Πληροφορίες
Ο Αετόλοφος είναι χωριό και κοινότητα του Δήμου Αγιάς. Πριν από τη μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης το 2011, ήταν μέρος του Καποδιστριακού Δήμου Αγιάς. Η απογραφή του 2011 κατέγραψε 323 κατοίκους στο χωριό. Η κοινότητα κάλυπτε έκταση 13.534 τετ. χλμ το 2001 2.
Ιστορία
Το Μεσαίωνα, ο οικισμός ήταν γνωστός ως Βέσαινα, που με την αλλοιωμένη μορφή Δέσιανη συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Η Βέσαινα μαρτυρήθηκε για πρώτη φορά τον 11ο αιώνα, ως επισκοπή και σε επιγραφή που βρέθηκε στην Αγιά κάποιου Ευθύμιου, «πρωτοσπαθαρίου της Βέσαινας». Μία επιστολή του Μιχαήλ Ψελλού αναφέρει την επισκοπή ως πολύ φτωχή. Στα τέλη του 12ου αιώνα, ο ταξιδιώτης Βενιαμίν της Τουντέλα συνάντησε μία ισχυρή εβραϊκή κοινότητα 100 ατόμων στην πόλη. Στο αυτοκρατορικό χρυσόβουλο που παραχωρήθηκε στη Βενετία το 1198 από τον Αλέξιο Γ' Άγγελο, η Βέσαινα αναγράφεται ως «επίσκεψις», ενώ στο Partitio Romaniae του 1204 αναφέρεται ως μέλος της «επισκέψεως» της Αυτοκράτειρας Ευφροσύνης Δούκαινας Καματηράς (στα λατινικά pertinentia Imperatricis). Αυτή η pertinentia Imperatricis παραχωρήθηκε στη χήρα του Βονιφάτιου του Μομφερρατικού, Μαργαρίτα της Ουγγαρίας, από το Λατίνο Αυτοκράτορα Ερρίκο της Φλάνδρας, πράξη που επικυρώθηκε από τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ το 1210. Όταν ο Μητροπολίτης Λάρισας επισκέφθηκε τον τόπο το 1222, το περιέγραψε ως "καλά ποτισμένο και γεμάτο από αγαθά". Περίπου 1,5 χλμ. από το σύγχρονο χωριό βρίσκεται το εγκαταλελειμμένο χωριό Βαθύρεμα, όπου υπάρχουν και ίχνη βυζαντινού οικισμού και εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο. Ο Σουηδός ανατολιστής και ταξιδιώτης Γιάκομπ Γιόνας Μπιέρνσταλ επισκέφθηκε το χωριό το 1779, αναφέροντας ότι το «ελληνικό χωριό Δέσιανη, στην τουρκική Büyükköy», είχε εκατό σπίτια και τέσσερις εκκλησίες. Το 1791, ο Έλληνας μελετητής Γρηγόριος Κωνσταντάς, στο σημαντικό έργο του Γεωγραφία νεωτερική, φέρει τη «Δέσιανη» ως οικισμό χριστιανικό με 150 σπίτια, που βρίσκονται στην πεδιάδα, νότια της Αγιάς. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι είναι αγρότες («ζευγίται»), με λίγους υφαντάδες. Κύρια προϊόντα ήταν το σιτάρι, τα πρόβατα και λίγο μετάξι. Την εποχή εκείνη, ο ισχυρός Αλή Πασάς, ο οποίος είχε αναλάβει την ευθύνη για την ασφάλεια στην περιοχή ως δερβέναγας, έδωσε το προηγουμένως ελεύθερο χωριό στον γιο του Βελή Πασά ως τσιφλίκι. Ο Άγγλος ταξιδιώτης Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ που επισκέφθηκε την περιοχή το 1809, περιγράφει το αρχοντικό που ανέγειρε στο χωριό ο Βελί Πασάς, ο οποίος προτιμούσε να κατοικεί εκεί παρά την επίσημη έδρα του στη Λάρισα, όπου το κλίμα δεν ήταν της προτίμησής του. Η κυριαρχία του Βελή κράτησε μέχρι το 1819, όταν ο Αλή Πασάς κηρύχθηκε αποστάτης από την Υψηλή Πύλη και τα κτήματά του καθώς και των παιδιών του κατασχέθηκαν. Η περιοχή έγινε μέρος της Ελλάδας μαζί με την υπόλοιπη Θεσσαλία το 1881, οδηγώντας στην αποχώρηση των Οθωμανών μεγαλογαιοκτημόνων και την αντικατάστασή τους από Έλληνες. Στις αρχές του 20ου αιώνα, Έλληνες πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και έλαβαν κλήρους γης.
Επισκοπική έδρα
Η Ελληνορθόδοξη Επισκοπή Βέσαινης επιβεβαιώνεται στην Notitiae Episcopatuum του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως από τον 11ο έως τον 15ο αιώνα ως υπαγόμενηστην Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης, και κατατάσσεται στην 18η θέση μεταξύ των εδρών που υπόκεινταν σε αυτή. Μετά την κατάκτηση των Φράγκων, εγκαταστάθηκε για λίγο ένας ρωμαιοκαθολικός ιεράρχης στην έδρα. Η σημερινή Εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου βρίσκεται στα ερείπια μιας παλαιοχριστιανικής ή βυζαντινής βασιλικής. Αρκετά βυζαντινά spolia ενσωματώνονται στην παρούσα δομή, μαζί με το σύνθρονο του παλαιού επισκοπικού καθεδρικού ναού, που επέτρεψε την ασφαλή ταυτοποίηση του Αετόλοφου με τη Βέσαινα.
Τοπική κοινότητα
Η τοπική κοινότητα είναι χαρακτηρισμένη ως αγροτικός πεδινός οικισμός, με έκταση 13,509 χμ² (2011).
Πληθυσμός
Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ο πληθυσμός του οικισμού του Αετόλοφου ήταν 323 άτομα, δηλαδή μειωμένος σχεδόν 15% σε σύγκριση με τον πληθυσμό της προηγούμενης απογραφής του 2001.
Παραπομπές
Πηγές
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 1978, 2006 (ΠΛΜ) Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς, 1963 (ΠΛ)