Πληροφορίες
Ο νομός Λακωνίας είναι ο νοτιότερος νομός της Πελοποννήσου και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος (Μυρτώο Πέλαγος), το Μεσσηνιακό κόλπο και το Λακωνικό κόλπο. Έχει δύο κύριες οροσειρές, του Ταϋγέτου που είναι και η υψηλότερη κορυφή της Πελοποννήσου (2.407 μέτρα) και του Πάρνωνα (1.961 μέτρα). Ανάμεσά τους βρίσκεται η κοιλάδα του ποταμού Ευρώτα και η Σπάρτη. Συνορεύει στα βόρεια με το νομό Αρκαδίας και στα δυτικά με το νομό Μεσσηνίας. Στο νομό Λακωνίας ανήκει και το κατοικημένο νησί της Πελοποννήσου, η Ελαφόνησος.
Γενικά στοιχεία
Ο νομός έχει έκταση 3.639 τ. χλμ. και πληθυσμό 89.138 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Μεγαλύτερη πόλη είναι η Σπάρτη, με πληθυσμό 16.239 κατοίκους. Άλλες σημαντικές πόλεις είναι το Γύθειο, οι Μολάοι, ο Βλαχιώτης, η Σκάλα, η Αρεόπολη, το Οίτυλο, ο Μυστράς, ο Πύργος Διρού, ο Γερολιμένας, η Βάθεια, τα Βρέσθενα, η Μονεμβασιά και η Νεάπολη Βοιών στα Βάτικα.
Διοικητική διαίρεση
Ο Νομός Λακωνίας χωρίζεται σε 5 δήμους μετά την εφαρμογή του Προγράμματος « Καλλικράτης », οι οποίοι είναι:
Για πλήρη κατάλογο των πόλεων και οικισμών της περιφερειακής ενότητας, δείτε επίσης Διοικητική διαίρεση Περιφερειακής Ενότητας Λακωνίας.Για τον ίδιο κατάλογο με το σχέδιο "Καποδίστριας", δείτε Διοικητική διαίρεση νομού Λακωνίας.
Ιστορία
Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας έχουν εντοπιστεί στη νότια Λακωνία και ανάγονται στην παλαιολιθική εποχή. Σε αυτή χρονολογούνται τα ευρήματα σε βραχώδεις περιοχές δυτικά της Αρεόπολης (σπήλαιο Απήδημα και θέση Καλαμάκια), στην περιοχή της Σελινίτσας (ανατολικά του Γυθείου) και στην περιοχή της Κοκκινιάς (Ακριαί, κατά την αρχαιότητα).
Από τη νεολιθική στη γεωμετρική εποχή
Η νεολιθική εποχή (6000 π.Χ.-3000 π.Χ.) που ακολούθησε έχει αφήσει σημαντικά ευρήματα ανθρώπινης κατοίκησης. Κύριες θέσεις είναι το Κουφόβουνο, ένας από τους μεγαλύτερους νεολιθικούς οικισμούς της Πελοποννήσου (νότια της Σπάρτης, στον οικισμό Άγιος Ιωάννης), καθώς και το σπήλαιο Αλεπότρυπα, στον Διρό, το οποίο κατοικήθηκε κατά τα τέλη της νεολιθικής εποχής. Η γεωγραφική εντόπιση των εν λόγω θέσεων δείχνει ότι κατά την εποχή αυτή οι κάτοικοι είχαν έρθει από τη θάλασσα και στη συνέχεια εξαπλώθηκαν στην ενδοχώρα. Τα ευρήματα της εποχής του χαλκού είναι πιο πλούσια και εντοπίζονται κυρίως γύρω από τον Λακωνικό κόλπο. Ο πιο γνωστός οικισμός της περιόδου αυτής έχει εντοπιστεί στο Παυλοπέτρι, τη μικρή βραχονησίδα ανάμεσα στην Ελαφόνησο και στη στεριά. Κατά τη μυκηναϊκή εποχή η περιοχή γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη. Τα ομηρικά έπη και ο μύθος του Μενέλαου και της ωραίας Ελένης απηχούν αυτή την πραγματικότητα. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούν και τα αρχαιολογικά ευρήματα (κυρίως νεκροταφεία με θαλαμωτούς τάφους). Σημαντικά μυκηναϊκά κέντρα υπήρξαν στις Αμύκλες, στο Βαφειό, στην Πελλάνα, στο Περιστέρι (δίπλα στη Σκάλα), στο Μενελάιο, στη Συκιά, στην Επίδαυρο Λιμηρά κ.α. Η κάθοδος των Δωριέων, γύρω στο 1100 π.Χ., έφερε ένα τμήμα τους στην καρδιά της κοιλάδας του Ευρώτα. Κατά τη διάρκεια του 10ου αι. π.Χ. εμφανίζεται στο προσκήνιο η αρχαία Σπάρτη. Κατά τη γεωμετρική εποχή, η οποία δεν άφησε σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα, η Σπάρτη αποτελούνταν από τέσσερις μικρές κώμες: την Πιτάνη, τις Λίμνες, τη Μεσόα και την Κυνόσουρα. Εκείνα τα χρόνια έζησαν ο νομοθέτης Λυκούργος και οι ποιητές Τυρταίος και Αλκμάν. Την ίδια περίοδο έκαναν τα πρώτα τους βήματα η διπλή βασιλεία και το ιδιόμορφο στρατοκρατικό πλαίσιο. Κατά τα μέσα του 8ου αι. π.Χ., η αρχαία Λακωνία περιλάμβανε επίσης τις Αμύκλες, τη Φάριδα, τη Σελλασία, την Πελλάνα, τις Γερόνθρες, το Έλος και τη χερσόνησο της Μάνης.
