνιση που έγινε το 1867. Ο ναός ήταν ρυθμού βασιλικής, μεγάλων διαστάσεων, με ξύλινο, επιχρυσωμένο τέμπλο. Ως ναοδόμος φέρεται ο Παντελής Τζανής από την Κωνσταντινούπολη, ο οποίος έκτισε και τους ναούς στην Ατσική και στο Πλατύ. Ο παλιός ναός κάηκε το 1978 και στη θέση του έχει χτιστεί νεότερος.
Το σχολείο
Από το 1862 αναφέρεται λειτουργία σχολείου του χωριού στα κελιά της εκκλησίας, ενώ το 1869 κτίστηκε το πρώτο διδακτήριο με προσωπική εργασία των κατοίκων, οι οποίοι με υπερηφάνεια τοποθέτησαν την επιγραφή «Οίκος Μουσών - Κλέος Βαριτών». Το 1873 φοιτούσαν 61 μαθητές και 6 μαθήτριες με δάσκαλο τον Κων. Αθανασίου από την Ίμβρο. Το 1874 το σχολείο έγινε κοινοτικό, όπως συνέβη σε όλα τα χωριά που διέθεταν σχολικό κτίριο. Αρχικά ήταν τετρατάξιο αλλά ως το 1912 είχε αναβαθμιστεί σε πεντατάξιο. Στα τέλη του 19ου αιώνα ιδρύθηκε και παρθεναγωγείο, που λειτουργούσε με ετήσια χορηγία 16 αγγλικών λιρών του πρόεδρου της Λημνιακής Αδελφότητας Αλεξανδρείας Νικόλαου Ντάλλη, του οποίου η σύζυγος, Ελένη Σαράντη, ήταν από το Βάρος. Μετά το 1912 κτίστηκε καινούργιο διδακτήριο κοντά στο οποίο υπήρχε η κατοικία των δασκάλων, πάλι με προσωπική δωρεά του Παντελή Αστραδέλλη. Το 1919 τα δυο σχολεία, αρρένων και θηλέων, συγχωνεύτηκαν σε εξατάξιο δημοτικό, το οποίο λειτούργησε ως μονοθέσιο (1919-24), τριθέσιο (1924-37), διθέσιο (1937-72) και πάλι μονοθέσιο μετά το 1972. Από την παλιά «ηρωική» εποχή ξεχώρισε ο παπάς και δάσκαλος Γρηγόριος Αμάραντος, ο οποίος εκτός από το χωριό του υπηρέτησε σε: Ατσική, Λιβαδοχώρι κι άλλα χωριά του νησιού. Στο σχολείο του Βάρους υπηρέτησαν μεταξύ άλλων οι: Αθανάσιος Παπαστυλιανού (1901-10 περίπου), Σμαρώ Δερέκα (1914-19), Νικόλαος Φωτιάδης (1912-23), Κλεοπάτρα Ρεβύθη (1923-35), Μιχαήλ Θεοδωρομανωλάκης (1929-34), Θεοχάρης Βελογιάννης (1932-40), Σωτηρία Χριστοφή (1940-47), Σπύρος Μουστάκας (1937, 1960-67), Ελένη Γάγγου (1967-72), Στέλιος Γιαννούδης (1967-75 περίπου) κ.ά.
