Πληροφορίες
Η Ατσική είναι κεφαλοχώρι της Λήμνου. Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Λήμνου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου (πρόγραμμα Καλλικράτης). Από το 1999 έως το 2010 σύμφωνα με την τότε διοικητική διαίρεση της Ελλάδας ήταν έδρα του Δήμου Ατσικής. Παλαιότερα ανήκε στον νομό Λέσβου. Βρίσκεται στο κέντρο του νησιού κι έχει περίπου 1.000 κατοίκους.
Πρώτες πληροφορίες
Το χωριό πρωτοαναφέρεται το 1284 σε έγγραφο της μονής Μεγ. Λαύρας. Το όνομα του χωριού αποδίδεται σε παραλλαγή της αρχαίας ονομασίας Αττική, όμως χωρίς περαιτέρω τεκμηρίωση. Μια άλλη άποψη, πως το όνομα προήλθε από το τουρκικό «ατσίκ: ανοικτός (τόπος)» λόγω της μεγάλης πεδιάδας που την περιβάλλει, μοιάζει αδύνατη, αφού το τοπωνύμιο αναφέρεται ήδη από το 13ο αιώνα, πολύ πριν οι Τούρκοι έρθουν στη Λήμνο. Πριν από το 1360 αναφέρεται στην Ατσική το μονύδριο Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος, το οποίο στη συνέχεια έγινε μετόχι της μονής Διονυσίου του Αγ. Όρους. Σε έγγραφα της ίδιας μονής το 1430 αναφέρεται ο ναός του Αγίου Νικολάου σε θέση ανάμεσα στην Ατσική και στο Προπούλι. Γύρω από την Ατσική υπήρχαν παλαιότερα μικροί οικισμοί -τσιφλίκια ή μετόχια μονών- τα οποία σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί. Τέτοιοι οικισμοί είναι:
Η Κρηνίδα. Το Γενοβιού(ς) κοντά στον Άγ. Ερμόλαο, τοπωνύμιο που προήλθε από παλαιό Γενοβέζο ιδιοκτήτη, κάτι όχι απίθανο αφού το 14ο αιώνα αναφέρεται στο νησί κάποιος Κωνσταντίνος του Γεννουΐτου. Σήμερα στην περιοχή υπάρχει εξωκλήσι του Αγ. Γεωργίου. Τα Παλιοπορτόρια, τα οποία οι περιηγητές Conze (1858), Reinach (1885) και Sealy (1917) διαπίστωσαν πως βρίσκονται ανάμεσα σε αρχαία μνημεία. Προφανώς, πρόκειται για παλαιό οικισμό που ονομαζόταν Πραιτόριο κι όταν εγκαταλείφθηκε αποκλήθηκε Παλιό Πραιτόριο - Παλιοπορτόρια. Το 1885 το Παλαιό Πραιτόριο είχε 12 κατοίκους, ανεμόμυλο και πολλά χαλάσματα σπιτιών. Το 1917 ο Sealy εντόπισε μισοθαμμένους μαρμάρινους και λίθινους κίονες, ένα πηγάδι με υποστυλωμένες υπόγειες κοιλότητες κι ένα περιτείχισμα γύρω από τον ερειπιώνα, του οποίου την έκταση υπολόγισε σε 3.500 τετρ. πόδια περίπου.
