Πληροφορίες
Το χωριό Κυψέλη Ημαθίας ανήκει διοικητικά στον Δήμο Αλεξανδρείας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Βρίσκεται στους πρόποδες των Πιερίων και πλάι στον ποταμό Αλιάκμονα, επί της παλαιάς εθνικής οδού Θεσσαλονίκης-Αλεξανδρείας-Κατερίνης. Ο πληθυσμός του χωριού σύμφωνα με την απογραφή του 2011 είναι 376 κάτοικοι.
Γενικά στοιχεία
Η Κυψέλη είναι σχετικά νέο χωριό. Κτίστηκε στην θέση αυτή κατά την δεκαετία του 1930. Μετά από την κατασκευή (ευθυγράμμιση, 1928) της νέας κοίτης του ποταμού Αλιάκμονα και του μεγάλου αναχώματος στην αριστερή του πλευρά για την προστασία των χωριών του κάμπου, ο Αλιάκμονας κάθε άνοιξη υπερχείλιζε και κάλυπτε με τα νερά του ένα μεγάλο μέρος του κάμπου στην δεξιά του πλευρά, όπου βρίσκονταν τότε τα χωριά Γριτζάλι (σημερινή Αγκαθιά), Σερμελί (Καλύβια) και Νεοχώρι (πρώτος οικισμός εγκατάστασης των προσφύγων). Λόγω ακριβώς των συχνών πλημμυρών αυτών η τότε λειτουργούσα Κρατική Υπηρεσία Αποκαταστάσεως και Εποικισμού σχεδίασε την μεταφορά των πληττομένων οικισμών σε μέρος υψηλότερο. Στο μέρος που βρίσκεται σήμερα η Κυψέλη. Στη θέση αυτή αποφάσισε να μετατεθούν οι οικισμοί Σερμελή (Καλύβια) με γηγενείς κατοίκους, το Νεοχώρι με πρόσφυγες και η Σφηνίτσα με γηγενείς. Η οριστική απόφαση ελήφθη όταν την άνοιξη του 1929 μεγάλη πλημμύρα κάλυψε το χωριό Σερμελί. Αποφασίστηκε λοιπόν η άμεση μετακίνηση του χωριού σε πιο ασφαλές μέρος. Έγινε ρυμοτόμηση, και δόθηκαν οικόπεδα των 2 στρεμμάτων σε κάθε μια από τις 25 οικογένειες του χωριού. Οι συνεχείς απειλές του Αλιάκμονα ανάγκασαν την υπηρεσία να αποφασίσει την μετακίνηση και του οικισμού του Νεοχωρίου, μεταξύ 1931-1932, στην ίδια θέση ακριβώς πλάι και δυτικά της εγκατάστασης των Καλυβιωτών. Έγινε ρυμοτομία και ορίστηκαν οικόπεδα του ενός στρέμματος για τις 75 οικογένειες του οικισμού. Με δαπάνη του δημοσίου εργολάβοι και εργάτες έκτισαν νέα σπίτια όλα στο ίδιο σχέδιο. Ανοίχτηκαν πηγάδια και βρύσες. Ο τρίτος οικισμός που μετεγκαταστάθηκε στην περιοχή ήταν η Άνω πρώτα και ύστερα η Κάτω Σφηνίτσα με 17 γηγενείς οικογένειες. Το έτος 1937 ήρθε και έμεινε στο χωριό ο υποψήφιος γεωπόνος Δημ. Κεμπεντζόγλου για να κάνει την πρακτική του άσκηση και διατριβή. Αυτός στην διατριβή του (αρχείο Γεωπονικής Σχολής) γράφει και τα εξής για το νέο χωριό: «Ο συνολικός πληθυσμός ανέρχεται σε 452 κατοίκους - 114 οικογένειες. Το σύνολο σχεδόν είναι γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Αι οικίαι είναι άπασαι καινουργείς. Τα αποχωρητήρια εις απόστασιν εκ των οικιών, άνωθεν βόθρου περιφραγμένου διά τοίχου ή καλάμων. Οι στάβλοι κατά κανόνα ευρίσκονται εις άλλην στέγην. Δέον να ευρίσκεταί τις ευχαριστημένος από την καθαριότητα του χωριού εν συγκρίσει με άλλα χωρία». Μολονότι οι κάτοικοι του νέου χωριού, το οποίο πλέον έφερε το όνομα Νεοχώρι, προέρχονταν από διαφορετικά μέρη και είχαν μεταξύ τους διαφορές λόγω εθίμων, ηθών και τρόπου ζωής, εντούτοις δεν παρουσιάστηκαν στην νέα ζωή τους προβλήματα στις μεταξύ τους σχέσεις. Πέρασαν αρμονικά την σκληρή και δύσκολη αγροτική τους ζωή. Έκτισαν όλοι μαζί με την προσωπική τους εργασία την εκκλησία και το σχολείο. Συνεργάστηκαν για να αναγνωρισθεί το χωριό ως Κοινότητα. Ανέπτυξαν μεταξύ τους φιλικές και συγγενικές σχέσεις.