Η ακμή της Σπάρτης
Η ακμή της Σπάρτης συνδέθηκε και με τη σταδιακή επέκτασή της, η οποία άρχισε με τους δύο Μεσσηνιακούς πολέμους (735 π.Χ.-715 π.Χ. και μέσα του 7ου αι. π.Χ.) και την κατάκτηση της εύφορης Μεσσηνίας. Ενδιάμεσα οι Σπαρτιάτες είχαν αποικίσει τη Θήρα και τον Τάραντα (708 π.Χ.), στη Μεγάλη Ελλάδα. Στη συνέχεια κατακτήθηκαν διαδοχικά η νότια Αρκαδία, η Τεγέα, το Λεύκτρον (Λεοντάρι Μεγαλόπολης, μέσα 6ου αι. π.Χ.), το Άργος, η υπόλοιπη Κυνουρία, η χερσόνησος του Μαλέα και τα Κύθηρα. Την περίοδο εκείνη, η Σπάρτη ενεπλάκη και στα εσωτερικά της Αθήνας, απομακρύνοντας τον τύραννο Ιππία, καθώς και σε αρκετές ανεπιτυχείς εκστρατείες. Παράλληλα ιδρύθηκε η Πελοποννησιακή Συμμαχία, στην οποία συμμετείχαν όλες οι πόλεις της Πελοποννήσου (με εξαίρεση το Άργος και την Ήλιδα), η Αίγινα και τα Μέγαρα. Από τα μέσα του 6ου αι. η κατάσταση αλλάζει. Εδραιώνεται η οργάνωση της πόλης με βάση τους στρατιώτες-οπλίτες και η εφαρμογή της Μεγάλης Ρήτρας του Λυκούργου. Κυρίαρχη μορφή στο εσωτερικό ήταν ο έφορος Χίλων, ενώ στην εξωτερική πολιτική ήταν ο βασιλιάς Κλεομένης Α΄ της Σπάρτης, ο οποίος συνέτριψε τους Αργείους στη Σήπεια (494 π.Χ.). Τα χρόνια που ακολούθησαν σφραγίστηκαν από τους Περσικούς πολέμους. Η Σπάρτη δεν συμμετείχε στη μάχη του Μαραθώνα, όμως μετά το 481 π.Χ. θα βρεθεί στις πρώτες γραμμές του αντιμηδικού αγώνα. Ο αποφασιστικός ρόλος της θα σηματοδοτηθεί με τη μάχη των Θερμοπυλών και τη συμμετοχή, υπό τον Παυσανία, στη μάχη των Πλαταιών. Η επόμενη περίοδος έφερε στο προσκήνιο τον ανταγωνισμό Σπάρτης-Αθήνας. Η Σπάρτη επιβεβαίωσε την ισχύ της στις μάχες που έγιναν στην Τεγέα (471 π.Χ.) και τη Δίπαια Αρκαδίας (469 π.Χ.), λίγο αργότερα όμως δοκιμάστηκε από έναν καταστρεπτικό σεισμό και την εξέγερση ειλώτων που τον ακολούθησε (465 π.Χ.).
Πελοποννησιακοί πόλεμοι
Ο Πρώτος Πελοποννησιακός Πόλεμος (431 π.Χ.) είχε ως σημεία καμπής την άλωση των Πλαταιών (427 π.Χ.) από τη Σπάρτη, την παράδοση της Πύλου (425 π.Χ.) στους Αθηναίους, τη Νικίειο Ειρήνη (421 π.Χ.) και τη μάχη της Μαντινείας (418 π.Χ.). Η νίκη του ναύαρχου Λύσανδρου στους Αιγός ποταμούς (405 π.Χ.) θα δώσει τέλος στην πολύχρονη διαμάχη (404 π.Χ.) και θα οδηγήσει σε ταπεινωτική ήττα των Αθηνών. Ο πόλεμος, η είσοδος του περσικού χρυσού, οι κοινωνικές αλλαγές που συντελέστηκαν και η χρησιμοποίηση μισθοφόρων άλλαξαν αρκετά το τοπίο στη Σπάρτη. Εν τω μεταξύ, η Σπάρτη θα στείλει στη Μικρά Ασία στρατό κατά των Περσών, του οποίου θα ηγηθεί, μετά το 396 π.Χ., ο βασιλιάς Αγησίλαος Β΄ της Σπάρτης. Παράλληλα, οι Βοιωτοί, η Κόρινθος, το Άργος και η Αθήνα θα συνάψουν αντισπαρτιατική συμμαχία. Θα ακολουθήσει ο Κορινθιακός Πόλεμος (395 π.Χ.-387 π.Χ.), κατά τη διάρκεια του οποίου θα χάσει τη ζωή του ο Λύσανδρος και θα ανακληθεί ο Αγησίλαος. Το τέλος του πολέμου θα έρθει με την Ανταλκίδειο ή Βασίλειο ειρήνη (387 π.Χ.) και τη συνεργασία Σπάρτης-Περσίας. Την περίοδο αυτή θα επιτραπεί η πώληση του κλήρου που αναλογούσε σε κάθε πολίτη, με αποτέλεσμα τη συγκέντρωση μεγάλων εκτάσεων στα χέρια λίγων εύπορων κατοίκων. Αυτή η νομοθετική αλλαγή θα οδηγήσει σε λειψανδρία και, στη συνέχεια, στην αποδοχή ως πολιτών περίοικων και ειλώτων. Το 382 π.Χ. ο Φοιβίδας θα εγκαταστήσει στη Θήβα λακωνική φρουρά και θα εκδιώξει τους δημοκρατικούς, για να ακολουθήσει η αντεπίθεση των Θηβαίων και η συντριβή της Σπάρτης στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.). Η μάχη αυτή κατέρριψε το μύθο της αήττητης Σπάρτης και οδήγησε στη σταδιακή συρρίκνωση του κράτους της. Η επιδρομή του Επαμεινώνδα και η απώλεια της νότιας Αρκαδίας και της Μεσσηνίας (με την ίδρυση από τους Θηβαίους της Μεγαλόπολης, της Μαντινείας και της Μεσσήνης, το 367 π.Χ.) επέτειναν αυτή την τάση, η οποία δεν αντιστράφηκε με τη Μάχη της Μαντινείας (362 π.Χ.) και ορισμένες πρόσκαιρες εδαφικές επιτυχίες.
