Η τοποθεσία μας στον χάρτη

Πληροφορίες

Η Κόρωνος είναι χωριό της ορεινής Νάξου, του δήμου Νάξου και Μικρών Κυκλάδων της Περιφερειακής Ενότητας Νάξου της Περιφέρειας Ν. Αιγαίου (κατά το Σχέδιο Καλλικράτης) χτισμένη στις πλαγιές των βουνών Κόρωνος και Αμμόμαξη. Χωρίζεται στα δύο από μια ρεματιά (ρυάκα) και έχει 6 κύριες γειτονιές (Ανεγυρίδα, Πλάτσα, Απάνω Στέρνα, Κάστρο, Λειβαδάκι και Κάτω Γειτονιά). Έχει χαρακτηριστεί από το 1988 παραδοσιακός οικισμός.

Πληροφορίες

Παλαιότερα ανήκε στην άλλοτε επαρχία Νάξου του νομού Κυκλάδων. Από το 1999 έως το 2010 σύμφωνα με την τότε διοικητική διαίρεση της Ελλάδας αποτελούσε έδρα κοινότητας του δήμου Δρυμαλίας. Από 1 Ιανουαρίου 2011 αποτελεί ιδία έδρα της ομώνυμης τοπικής κοινότητας, της δημοτικής ενότητας Δρυμαλίας, του Δήμου Νάξου και Μικρών Κυκλάδων. Το παλαιό της, βυζαντινό όνομα, ήταν Τρικοκκιές. Ανήκει στα λεγόμενα Σμυριδοχώρια μαζί με την Απείρανθο, την Κεραμωτή, το Σκαδό, και το Λυώνα όπου ακόμη και σήμερα εξορύσσεται η ναξιακή σμύρις. Στην Κόρωνο εξορύσσονταν τα πέντε όγδοα της συνολικής ποσότητας. Η ίδια αναλογία ισχύει και τώρα για τις μικρές πλέον ποσότητες που παραδίδονται στην ελληνική πολιτεία. Ο πραγματικός πληθυσμός του ανέρχεται στους 744 κατοίκους (2001). Βρίσκεται στον οδικό άξονα Απειράνθου - Σταυρού Κεραμωτής - Κορώνου - Σκαδού - Κωμιακής - Απόλλωνα. Είναι κτισμένο σε υψόμετρο μεταξύ των 500 και των 600 μέτρων μέσα σε λαγκαδιά που σχηματίζεται ανάμεσα σε πλαγιά του κύριου όγκου του βουνού Κόρωνος στα δυτικά, όπου και η προσήλια Κόρωνος, και σε πλαγιά της χαμηλότερης ανατολικής απόληξής του που ονομάζεται Αμμόμαξη στα ανατολικά, όπου και η αφήλια Κόρωνος. Τα δύο αυτά τμήματα ενώνονται με μικρό γεφύρι στο Ρυάκα, (το ρέμα της λαγκαδιάς), σε υψόμετρο 540 μέτρων, δίπλα στο οποίο βρίσκεται η πλατεία ("πλάτσα") του χωριού. Η Κόρωνος διαθέτει λαογραφικό μουσείο και σε αυτήν υπάγονται οι οικισμοί Λυώνας, Αργοκοίλι ή Αργοκοιλιώτισσα και Ατσιπάπη. Γνωστές προσωπικότητες από την Κόρωνο μεταξύ άλλων είναι ο δικηγόρος Νικηφόρος Μανδηλαράς και οι ποδοσφαιριστές Στέλιος Μανωλάς, Κώστας Μανωλάς, Γιώργος Σιδέρης.

Πληθυσμιακή εξέλιξη

Διοικητικές μεταβολές

Ο οικισμός στα πρώτα χρόνια του νέου Ελληνικού Κράτους αναγράφεται με το πολύ παλαιό όνομά του «Τρικουκιαί». Στα μέσα του 19ου αιώνα αναγράφεται και ως «Βόθροι». Το 1927 μετονομάζεται στη σημερινή του ονομασία «Κόρωνος».

Το 1835, με 211 κατοίκους (63 οικογένειες) και με αναγραφή του παλαιού ονόματος «Τρικουκιαί» προσαρτάται στον νεοϊδρυθέντα δήμο Κορωνίδος της επαρχίας Νάξου, με έδρα τον οικισμό της Κωμιακής (Κορωνίδας). Το 1840, οι δήμοι της επαρχίας Νάξου μειώθηκαν από 10 σε 7. Ο δήμος Κορωνίδος είναι από αυτούς που καταργούνται και ο οικισμός (αναγράφεται Τρικουκαί) προσαρτάται στο δήμο Απειράνθου. Το 1858, ο δήμος Κορωνίδος επανασχηματίζεται και ο οικισμός (αναγράφεται και με τα δύο ονόματα Τρικουκιαί ή Βόθροι) αποσπάται από το δήμο Απειράνθου και προσαρτάται πάλι στο δήμο Κορωνίδος. Το 1912, αποφασίζεται οι οικισμοί που έχουν πάνω από 300 κατοίκους και σχολείο στοιχειώδους εκπαίδευσης, να αποτελέσουν αυτοτελείς κοινότητες. Ο δήμος της Κορωνίδος καταργείται και δημιουργείται η κοινότητα Βόθρων, όπου ορίζεται έδρα της ο οικισμός Βόθροι. Το 1927, η κοινότητα Βόθρων μετονομάζεται σε «κοινότητα Κορώνου» και ο ομώνυμος οικισμός Βόθροι σε «Κόρωνος». Το 1997, με την εφαρμογή του προγράμματος Καποδίστριας (νόμος 2539/97), η κοινότητα της Κορώνου καταργείται και ο οικισμός προσαρτάται στο νεοσύστατο δήμο Δρυμαλίας με έδρα τον οικισμό Χαλκείο. Συγκεκριμένα, με το πρόγραμμα Καποδίστριας υπαγόταν στο Δημοτικό Διαμέρισμα Κορώνου, του Δήμου Δρυμαλίας, του νομού Κυκλάδων, στο γεωγραφικό διαμέρισμα Νήσων Αιγαίου Πελάγους. Το 2010, με την εφαρμογή του προγράμματος Καλλικράτης (νόμος 3852/2010), καταργείται ο δήμος Δρυμαλίας και ο οικισμός προσαρτάται στο νεοσύστατο δήμο Νάξου & Μικρών Κυκλάδων. Σήμερα, μετά τη τελευταία μεταβολή του 2010 (πρόγραμμα Καλλικράτης), αποτελεί μαζί με τους οικισμούς Αργοκοιλιώτισσα ( 26 κ.), Ατσιπάπη ( 15 κ.) και Λιώνα ( 80 κ.) την Τοπική Κοινότητα Κορώνου ( 647 κ.). Η τ.κ. Κορώνου υπάγεται στη δημοτική ενότητα Δρυμαλίας, του δήμου Νάξου και Μικρών Κυκλάδων, της περιφερειακής ενότητας Νάξου (του πρώην νομού Κυκλάδων), στην περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου.

