Πληροφορίες
Η Σέριφος είναι νησί του Αιγαίου Πελάγους και ανήκει στις Κυκλάδες. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η Χώρα (ή Σέριφος), η οποία είναι χτισμένη σε υψόμετρο 200 μ. Επίνειο είναι το Λιβάδι, ενώ άλλοι μεγάλοι οικισμοί είναι ο Κουταλάς, το Μεγάλο Λιβάδι, ο Κένταρχος και το Γάνεμα. Η επιφάνεια της Σερίφου εκτιμάται στα 75,207 τ.χλμ. ενώ έχει μήκος ακτών 83 χιλιόμετρα. Στην απογραφή του 2011 είχε πληθυσμό 1.420 άτομα, ο οποίος πληθυσμός το 2021 υποχώρησε σε 1.258 άτομα. Η Σέριφος είναι κυρίως γνωστή για τα μεταλλεία. Το νησί άκμασε στα τέλη του 19ου - αρχές του 20ου αιώνα, όταν εγκαταστάθηκαν μεταλλευτικές εταιρίες που εκμεταλλεύονταν το πλούσιο υπέδαφός του. Πολλοί κάτοικοι του νησιού ασχολούνταν αποκλειστικά με τα μεταλλεία. Αργότερα όμως τα μεταλλεία εγκαταλείφθηκαν, επειδή η εξόρυξη κρίθηκε ασύμφορη. Όταν τα μεταλλεία έκλεισαν αρκετοί οικισμοί ερημώθηκαν και οι περισσότεροι ντόπιοι εγκατέλειψαν το νησί. Από την αρχαιότητα είναι γνωστή σαν άγονο νησί. Η ψηλότερη κορυφή είναι ο Τούρλος και έχει 585 μ. υψόμετρο. Το υπέδαφός της έχει κοιτάσματα αιματίτη (Fe2O3) και μαγνητίτη (Fe3O4) που σχηματίσθηκαν από μεταμόρφωση επαφής στα όρια μίας γρανιτικής διείσδυσης και είναι κοιτάσματα τύπου skarn πλούσια σε διάφορα ορυκτά. Στη νοτιοδυτική περιοχή της νήσου, θέση Κούνδουρο, υπάρχουν κοιτάσματα χαλκού καθώς και υπολείμματα εκκαμίνευσης μεταλλευμάτων χαλκού στη θέση με το εύγλωττο τοπωνύμιο «Σκουριές». Οι σκουριές χαλκού στη θέση αυτή πάνω από τον παρακείμενο κόλπο του Αβεσσαλού, στέκουν εκεί αψευδείς μάρτυρες μεταλλουργικών δραστηριοτήτων από την προϊστορική εποχή έως την ύστερη αρχαιότητα. Στην περιοχή Μούτουλα, στο Βόρειο τμήμα του νησιού, κοντά στον οικισμό Γαλανή, είναι γνωστή μία μικρή εμφάνιση μικτών θειούχων ορυκτών, όπου κατά το παρελθόν έγινε περιορισμένη εκμετάλλευση. Το 2004 κατασκευάστηκε φράγμα χωρητικότητας 700.000 m³ στην τοποθεσία «Στενό» κοντά στο Λιβάδι για την ύδρευση και άρδευση του νησιού . Γνωστές παραλίες είναι τα Λιβαδάκια, το Καλό Αμπέλι, το Γάνεμα και η Βαγιά στον νότο, το Μαλλιάδικο, το Μεγάλο Λιβάδι και ο Αβεσσαλός στα δυτικά, η Συκαμιά, ο Πλατύς Γιαλός και τα Δυο Γιαλούδια στα βόρεια και η Ψιλή Άμμος, ο Άγιος Σώστης, ο Άγιος Ιωάννης και η Λια στα ανατολικά. Το νησί έχει τρεις κύριους ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Ο πρώτος οδηγεί από το Λιβάδι στη Χώρα. Μετά τη Χώρα ο δρόμος διακλαδίζεται. Ένας δρόμος καλύπτει το βόρειο και το ανατολικό τμήμα του νησιού (βόρειος περιφερειακός) και ο άλλος το νοτιοανατολικό (νότιος περιφερειακός). Και οι δύο διακλαδώσεις επιστρέφουν κυκλικά από τα νότια στο Λιβάδι. Κοντά στη Σέριφο βρίσκονται οι νησίδες Σεριφοπούλα στον Βορρά και Βους στα ανατολικά. Τοπικό φαγητό θεωρείται η ρεβιθάδα, η λούζα και το ντόπιο τυρί.