Οι Μακεδόνες στο προσκήνιο
Εν τω μεταξύ, εμφανίστηκαν στο προσκήνιο οι Μακεδόνες, οι οποίοι μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), περιόρισαν ακόμα πιο πολύ τη Σπάρτη. Η απομόνωση της πόλης ενισχύθηκε όταν αρνήθηκε να συμμετάσχει στο πανελλήνιο συνέδριο της Κορίνθου που οργάνωνε τον αγώνα κατά των Περσών. Και όταν εξεστράτευσε (331 π.Χ.) κατά της φιλομακεδονικής Μεγαλόπολης, ο Αντίπατρος τη συνέτριψε, αναγκάζοντάς τη να πάρει μέρος στη συμμαχία. Κατά την ελληνιστική εποχή η Σπάρτη θα προσπαθήσει να ανακτήσει τις χαμένες της δυνάμεις και θα εμπλακεί στις διαμάχες των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Θα δεχτεί αρχικά την επίθεση του Δημήτριου του Πολιορκητή (295 π.Χ.), που διέλυσε το λακωνικό στρατό στη Μαντινεία, και στη συνέχεια του Πύρρου (279 π.Χ.), ο οποίος έφτασε με τους ελέφαντές του μέχρι την κοιλάδα του Ευρώτα. Δώδεκα χρόνια αργότερα, η Σπάρτη, η Αθήνα και ο Πτολεμαίος Β΄ Φιλάδελφος θα πρωταγωνιστήσουν στο Χρεμωνίδειο πόλεμο (267 π.Χ.-261 π.Χ.) κατά του Αντίγονου Γονατά της Μακεδονίας. Η εδραίωση της Αχαϊκής Συμπολιτείας, στη συνέχεια, θα διαμορφώσει ένα μόνιμο αντίπαλο για τη Σπάρτη. Το β' μισό του 3ου αι. π.Χ. αρχίζουν να κόβονται νομίσματα και αρκετοί Σπαρτιάτες να υπηρετούν ως μισθοφόροι στη Σικελία, στην Αίγυπτο κ.α. Την ίδια περίοδο θα δρομολογηθούν οι ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις του βασιλιά Άγιδος Δ' (243 π.Χ.-242 π.Χ.), που είχαν ως οδηγό τη Ρήτρα του Λυκούργου. Αρχικά δεν στέφτηκαν από επιτυχία, στη συνέχεια όμως εφαρμόστηκαν βίαια από τον Κλεομένη Γ' (236 π.Χ.-222 π.Χ.). Ο ίδιος με τις νίκες του θα επαναφέρει τη Σπάρτη στα όρια του 4ου αι. π.Χ. Όμως οι Μακεδόνες, με επικεφαλής τον Αντίγονο Δώσωνα, θα νικήσουν τον Κλεομένη στη Σελλασία (222 π.Χ.), υποχρεώνοντάς τον να καταφύγει στην Αίγυπτο. Αυτή η ταπεινωτική ήττα θα σημάνει την αντίστροφη μέτρηση και για τις μεταρρυθμίσεις, αλλά και για το θεσμό της διπλής βασιλείας. Τα επόμενα χρόνια θα σφραγιστούν από τον Μαχανίδα (211 π.Χ.-207 π.Χ.) και τον Νάβι (207 π.Χ.-192 π.Χ.) -οι οποίοι ονομάζονται "τύραννοι" επειδή δεν ανήκουν στα παλιά βασιλικά γένη- από τις τριβές με τον Φιλοποίμενα της Αχαϊκής Συμπολιτείας, την ήττα της Σπάρτης στη Μαντινεία (207 π.Χ.) και τις αναδυόμενες επεκτατικές βλέψεις της Ρώμης. Το 195 π.Χ. οι Ρωμαίοι, με ηγέτη τον Φλαμινίνο, θα πολιορκήσουν τη Σπάρτη και θα καταλάβουν το Γύθειο. Παράλληλα, η Σπάρτη θα χάσει 24 παράλιους οικισμούς της Λακωνίας, που θα συγκροτήσουν το Κοινό των Λακεδαιμονίων, και θα προσχωρήσει τελικά στην Αχαϊκή Συμπολιτεία (192 π.Χ.).
Τα ρωμαϊκά χρόνια
Μετά την οριστική επικράτηση της Ρώμης (146 π.Χ.), η Σπάρτη θα εξασφαλίσει αρκετά προνόμια και θα γνωρίσει ιδιαίτερη οικονομική άνθηση. Αυτό δεν άλλαξε ακόμα και όταν τάχθηκε με το μέρος του Μιθριδάτη στη σύγκρουσή του με τη Ρώμη. Μάλιστα, η βοήθεια που προσέφερε ο Λάκωνας Ευρυκλής στον Οκταβιανό Αύγουστο στη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.) είχε ως αποτέλεσμα την προνομιακή μεταχείριση της Σπάρτης αλλά και του Κοινού των Ελευθερολακώνων, το οποίο είχε εν τω μεταξύ προκύψει από την αναδιοργάνωση (22 π.Χ.) του Κοινού των Λακεδαιμονίων. Κατά τις δύο πρώτους αιώνες μ.Χ. οι λακωνικές πόλεις θα εξελιχθούν σε σημαντικά ρωμαϊκά κέντρα. Θα χτιστούν αρκετά νέα κτήρια, θα αναβιώσουν παλιές τελετές, θα θεσμοθετηθούν νέοι αγώνες, αρκετοί Σπαρτιάτες θα αποκτήσουν δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη. Οι περιγραφές του περιηγητή Παυσανία, που επισκέφτηκε την περιοχή γύρω στο 155, δίνουν μια εικόνα από τα χρόνια εκείνα. Ιδιαίτερα γενναιόδωροι προς τη Σπάρτη θα φανούν ο Αύγουστος, ο Αδριανός και ο Ηρώδης ο Αττικός. Το 267 η περίοδος της ηρεμίας θα διακοπεί βίαια. Η Λακωνία θα λεηλατηθεί από βαρβαρική επιδρομή Ερούλων, η οποία θα καταλήξει σε κατάληψη και καταστροφή της Σπάρτης. Η περιοχή, όμως, θα επουλώσει τις πληγές της. Μάλιστα, όπως, πιστοποιεί το "Έδικτο καθορισμού των τιμών" που εξέδωσε ο Διοκλητιανός (301), θραύσματα του οποίου βρέθηκαν στις Γερόνθρες, στο Γύθειο και στο Οίτυλο, η Λακωνία θα συνεχίσει την οικονομική της άνθηση. Παράλληλα, θα αναπτυχθούν και οι πρώτες χριστιανικές κοινότητες. Η τελευταία 25ετία του 4ου αι. μ.Χ. ήταν εξαιρετικά επώδυνη για τη Λακωνία. Πρώτα ήρθε ο καταστροφικός σεισμός του 375, που έπληξε όλη την περιοχή και βύθισε αρκετές από τις παραλιακές πόλεις του Λακωνικού κόλπου. Αργότερα θα ακολουθήσει η επιδρομή των Βησιγότθων του Αλάριχου Α' (396) και η κατάληψη του Σπάρτης. Κατά τα επόμενα χρόνια, που ταυτίζονται με το τέλος της ρωμαϊκής εποχής, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θα συγκεντρωθεί σε οχυρές θέσεις, ενώ η Σπάρτη θα τειχιστεί και στο εξής θα εμφανίζεται με το όνομα Λακεδαιμονία. Παράλληλα θα χτιστούν οι πρώτες παλαιοχριστιανικές βασιλικές (Γύθειο, Κυπάρισσος, Οίτυλο).