Ο κύριος οικισμός

Ο οικισμός έχει πλακόστρωτα σοκάκια, καμάρες και στεγαστά, τα ασπροβαμμένα σκαλοπάτια που ενώνουν τις πάνω με τις κάτω γειτονιές, τα νησιώτικα μικρά σπίτια με τις παμπάλαιες πόρτες τους βαμμένες σε έντονα χρώματα την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας τη μικρή πλατεία με «εξώστη», τους παλιούς καφενέδες και τις ταβερνούλες. Ο κύριος οικισμός του χωριού έχει καθαρά νησιώτικο χρώμα, ενώ προτομή του Νικηφόρου Μανδηλαρά βρίσκεται στη δυτική είσοδό του. Στην κάτω γειτονιά βρίσκονται τα παλαιότερα σπίτια του χωριού. Πρόκειται για έναν από τους παλαιότερους οικισμούς της βορειοανατολικής Νάξου, αφού αναφέρεται ότι δημιουργήθηκε περίπου το 1200 ενώ υπάρχουν ευρήματα από τη Νεολιθική Εποχή αλλά και από την πρώτη περίοδο του Κυκλαδικού πολιτισμού. Το μεγαλύτερο μέρος του χωριού είναι κτισμένο στις αντικριστές πλευρές μιας βαθιάς και καταπράσινης ρεματιάς, γι αυτό και η ονομασία «Βόθροι» που του είχε αποδοθεί έως το 1932 περίπου. Η μετάβαση από τη μια πλευρά του χωριού στην άλλη, εξυπηρετείτο και εξυπηρετείται με μικρό γεφύρι. Η ιδιαίτερη ρυμοτομία και η παραδοσιακή αρχιτεκτονική των σπιτιών συνθέτουν μια ασυνήθιστη όσο και μαγευτική εικόνα.[Τα όμορφα σπίτια χωρίζονται σε επτά γειτονιές (Ανεγυρίδα, Κάστρο, Κάτω Γειτονιά, Απάνω Στέρνα, Προβολάκια και Πλάτσα) που επικοινωνούν μεταξύ τους με λαβυρινθώδη καλντερίμια και αμέτρητα σκαλοπάτια.

Η ευρύτερη περιοχή

Ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος μήκους οκτώ περίπου χιλιομέτρων που ξεκινά από το χωριό και κατηφορίζει τις βορεινές πλαγιές της Αμμόμαξης, οδηγεί ανατολικά, στο μικρό ψαροχώρι του Λυώνα με τις μια δύο ταβέρνες και τη βοτσαλωτή παραλία. Ο Λυώνας, επίνειο της Κορώνου, υπήρξε παλαιότερα σταθμός ατμοπλοΐας και ήταν πριν την κατασκευή του εναέριου ενα απο τα δυο λιμάνια εξαγωγής της σμύριδας μαζί με τη Μουτσούνα. Άλλος δρόμος μήκους τεσσάρων χιλιομέτρων, σε ψηλότερη περιοχή της βορεινής πλαγιάς της Αμμόμαξης που κατευθύνεται επίσης ανατολικά, οδηγεί στο Αργοκοίλι όπου και το μοναστήρι της Παναγίας της Αργοκοιλιώτισας. Από εδώ η θέα προς την ανατολή περιλαμβάνει νησιά των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων, την Ικαρία και βουνά της Μικράς Ασίας όταν η ατμόσφαιρα είναι διαυγής. Σε μικρή απόσταση από το Αργοκοίλι υπάρχουν ερείπια του μεσαιωνικού αγροτοκτηνοτροφικού οικισμού Ατσιπάπη. Υπάρχουν και λίγοι μικροί κήποι και ακόμη λιγότερα μικρά σπίτια κανονικά κτισμένα. Ανατολικότερα και νοτιότερα από την Ατσιπάπη, σε μικρή όμως απόσταση, βρίσκεται η θέση Λιούρι με τη μεσαιωνική εκκλησία της Παναγίας της Κεράς. Κοντά στην Παναγία την Κερά και λίγο χαμηλότερα, βρίσκεται η περιοχή όπου αναφέρεται ότι υπάρχουν ελάχιστα ίχνη του χωριού Αμμόμαξη εγκαταλελειμένου πριν από το δέκατο ένατο αιώνα. Προς τα νότια ο κεντρικός δρόμος οδηγεί μετά μια διαδρομή 2,5 χιλιομέτρων στη θέση Σταυρός Κεραμωτής, όπου υπάρχει και ομώνυμο εκκλησάκι. Στο Σταυρό συναντιώνται ο δρόμος που έρχεται από την Απείρανθο (απόσταση 5,5 χιλιόμετρα) με το δρόμο που έρχεται από τον εγκαταλειμένο οικισμό Σίφωνες (απόσταση 3 χιλιόμετρα) και από τα χωριά Μονή (απόσταση 7 χιλιόμετρα) και Κυνίδαρος. Ένας τρίτος δρόμος μήκους 2 χιλιομέτρων που ξεκινά από το σημείο της διασταύρωσης, κατεβαίνει μέχρι το χωριό Κεραμωτή. Οι Σίφωνες ανήκαν πάντοτε στη Μονή. Από το Σταυρό κοιτώντας ανατολικά έχει κανείς θέα των Ανατολικών Κυκλάδων και πολύ μακρινότερη. Προς την ίδια κατεύθυνση φαίνεται επί της Νάξου, ο όρμος του Αζαλά, με τα ψηλά κατακόρυφα βράχια που τον κλείνουν νότια-ανατολικά. Στα δυτικά του χωριού κυριαρχεί το όρος Κόρωνος. Είναι το δεύτερο σε ύψος βουνό της Νάξου, λίγα μέτρα χαμηλότερο από τον επιβλητικό Ζα. Η Κόρωνος έχει ύψος 999 μέτρα (κορυφή Μαύρο Βουνί), ενώ ο Ζας 1004 μέτρα. Η Κόρωνος έχει όμως δύο ακόμη ψηλές κορυφές. Το Βρυόκαστρο με ύψος 989 μέτρα και τις Τρούλες Κορώνου με ύψος 867 μέτρα. Ψηλά στο βουνό, στο «Κακό Σπήλιo» υπάρχει η επιγραφή των προκλασικών χρόνων «ΔΡΙΟC ΔΙΟΝΥCOY». Στις πλαγιές του βουνού μέχρι αρκετά ψηλά και σε πολύ μικρού πλάτους κλιμακωτές αναβαθμίδες, ήταν φυτεμένα αμπέλια. Το χώμα, στα στενά αυτά "χαλιά", το στήριζαν με "πεζούλες" κτισμένες ξερολιθιά, που τις έφτιαχναν με τις πέτρες που έβγαζαν όταν τα έσκαβαν. Τα χαλιά είχαν σκαφτεί μόνο εκεί που το έδαφος, αν και πετρώδες, πρόσφερε κάποιο ανεκτό επίπεδο ανταπόδοσης του κόπου που καταβαλλόταν για την καλλιέργειά του. Το υπόλοιπο βουνό, με πολλές πρινιές και λίγες καστανιές άλλοτε, είναι σήμερα αλλού με θάμνους και αλλού γυμνό. Υπάρχει ωστόσο βατός χωματόδρομος που οδηγεί μέχρι την κορυφή Μαυροβούνι. Στις βόρειες και στις ανατολικές απολήξεις του βουνού βρίσκονται οι παραθαλάσσιοι οικισμοί του Απόλλωνα και του Λυώνα. Στις πλαγιές του βουνού είναι κτισμένα τα χωριά Κυνίδαρος, Κεραμωτή, Κόρωνος, Σκαδό, Μέση, Κωμιακή ή Κορωνίδα καθώς και οι μικροί οικισμοί Μυρίσης, Σκεπόνι και οι ακατοίκητοι πλέον Σίφωνες. Κορωνίδα ήταν το όνομα μιας από τις τρεις νύμφες – τροφούς του Διονύσου. Η Κεραμωτή έγινε ξεχωριστή κοινότητα το 1932. Τα χωριά Κωμιακή, Σκαδό, Κόρωνος, Κεραμωτή, και Κυνίδαρος με όλες τις ενορίες τους, αποτελούσαν τα Ανωμερά ή Ανούμερα.