Ιστορία
Αρχαιότητα
Σύμφωνα με τις αρχαίες μαρτυρίες πρώτοι κάτοικοι της Σερίφου ήταν Αιολείς από τη Θεσσαλία, ενώ αργότερα στο νησί έφτασαν Ίωνες άποικοι από την Αθήνα. Μεταλλεία σιδήρου και χαλκού υπήρχαν από την αρχαιότητα και οι μεταλλουργικές δραστηριότητες ανάγονται στους Πρωτοκυκλαδικούς χρόνους (3η π.Χ. χιλιετία). Ιδιαίτερα αρχαιολογικά ευρήματα στη Σέριφο δεν υπάρχουν. Τα μόνα αρχαία κτίσματα που σώζονται είναι μαρμάρινοι πύργοι με πιο γνωστό τον Ασπρόπυργο, στον όρμο του Κουταλά, ο ορθογώνιος Ψαρόπυργος (ή καναπές του Κύκλωπα) στη χερσόνησο του Κύκλωπα, στα νοτιοδυτικά του Μεγάλου Λιβαδιού και ένας κυκλικός πύργος, κατασκευασμένος από μάρμαρο και γνεύσιο στον αυχένα της χερσονήσου της Κεφάλας. Ορισμένοι εξ αυτών φαίνεται ότι συνδέονται με τις μεταλλευτικές και μεταλλουργικές δραστηριότητες.
Σύμφωνα με τη μυθολογία στη Σέριφο κατέληξε το κουτί, στο οποίο ο βασιλιάς του Άργους Ακρίσιος είχε κλείσει την κόρη του Δανάη με τον μικρό γιο της Περσέα, για να εξαφανιστούν. Εκεί μεγάλωσε ο Περσέας. Όταν μεγάλωσε, ο βασιλιάς της Σερίφου Πολυδέκτης τον έπεισε να του φέρει την κεφαλή της Μέδουσας, μιας από τις τρεις Γοργόνες, που όποιος την έβλεπε κατά πρόσωπο απολιθωνόταν. Ο Περσέας με τη βοήθεια των θεών θα τα καταφέρει και θα επιστρέψει στη Σέριφο. Στο μεταξύ ο Πολυδέκτης είχε αποπειραθεί να βιάσει τη Δανάη και αυτή για να προστατευτεί είχε καταφύγει σε έναν ναό. Για να εκδικηθεί ο Περσέας, έδειξε στον Πολυδέκτη το τρόπαιό του και εκείνος απολιθώθηκε. Από αρχαίες μαρτυρίες είναι γνωστό ότι οι κάτοικοι της Σερίφου λάτρευαν τον Περσέα. Επίσης στην αρχαιότητα υπήρχε η παράδοση ότι οι βάτραχοι της Σερίφου είναι άφωνοι, η οποία απαντά σε αρκετούς αρχαίους συγγραφείς. Φαίνεται να υπήρχε και η παροιμιώδης έκφραση σερίφιος βάτραχος ή βάτραχος εκ Σερίφου για άφωνους ανθρώπους. Το βυζαντινό λεξικό Σούδα περιέχει το λήμμα Βάτραχος ἐκ Σερίφου: ἐπὶ τῶν ἀφώνων. παρόσον οἱ ἐν Σερίφῳ βάτραχοι κομισθέντες εἰς Σκῦρον οὐκ ἐφθέγγοντο.. Από τη Σέριφο έχουν βρεθεί αρχαία νομίσματα από τον 6ο π.Χ. αιώνα και έπειτα, τα οποία απεικονίζουν τον Περσέα, την κεφαλή της Μέδουσας ή τον σερίφιο βάτραχο, που συνδέεται με την τοπική λατρεία του Περσέα. Στους Ρωμαϊκούς χρόνους το νησί είναι τόπος εξορίας. Επί Τιβερίου, εξορίζεται ο Κάσσιος Σεβήρος, εχθρός της Συγκλήτου λόγω της ταπεινής του καταγωγής και της κακοποιού ζωής του. Επίσης η Βιστιλία το 19 μ.Χ. για ακολασία.