Η βυζαντινή περίοδος
Έχοντας ως κέντρο τη Λακεδαιμονία, η Λακωνία θα αναπτυχθεί σημαντικά κατά τον 5ο και τον 6ο αι. Τον 6ο αι. θα αρχίσει και η κατοίκηση του βράχου της Μονεμβασιάς. Θα ακολουθήσει η έλευση των σλαβικών φύλων, τα οποία θα εγκατασταθούν στις ορεινές περιοχές του Ταΰγετου και του Πάρνωνα. Οι δύο σλαβικές φυλές (Μηλιγγοί και Εζερίτες) θα έχουν μια πορεία αφομοίωσης από τον τοπικό πληθυσμό και εκχριστιανισμού. Τα τέλη του 10ου αι. θα σφραγιστούν από τη σημαντική και πολύπλευρη δραστηριότητα του οσίου Νίκωνος του Μετανοείτε και τη διαμόρφωση της Κάτω Πόλης της Μονεμβασιάς. Αρκετά χρόνια αργότερα, οι Φράγκοι και οι Ενετοί της Δ' Σταυροφορίας που δεν έφτασαν στους Αγίους Τόπους, θα συγκρουστούν με τους Βυζαντινούς άρχοντες της περιοχής, οι οποίοι θα παραδώσουν μετά από σύντομη πολιορκία το κάστρο της Λακεδαιμονίας στον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο (1210). Την ίδια περίοδο θα κατασκευαστεί το κάστρο στο Γεράκι και μια σειρά άλλα φρουριακά κτήρια. Η Λατινοκρατία συμπίπτει με μια περίοδο ακμής της περιοχής και με την πληθωρική παρουσία του Γουλιέλμου Β' Βιλλεαρδουίνου, ο οποίος θα καταλάβει τη Μονεμβασία και θα ιδρύσει το κάστρο του Μυστρά (1249). Η νίκη των Παλαιολόγων στη μάχη της Πελαγονίας (1259) θα θέσει τέρμα σε αυτή την παρουσία και θα τους χαρίσει ως λύτρα για την απελευθέρωσή του τα κάστρα του Μυστρά, της Μονεμβασίας και της Μεγάλης Μαΐνης. Από το τέλος του 13ου αι. θα αρχίσει να γίνεται πιο αισθητός ο ρόλος του Μυστρά, που θα αποτελέσει κέντρο των Βυζαντινών στην Πελοπόννησο, αλλά και της Μονεμβασίας, που εξελίσσεται σε επίνειό του και σε σπουδαίο εμπορικό κέντρο. Η Λακωνία θα έχει μια νέα περίοδο οικονομικής και πνευματικής ακμής, και από τα μέσα του 14ου αι., όταν τοποθετήθηκε δεσπότης ο Μανουήλ Καντακουζηνός, θα γίνει ανεξάρτητο δεσποτάτο. Παράλληλα θα επεκταθούν οι κτήσεις του Μυστρά σε όλη την Πελοπόννησο. Τα επόμενα χρόνια θα εμφανιστεί η οθωμανική απειλή, όμως οι δυναστικές έριδες των Παλαιολόγων και η άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) θα έχουν ως μοιραία κατάληξη την κατάκτηση από τον Μωάμεθ Β' του Μυστρά (1460) και των άλλων λακωνικών περιοχών. Τελευταία κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς η Μονεμβασία (1540).
Οθωμανική περίοδος
Η επέκταση των Οθωμανών στη Λακωνία αντιμετώπισε σημαντική αντίσταση, με πρωταγωνιστή τον Κροκόδειλο Κλαδά. Κατά τον Πρώτο Βενετοτουρκικό πόλεμο, μάλιστα, ο Κλαδάς επεξέτεινε τις κτήσεις του μέχρι τη Μονεμβασία, όμως εγκαταλείφθηκε από τους Ενετούς συμμάχους του (1479) και συνέχισε μόνος τον αγώνα εναντίον των Οθωμανών. Τελικά, παρά τις οθωμανικές νίκες, η Μάνη και σημαντικό μέρος της υπόλοιπης Λακωνίας θα διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Κατά την οθωμανική περίοδο στην περιοχή αναπτύχθηκαν αρκετά επαναστατικά κινήματα, τα οποία συνήθως είχαν επίκεντρο τη Μάνη. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του Πέμπτου Βενετοτουρκικού πολέμου (1659), οι Μανιάτες διαμόρφωσαν σχέδιο συμμαχίας με τους Ενετούς για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου. Όταν οι Ενετοί με επικεφαλής τον Φραντσέσκο Μοροζίνι ανακατέλαβαν την Πελοπόννησο (1685-1715), η Λακωνία αποτέλεσε μία από τις τέσσερις διοικητικές περιφέρειες της Πελοποννήσου. Στα όριά της είχαν ενταχθεί οι περιοχές της Μονεμβασίας, του Μυστρά, της Μάνης και της Μπαρδούνιας, ενώ πρωτεύουσά της ήταν η Μονεμβασία. Κατά τη δεύτερη περίοδο της Οθωμανικής περιόδου (1715-1821), διατηρήθηκε η εν λόγω διοικητική διαίρεση, μετά τα Ορλωφικά όμως η Μάνη διαχωρίστηκε από το πασαλίκι του Μοριά και περιήλθε στη δικαιοδοσία του καπουδάν πασά. Τα Ορλωφικά ήταν μια σημαντική στιγμή για τη Λακωνία. Το Φεβρουάριο του 1770 θα φτάσουν στο Οίτυλο ρωσικά πλοία με επικεφαλής τον Θ. Ορλώφ. Οι ένοπλοι της περιοχής θα σχηματίσουν δύο λεγεώνες και επικεφαλής τους θα τεθούν ο Γ. Μαυρομιχάλης, ο καπετάνιος της Αβίας Κουμουνδούρος και οι καπεταναίοι της ανατολικής Μάνης Γρηγοράκηδες. Μετά την αποχώρηση των Ρώσωμ, όμως, ο πληθυσμός θα δοκιμαστεί από τους Οθωμανούς και η Λακωνία θα δεχτεί σκληρά πλήγματα. Η συμβολή της Λακωνίας στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 υπήρξε καθοριστική. Στις 17 Μαρτίου 1821, οι Μανιάτες ύψωσαν το λάβαρο της Επανάστασης στο ναό των Ταξιαρχών στην Αρεόπολη και στις 23 Μαρτίου θα συνεισφέρουν αποφασιστικά στην απελευθέρωση της Καλαμάτας. Στη συνέχεια, η Λακωνία θα γίνει πεδίο σκληρών μαχών, κυρίως κατά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.