Οθωμανική περίοδος
Στο μεγαλύτερο διάστημα της τουρκοκρατίας η Ατσική δεν αναφέρεται. Οι περιηγητές την αγνοούν, πράγμα διόλου αφύσικο, αφού οι περισσότεροι ενδιαφέρονταν για τα λιμάνια και τις ακτές κι αδιαφορούσαν για τους μεσόγειους οικισμούς. Όμως, το χωριό πρέπει να είχε συγκροτηθεί από παλιά. Ο Γάλλος Choiseul-Gouffier το 1785 δεν το σημειώνει στο χάρτη του αλλά πολλά χωριά του νησιού τα αναφέρει ανώνυμα ως Village. Ο δε Άγγλος Hunt το 1801 από το λόφο Παλιόκαστρο -Προφ. Ηλίας- του Κατάλακκου αντίκρισε έξι χωριά στον καλά καλλιεργημένο κάμπο, ανάμεσα στα οποία λογικά υπήρχε και η Ατσική. Εξάλλου, το 1844 ήταν ένα από τα κεφαλοχώρια του νησιού, αφού ο δημογέροντας του χωριού Χριστοφής παπά Αθανασίου ήταν ένα από τα οκτώ μέλη της επιτροπής, την οποία έστειλαν οι Λημνιοί στο σουλτάνο απαιτώντας να διώξει τον καταχραστή διοικητή του νησιού. Το χωριό είναι κτισμένο σε ένα λόφο στο μέσο της μεγάλης πεδιάδας της κεντρικής Λήμνου. Στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας συγκέντρωσε τους κατοίκους των γύρω μικρών οικισμών με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο πληθυσμός του και να εξελιχθεί σε κώμη. Από τα κοινοτικά αρχεία μαθαίνουμε πως το 1863 είχε 146 οικογένειες ενώ το 1874 είχε 170 οικογένειες και 223 κατοικίες. Το 1854 η ενορία είχε ιερέα τον παπά Γιάννη ενώ το 1856 οι 248 στρατεύσιμοι άνδρες του χωριού πλήρωσαν φόρο 7935 γρόσια, ώστε να απαλλαγούν από τη στράτευση. Το ίδιο έτος οι κάτοικοι πλήρωσαν 1505 γρόσια για τέλη αμπελιών και καπνών. Στα τέλη του 19ου αιώνα η κοινότητα είχε κυκλοφορήσει κέρματα για τις μικροσυναλλαγές με τη σφραγίδα «Α». Οι Ατσ’κιώτες έστελναν τρεις αντιπροσώπους στην παλλημνιακή επαρχιακή συνέλευση. Το 1911 κτίστηκε η κεντρική βρύση «ΙΔΙΑΙΣ ΔΑΠΑΝΑΙΣ» των κατοίκων. Το 1912 το χωριό ήταν δήμος και είχε ταχυδρομείο με τη σφραγίδα «ATCHKY», όπως είναι η φωνητική απόδοση του ονόματος στη λημνιακή ντοπιολαλιά. Ως Atski τη σημειώνουν στους χάρτες τους κι οι περιηγητές Cozne (1858) και Fredrich (1904) ενώ στα κοινοτικά έγγραφα αναφέρεται συχνά ως Ατζική. Η εύφορη αγροτική περιφέρεια μεταμόρφωσε την Ατσική σε ένα από τα πλουσιότερα χωριά του νησιού προκαλώντας το θαυμασμό σε πολλούς, όπως στον Άγγλο κληρικό Tozer που την επισκέφθηκε το Μάρτιο του 1889. Φιλοξενήθηκε στο σχολικό κτίριο, το οποίο, εκτός τις από αίθουσες, περιλάμβανε κατοικία του δάσκαλου και δωμάτιο-ξενώνα. Σ’ άλλους ο πλούτος προκαλούσε τη ζήλια, όπως στον πειρατή Ψυρούκη, ο οποίος το 1860 προσπάθησε με 15 άνδρες να λαφυραγωγήσει το χωριό. Όμως, οι κάτοικοι τον ξεγέλασαν και ειδοποίησαν τη χωροφυλακή που ήλθε από το Κάστρο. Ακολούθησε συμπλοκή, στην οποία σκοτώθηκαν ο Ψυρούκης και τρεις επίδοξοι πειρατές.
Ο ναός
Το 1868 κτίστηκε ο ενοριακός ναός του Αγίου Γεωργίου, ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής. Σε επιγραφή αναγράφεται "ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΗΣ ΠΑΝΤΕΛΙ ΤΣΑΝΙΣ". Πρόκειται για τον Παντελή Τζανή από την Κων/πολη, ο οποίος έκτισε και τους ναούς στο Πλατύ και στο Βάρος. Φέρει νεοκλασικό διάκοσμο, κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού και αγιογραφίες ρωσικής τεχνοτροπίας. Οι πέτρες του προέρχονται από το λατομείο του λόφου Σμούλα ενώ στο νάρθηκα έχουν ενσωματωθεί μαρμάρινοι κίονες που μεταφέρθηκαν από τη θέση Ζαβαλάκη. Τα κεραμίδια φτιάχνονταν στο λεγόμενο "Κεραμιδαριό", στα νότια του χωριού. Αργότερα φτιάχτηκε και καμπαναριό, το οποίο κατεδαφίστηκε λόγω αστάθειας. Το 1928 κτίστηκε νέο με δαπάνη 650.000 δρχ. του Συλλόγου Ατσικιωτών Ν. Υόρκης ο "Άγιος Γεώργιος". Αρχιτέκτων ήταν κάποιος Κυριακίδης αλλά ο τεχνίτης που το έφτιαξε ήταν ο μάστρο-Γιάννης Φωτιάδης, λιθογλύπτης από τη Σαμψούντα εγκατεστημένος στην Ατσική. Φτιάχτηκε με πέτρα από το Ρωμανού. Είναι το μεγαλύτερο και το εντυπωσιακότερο καμπαναριό της Λήμνου, διαστάσεων 5x5, με περίτεχνα σκαλιστά κιονόκρανα. Η αρχική καμπάνα του ήταν ρώσικη, ζύγιζε 400 κιλά κι ακουγόταν ως τον Άγιο Δημήτριο, τη Δάφνη και το Βάρος! Γι' αυτό αναγκάστηκαν να τη μικρύνουν.