Μέσοι χρόνοι
Η ιστορία της Σερίφου τον Μεσαίωνα είναι ανάλογη με αυτήν των υπόλοιπων Κυκλάδων. Την εποχή που ιδρύθηκε το Δουκάτο του Αιγαίου περιήλθε και αυτή σε οικογένειες Ιταλών φεουδαρχών, των αδελφών Γκίζι, οι οποίοι τη διοικούσαν ως υποτελείς στον Δούκα του Αιγαίου, ενώ έπεφτε συχνά θύμα πειρατικών επιδρομών με αποκορύφωμα την επιδρομή του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1537. Το 1566 όλες οι Κυκλάδες περιήλθαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία, όπου και παρέμειναν ως την Επανάσταση του 1821. Στη Σέριφο βρίσκεται και η Μονή Ταξιαρχών, η οποία είναι μονή φρούριο και χρονολογείται από το 1572 . Ιδρύθηκε με την έλευση της εικόνας των Ταξιαρχών από την Κύπρο. Είναι χτισμένη με ψηλούς εξωτερικούς τοίχους (περί τα 10 μέτρα ύψος) με πολεμίστρες και τα κελιά και το καθολικό βρίσκονται εντός των τειχών. Στο παρελθόν ήταν πλούσια και διέθετε κειμήλια και ακίνητη περιουσία και σε γειτονικά νησιά. Για τον λόγο αυτόν ήταν συχνά στόχος επιδρομών από πειρατές. Στη Μονή λειτούργησε αλληλοδιδακτικό σχολείο.
Νεότεροι χρόνοι
Από τα τέλη του 19ου αιώνα ξεκίνησε η συστηματική εξόρυξη μετάλλων από εταιρείες στις οποίες είχε παραχωρηθεί το αποκλειστικό δικαίωμα από το κράτος. Πρώτη ήταν η «Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρία» το 1869, η οποία εξήγε ακατέργαστο σιδηρομετάλλευμα σε ευρωπαϊκές χώρες. Το 1880 την εκμετάλλευση των σιδηρομεταλλευμάτων του νησιού ανέλαβε κυρίως, η ανώνυμος μετοχική εταιρεία « Α.Ε. Μεταλλείων Σερίφου και Σπηλιαζέζης (εν Λαυρίω)» (Société des Mines de Sériphos et de Spiliazeza (Au Laurium) που ίδρυσε στο Παρίσι, στις 2 Σεπτεμβρίου 1880, ο Ανδρέας Συγγρός και οι άμεσοι συνεργάτες του από την Τράπεζα της Κωνσταντινουπόλεως Στέφανος Σκουλούδης, Ιωάννης Δ. Βούρος και Γεώργιος Κορωνιός. Άλλα ιδρυτικά μέλη ήταν ο Ανάργυρος Σιμόπουλος, ο Θεόφραστος Παπαδάκης