Ίδρυση του νομού
Σύμφωνα με την πρώτη διοικητική διαίρεση του ελληνικού κράτους κατ΄ εντολή, επί κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια που έγινε με το Ψήφισμα Ι΄ στις 13 Απριλίου του 1828 (στο Ναύπλιο), η Πελοπόννησος χωρίσθηκε σε επτά "τμήματα". Το "Ε΄ τμήμα" περιελάμβανε το Νησίον, την Καλαμάτα, τα Εμπλάκια, την Ανδρούσα, το Λεοντάριο και τη Δυτική Μάνη, φέροντας το όνομα "Κάτω Μεσσηνία". Το "ΣΤ΄ τμήμα" της ίδιας διαίρεσης περιελάμβανε την Ανατολική Μάνη, τη Μονεμβάσια, το Μυστρά, τον Πραστό, τον Τυρό και το Λεωνίδιο, δηλαδή την Τσακωνιά και έφερε το όνομα "Λακωνία". Στη συνέχεια επί Βασιλέως Όθωνα με το Β.Δ. της 3ης Απριλίου του 1833 (ΦΕΚ 12) "Περί διαιρέσεως του Βασιλείου της Ελλάδος και της Διοικήσεώς του" καθιερώθηκε η "Νομαρχιακή Διαίρεση" σε 10 νομούς. Μεταξύ των 10 αυτών νομών ήταν και ο "Νομός Λακωνίας" με πρωτεύουσα το Μυστρά. Η δε Ανατολική Μάνη αποτέλεσε τότε μία από τις 4 επαρχίες του Νομού με πρωτεύουσα το Γύθειο, που τότε άλλαξε και το από τουρκοκρατίας όνομα "Μαραθονήσι". Το 1836 ακολούθησε νέα Διοικητική Διαίρεση με Διοικήσεις και Υποδιοικήσεις, όπου τότε ο συσταθείς νομός Λακωνίας χωρίσθηκε σε δύο Διοικήσεις: της Λακεδαίμονος, που περιελάμβανε όλες τις περιοχές εκτός από τη Μάνη και της Λακωνίας που περιελάμβανε μόνο τη Μάνη. Τότε το Γύθειο έγινε έδρα υποδιοίκησης και αναγνωρίσθηκε ως Δήμος. Όμως, το 1845, με το Β.Δ. της 5ης Δεκεμβρίου 1845, επανήλθε το νομαρχιακό σύστημα διοικητικής διαίρεσης, με συνέπεια τη διάλυση των δύο υποδιοικήσεων και την καθιέρωση του Νομού Λακωνίας με πρωτεύουσα τη Σπάρτη και δημιουργία 2 μόνο Επαρχείων, των Μολάων και του Λιμενίου. Αυτό είχε ως επακόλουθο το γενικό ξεσηκωμό των Μανιατών. Έτσι προς κατευνασμό των κατοίκων ακολούθησε το Β.Δ. της 15ης Ιουνίου 1846 (ΦΕΚ 18), με το οποίο συγκροτήθηκε το Επαρχείο Γυθείου. Τελικά, το έτος 1899 θεωρείται ακόμα και σήμερα η λαμπρότερη χρονολογία στην ιστορία τόσο της Μάνης όσο και του σύγχρονου Γυθείου. Και αυτό γιατί, επί Βασιλέως Γεωργίου του Α΄, με το νέο Νόμο ΒΧΔ 6 Ιουλίου 1899 "Περί Διοικητικής Διαιρέσεως του Κράτους" η Ελλάδα χωρίσθηκε σε 26 Νομούς, μεταξύ των οποίων ιδρύθηκε, φερόμενος ως 20ός, ο Νομός Λακωνικής με 3 επαρχίες, (Γυθείου, Οιτύλου και Κυθήρων), με έδρα Νομάρχη το Γύθειο, και ως 21ος ο Νομός Λακεδαίμονος, με 2 επαρχίες, Λακεδαίμονος και Επιδαύρου Λυμηράς, με έδρα Νομάρχη τη Σπάρτη. Δέκα χρόνια αργότερα, με τον Νόμο ΓΥΛΔ΄ της 16ης Νοεμβρίου 1909, καταργήθηκε ο Νομός Λακωνικής, ενώ οι επαρχίες (Γυθείου και Οιτύλου) υπάχθηκαν στο Νομό Λακωνίας, που υφίσταται μέχρι σήμερα, η δε Επαρχία Κυθήρων στον τότε Νομό Αργολίδας και Κορινθίας.
Οικονομία
Στο νομό αυτό, οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολούνται με την αγροτική καλλιέργεια και την παραγωγή αγροτικών προϊόντων, με πιο συνηθισμένα το πορτοκάλι, την ελιά ,το λάδι, και το κρασί ιδιαίτερα στην περιοχή του Δαφνίου, είτε ως κύρια πηγή εισοδήματος είτε ως δευτερεύουσα. Αρκετοί κάτοικοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Ακόμη, αρκετά ανεπτυγμένος είναι ο κλάδος του καλοκαιρινού τουρισμού, κυρίως προς Μυστρά, Σπήλαια Διρού, Βάθεια και στις παράκτιες περιοχές, με πιο γνωστούς προορισμούς τουριστών την Μονεμβάσια, το Γύθειο, την Ελαφόνησο και την Ακρωταινάρια περιοχή.
Πληθυσμός
Η Λακωνία είχε θετική πληθυσμιακή μεταβολή απο το 1856 μέχρι και το 1907. Είχε μία μικρή μείωση το 1920 και αύξηση πάλι το 1928 και έμεινε σταθερός ο πληθυσμός της το 1940. Απο το 1951 και μέχρι και το 1971 ο πληθυσμός της μειώθηκε σημαντικά. Απο το 1971 μέχρι και το 2011 ο πληθυσμός της έμεινε σταθερός με μία ελαφρά μείωση ενώ το 2021 κατέγραψε σημαντική μείωση. Ο μεγαλύτερος πληθυσμός της Λακωνίας καταγράφτηκε το 1928 (144.336) και ο μικρότερος το 2021 (84.469). Η μεγαλύτερη πληθυσμιακή αύξηση καταγράφτηκε το 1879 (14,4%) και η μικρότερη το 2020 (1,2%). Η μεγαλύτερη μείωση πληθυσμού καταγράφτηκε το 1961 (9,3%) και η μικρότερη το 1940 (0,1%).
Διάγραμμα ιστορικής εξέλιξης πληθυσμού απο το 1856
Οικισμοί
Η μοναδική πόλη και πρωτεύουσα του νομού είναι η Σπάρτη με το Γύθειο, την Νεάπολη Βοιών, την Σκάλα, τους Μολάους και τον Βλαχιώτη να αποτελούν σημαντικά πληθυσμιακά κέντρα.