Η ιστορία του χωριού

Η περιοχή της Κορώνου έχει έκταση 22 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή αυτή είναι συνεχής. Υπάρχουν ευρήματα στο Κακό Σπηλιό που δείχνουν κατοίκηση από τη νεολιθική εποχή. Στη θέση Άβδελη κοντά στο Λυώνα επισημάνθηκε οικισμός και ανασκάφτηκαν από τον καθηγητή Χρίστο Ντούμα τάφοι της πρώτης περιόδου του κυκλαδικού πολιτισμού. Ευρήματα της ίδιας περιόδου υπάρχουν και στη θέση Λιοϋρι. Τα ευρήματα στα Μάλια είναι του 3000 π.Χ. Η εκκλησία του Αγίου Ισίδωρου στην Ατσιπάπη είναι βυζαντινή. Στην Ατσιπάπη υπήρχε και μεσαιωνικός οικισμός. Η Παναγία η Κερά είναι εκκλησία του ενάτου αιώνα. Το σμυρίγλι, το ορυκτό του χωριού, χρησιμοποιόταν και χρησιμοποιείται συνεχώς μέχρι τις μέρες μας από την εποχή του κυκλαδικού πολιτισμού. Κατά την αρχαιότητα λεγόταν ναξία λίθος. Η θέση στην οποία είναι κτισμένο το χωριό το καθιστά αθέατο από τη θάλασσα, γεγονός που μαρτυρά φόβους για πειρατές, πρόβλημα που είχε ανακύψει από τους βυζαντινούς και τους Ρωμαϊκούς ακόμη χρόνους. Η εκκλησία του χωριού, η Αγία Μαρίνα είναι δίκλιτη. Το νεώτερο κλίτος είναι αφιερωμένο στην Αγία Μαρίνα και κτίστηκε προς το τέλος του δέκατου έκτου αιώνα. Το παλαιότερο κτίστηκε οπωσδήποτε πριν το 1200 και είναι αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη. Την ιστορία όμως του σημερινού οικισμού, τις ονομασίες του, τα επώνυμα των οικογενειών, μπορεί να τα παρακολουθήσει κανείς με κάποια βεβαιότητα το πολύ μέχρι τους χρόνους της ενετοκρατίας ή έστω ως τους τελευταίους χρόνους της βυζαντινής διοίκησης, όχι παλαιότερα. Το 1207 ο Μάρκος Σανούδος διαίρεσε τη Νάξο σε 56 τιμάρια, φέουδα, τοπαρχίες ή κοινώς τόπους. Στον κατάλογο των 56 τόπων που παραθέτει ο Grimaldi περιλαμβάνονται και οι Βόθροι. Η Κωμιακή, η Μέση, η Αμμόμαξη και η Κεραμωτή ορίσθηκαν ως ιδιαίτεροι τόποι. Σε πίνακα τιμαρίων, τιμαριούχων και φοροδοσίας του έτους 1670 που παραθέτει στη ιστορία του ο Grimaldi, το τιμάριο Βόθροι αναφέρεται με το όνομα Βόθροι ή Βότρυς. Στην ιστορία του o Grimaldi αναφέρεi επίσης ότι "προς το μεσημβρινόν μέρος αυτής" (εννοείται της κοιλάδας της Κωμιακής) "κείται η κοιλάς καλουμένη Βώθροι ως εκ του βαραθρώδους σχηματισμού αυτής, περικυκλωμένη εκ βουνών, είνε δε ορεινή, έχει δυό χωρία τό μεν Σκαδό (α), τόδε Τρικοκκιά (β)". Αναφέρεi ακόμη ότι στις περισσότερες περιπτώσεις στους τόπους δόθηκαν τα ονόματα που ήδη είχαν. Αυτό ισχύει οπωσδήποτε για τόπους όπως η Κωμιακή, η Μέση, η Αμμόμαξη και η Κεραμωτή που περιελάμβαναν ένα μόνο χωριό, δεν ισχύει όμως κατ'αναγκην για το φέουδο Βόθροι που περιελάμβανε δύο χωριά. Το τιμάριο των Βόθρων ανήκε στα 1541 στον αφέντη της Τζιας Γιαννούλη Γοζανδίνο. Τα φέουδα τα πουλούσε ο ένας τιμαριούχος σε άλλο και άλλαζαν συχνά χέρια.Το 1670 οι Βόθροι αποτελούσαν φέουδο του Χρουσή Σομμαρίπα. Στην περιοχή δεν φαίνεται να κατοίκησαν, τουλάχιστον για ικανό χρόνο, "ευγενείς". Στην περιοχή δεν υπάρχουν υπολείμματα μεσαιωνικών ή μεταγενέστερων κάστρων ή πύργων κάποιων οικονομικά ισχυρών. Ήταν περιοχή φτωχών μικροκαλλιεργητών και βοσκών. Ο ευγενής που διαφέντευε την περιοχή, αφ ενός τους αποσπούσε ένα μέρος της παραγωγής, αφετέρου εξουσίαζε τη ζωή τους. Μόνο μετά την κατάργηση των φέουδων άρχισε το χωριό να αναπτύσσεται. Τα φεουδαλικά δικαιώματα καταργήθηκαν το 1721.