και άλλοι τέσσερις κεφαλαιούχοι του Παρισιού: οι τραπεζίτες Λεόν Αλφασσά και βαρώνος Αιμίλιος ντε Ερλάνγκερ, και οι κτηματίες κόμης του Λουβενκούρ και Πέτρος Μαξιμιλιανός Ουτρέ. Η εταιρεία που είχε την έδρα της και τους πρώτους μεγαλομετόχους της στο Παρίσι, διοικούταν από δωδεκαμελές συμβούλιο το οποίο όριζε ένα γενικό αντιπρόσωπο στην Ελλάδα και προσλάμβανε ένα Διευθυντή των εργασιών στα μεταλλεία Σερίφου και ένα Διευθυντή στο μεταλλείο της Σπηλιαζέζας στο Λαύριο. Αρχικά η εταιρεία διήλθε οικονομική κρίση και ξέσπασαν οι πρώτες εργατικές αναταραχές. Η συστηματική εκμετάλλευση των σιδηρομεταλλευμάτων άρχισε γύρω στο 1885 όταν διευθυντής της εταιρείας ανέλαβε ο Γερμανός μηχανικός- μεταλλειολόγος Αιμίλιος Γρώμαν ή Γκρώμαν (Emil Grohmann). Η ανοδική πορεία συνεχίστηκε και μετά τον θάνατό του (28 Νοεμβρίου 1904) όταν Διευθυντής ανέλαβε ο επίσης μηχανικός-μεταλλειολόγος γιος του, Γεώργιος Γρώμαν. Στο Μεγάλο Λιβάδι σώζεται νεοκλασικό κτήριο που έκτισε η Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία όπου στεγάζονταν τα γραφεία της διοίκησης και ταυτόχρονα χρησίμευε ως κατοικία του εκάστοτε Διευθυντή. Σώζονται επίσης εργατικές κατοικίες στο Μέγα Λιβάδι και στον Κουταλά, εργαστήρια και σκάλες φόρτωσης. Η λειτουργία των μεταλλείων έφερε άνθηση στο νησί και ο πληθυσμός διπλασιάστηκε κατά την περίοδο 1880 – 1910 εξαιτίας της εισροής εργατών (μεταλλωρύχων) από άλλα κυκλαδίτικα νησιά. Τα μεταλλευτικά κέντρα αναπτύχθηκαν στους όρμους Μέγα Λιβάδι, Κουταλάς, Βαγία κ.α. Δεκάδες στοές ανοίχθηκαν στις πλαγιές του νησιού. Τα μεταλλεύματα μεταφέρονταν με σιδηροδρομικό δίκτυο στις σκάλες φόρτωσης οι οποίες κατασκευάστηκαν σε όλες σχεδόν τις περιοχές εξόρυξης. Σημαντικότερες εξ αυτών είναι οι σκάλες φόρτωσης στο Μέγα Λιβάδι και τον Κουταλά. Το 1915 περίπου ξέσπασε κρίση στις τιμές των μετάλλων και η παραγωγή των μεταλλείων κατέρρευσε.