Μυθολογία
Σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση, ο Λέλεγας ήταν ο μυθικός αυτόχθονας γενάρχης και πρώτος βασιλιάς της περιοχής (Λελεγίας). Απέκτησε μία κόρη, τη Θεράπνη, και τρεις γιους, τον Μύλη, τον Βούμολχο και τον Πολυκάονα, ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά του Άργους Μεσσήνη και μετακόμισε στην περιοχή, η οποία πήρε πλέον το όνομα της συζύγου του. Όταν πέθανε ο Μύλης, βασιλιάς έγινε ο γιος του Ευρώτας. Η χώρα που κληρονόμησε ο Ευρώτας ήταν μια κοιλάδα με λιμνάζοντα νερά. Θέλησε, λοιπόν, να την κάνει πλούσια και εύφορη ανοίγοντας μια διώρυγα από την οποία θα έφευγαν τα νερά. Έτσι σχηματίστηκε ο ομώνυμος ποταμός. Η μοναχοκόρη του Ευρώτα Σπάρτη παντρεύτηκε τον όμορφο Λακεδαίμονα, γιο του Δία και της Ταϋγέτης, ο οποίος ονόμασε τη χώρα Λακεδαίμονα και έδωσε το όνομα της συζύγου του στην πρωτεύουσά της. Ο γιος του Λακεδαίμονα Αμύκλας ίδρυσε τις Αμύκλες και στην ίδια θέση έθαψε το γιο του Υάκινθο, που πέθανε νέος. Τον Αμύκλα διαδέχτηκαν ο Άργαλος, ο Κυνόρτας και ο Οίβαλος.
Ο Ικάριος και ο Τυνδάρεως ήταν γιοι του βασιλιά της Σπάρτης Οίβαλου. Ο Ικάριος απέκτησε πέντε γιους και μία κόρη, την Πηνελόπη. Για να βρει τον κατάλληλο σύζυγο για την κόρη του, όρισε αγώνες δρόμου στους οποίους συμμετείχαν διάφοροι νέοι, ανάμεσά τους και ο Οδυσσέας από την Ιθάκη. Ο Οδυσσέας αναδείχτηκε νικητής των αγώνων και "έπαθλό" του ορίστηκε ο γάμος με την Πηνελόπη. Ο Ικάριος επιθυμούσε η κόρη του με το σύζυγό της να παραμείνουν στη Λακεδαίμονα, όμως και οι δύο ήταν αμετάπειστοι. Όταν ο Ικάριος τους κυνήγησε, ο Οδυσσέας ζήτησε από την Πηνελόπη να διαλέξει αν θα ακολουθούσε τον πατέρα ή το σύζυγό της. Εκείνη κάλυψε το κεφάλι της με πέπλο εκφράζοντας έτσι υποταγή στο σύζυγό της. Ο Ικάριος, συντετριμμένος, έστησε αργότερα στο σημείο αυτό άγαλμα για χάρη της, αφιερωμένο στην Αιδώ. Ο Τυνδάρεως, αδελφός του Ικάριου, παντρεύτηκε τη Λήδα και με τη βοήθεια του Ηρακλή πήρε το θρόνο της Σπάρτης. Εγκαταστάθηκε εκεί με τη σύζυγό του και απέκτησε μαζί της πέντε κόρες και δυο αγόρια. Τα πιο γνωστά του παιδιά ήταν η Κλυταιμνήστρα, η Ελένη, οι Διόσκουροι Κάστωρ και Πολυδεύκης. Σύμφωνα με το μύθο, ο Δίας, θέλοντας να προσβάλει το γάμο του Τυνδάρεω, μεταμορφώθηκε σε κύκνο και απέκτησε με τη Λήδα την Ελένη και τους Διόσκουρους. Παράλληλα, η Αφροδίτη, για να πάρει εκδίκηση από τον Τυνδάρεω, που δεν την είχε τιμήσει με θυσία, οδήγησε τις κόρες του σε συζυγικές απιστίες. Για να παντρέψει την Ελένη, ο Τυνδάρεως βρέθηκε σε δύσκολη θέση, φοβούμενος μήπως με την επιλογή του ξεσπάσει έχθρα μεταξύ των Αχαιών. Ακολούθησε λοιπόν τη συμβουλή του Οδυσσέα και άφησε την Ελένη να διαλέξει το σύζυγό της, δένοντας με όρκο τους υπόλοιπους μνηστήρες, ότι σε οποιαδήποτε περίσταση θα συμμαχούσαν και θα βοηθούσαν το μέλλοντα σύζυγο της κόρης του. Αυτόν τον όρκο επικαλέστηκε ο Μενέλαος, ο εκλεκτός της Ελένης, για να ξεκινήσει με σύμπραξη των Αχαιών, ο Τρωικός πόλεμος. Η Ελένη με τον Μενέλαο, σύμφωνα με το παλιό μητριαρχικό έθιμο, έμειναν στην εστία της συζύγου στη Σπάρτη, ενώ η Κλυταιμνήστρα, παρά τη θέλησή της, παντρεύτηκε τον Ατρείδη Αγαμέμνονα. Οι Διόσκουροι, αδελφοί της Κλυταιμνήστρας και της Ελένης, γεννήθηκαν στην Πέφνο, νησάκι του Μεσσηνιακού κόλπου. Οι μύθοι ανέφεραν ότι ένας από τους δύο, ο Πολυδεύκης ήταν αθάνατος. Υπάρχει σύγχυση ως προς την πατρότητα των Διόσκουρων, αλλά η άποψη που τελικά επικράτησε ήταν πως ο Πολυδεύκης γεννήθηκε από την ένωση της Λήδας με τον Δία και ήταν αθάνατος, ενώ ο θνητός Κάστορας γεννήθηκε ύστερα από "ιερογαμεία", δηλαδή ένωση της Λήδας με τον Τυνδάρεω την ίδια νύχτα, ώστε τα παιδιά να γεννηθούν δίδυμα. Μέσα από ποικίλους μύθους για τον ηρωισμό των Διόσκουρων πηγάζει η βαθύτερη θρησκευτική υπόστασή τους. Η Ελένη γεννήθηκε από την ένωση του Δία, μεταμορφωμένου σε κύκνο, και της Λήδας. Από την ηλικία των δέκα χρόνων, αναφέρεται πως η Ελένη έπεσε θύμα απαγωγής από τον Θησέα, και χρειάστηκε την προστασία των αδερφών της Διόσκουρων, που την έφεραν πίσω. Η ξακουστή ομορφιά της συγκέντρωσε αργότερα αμέτρητους μνηστήρες στο παλάτι του Τυνδάρεω, όπου η Ελένη επέλεξε ως σύζυγό της τον Μενέλαο. Με καθοδήγηση από την Αφροδίτη, η Ελένη, δέκα χρόνια μετά το γάμο της, θαμπώθηκε από το κάλλος ενός Τρώα πρίγκιπα, του Πάρι, που φιλοξενούνταν στα ανάκτορα της Σπάρτης και τον ακολούθησε. Η "αρπαγή" αυτή, σύμφωνα με τον Όμηρο, στάθηκε αφορμή για τον Τρωικό πόλεμο. Υπάρχουν, βέβαια, και άλλες παραλλαγές του μύθου, ωστόσο όλες συγκλίνουν ως προς την επιστροφή της Ελένης, μαζί με τον Μενέλαο στη Σπάρτη. Στον επιβλητικό ναό της Θεράπνης (Μενελάιο), αφιερωμένο στην Ελένη και στον Μενέλαο, οι Σπαρτιάτες τους λάτρευαν ως θεούς, τιμώντας τους με θυσίες.