Οι ονομασίες του χωριού

Το χωριό ανήκε από το 1207 σε τιμάριο με το όνομα Βόθροι. Αν είχε τότε το όνομα Βόθροι ή άλλο όνομα, το όνομα αυτό θα διατηρούταν ως το όνομα του χωριού. Ως Τρικοκκιές όμως αναφέρεται στα έγγραφα του δέκατου έκτου και του δέκατου έβδομου αιώνα η Κόρωνος όταν με τον όρο δηλωνόταν το χωριό και όχι η τοπαρχία. Η τοπαρχία ή τιμάριο Βόθροι περιελάμβανε δύο χωριά. Το Σκαδό και τις Τρικοκκιές. Ο αφέντης της Τζιας Γιαννούλης Γονζαδίνος ανέθεσε σε άνθρωπο της εμπιστοσύνης του, το Μανώλη τον Κοχλιό από τους Βόθρους, να του τελειώσει τον πύργο που έφτιαχνε εκεί, κοντά στη θέση Μαυρομάρι αναφέρεται σε έγγραφο του 1541. Στην καταγραφή των νοικοκυριών του 1708 καταγράφονται στους Βόθρους 29 νοικοκυριά εκ των οποίων 16 στο Σκαδό και 13 στις Τρικοκκιές. Μεταξύ των νοικοκυριών που καταγράφονται στο Σκαδό είναι και τα νοικοκυριά του Βασίλη και του Κωνσταντίνου Κοχλιού. Στις Τρικοκκιές το επώνυμο Κοχλιός δεν καταγράφτηκε ποτέ. Στα φορολογικά κατάστιχα του 1757 καταγάφονται στους Βόθρους 63 φορολογούμενοι. Τα επώνυμα είναι Σκαδιώτικα και Κορωνιδιάτικα, ανάμικτα. Εξ άλλου, έγγραφο με ημερομηνία 19 Αυγούστου 1666 "με το νέο," αναφέρει ότι "ο Ιαννούλης του Κιτάλου από τους Βόθρους, από το χωρίον ονοματισμένο Τρικοκκές," δωρίζει για την ψυχή του στην Παναγία της Μέσης "ένα αμπέλι οπού έχει στις Βόθρους, στο χωρίον Τρικοκκές σύμπλιο του αδελφού ντου Ιωάννη." Επίσης με το όνομα Τρικοκιές αναφέρει την Κόρωνο ο Grimaldi. Τρικοκκιές ήταν επομένως και το έτος 1207 το όνομα της Κορώνου και κατά συνέπεια το βυζαντινό της όνομα, όπως βυζαντινά είναι και τα ονόματα Κεραμωτή, Αμμόμαξη, Σκαδό, Μέση, Κωμιακή. Το ότι σε ένα μόνο έγγραφο (του 1690), το χωριό αναφέρεται και ως "κώμιον της Αγίας Μαρίνας" δείχνει απλά ότι από εκείνη την εποχή υπήρχε στο χωριό εκκλησία της Αγίας Μαρίνας. Το όνομα Τρικοκκιές προέρχεται από το όνομα δέντρων που υπήρχαν και υπάρχουν στο χωριό. Το επιστημονικό όνομα της τρικοκκιάς είναι mespilus oxyakantha. Άλλα ονόματά της είναι κράταιγος ο οξυάκανθος και μουμουτζελιά. Έχει κλαδιά με πολλά σκληρά και οξύτατα αγκάθια, φύλλα στιλπνά και πριονωτά με λοβούς, άνθη συνήθως άσπρα. Οι καρποί της έχουν μέγεθος βύσσινου, είναι ωοειδούς σχήματος, κατακόκκινοι και έχουν ευχάριστη γεύση. Εξ αιτίας του κόκκινου χρώματος των καρπών της και του ότι ανθίζει το Μάιο ήταν συνδεδεμένη κατά την αρχαιότητα, όπως και η μουρτζιά (κράταιγος ο μονόγυνος), με τις τελετουργίες καθαρμού και αγνείας του μηνός Μαϊου. Από τις τελετουργίες αυτές και την επιβολή αγνείας που τις συνόδευε, προέρχεται η αντίληψη που δεν επιτρέπει γάμους το Μάιο μήνα. Τό όνομα Βόθροι αναφερόταν αποκλειστικά στο φέουδο. Μέχρι το έτος 1858 δεν ήταν το όνομα κανενός χωριού, όμως από το 1912 μέχρι το 1927 ήταν το μοναδικό όνομα της Κορώνου. Το ό,τι στον πίνακα του Grimaldi τo φέουδο αναφέρεται και ως "Βότρυς", θα μπορούσε ενδεχομένως να χρησιμεύσει για να διερευνηθεί η προέλευση του ονόματος Βόθροι.(Δες τη σημείωση με αρ. 9) Συνεπώς ως Τρικοκκιές αναφέρεται η Κόρωνος σε έγγραφα κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα καθώς και το 1708 στους καταλόγους φορολογουμένων του Ισούφ Αγά. Ως Τρικοκκιές αναφέρεται επίσης το 1835 στο νομοθέτημα για την ίδρυση του δήμου Κορωνίδας,(ΦΕΚ 04/ 26-02-1835) και το 1840 στο νομοθέτημα για τη συγχώνευση του δήμου Κορωνίδας και μέρους του δήμου Απειρανθίας.(ΦΕΚ 22/ 18-12-1840) Το 1858 όμως, στο νομοθέτημα για την επανίδρυση ως είχε κατά το παρελθόν του δήμου Κορωνίδας, η Κόρωνος αναφέρεται ως Τρικοκκιές ή Βόθροι, και το 1912 γίνεται ανεξάρτητη κοινότητα με το όνομα Βόθροι.(ΦΕΚ 26/ 17-07-1858, ΦΕΚ 261/ 31-08-1912). Η κοινότητα περιλαμβάνει και το χωριό Κεραμωτή. Το έτος 1927 οι κάτοικοι ζητούν να ονομασθεί το χωριό Σμυριδούπολη. Το χωριό ονομάζεται όμως Κόρωνος. Με το όνομα Κόρωνος παρέμεινε ανεξάρτητη κοινότητα ως το 1997, οπότε μετατράπηκε σε δημοτικό διαμέρισμα του δήμου "Δρυμαλία" που περιλαμβάνει όλα τα χωριά της ορεινής Νάξου. Το έτος 1932 η Κεραμωτή έγινε ανεξάρτητη κοινότητα. Οι κάτοικοι της Κορώνου δεν ονομάζονται Κορωνιώτες ή Κορωνιάτες όπως λογικά θα περίμενε κάποιος, αλλά Κορωνιδιάτες. Αυτό ίσως γιατί επί πολλά χρόνια το χωριό ανήκε στο δήμο Κορωνίδας αλλά και γιατί το Κορωνιάτης αποτελεί το παρώνυμο πολλών από τους Κουφόπουλους, που αποτελούν μια μεγάλη και παλιά οικογένεια του χωριού. Ο «Σύλλογος Κορωνιδιατών» της Αθήνας εκδίδει το περιοδικό «Κορωνιδιάτικα Χρονικά».