Το σχολείο
Το σχολείο λειτουργούσε τουλάχιστον από το 1874 ως κοινοτικό τετρατάξιο. Ως το 1912 αναβαθμίστηκε σε πεντατάξιο ενώ είχε ιδρυθεί και ξεχωριστό παρθεναγωγείο. Το 1919 ιδρύθηκε εξατάξιο δημοτικό, το οποίο λειτούργησε ως τριθέσιο ή τετραθέσιο μέχρι τη δεκαετία του ’90 που αναβαθμίστηκε σε εξαθέσιο. Το παλιό διδακτήριο, κτίσμα μάλλον του 1883, χρησιμοποιείτο ως το 1957, οπότε αποπερατώθηκε το σημερινό με οικονομική ενίσχυση και ομογενών από τις ΗΠΑ. Μεταξύ άλλων υπηρέτησαν στο σχολείο της Ατσικής οι δάσκαλοι: Ιωάννης Βασιλειάδης (1896-1900), Αργύριος Καβουρίδης (1916-20), Ηλιοφωτίστη Κακκιάδου (1916-20, από την Ατσική), Παλαιολόγος Αβαδέλλης (1925-31), Όλγα Κακκιάδου (1932-37 και 1951, από την Ατσική), Γεώργιος Βασδέκης (1938-47), Σαπφώ Κυρίκου (1938-48), Ελισάβετ Κουρκούλου (1938-45), Σοφία Σαραντοπούλου (1956-74), Κων. Τσουβελεκάκης (1961-70, από την Ατσική) κ.ά.
Νεότερα χρόνια
Ενώ επί τουρκοκρατίας η Ατσική ήταν δήμος, το 1918 υποβιβάστηκε σε κοινότητα, στην οποία εντάχθηκαν κι οι οικισμοί Προπούλι και Κρηνίδα (την περίοδο 1940-81). Στη διάρκεια του μεσοπολέμου ο πληθυσμός του χωριού αυξήθηκε από 907 κ. (1.008 όλη η κοινότητα) το 1920, σε 1.058 κ. το 1940 (1.311 η κοινότητα). Μεταπολεμικά, άρχισε να φθίνει λόγω της μετανάστευσης κι από 1.078 κ. το 1951 (1.328 η κοινότητα), το 1971 απογράφηκαν μόνο 796 άτομα (958 η κοινότητα), πληθυσμό που έχει διατηρήσει περίπου σταθερό έκτοτε. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου το χωριό γνώρισε σημαντική ανάπτυξη. Στο σχολείο φοιτούσαν περίπου 170 μαθητές και ιδρύθηκε νηπιαγωγείο. Η αγροτική παραγωγή αυξήθηκε και το 1938 παρήχθησαν 700.000 οκάδες σιτηρών, 45.000 οκ. σουσαμιού, 40.000 οκ. βαμβακιού, 22.000 οκ. οσπρίων, 15.000 οκ. ζωοτροφών (ρόβι, λαθούρι κλπ). Το καλοκαίρι του 1931 αναφέρεται ο ποδοσφαιρικός σύλλογος "Κεραυνός Ατσικής", ο οποίος διέθετε γήπεδο και φιλοξένησε δυο φορές την "Ολύμπια Λιβαδοχωρίου" (σκορ 1-0 και 2-3) με διαιτητή τον Καψιδέλη. Τον Ιανουάριο 1932 πρωτοεμφανίζεται ο Ηρακλής σε αγώνα με τον Παλλημνιακό (σκορ 0-2). Αναφέρονται οι παίκτες: Β. Πασχάλης, Κατρακίλης, Χλάχλας, Μουστάκας, Πατρίκης, Κατσάρης, Καλαϊτζής, Κομνηνός, Λεμισιάκης και Παχνέλας. Ο Ηρακλής έγινε επίσημο σωματείο το 1953 και αγωνίζεται μέχρι σήμερα με σημαντικές διακρίσεις, τίτλους και συμμετοχή στο πρωτάθλημα Δ΄ Εθνικής. Από το 1998 η Ατσική είναι έδρα του ομώνυμου Δήμου με δήμαρχο τον Ανδρέα Καλατζή. Είναι