Τέχνες και γράμματα
Από τα Παρθένια του Αλκμάνα και τα εμβατήρια του Τυρταίου ως το μανιάτικο μοιρολόι και το στίχο του Γιάννη Ρίτσου και του Νικηφόρου Βρεττάκου, θα μπορούσε να αποτυπωθεί η διαδρομή των γραμμάτων και των τεχνών, και γενικότερα η πνευματική ζωή στη Λακωνία. Την πρώτη δεκαετία του 1900 κυκλοφορεί το Σπαρτιατικόν Ημερολόγιον, μια έκδοση ετήσια, η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στις τέχνες και τα γράμματα σε ολόκληρη τη χώρα. Το περιοδικό αυτό εκδίδει ο Άγις Θέρος, ποιητής, λογοτέχνης και κοινωνικός αγωνιστής, ο οποίος μαζί με τον Κώστα Παρορίτη (Λεωνίδα Σουρέα) προωθεί το δημοτικισμό, διάφορα λαογραφικά και ιστορικά θέματα και λογοτεχνικά πράγματα της Λακωνίας, ιδιαίτερα της Σπάρτης. Από τότε έχουν διαδραματιστεί σημαντικά γεγονότα στην Ελλάδα, στα οποία και ο πνευματικός κόσμος της Λακωνίας συνέβαλε με το δικό του τρόπο. Από τη Λακωνία ξεκίνησαν και διέπρεψαν πολλοί σε διαφορετικούς τομείς. Ο Σπήλιος Πασαγιάννης με την ιδιαιτερότητα της γλώσσας του. Οι Κ. Ελευθερουδάκης και Γιάννης Γουδέλης (εκδόσεις Δίφρος) στον εκδοτικό τομέα. Οι Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος και Σωκράτης Κουγέας στο χώρο της φιλοσοφίας. Οι Δικαίος Βαγιακάκος (περιοδικό Λακωνικαί Σπουδαί) και Α. Δασκαλάκης στον πανεπιστημιακό χώρο μαζί με τους Γ. Γριτσόπουλο, Α. Κατσώρη, Γ. Καψάλη, Φαίδωνα Κουκουλέ και τον πολυγραφότατο για τη Μάνη Α. Κουτσιλιέρη. Η Βούλα Δαμιανάκου (σύντροφος του Βασίλη Ρώτα) στο χώρο της λογοτεχνίας. Ο Κ. Πετρολέκας από τον Ζάρακα, στο χώρο του δοκιμίου. Οι Κούλης Αλέπης, Νικηφόρος Βρεττάκος, Γιάννης Ρίτσος, Τ. Ζερβός και Γιώργος Παπούλιας με εθνική εμβέλεια στο χώρο της ποίησης. Ο Γιώργος Τσιμπίδαρος-Φτέρης και Λιάνα Κανέλλη στη δημοσιογραφία, οι Γ. Τζανάκος, Γιάννης Βουρλίτης και Ν. Γεωργιάδης στη φωτογραφία, οι Ν. Αλευράς, Κώστας Βρεττάκος, Κωνσταντίνος Γιάνναρης, Σταύρος Κωνστανταράκος στον κινηματογράφο, και πολλοί άλλοι. Αρκετοί Λάκωνες φιλόλογοι συνέχισαν να εκδίδουν για το λακωνικό χώρο, όπως οι Δημήτρης Κατσαφάνας, Δημήτρης Πετσετίδης, Δ. Αλεξίου, Τάσος Καπερνάρος, Γεωργία Κακούρου-Χρόνη και πολλοί άλλοι.
Προσωπικότητες της Λακωνίας
Λυκούργος (νομοθέτης) Χίλων ο Λακεδαιμόνιος Κλεομένης Α΄ της Σπάρτης Λεωνίδας Παυσανίας (στρατηγός) Θεοφανώ, Βυζαντινή αυτοκράτειρα Άνθιμος Σκαλιστήρης, επίσκοπος Έλους και αγωνιστής του 1821 Νικόλαος Κορφιωτάκης,Σπαρτιάτης αγωνιστής του 1821 και πολιτικός. Δημήτριος Δημητρακάκης,πολιτευτής Λακεδαίμονος. (Καστόρι Λακωνίας) Θεοδώρητος Βρεσθένης επίσκοπος Παναγιώτης Ζωγράφος, από τη Βορδόνια Λακωνίας Οικογένεια Γρηγοράκηδων Παναγιώτης Κρεββαττάς Οικογένεια Μαυρομιχαλαιων
Παναγιώτης Γιατράκος, αγωνιστής του 1821 (; - 1851) Παναγιώταρος Βενετσανάκης, κλέφτης και αρματολός Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης,ο ηγέτης της Μάνης (1765 - 1848) Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης, κλέφτης και αρματολός (1759 - 1805) Ηλίας Τσαλαφατινός, αγωνιστής του 1821 (1780 με 1785 - 1858) Αλέξανδρος Οθωναίος, στρατιωτικός και πολιτικός (1879 - 1970) Κωνσταντίνος Δαβάκης, στρατιωτικός και ήρωας του Ελληνοϊταλικού Πολέμου του 1940 (1897 - 1943) Γιάννης Ρίτσος, ποιητής (1909 - 1990) Νικηφόρος Βρεττάκος, ποιητής (1912 - 1991) Δημήτριος Πετροπουλάκης, αγωνιστής του 1821 (1800 - 1870) Σπύρος Νιάρχος (1872 - 1955) Σταύρος Νιάρχος, εφοπλιστής (υιός Σπύρου Νιάρχου) (1909 - 1996) Οικογένεια Κουμάνταρου Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, νομικός και πολιτικός (1933) Στυλιανός Μαυρομιχάλης, δικαστικός και πρωθυπουργός της Ελλάδας (1902 - 1981) Τζαννής Τζαννετάκης, πολιτικός και πρωθυπουργός της Ελλάδας. Παναγιώτης Βλαχάκος,αντιπλοιαρχος με καταγωγη από τη Λάγια Λακωνίας. Πιέρος Βοϊδής οπλαρχηγός του 1821(Μαυροβούνι Γυθείου Λακωνίας) Βούλα Δαμιανάκου 1914-2016 Νικόλαος Τσοτάκος ή καπετάν Γέρμας 1874-1907 Ιωάννης Δεμέστιχας ή καπετάν Νικηφόρος (καταγωγή Κότρωνας Λακωνίας) Λεωνίδας και Παναγιώτης Πετροπουλάκης,Μακεδονομάχοι Μιχαήλ Αναγνωστάκος η καπετάν Ματάπας Σωτήρης Πέτρουλας, Οίτυλο Λακωνίας.