Η ανάπτυξη και η τραγωδία της κατοχής

Το 1708 στις Τρικοκκιές ήταν καταγεγραμμένα 13 νοικοκυριά και στο Σκαδό 16. Άγονη και αραιοκατοικημένη περιοχή. Οι περισσότεροι ή και όλοι οι κάτοικοι του χωριού, πρέπει να ήταν βοσκοί. Το 1833 τα καταγεγραμμένα νοικοκυριά στις Τρικοκκιές έχουν γίνει εξήντα 60 και το 1835 φτάνουν τα 63. Οι κάτοικοι του χωριού είναι ήδη 211. Το Σκαδό έχει φτάσει μόνο τα 48 νοικοκυριά και τους 149 κατοίκους. Για την Κόρωνο που αναγράφεται Τρικοκκιές ως το 1858, Τρικοκκιές ή Βόθροι από το 1858 έως το 1912, Βόθροι από το 1912 ως το 1927 και Κόρωνος από το 1927 ως σήμερα καταγράφεται ο πληθυσμός που φαίνεται παρακάτω.

Το 1852, όταν ο πληθυσμός της Κορώνου ήταν 387 κάτοικοι, ο πληθυσμός της Απειράνθου ήταν 1548, της Κωμιακής 896 και του Φιλοτίου 1500 κάτοικοι. Στην Απείρανθο, έδρα τότε του δήμου Απειρανθίας στον οποίο υπαγόταν και η Κόρωνος, λειτουργούσαν δύο δημοτικά σχολεία. Στα υπόλοιπα χωριά του δήμου δεν λειτουργούσε κανένα σχολείο. Το έτος 1855 δημιουργείται ένα ακόμη σχολείο στην Κωμιακή, ενώ το έτος 1870 λειτουργεί ήδη σχολείο και στην Κόρωνο. Όμως, αν και από το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα υπήρξε ένα όχι μεγάλο αλλά υπολογίσιμο κύμα μετανάστευσης κυρίως προς την Αμερική και αργότερα προς την Αθήνα, ο ρυθμός ανάπτυξης του πληθυσμού της Κορώνου μέχρι το 1940 είναι εντυπωσιακός. Μεταξύ του 1835 και του 1940 ο πληθυσμός της Απειράνθου αυξάνεται από 1118 κατοίκους σε 2438 (αύξηση 120%), της Κωμιακής από 560 σε 1600 (αύξηση 180%) και της Κορώνου από 211 σε 1903 κατοίκους (αύξηση 800%). Η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρει κατά τη δεκαετία του 1930 την Κόρωνο όχι ως χωριό αλλά ως κώμη με 1707 κατοίκους. Η μεγάλη αυτή αύξηση του πληθυσμού της Κορώνου, οφείλεται αποκλειστικά στην αύξηση της ζήτησης της τιμής και της παραγωγής σμύριδας. Αυτό γιατί εξ αιτίας των εισοδημάτων που εξασφάλιζε το σμυρίγλι, πολλοί άνθρωποι που γεννιούνται στο χωριό παραμένουν και ζουν εκεί. Ακόμη έρχονται στην Κόρωνο για να δουλέψουν στα ορυχεία και άνθρωποι από άλλα χωριά της Νάξου, από την υπόλοιπη Ελλάδα και από επαρχίες της τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας που είχαν ελληνικό πληθυσμό. Και υπήρχαν κίνητρα για να παντρευτούν και να μείνουν στο χωριό. Οι συνθήκες δουλειάς στα ορυχεία ήταν βεβαίως πολύ σκληρές. Η δουλειά με λυχνάρια σε υπόγειες στοές, αλλού υγρές με τα νερά να τρέχουν και αλλού ξηρές, αλλά πάντοτε μεγάλου βάθους και αμφίβολης στερεότητας, είναι δουλειά δύσκολη, επικίνδυνη και απεχθής. Οι εκρήξεις με δυναμίτη προκαλούσαν κινδύνους σοβαρών ατυχημάτων και δημιουργούσαν πυκνά σύννεφα σκόνης. Πυκνά σύννεφα σκόνης δημιουργούνταν σε όλες τις φάσεις της εκσκαφής όταν η στοά ήταν ξηρή. Έτσι η απώλεια της σωματικής ακεραιότητας, της υγείας ή και της ζωής σμυριδεργατών από ατυχήματα και πνευμονοκονιώσεις μόνο σπάνια δεν ήταν. Επανειλημμένους ακρωτηριασμούς και θανάτους σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα, αναφέρει η Αθηνά Καπίρη στο στιχούργημά της «Τα βάσανα των σμυριδοεργάτων». Σε αντιστάθμιση όλων αυτών, οι απολαβές των σμυριδεργατών ήταν εντυπωσιακά υψηλές για την εποχή. Έχει αναφερθεί ότι κατά τη δεκαετία του 1920 τα ετήσια εισοδήματά τους, όλων μαζί των σμυριδεργατών της Κορώνου, έφταναν τις ετήσιες απολαβές περισσότερων δασκάλων. Και το δικαίωμα της εξόρυξης και της πώλησης σμύριδας στο ελληνικό δημόσιο το είχαν αποκλειστικά οι κάτοικοι των γύρω χωριών. Έτσι η αύξηση του πληθυσμού συνεχιζόταν. Όμως, τα χρόνια της σχετικής ευμάρειας δεν κράτησαν πολύ. Ουσιαστικά από το 1930 η ζήτηση σμύριδας έχει μειωθεί και μειώνεται περαιτέρω με αυξανόμενους ρυθμούς λόγω κυρίως της όλο και μεγαλύτερης χρήσης τεχνητών λειαντικών υλικών (τεχνητού κορουνδίου) που είχε κάνει την εμφάνισή του ήδη από το 1890. Κατά την περίοδο της κατοχής η πώληση σμύριδας μηδενίστηκε. Η αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή του χωριού ήταν μικρή και δεν έφθανε για να τραφεί ο αυξημένος εξ αιτίας της εκμετάλλευσης των σμυριδωρυχείων πληθυσμός. Τριακόσιοι εβδομήντα επτά άνθρωποι πέθαναν κυρίως τα δύο τελευταία χρόνια της κατοχής (άλλη αναφορά κάνει λόγω για 402 ανθρώπους). Κύρια, σχεδόν αποκλειστική αιτία η πείνα. Όλοι οι άνθρωποι ήταν ή αποσκελετωμένοι ή πρησμένοι, και δεν είχαν στο τέλος ούτε αντοχή ούτε έγνοια να θάψουν τους πεθαμένους, γράφει ο Ιωάννης Ψαρρός στο στιχούργημά του για τα χρόνια της κατοχής. Σπίτια έμειναν κλειστά γιατί δεν απέμεινε άνθρωπος στο σπίτι γράφει ο Γεώργιος Χουζούρης. Αναλογικά με τον πληθυσμό, οι απώλειες της Κορώνου κατά την κατοχή είναι, μαζί με εκείνες της Ερμούπολης, οι μεγαλύτερες της χώρας. Μετά τον πόλεμο η Κόρωνος, είχε την τύχη να μη γνωρίσει τη φρίκη του εμφυλίου. Μετά τον πόλεμο ξεκινά ωστόσο μεγάλη μετακίνηση του πληθυσμού από την Κόρωνο προς άλλες περιοχές, κυρίως προς την Αθήνα αλλά και προς τη Χώρα της Νάξου και προς το εξωτερικό (Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία). Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των κατοίκων που μένουν στο χωριό κατά τη διάρκεια του χειμώνα είναι πολύ μικρός.