Ιστορικά στοιχεία
= Νεοχώρι
= Οι Νεοχωρίτες, 75 οικογένειες, ήρθαν πρόσφυγες εδώ το 1924. Κατάγονται από το χωριό Νεοχώρι της Ανατολικής Θράκης, περιοχή Μετρών-Σηλυβρίας. Υποχρεώθηκαν να εκπατρισθούν με την εφαρμογή της συνθήκης της Λοζάνης (1/1923) για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Έτσι στις 7 Ιουλίου του 1924 αναγκάσθηκαν να φορτώσουν σε κάρα και ζώα όσα από τα υπάρχοντά τους μπορούσαν μαζί με τα ιερά σκεύη της εκκλησίας και να βαδίσουν προς το σταθμό του τραίνου στις Μέτρες (Τσατάλτζα). Το τραίνο τους μετέφερε στην Αλεξανδρούπολη, τότε Ντεντέ Αγάτς. Από εκεί μετά από 4-5 ημέρες με ένα πλοίο έφθασαν στην Θεσσαλονίκη στο Χαρμάνκιοϊ όπου έζησαν σε σκηνές υπό δραματικές συνθήκες περίπου δύο μήνες. Την 12-9-1924 φόρτωσαν πάλι τα υπάρχοντά τους στο τραίνο και κατέβηκαν στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας (Γιδάς). Από εκεί τους παρέλαβε ο Νικ. Χασιώτης και τους οδήγησε στο κτήμα της μονής του Αγ. Αθανασίου, λίγο πιο κάτω από το μοναστήρι, ανατολικά της σημερινής Αγκαθιάς.
= Σφηνίτσα ή Σφήντστα
= Χωριό μικρό (1930) με δύο οικισμούς, την Άνω κα την Κάτω Σφηνίτσα, περί τα δύο χιλιόμετρα νότια της Κυψέλης πάνω στους πρώτους λόφους των Πιερίων. Η ζωή των κατοίκων του είχε άμεση σχέση με το Μοναστήρι του Αγ. Αθανασίου, από το οποίο ήταν απόλυτα εξαρτημένη, επειδή δεν είχαν δικά τους κτήματα, ούτε κατοικίες και εργάζονταν στα κτήματα και τα ζώα του Μοναστηριού. Οι κάτοικοι της Κάτω Σφηνίτσας είχαν σπίτια αλλά καλλιεργούσαν τα κτήματα του μοναστηριού επί ενοικίω. Πότε ιδρύθηκε το χωριό είναι άγνωστο. Σύμφωνα με στοιχεία του Γεν. Προξενείου Θεσσαλονίκης για την περίοδο 1877-78 το χωριό αυτό αναφέρεται σαν τσιφλίκι της μονής Αγ. Αθανασίου με 35 οικογένειες. Ακόμη ότι ήταν μετόχι της μονής όπου και η θερινή κατοικία του ηγουμένου, οι αποθήκες και οι στάβλοι. Για το χωριό αυτό ο Γιάννης Μοσχόπουλος στο βιβλίο του «Το Ρουμλούκι κατά την Βυζαντινή κ.λπ.» γράφει «Δεν αποκλείεται λοιπόν, ιδρυτές του χωριού να ήταν οι κάτοικοι της Αλώρου, αφού το πιθανότερο είναι όσοι επέζησαν μιας καταστροφής, να μετοίκησαν κάπου κοντά. Το ότι υπάρχουν κοινά ονόματα σε κατοίκους της Σφηνίτσης και του Κολυνδρού δεν σημαίνει μόνο ότι οι κάτοικοι της Σφηνίτσης είναι Κολιντρινής προέλευσης αλλά και το αντίθετο, αφού δεν γνωρίζουμε ποιο χωριό από τα δύο προϋπήρχε». Κατά την επανάσταση του Ολύμπου που κήρυξε στον Κολινδρό τον Φεβρουάριο του 1878 ο Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος Λούσης, το χωριό Σφήνστα όχι μόνο βρέθηκε στο επίκεντρο των επιχειρήσεων, αλλά έδωσε και μαχητές στον αγώνα. Στο βιβλίο του παραπάνω επισκόπου υπάρχει ονομαστική κατάσταση με 13 ονόματα αγωνιστών από το χωριό αυτό. Την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1907) η Σφήνστα βρέθηκε και πάλι στο επίκεντρο των συγκρούσεων. Οι άντρες του χωριού πλαισίωσαν τα ανταρτικά σώματα και πολέμησαν τους Βουλγάρους δίπλα σε ονομαστούς καπεταναίους.