Κωνσταντίνος Δαβάκης συνταγματάρχης όπου διακρίθηκε στον Β Παγκόσμιο πόλεμο και καταγόταν από την Μάνη
Φυσικό περιβάλλον
Βουνά: Ταΰγετος, Πάρνωνας Ποταμοί: Ευρώτας, Βασιλοπόταμος Σπήλαια: Γλυφάδα Διρού, Αγίου Ανδρέα Καστανιάς, Αλεπότρυπα Ακρωτήρια: Ταίναρο και Μαλέας Νησιά: Ελαφόνησος, Κρανάη. Η Λακωνία είναι κατεξοχήν ορεινή και μόνο το 1/4 του εδάφους είναι πεδινό. Το ανάγλυφο διαμορφώνουν οι μακρότατες οροσειρές του Ταΰγετου στα δυτικά και του Πάρνωνα στα ανατολικά, με τις πολλές κορυφές, καθώς και ο κάμπος που βρίσκεται ανάμεσά τους. Η οροσειρά του Ταΰγετου, του "αρσενικού βουνού", με κατεύθυνση από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά, απολήγει στην χερσόνησο της Μάνης και στο ακρωτήριο Ταίναρο, ενώ του Πάρνωνα, με την ίδια κατεύθυνση, στη χερσόνησο Επιδαύρου Λιμηράς και στο ακρωτήριο Μαλέας. Μόνος μεγάλος ποταμός του νομού είναι ο Ευρώτας. Οι ακτές του νομού βρίσκονται στο Μεσσηνιακό και στο Λακωνικό κόλπο, καθώς και στο Μυρτώο Πέλαγος. Κοντά στις ακτές, στο ανατολικό άκρο της εισόδου του Λακωνικού κόλπου, βρίσκεται η Ελαφόνησος. Το κλίμα του νομού είναι τυπικά μεσογειακό, με ήπιους χειμώνες και πολλές βροχοπτώσεις κυρίως στα πεδινά, ενώ το καλοκαίρι έχει μεγάλη διάρκεια και είναι θερμό και ξηρό. Στη Λακωνία, εκτός από το Δέλτα του Ευρώτα, σημαντικός υγροβιότοπος με αξιόλογη χλωρίδα είναι και η Στρογγύλη Λίμνη, που βρίσκεται 1,5 χλμ. νοτιοανατολικά από το χωριό Άγιος Γεώργιος, απέναντι από την Ελαφόνησο. Είναι λιμνοθάλασσα και συνεχίζεται κατά μήκος της παραλίας με τις δύο μικρές λίμνες του Μάγγανου και του Νεραντζιώνα. Στην περιοχή του Μαλέα, κοντά στη θάλασσα, βρίσκεται το περίφημο απολιθωμένο δάσος με τους ηλικίας εκατομμυρίων ετών κορμούς του. Επίσης, η μικρή παραθαλάσσια λίμνη του Αστερίου θεωρείται σημαντικός βιότοπος, καθώς συγκεντρώνει πολλά είδη αποδημητικών πουλιών, ενώ και η λιμνοθάλασσα του Γέρακα είναι θεαματικός υδροβιότοπος.
Λακωνικό Δίκτυο Μονοπατιών
Δύο μεγάλα δίκτυα μονοπατιών λειτουργούν στην Λακωνία, και τελευταία έχουν επανασχεδιαστεί και διαχειρίζονται από την κοινσεπ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΗ. Το πρώτο είναι το ΣΠΑΡΤΑ ΤΡΕΙΛ, το οποίο ξεκινά από τον Κοσμά Αρκαδίας, και διασχίζοντας τον Πάρνωνα, περνά από την Ζαραφώνα, τα Τσίντζινα, τους Αγριάνους, την Γκοριτσά και την Ζούπενα, την Χρύσαφα, την Πλατάνα και την Σπάρτη, καταλήγει στον Μυστρά. Το μήκος του ξεπερνά τα 100 χιλιόμετρα, και το 2022 άρχισε η σχεδίαση του βόρειου τμήματος του, το οποίο συνεχίζοντας από τα Τσίντζινα θα φθάνει στα Βέροια, τον Βασαρά, τα Βρέσθενα, την Βαμβακου, τις Καρυές, και θα καταλήγει στα Άνω Δολιανά συνδέοντάς το με το Ε4. Το δεύτερο δίκτυο εκτείνεται γύρω από την Μονεμβασιά και είναι το ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ ΤΡΕΙΛ Αρχειοθετήθηκε 2022-09-15 στο Wayback Machine. και ενώνει κάστρα και βυζαντινές εκκλησίες της Νοτίου Λακωνίας.
Προστατευόμενες τοποθεσίες
= GR2540001
= Τα όρη Γιδοβούνι, Χιονοβούνι, Γαϊδουροβούνι, Κοράκια, Καλογροβούνι και Κουλοχέρα, η περιοχή της Μονεμβασιάς, το σπήλαιο Σολωμού, η Τρύπα, ο πύργος του Αγίου Στεφάνου και η θαλάσσια ζώνη τους ως το Ακρωτήριο Καμήλι είναι προστατευόμενοι βιότοποι του Natura 2000, με κωδικό GR2540001, κατά μία συνολική έκταση 390,52 τ.χλμ.
GR2540002
Οι περιοχές Νεάπολης και Νήσος Ελαφονήσου, είναι προστατευμένοι βιότοποι του NATURA 2000, με κωδικό GR2540002, κατά μια συνολική έκταση 546,87 τ. χλμ.
Κάστρα της Λακωνίας
Η Καστροπολιτεία του Μυστρά Το κάστρο της Μπαρδούνιας Η Καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς Το κάστρο της Κελεφάς Το κάστρο της Μαΐνης (Μεγάλης Μάνης) Το κάστρο του Γερακίου Το κάστρο του Πασσαβά Κάστρο Αγίας Παρασκευής Μεσοχωρίου Λακωνίας
Εκκλησία
Στον Νομό Λακωνίας εδρεύουν δύο Μητροπόλεις: Η Ιερά Μητρόπολις Μονεμβασίας και Σπάρτης και η Ιερά Μητρόπολις Γυθείου και Οιτύλου με έδρες τη Σπάρτη και το Γύθειο αντίστοιχα.