Η σμύριδα

Δυο πέτρες, το σμυρίγλι και το μάρμαρο, γράφει στο βιβλίο ΚΩΜΙΑΚΗ ο Νίκος Λεβογιάννης, συνοδεύουν εδώ στην ορεινή Νάξο τους ανθρώπους χιλιάδες χρόνια και σημαδεύουν τη ζωή τους. Οι πλαγιές οι ράχες και οι κορυφές της Αμμόμαξης είναι μαρμαροτραχιές. Το σμυρίγλι φαίνεται λιγότερο. Το συναντάς και στην επιφάνεια του εδάφους, το πολύ και καλό ομως σμυρίγλι βρίσκεται βαθειά στη γη συνεχίζει. Και προσθέτει ότι στη Νάξο άρχισε ο άνθρωπος να δουλεύει το μάρμαρο και αυτό έγινε δυνατό, γιατί υπάρχει ανάμεσα στα μάρμαρα το σμυρίγλι, αυτή η σκουρόχρωμη πέτρα με την οποία μπορούσαν οι μαστόροι να χαράξουν, να κόψουν, να δουλέψουν να λειάνουν άλλα υλικά και κυρίως το μάρμαρο. Η σμύριδα της περιοχής είναι πολύ καλής ποιότητας και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα. Είχε χρησιμοποιηθεί και για τη λείανση μαρμάρινων ειδωλίων ακόμη από την εποχή του Κυκλαδικού πολιτισμού. Στο δρόμο προς το Λυώνα βρίσκονται και οι είσοδοι των σμυριδωρυχείων. Οι στοές των ορυχείων έχουν βάθος πενήντα έως διακόσια πενήντα μέτρα. Από τη θέση Πηγή της Κορώνου ξεκινά και ο εναέριος που έχει στην περιοχή δύο ακόμη σταθμούς φόρτωσης, στις θέσεις Πεζούλες και Στραβολαγκάδα. Οι μεταλλικοί πυλώνες του εναέριου, με τα τέσσερα πόδια, τους τροχούς που γυρνούσαν το σύρμα στο επάνω τους μέρος, με ύψος που ποικίλει από λίγα μέτρα στα ψηλά σημεία του εδάφους μέχρι 50 μέτρα στα χαμηλά, ώστε να περιορίζεται σε ασφαλή όρια η κλίση των συρματόσκοινων που μετέφεραν τα βαγονέτα με το σμυρίγλι, συνθέτουν μαζί με το όλο τοπίο μιαν εικόνα εντυπωσιακή. Επιπλέον αποτελούν μνημείο της σύγχρονης βιομηχανικής ιστορίας της χώρας.