Οι συνθήκες εργασίας στα μεταλλεία ήταν όμως κακές και τα εργατικά ατυχήματα πολύ συχνά. Τον Αύγουστο του 1916 κήρυξαν απεργία οι μεταλλωρύχοι στο Μεγάλο Λιβάδι ζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας και μεγαλύτερους μισθούς. Οργανωτής της απεργίας ήταν ο τότε αναρχοσυνδικαλιστής Κώστας Σπέρας, ο οποίος είχε οργανώσει και άλλες απεργίες σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Επειδή η εργοδότρια εταιρεία ήταν αδιάλλακτη, οι μεταλλωρύχοι κατέλαβαν το λιμάνι και δεν επέτρεπαν στα πλοία επί 20 ημέρες να φορτώσουν μετάλλευμα. Στις 21 Αυγούστου 1916 επενέβη η χωροφυλακή και με διαταγή του επικεφαλής της άνοιξε πυρ κατά των απεργών που εμπόδιζαν τη φόρτωση με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τέσσερις από αυτούς. Απαντώντας οι μεταλλωρύχοι επιτέθηκαν με πέτρες και ξύλα στους χωροφύλακες σκοτώνοντας τέσσερις (μεταξύ αυτών και τον επικεφαλής) και τραυματίζοντας περισσότερους. Οι απεργοί στη συνέχεια κατέλαβαν τα μεταλλεία και ύψωσαν γαλλική σημαία ζητώντας την προστασία της Γαλλίας. Η πράξη αυτή στη συνέχεια επικρίθηκε από το ΚΚΕ (που δεν είχε ιδρυθεί ακόμη τότε) ως απόδειξη ότι ο Σπέρας εξυπηρετούσε «αλλότρια» συμφέροντα. Σήμερα στο Μεγάλο Λιβάδι υπάρχει μνημείο προς τιμήν των νεκρών απεργών. Το 1925 τέθηκε σε εφαρμογή και στα μεταλλεία το οκτάωρο που είχε ήδη νομοθετηθεί το 1920. Τα μεταλλεία φυτοζωούν μέχρι το 1934, οπότε, λόγω της ανάκαμψης στις παγκόσμιες αγορές, αρχίζει και πάλι η εντατική εκμετάλλευση με διευθυντή τον Αιμίλιο, γιο του Γεωργίου Γρώμαν. Κύριος προορισμός των μεταλλευμάτων ήταν η Γερμανία. Τα μεταλλεία παραμένουν ενεργά κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Με το τέλος της Κατοχής, ο Αιμίλιος Γρώμαν, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τις αρχές κατοχής εγκαταλείπει τη Σέριφο με γερμανικά υποβρύχιο και μετά τον πόλεμο καταδικάζεται ως δωσίλογος . Τα μεταλλεία κλείνουν οριστικά το καλοκαίρι του 1963 ως συνέπεια της εξάντλησης των αποθεμάτων, του υψηλού κόστους της σχετικά μικρής κλίμακας εκμετάλλευσης, και κυρίως ως συνέπεια της κατάρρευσης των τιμών των σιδηρομεταλλευμάτων παγκοσμίως.. Τις τελευταίες δεκαετίες γίνονται προσπάθειες διατήρησης της μεταλλευτικής μνήμης αλλά και των γεγονότων του 1916. Το 2016, γιορτάστηκε η επέτειος των εκατό χρόνων από την ιστορική απεργία των μεταλλωρύχων.
Δήμος Σερίφου
Ο δήμος Σερίφου περιλαμβάνει το νησί της Σερίφου και τις γύρω νησίδες. Αναλυτικά οι οικισμοί και οι νησίδες που αποτελούν τον δήμο Σερίφου:
Δ.δ. Σερίφου [ 1.420 ] η Σέριφος [ 357 ] ο Αβυσσαλός [ 24 ] ο Άγιος Ιωάννης [ 33 ] ο Βους (νησίδα) [ 0 ] η Γαλανή [ 71 ] το Γάνεμα [ 13 ] το Γλαρονήσιο (νησίδα) [ 0 ] ο Κένταρχος [ 46 ] ο Κουταλάς [ 23 ] το Λιβάδι [ 537 ] το Μεγάλο Λιβάδι [ 52 ] το Μεγάλο Χωριό [ 24 ] η Μονή Ευαγγελιστρίας [ 1 ] η Μονή Ταξιαρχών [ 1 ] η Παναγία [ 102 ] ο Πλατύ Γιαλός [ 29 ] ο Ράμος [ 67 ] η Σεριφοπούλα (νησίδα) [ 0 ] η Συκαμιά [ 34 ] Με την εφαρμογή της νέας διοικητικής διαίρεσης της χώρας κατά το Πρόγραμμα Καλλικράτης το 2011, ουδεμία μεταβολή επήλθε στον Δήμο, σύμφωνα με το άρθρο 1,§ 2.29.Γ. αυτού.