= Σερμελή
= Μικρό χωριό (1930) με 25 οικογένειες γηγενείς. Ευρίσκονταν βορειοδυτικά της Κυψέλης, όπου και σήμερα σώζεται η μικρή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Τα σπίτια ήταν μικρά και πρόχειρα γι’ αυτό και ονομάζονταν από τους ξένους και Καλύβια. Η περιοχή αυτή επί Τουρκοκρατίας ανήκε σε Τούρκο Μπέη. Μαθαίνουμε από την παράδοση ότι στα κτήματα του Μπέη έρχονταν και δούλευαν Έλληνες από την περιοχή της Πέλλας-Έδεσσας. Μερικοί από αυτούς έμεναν και τον χειμώνα στην περιοχή. Κατά την ανταλλαγή των ετών 1923-1924 ο Μπέης, πριν φύγει στην Τουρκία, πούλησε όσο-όσο τα κτήματά του σ' αυτούς που εργάζονταν στις υπηρεσίες του. Έτσι δημιουργήθηκε το χωριό Σερμελή.
Αρχαιολογικά ευρήματα
Περί τα 800μ. νοτιοανατολικά του χωριού υπάρχει ο τραπεζοειδούς σχήματος λόφος «Βασιλιά Τούμπα». Από το σημείο υπάρχει θέα προς τον κάμπο της Θεσσαλονίκης. Κατά την περίοδο των ετών 1988-1997 έγιναν ερευνητικές ανασκαπτικές εργασίες υπό την εποπτεία της αρχαιολόγου Μαρίας Αποστόλου. Τα αποτελέσματα των εργασιών αυτών περιγράφονται στις τέσσερις ανακοινώσεις της κ. Αποστόλου. Πολύ περιληπτικά αναφέρεται ότι: «Το αρχαιολογικό υλικό συγκεντρώθηκε στην ΙΖ' Εφορεία Αρχαιοτήτων Ημαθίας. Η ανασκαφή ήταν περιορισμένου και διερευνητικού χαρακτήρα. Ανακαλύφθηκαν κυρίως θεμέλια οικοδομημάτων. Χρονολογικά από τα νομίσματα και τα κεραμικά οι κατασκευές τοποθετούνται στον 3ο αιώνα π.Χ. Το υλικό που βρέθηκε είναι πήλινα αγγεία, χάλκινο κράνος, 16 χαλκονομίσματα του Αμύντα Γ', του Φιλίππου Β΄, του Αλεξάνδρου Γ' ,του Δημητρίου Β' και άλλων. Βρέθηκαν επίσης ένα δωρικό κιονόκρανο, δέκα πιθάρια διαμέτρου 1 μ., λίθινος χερόμυλος, λίθινο τριβείο, μαρμάρινο ιγδίο, πήλινα ειδώλια, λυχνάρια και άλλα μεταλλικά αντικείμενα. Στα γύρω κοντινά υψώματα βρέθηκαν κεραμοσκεπείς ταφές ακτέριστες».
Γεωργία
Τα παλαιότερα χρόνια οι κάτοικοι του χωριού ήταν κυριολεκτικά αφοσιωμένοι στην γεωργία. Καλλιεργούσαν κατά βάση σιτηρά και λιγότερα καλαμπόκια. Η καλλιέργεια του βαμβακιού και των οπωροφόρων άρχισε κατά την δεκαετία του 1970.
Παραδόσεις και έθιμα
Ένα έθιμο που εφαρμόζονταν ως την δεκαετία του 1950 ήταν το έθιμο της χελιδόνας. Την 1 Μαρίου παρέες παιδιών της Στ' Δημοτικού σχολείου ανέβαιναν στο βουνό για να μαζέψουν κλαδιά κισσού και μια βέργα με χοντρή άκρη. Στην άκρη της με ένα σουγιά κατασκεύαζαν ένα ομοίωμα χελιδονιού που το στόλιζαν με τα φύλλα και τα κλαδιά του κισσού με τέτοιο τρόπο ώστε να ανεβοκατεβαίνει το χελιδόνι μέσα από τα φύλλα. Το πρωί λοιπόν της πρώτης Μαρτίου η παρέα των παιδιών περνούσε από όλα τα σπίτια του χωριού και χόρευε την χελιδόνα τραγουδώντας τους στίχους: Μάρτη Μάρτη μου καλέ και Απρίλη φοβερέ τί καλά μας έφερες κ.λπ. Οι νοικοκυρές τους έδιναν συνήθως αυγά που τα μάζευαν σε ένα καλάθι και την άλλη μέρα τα πρόσφεραν στο δάσκαλο.
Πηγές
Όλες οι πληροφορίες περί Νεοχωρίου και Σφηνίτσης προέρχονται από το βιβλίο του Κωστ. Βασιλειάδη «Νεοχώρι, μια ακόμη αλησμόνητη πατρίδα». Αγγελοχώρι Ημαθίας. Οικισμός της ύστερης εποχής του Χαλκού, Ευαγγελία Στεφανή, 2010