Λαογραφία

Επαγγέλματα και ασχολίες των κατοίκων

Οι κάτοικοι της Κορώνου δεν ήταν θαλασσινοί και δεν έγιναν ναυτικοί. Η περιοχή, όπως και όλη η Νάξος, δεν έχει καλά φυσικά λιμάνια και επιπλέον ο φόβος των πειρατών απέτρεπε τη δημιουργία οικισμών κοντά στη θάλασσα. Μερικοί από τους λίγους κατοίκους του Ληώνα ήταν ψαράδες. Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού ήταν βοσκοί και λίγοι συντηρούνται ακόμη με αυτό τον τρόπο. Τα επαγγέλματα που εμφανίστηκαν κάλυψαν ανάγκες που δημιουργήθηκαν με την ανάπτυξη που προκλήθηκε εξ αιτίας της εκμετάλλευσης του σμυριγλιού. Μερικά επιζούν ως τις μέρες μας ως κύρια ή ως συμπληρωματικά. Μπορεί να αναφερθούν το επάγγελμα του κτίστη, του σοβατζή, του μελισσοκόμου, του χασάπη, του οργανοπαίκτη, του σιδερά, του σαμαρά, του μαραγκού, του ρακιτζή, του μπακάλη, του καφετζή, του δάσκαλου, τής μαμής. Άλλα επαγγέλματα έχουν εκλείψει. Παραδείγματα είναι ο τσουκαλάς, ο τουβλοποιός – κεραμοποιός, ο ασβεστάς, ο μυλωνάς, ο πανεράς (καλαθοποιός), ο φωτογράφος, ο κουρέας, ο τσαγκάρης, ο ράφτης, ο κηροποιός, ο γανωτζής, ο αγωγιάτης, ο σμυριδορύκτης, η φουρνάρισα του ψωμιού. Σμυριδορύκτες ήταν σχεδόν όλοι οι άντρες του χωριού. Παράλληλα οι κάτοικοι είχαν και άλλες ασχολίες. Οι γυναίκες είχαν τις γνωστές δουλειές του σπιτιού και τη φροντίδα των παιδιών, και επιπλέον το ζύμωμα του ψωμιού που γινόταν κάθε ένα ή κάθε δύο Σάββατα, το να φτιάχνουν τα γλυκά της εποχής και το να ξεραίνουν και να κρεμούν φρούτα για το χειμώνα. Τα γλυκά του χωριού ήταν μελομακάρονα, κουραμπιέδες και βασιλόπιτα τις γιορτές των Χριστουγέννων, τσουρέκια και κουλουράκια το Πάσχα, καρυδάκι με άρωμα γαρίφαλο την άνοιξη, βύσινο λίγο αργότερα, σταφύλι και πετιμέζι την εποχή του τρύγου, κυδώνι αρωματισμένο με αρμπαρόριζα το φθινόπωρο. Ξέραιναν σύκα, σταφίδες, δαμάσκηνα και αχλαδούνες και κρεμούσαν για να συντηρούνται για το χειμώνα, κυδώνια, ρόδια και μήλα. Το πλύσιμο των ρούχων γινόταν κυρίως σπίτι αλλά και στο Ρυάκα. Στο σπίτι δεν υπήρχε νερό, και έτσι το έφερναν με τις λαΐνες (=στάμνες) και δοχεία από την πιο κοντινή από τις πέντε βρύσες - πηγές του χωριού. Περίφημο ήταν το "τσικαλαριό" της Κορώνου στην ανατολική είσοδο του χωριού όπου κατασκευάζονταν στάμνες, για τις ανάγκες των κατοίκων όλων των ορεινών χωριών. Το σιδέρωμα γινόταν με σίδερo - βαποράκι, που θερμαινόταν με κάρβουνα που τοποθετούνταν στο εσωτερικό του. Μερικές γυναίκες έραβαν εκτός από τα ρούχα για το σπίτι και ρούχα άλλων με αμοιβή. Πολλές, έγνεθαν το μαλλί και ύφαιναν. Όλες φρόντιζαν τα ζώα, περιποιόνταν τα λουλούδια, σκάλιζαν και ξεχόρτιζαν, φρόντιζαν μικρούς ποτιστικούς κήπους στο όρια του οικισμού αλλά μακριά από το σπίτι. Ακόμη μάζευαν τις ελιές, βλαστολογούσαν τα αμπέλια, συμμετείχαν στο θέρισμα και στον τρύγο όταν η οικογένειά τους είχε χωράφι ή αμπέλι. Καθάριζαν τέλος καθημερινά και άσπριζαν τακτικά τις πλακόστρωτες αυλές, τα σοκάκια και τις σκάλες κοντά στο σπίτι τους. Οι άντρες έσκαβαν τα καλλιεργήσιμα χωράφια, όργωναν, έκαναν το λάκισμα, το καθάρισμα, το κλάδεμα, το τσάπισμα, το ξεφύλλισμα, το θειάφισμα του αμπελιού. Φρόντιζαν να πατηθούν τα σταφύλια σε φρεσκοασβεστωμένες λινούδες (λινού από το λινός, πατητήρι). Μάζευαν τη στροφιλιά και τη στράγγιζαν. Φρόντιζαν να εξασφαλίσουν και να αποθηκεύσουν κατάλληλα, όταν χρειαζόταν, τα τυριά του σπιτιού (ασερνικό, μυτζήθρες και ξυνοτυράκια). Αποθήκευαν το μούστο σε πήλινα δοχεία. Είχαν τη φροντίδα να γίνει ο μούστος κρασί και η στροφιλιά ρακή. Δημιουργούσαν λιοϋρια (μικρούς ελαιώνες). Κλάδευαν τις ελιές τους, τις ράντιζαν τις ράβδιζαν. Μετέφεραν με μουλάρια, τον καρπό στο σπίτι και στο λιοτριβιό. Καθάριζαν τις καμινάδες, εξασφάλιζαν και προετοίμαζαν ξύλα για το τζάκι, συντηρούσαν το δώμα και το σπίτι γενικότερα, επιδιόρθωναν έπιπλα και κυνηγούσαν. Η αναφορά σε αγροτικές ασχολίες δεν σημαίνει ότι η αγροτική παραγωγή του χωριού ήταν σημαντική. Αντιθέτως, ήταν πολύ μικρή. Λίγοι κάτοικοι μπορούσαν να εξασφαλίσουν το λάδι τους ή το κρασί τους από δικές τους ελιές ή δικά τους αμπέλια. Όλα μαζί, χωράφια, αμπέλια, λιοϋρια δεν ξεπερνούσαν τα 1500 στρέμματα. Σχεδόν ότι χρειάζονταν για το ντύσιμο τους και το σπιτικό τους, και το μεγαλύτερο μέρος των τροφών που κατανάλωναν οι κάτοικοι του χωριού, παραγόταν αλλού και το αγόραζαν με χρήματα που έβγαζαν από το σμυρίγλι. Όταν κατά την κατοχή η πώληση σμυριγλού σταμάτησε, οι κάτοικοι αφού πούλησαν τον πρώτο καιρό στους κατοίκους των πεδινών χωριών ότι είχαν για λίγη τροφή, αντιμετώπισαν στη συνέχεια το φάσμα της πείνας. Οι 377 θάνατοι κατά τη διάρκεια της κατοχής ήταν το τραγικό επακόλουθο αυτής της κατάστασης.

Ο τρόπος ζωής

Κατά τη δεκαετία του 1920 οι κάτοικοι γνώρισαν υψηλά εισοδήματα που διατηρήθηκαν σε ικανοποιητικά επίπεδα και κατά τη δεκαετία του 1930. Πήραν καλύτερα έπιπλα, έβαλαν στο σπίτι τους κρυστάλλινα και πορσελάνινα ποτήρια και πιατικά, φόρεσαν ακριβότερα ρούχα. Επιπλέον έστειλαν τα παιδιά τους στο σχολείο. Το σχολικό έτος 1939-1940, τριάντα οκτώ παιδιά από την Κόρωνο, 34 αγόρια και 4 κορίτσια, φοιτούσαν στο Γυμνάσιο της Χώρας ή της Τραγέας. Ανώτατη εκπαίδευση πήραν στη συνέχεια 22 από τα 34 αγόρια. Κάποιοι έγιναν μηχανικοί, κάποιοι έγιναν γιατροί, κάποιοι έγιναν δικηγόροι, καθηγητές, δάσκαλοι, στρατηγοί. Όμως η ευμάρεια δεν κράτησε πολύ και οι χωριανοί δεν πλούτισαν. Δεν έφεραν και δεν μπορούσαν να φέρουν τεχνίτες να τους φτιάξουν σπίτια που θα έδειχναν την «καλή τους οικονομική κατάσταση» ή το καλό τους γούστο. Το χωριό έχει βεβαίως τη δική του αλλά συλλογική κυκλαδίτικη αισθητική. Ελάχιστα σπίτια ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα και αυτά όχι πολύ. Και τα σπίτια τους παρέμειναν όπως ήταν. Ούτε καν φροντίδα για τις όλως απαραίτητες βελτιώσεις δεν υπήρξε. Ο μικρός ανεπαρκής χώρος και η έλλειψη χώρων υγιεινής χαρακτήριζαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 όλα σχεδόν τα σπίτια της Κορώνου. Και πολλά σπίτια είχαν χωμάτινο δάπεδο, σε ένα χωριό με πλακόστρωτους σε όλη του την έκταση όλους τους δημόσιους χώρους (δρόμους, πλατείες, αυλές, σοκάκια, σκάλες).