Δήμαρχοι
1983-1990 Παναγιώτης Χρυσολωράς 1991-1994 Ελευθέριος Παλαιός 1995-1998 Παναγιώτης Χρυσολωράς 1999-2002 Ελευθέριος Παλαιός 2003-2010 Αγγελική Παπαλεξοπούλου-Συνοδινού 2011-2019 Αντώνιος Αντωνάκης 2019-σήμερα: Κωνσταντίνος Ρεβίνθης
Τοπική κουζίνα
Τοπικό φαγητό θεωρείται η ρεβιθάδα, που είναι ρεβίθια στον φούρνο με δενδρολίβανο. Τοπικό έδεσμα της Σερίφου είναι η Λούζα. Η Λούζα είναι ένα είδος παστουρμά που παρασκευάζεται από το κρέας του χοίρου. Ο χοίρος σφάζεται συνήθως στα μέσα του Φθινοπώρου, όταν αρχίζει να πιάνει το κρύο. Το πιο κατάλληλο για λούζα μέρος του ζώου είναι η πλάτη, το «ψάρι». Το κρέας αυτό κόβεται σε μακρόστενα κομμάτια και πασπαλίζεται με μπόλικο αλάτι, πιπέρι, κύμινο, μπαχάρι και κανέλα. Μετά περνιέται σε έντερο, που έχει πρώτα καλά πλυθεί και ύστερα σταθεί για δύο μέρες σε νερό με λεμόνι. Το κρέας περνιέται στο έντερο, ράβεται με σακοράφα και στρώνεται επάνω σε πλαστήρι-φαρδύ ξύλο. Πάνω στο ξύλο τοποθετούνται πέτρες, πάνω στις πέτρες άλλο πλαστήρι και πάνω στο δεύτερο πλαστήρι κι άλλες πέτρες. Αφήνεται έτσι για τρεις μέρες και εν συνεχεία αλατοπιπερώνεται και στραγγίζεται στον ήλιο. Η λούζα είναι έτοιμη σε ένα- ενάμιση μήνα περίπου, όταν θα έχει απόλυτα στεγνώσει. Τα κομμάτια της μετά κρεμιούνται στην αποθήκη όπου φυλάσσονται τα τρόφιμα ή στην κουζίνα. Τρώγεται σαν μεζές του κρασιού σκέτη ή με αυγά. Τοπικό έδεσμα είναι το ντόπιο τυρί. Το γάλα που χρησιμοποιείται ως βάση για το τυρί αυτό είναι κατά προτίμηση κατσικίσιο. Άλλοι χρησιμοποιούν μείγμα κατσικίσιου και πρόβειου. Η διαδικασία αρχίζει περίπου τον Μάρτη. Το γάλα πήζει με πυτιά από το κατσικάκι. Αφού το πηγμένο γάλα σταθεί, μαζεύεται, αλατίζεται και αποτίθεται σε τυροβόλι πλεγμένο με βούρλα. Εκεί το πηγμένο γάλα στραγγίζει ολονυχτίς. Την άλλη μέρα το πρωί τοποθετείται σε καλαμωτή για να στραγγίξει τελείως. Μετά τον μήνα το τυρί τοποθετείται μέσα σε πήλινο κιούπι, αφού πρώτα αλειφθεί με λάδι, θρούμπι (μυρωδικό που μοιάζει με ρίγανη) και την ιλύ του κρασιού (οινολάσπες, το κατακάθι). Τα υλικά αυτά δημιουργούν προστατευτική κρούστα γύρω από το τυρί, ώστε να μην έρχεται σε επαφή με τον ατμοσφαιρικό αέρα. Στη συνέχεια το κιούπι σφραγίζεται και χώνεται σε λάκκο, όπου πρέπει να παραμείνει όλο το καλοκαίρι, μέχρι περίπου του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου). Μέσα στα μεγάλα κιούπια, που είναι ειδικά για αυτή τη δουλειά, μπορεί να χωρέσουν και εκατό κεφάλια τυρί. Το τυρί αυτό είναι αλμυρό και χρησιμοποιείται είτε στα μακαρόνια είτε σκέτο για φάγωμα. Τοπικό έδεσμα της Σερίφου είναι και οι μαραθοτηγανίτες που μπορείτε να τις συνοδέψετε με ντόπιο κρασί ή σούμα(είδος ρακής).