Νεότερα χρόνια
Τον Μάιο του 1904 επισκέφτηκε το Βάρος ο Γερμανός Fredrich, ο οποίος έμεινε για αρκετές μέρες στο σπίτι του Ιωάννη Μπάτσου που ήταν το νεότερο του χωριού. Ήταν κτισμένο με το αστικό σμυρναϊκό σχέδιο και ξεχώριζε από τις παλιές αγροτικές κατοικίες με τις αξάτες. Ήταν δίπατο και στο κατώι υπήρχαν οι αποθηκευτικοί χώροι και το μαγειρείο. Ο όροφος χωριζόταν στη μέση από ένα διάδρομο και είχε δυο μεγάλα δωμάτια αριστερά και δεξιά. Ο Fredrich περιγράφει το Βάρος ως ένα τυπικό αγροτικό χωριό της Λήμνου, με λίγους εύπορους κατοίκους κυρίως εμπόρους ή μετανάστες και πολλούς αγρότες, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν χρεωμένοι στους πρώτους. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι Βαρίτες έστελναν τρεις αντιπροσώπους στην παλλημνιακή επαρχιακή συνέλευση. Λόγω της θέσης του στο κέντρο της Λήμνου, το χωριό ήταν έδρα διαφόρων υπηρεσιών. Διέθετε σταθμό χωροφυλακής και ταχυδρομείο, τουλάχιστον από το 1906, με τη σφραγίδα VAROZ. Το 1907 με γενναία δαπάνη του Ν. Ντάλλη μεταφέρθηκε το νερό από τα Παλιοπορτόρια, που βρίσκονται δυο χιλιόμετρα βορειοδυτικά, στην πλατεία του χωριού σε μαρμάρινη κρήνη. Προς τιμήν του ευεργέτη δόθηκε το όνομά του στην πλατεία και η κρήνη ονομάστηκε Δάλλειος. Στον λόφο πάνω από το χωριό υπήρχαν δώδεκα ανεμόμυλοι, προσφέροντας μια εντυπωσιακή εικόνα καθώς ήταν ορατοί όχι μόνο σε όλη την ανατολική Λήμνο αλλά ως την Ίμβρο και τη Σαμοθράκη. Το 1915 τα συμμαχικά αποβατικά στρατεύματα είχαν δημιουργήσει έναν κώδικα με τα πτερύγια και τον αριθμό των μύλων που λειτουργούσαν, για να στέλνουν μηνύματα στα δυο αυτά νησιά, όπως αναφέρει ο Γάλλος στρατιωτικός Capitain D. Το 1918 το Βάρος απετέλεσε ανεξάρτητη κοινότητα, στην οποία εντάχθηκε για λίγους μήνες και η Καλλιόπη, ως τον Ιούνιο του 1919 που μεταφέρθηκε στην κοινότητα Κοντοπουλίου. Την περίοδο 1920-28 αναφέρεται ως ξεχωριστός οικισμός της κοινότητας ο "Όρμος Μπουρνιά". Το χωριό γνώρισε κάποια ακμή στα χρόνια του μεσοπολέμου. Ο Σύλλογος Βαριτών Ν. Υόρκης βοηθούσε σε διάφορα κοινωφελή έργα, όπως την ανακατασκευή του δαπέδου του σχολείου, το οποίο είχε αναβαθμιστεί σε τριθέσιο. Κτίστηκε νέος ναός του Αγ. Χαράλαμπους στη θέση του παλιού, έργο του Φωτιάδη. Ο άγιος Χαράλαμπος συνδέεται με το έθιμο της μονομερίτικης κλωστής, την οποία γνέθουν σε μια μέρα και την τυλίγουν γύρω από τον ναό κατά την εορτή του στις 10 Φεβρουαρίου, σε ανάμνηση της σωτηρίας του χωριού από λοιμό, σύμφωνα με παλιά παράδοση. Επίσης, υπάρχει ο ναός του Χριστού. Το 1928 απογράφηκαν 618 άτομα ενώ το 1938 υπολογίζονταν σε 800. Μεταπολεμικά η αναπτυξιακή διαδικασία ανακόπηκε. Ο πληθυσμός άρχισε να μειώνεται δραματικά και από 652 (1951) έφτασε στους 275 κατοίκους το 1981. Από το έτος αυτό αναφέρεται ως ξεχωριστός οικισμός ο Αερολιμήν (14 κάτοικοι). Έκτοτε, ο πληθυσμός παρουσίασε μια μικρή άνοδο για να φτάσει τα 405 άτομα το 2001, ενώ μέχρι πριν από μερικά χρόνια δρούσε στο χωριό και ένα ποδοσφαιρικό σωματείο, ο Ερμής.
Βιβλιογραφία
Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου Βασιλική, «Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο (15ος-20ος αιώνας)», Θεσσαλονίκη 1986. Cdrom Επαρχείου Λήμνου: "Λήμνος αγαπημένη". Θ. Μπελίτσου, Η Λήμνος και τα χωριά της, 1994. Θ. Μπελίτσου: "Ιστορικό οδοιπορικό στη Λήμνο: Βάρος", εφ. Λήμνος, φ. 482 (12-6-2007). "ΛΗΜΝΟΣ: Ιστορική & Πολιτιστική Κληρονομιά", εκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010.