Οι κάτοικοι ωστόσο διασκέδαζαν. Τις Κυριακές για παράδειγμα χόρευαν στα «όργανα» που έπαιζαν κυκλαδίτικους, και όχι μόνο, σκοπούς και τραγούδια. Είκοσι και πλέον οργανοπαίκτες, βιολιτζήδες, λαουτιέρηδες και κλαρινιτζήδες, έχει αναφερθεί ότι είχε το χωριό τη δεκαετία του 1930. Οι παλαιότεροι δίδασκαν τους νεότερους και υπήρχαν και άλλοι, και γυναίκες ακόμη, που ήξεραν να παίζουν κάποιο όργανο χωρίς να είναι οργανοπαίκτες. Το χρησιμοποιούσαν στις βεγγέρες, σε βραδυνές συγκεντρώσεις σε σπίτια δηλαδή. Και πολλοί βοσκοί ήξεραν να παίζουν τζαμπούνα και τουμπάκι.

Η ενδυμασία

Για το είδος του ντυσίματος η δεκαετία 1900-1910 αποτελεί πάνω - κάτω την περίοδο διαχωρισμού. Σχεδόν όλοι όσοι γεννήθηκαν πριν το 1900 ντύνονταν με την παραδοσιακή, οθωμανικών καταβολών φορεσιά: βράκα οι άντρες και με την αντίστοιχη γυναικεία φορεσιά οι γυναίκες. Το μαντήλι στο κεφάλι, που δεν κάλυπτε όμως ούτε κατ’ ελάχιστο το πρόσωπο, ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα του ντυσίματος για τις γυναίκες κάποιας ηλικίας. Αντιθέτως εκείνοι που γεννήθηκαν μετά το 1910 υιοθέτησαν τον ευρωπαϊκό, τον δυτικό τρόπο ντυσίματος. Ο Μυκονογιώργης, (Γεώργιος Νικολάου Κουφόπουλος), υπήρξε ο τελευταίος βρακάς.

Ο γάμος

Στο γάμο, ο γαμπρός ξεκινούσε με όργανα και με τους συγγενείς του και τους φίλους του να πάρει από το σπίτι της τη νύφη. Το μουσικό θέμα ήταν κοινό σε όλες τις νοτιοκεντρικές Κυκλάδες και λέγεται «μαρς της νύφης». Έχει περιληφθεί στο δίσκο του Σίμωνος Καρά «Τραγούδια Αμοργού, Κύθνου και Σίφνου». Στη συνέχεια μαζί γαμπρός, νύφη, συγγενείς και φίλοι, πήγαιναν με τη συνοδεία οργάνων στην εκκλησία. Το βράδυ όλο το χωριό ήταν καλεσμένο σε «συμπόσιο» με βιολιά και τραγούδια. Το κύριο φαγητό ήταν συνήθως μακαρόνια με κοκκινιστό κρέας. Μαγειρευόταν έξω σε πολύ μεγάλα καζάνια. Το γλέντι ήταν ολονύκτιο. Την επόμενη μέρα όλοι σχεδόν οι κάτοικοι μαζεύονταν έξω από το σπίτι των νεονύμφων τραγουδώντας τις περίφημες "πατινάδες" (γαμήλια κοτσάκια) μετά τα οποία και ακολουθούσαν νέα κεράσματα.

Τα ονόματα

Στην Κόρωνο συνηθίζεται να παίρνει το πρώτο αγόρι όνομα από το σόϊ του πατέρα ενώ το δεύτερο από το σόι της μητέρας. Για τα κορίτσια η σειρά είναι αντίστροφη. Το πρώτο κορίτσι ονοματίζεται με το όνομα κάποιου μέλους της οικογένειας της μητέρας, το δεύτερο με το όνομα κάποιου μέλους της οικογένειας του πατέρα. Σχεδόν κατά κανόνα τα ονόματα αυτά, ήταν τα ονόματα των παπούδων και των γιαγιάδων. Κατά την περίοδο της ανάπτυξης και της ακμής του χωριού οι οικογένειες αποκτούσαν πολλά παιδιά. Τα παιδιά μετά το τέταρτο έπαιρναν όνομα κατά συμφωνία, είτε από το σόι του πατέρα είτε από το σόϊ της μητέρας είτε κατά την επιθυμία του νονού. Το πιο συνηθισμένο ήταν να παίρνουν τα πέραν του δευτέρου κορίτσια όνομα από τις αδελφές της μητέρας τους, και τα πέραν του δευτέρου αγόρια όνομα από τους αδελφούς του πατέρα τους. Παράλληλα υπήρχε φροντίδα να υπάρχει ισότητα εκπροσώπησης των οικογενειών των δύο γονιών στα ονόματα των παιδιών. Τα έθιμα αυτά ήταν κοινά σε όλη σχεδόν τη Νάξο και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων. Μεταξύ των γυναικείων ονομάτων, εμφανίζονται αρκετά συχνά ονόματα όπως Ανέζα (από το Agnese = Αγνή), Μαριέτα, Μαργαρίτα, Φλώρα, γεγονός που δείχνει δυτική επίδραση. Το Λεντού (Λεοντώ) που εχρησιμοποιείτο συχνά παλαιότερα, πρέπει να κρατά από τους βυζαντινούς αν όχι από ακόμη παλαιότερους χρόνους. Υπάρχει σε σωζόμενη επιγραφή του έτους 1289 υπό την πλήρη του μορφή (Λεοντώ). Το όνομα Καλλιόπη δεν υπήρχε. Υπήρχε το όνομα Καλή. Στην παραλλαγή του λαϊκού θρήνου για το "Μοιρολόι της Παναγίας" [3] που τραγουδιόταν στην Κόρωνο η Παναγία λέει: Άμε και συ Αγ

Εγγραφή στο Newsletter μας

Εγγραφείτε στο newsletter του mevrikes.gr και... τους βρήκατε!