Προσωπικότητες
Δημήτρης Καταλειφός, Ηθοποιός
Παραπομπές
Βιβλιογραφία
Λιάτα, Ευτυχία Δ., Η Σέριφος κατά την Τουρκοκρατία (17ος-19ος αι.), Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, 1987. Μαζαράκης-Αινιάν, Αλέξανδρος, «Σέριφος», σε: Ανδρέας Βλαχόπουλος (επιμ.), Αρχαιολογία - Νησιά του Αιγαίου, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 2005, σσ. 250-251. ISBN 960-204-262-1. Μπελαβίλας, Νίκος, Παπαστεφανάκη, Λήδα, Ορυχεία στο Αιγαίο-βιομηχανική αρχαιολογία στην Ελλάδα, Μέλισσα, Αθήνα 2009, σσ. 92-109. Παπαστεφανάκη, Λήδα, «Εξορυκτικές επιχειρήσεις και εργασία. Η περίπτωση του Αιγαίου», σε: Ιστορικά Μεταλλεία στο Αιγαίο. 19ος–20ός αιώνας. Πρακτικά Συνεδρίου, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2005, σσ. 27–47. Σκόνης, Νίκος (επιμέλεια), Η αιματηρή απεργία των μεταλλωρύχων της Σερίφου. 21 Αυγούστου 1916, Έκδοση Ομοσπονδία Μεταλλωρύχων Ελλάδας, Αθήνα 1990. Μαζαράκης Αινιάν Αλέξανδρος, Σέριφος, στο Βλαχόπουλος Ανδρέας (επιμ.), Αρχαιολογία-νησιά του Αιγαίου, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 2005, σελ. 250 Μέρου, Αγγελική, Μια Εταιρεία Γεννιέται. "Σέριφος-Σπηλιαζέζα" (1880-1904), Σύνδεσμος Σεριφίων, Αθήνα 2015. ISBN 978-618-82236-0-8 Κωνσταντίνος Σπέρας, Η απεργία της Σερίφου: Ήτοι αφήγησις των αιματηρών σκηνών της 21ης Αυγούστου 1916 εις τα μεταλλωρυχεία του Μεγάλου Λειβαδίου της Σερίφου, Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα 2001 ISBN 960-7280-14-8. (Βιβλιοκριτική από την Ελευθεροτυπία της 12/4/2002.) Η Καθημερινή, ένθετο Επτά Ημέρες, 27/8/2000. (Στοιχεία για τα μεταλλεία του Αιγαίου γενικότερα.) «Σέριφος: Ένα εργατικό Κιλελέρ η απεργία των μεταλλωρύχων στα 1916», άρθρο της Δώρας Μόσχου στον Ριζοσπάστη της 31/8/2003.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Λήμμα Σέριφος στην Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου (Ίδρύμα Μέιζονος Ελληνισμού) Αρχειοθετήθηκε 2009-05-28 στο Wayback Machine. faroi.com: Ο πέτρινος παραδοσιακός φάρος στο Ακρωτήριο Σπαθί Σερίφου Αρχαία νομίσματα της Σερίφου Σέριφος (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ) Αεροφωτογραφίες της Σερίφου Η Σέριφος και η μεταλλευτική περιήγηση ΕΕΤΑΑ- Αποτελέσματα δημοτικών εκλογών. Ακροστιχίδα, ποίημα για τη Σέριφο