αυτοδύναμο κεφαλοχώρι με δημοτικό σχολείο, νηπιαγωγείο, περιφερειακό ιατρείο, ταχυδρομείο, αστυνομικό σταθμό, πολλά εμπορικά καταστήματα, μικρό ξενοδοχείο, ενοικιαζόμενα δωμάτια, ταβέρνες, αναψυκτήρια, δύο εργοστάσια ζαχαροπλαστικής (Συνεταιρισμός Γυναικών και Χρυσάφη), το εργοστάσιο αναψυκτικών Κουκουλήθρα και σημαντική αγροτική παραγωγή. Τα τελευταία χρόνια σημαντικό μερίδιο διεκδικεί και η τουριστική κίνηση με επίκεντρο τον Αγιαρμόλα που βρίσκεται στα βόρεια του χωριού. Οφείλει το όνομά του στο εξωκλήσι του Άγιου Ερμόλαου, το οποίο «ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΔΑΠΑΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑΛΟΥΔΑΣ» το 1867 πάνω από μια νεροπηγή. Εκεί βρίσκεται το λιμανάκι του χωριού και η αμμώδης παραλία των λουόμενων, ενώ αξιοθέατη είναι η ακτή με τους κοκκινωπούς βράχους. Επίσης, στο ακρωτήριο Φαρακλό, βορειοδυτικά του χωριού, υπάρχουν τα Αγιάσματα, μια πηγή μεταλλικού νερού στην οποία αποδίδονται ιαματικές ιδιότητες και παλιότερα πολύς κόσμος έσπευδε να πιει το νερό της. Τέλος, στο χαμηλό λόφο Προγόμυλος, τρία χιλιόμετρα δυτικά της Ατσικής, έχει εντοπιστεί προϊστορικός οικισμός. Βρέθηκαν λίθινα εργαλεία αλλά δεν έχει γίνει εκτεταμένη ανασκαφή.
Προσωπικότητες
Από την Ατσική κατάγονται σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών:
Ο σημαντικός λιθογλύπτης Ιωάννης Φωτιάδης (που ήλθε από την Μικρά Ασία). Στον περίβολο του σπιτιού του (μπροστά υπήρχε το εργαστήριο του) υπάρχουν ακόμα γλυπτά του, ημιτελή και ολοκληρωμένα, πεταμένα και αναξιοποίητα. Ο διάσημος βυζαντινολόγος Παναγιώτης Χαρανής ή Peter Charanis (1908-86) που υπήρξε ο πρύτανης των βυζαντινών σπουδών στις ΗΠΑ. Ο ακάματος ιστοριοδίφης της παλαιάς σχολής και φιλόλογος Τάσος Καψιδέλης (1913-87) που συνέγραψε τέσσερα σημαντικά ιστορικά βιβλία για τη Λήμνο. Ο ιατρός Σταύρος Τραγάρας, ζωγράφος, ποιητής και ψυχή του Συλλόγου Ατσικιωτών της Αθήνας με αξιόλογες πρωτοβουλίες, όπως την έκδοση της εφ. Η Φωνή της Ατσικής, τη διοργάνωση θεματικών ημερίδων για τους Ατσικιώτες λόγιους και πετράδες, για το βαμβάκι κλπ.
Αξιοθέατα
Ναός Αγ. Γεωργίου με λιθόγλυπτο καμπαναριό. Παραλία Αγ. Ερμολάου (Αγιαρμόλα) με σπάνια πετρώματα.
Βιβλιογραφία
Θ. Μπελίτσου, "Η Λήμνος και τα χωριά της", 1994. Θ. Μπελίτσου, "Ιστορικό οδοιπορικό στη Λήμνο: Ατσική", εφ. Λήμνος 473 (12-4-2007). "ΛΗΜΝΟΣ: Ιστορική & Πολιτιστική Κληρονομιά", εκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010.