Πληροφορίες
Η Πασχαλίτσα είναι χωριό που βρίσκεται στο νομό Καρδίτσας. Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Σοφάδων της Περιφέρειας Θεσσαλίας (πρόγραμμα Καλλικράτης). Από το 1999 έως το 2010 σύμφωνα με την τότε διοικητική διαίρεση της Ελλάδας ήταν έδρα του ομώνυμου δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Σοφάδων. Παλαιότερα ήταν κοινότητα του νομού Καρδίτσας. Αριθμεί 490 κατοίκους σύμφωνα με την πληθυσμιακή απογραφή του 2001. Η θέση του είναι σε εύφορη περιοχή. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με τα γεωργικά επαγγέλματα.
Γεωγραφία
Βρίσκεται στο Νομό Καρδίτσας και διοικητικά ανήκει στο νέο Δήμο Σοφάδων. Απέχει από τους Σοφάδες 14 χλμ. και από την Καρδίτσα 32 χλμ. Είναι κτισμένο καταμεσής του Θεσσαλικού Κάμπου, σε υψόμετρο 110μ. Συνορεύει ανατολικά με το Πολυνέρι, σύνορα Νομού Λάρισας, βόρεια με τα Ορφανά και Λεύκη, νότια με Σταυρό και Γεφύρια και δυτικά με Κυψέλη.
Ιστορία
Η ιστορία του χωριού χάνεται στα βάθη των αιώνων. Δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για καταγραφή, παρά μόνο από διάφορα ευρήματα και μαρτυρίες ανθρώπων από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ένα στοιχείο που βρέθηκε στα Μετέωρα στη Μονή Βαρλαάμ στη σελίδα 57 της πρόθεσης 215 του 1613/1614, αναφέρεται το Σούπη, με 3 αφιερωτές και με άλλους 12, από τους οποίους οι 11 είναι του έτους 1858. Στην περίοδο 1812-1818 υπαγόταν στο βιλαέτι της Λάρισας. Εδώ είχε ένα τσιφλίκι το χαρέμι του Βελή πασά, η μητέρα του γιού του Ζελίμ μπέη με έκταση 55 ζευγαριών, το οποίο απέδιδε, σε μια χρονιά, με τον μύλο, εισόδημα 35.000 γρόσια. Τα ίδια πράγματα αναφέρονται και στο κατάστιχο της Γενναδίου βιβλιοθήκης στα τσιφλίκια του Βελή πασά. Επίσης και στο σημείωμα του Φιλητά, στα τσιφλίκια του Αλή πασά και των γιων του αναφέρεται και το Σούπι, μόνο που είναι γραμμένο λάθος σαν Τούπι. Από μαρτυρίες παλαιοτέρων, θέλουν την προηγούμενη θέση του χωριού, να ήταν στα ανατολικά του σημερινού χωριού στη θέση Κοκουσούλι και από Τουρκοκρατίας ήταν γνωστό με το όνομα Σούπι. Με την πάροδο του χρόνου και με τις μετακινήσεις πληθυσμών επί Τουρκοκρατίας ο οικισμός κατοικήθηκε από ελληνικές οικογένειες διατηρώντας την ονομασία του. Έγινε μάλιστα γνωστό κεφαλοχώρι γιατί ήταν πλούσιο, λόγω των μεγάλων καλλιεργειών σε σιτηρά. Η σημερινή του θέση, όπως προκύπτει από διάφορες μαρτυρίες, δημιουργήθηκε γύρω στο 1880, όταν οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το Σούπι για λόγους έλλειψης νερού και εγκαταστάθηκαν στη σημερινή θέση του χωριού, όπου βρέθηκε άφθονο νερό από πηγάδια πού ανοίχτηκαν. Και την ίδια περίοδο το χωριό μετονομάστηκε σε Πασχαλίτσα. Για το όνομα Πασχαλίτσα υπάρχουν μέχρι στιγμής δύο εκδοχές, σύμφωνα με τις οποίες έχει σχέση με το ανοιξιάτικο λουλούδι ή με το ζωύφιο. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους, το χωριό είχε 120 οικογένειες με 750 κατοίκους. Η αγορά των κτημάτων, από τους ιδιοκτήτες-τσιφλικάδες Πίχτου και Γιούδα, το 1910, 1915 και 1917, έγινε αφορμή να αυξηθεί ραγδαία ο πληθυσμός του χωριού, έτσι που το 1961 να φθάσει τους 1850 κατοίκους. Η εσωτερική μετανάστευση έφερε κάποια μείωση και με την απογραφή του 1991 ο πληθυσμός αριθμούσε τους 590 κατοίκους. Το χωριό έχει την μακρόχρονη ιστορία του στους κατά καιρούς αγώνες του Έθνους. Στη διαδρομή του χρόνου συμμετείχε σε όλους τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες και τα επαναστατικά κινήματα, από την εποχή της Τουρκοκρατίας, στους Βαλκανικούς πολέμους, τη Μικρασιατική εκστρατεία, Βόρειο-Ηπειρωτικό αγώνα, Γερμανική κατοχή, Εθνική Αντίσταση, πληρώνοντας γι' αυτό βαρύτατο φόρο. Ο εμφύλιος πόλεμος αποδείχθηκε η χειρότερη καταστροφή, αφού εκτός από τόπος συγκρούσεων πολλοί χάθηκαν στον αδελφοκτόνο αυτό πόλεμο και τραυμάτισαν βαθιά και δίχασαν την κοινωνική ζωή του χωριού. Πολλοί αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και η ιστορία της μετανάστευσης ακολουθεί αυτή των υπόλοιπων περιοχών της Ελλάδας. Η μετανάστευση συνεχίστηκε και αργότερα την δεκαετία του '60 και του '70 για την Δυτική Ευρώπη και κυρίως σε Γερμανία, Σουηδία, αλλά και Καναδά. Το χωριό είναι μονοκεντρικό. Έχει ένα κέντρο, όπου βρίσκεται η πλατεία και γύρω-γύρω τα καταστήματα με την Εκκλησία της Αγίας Τριάδας.
Βιβλιογραφία
Συλλογικό έργο, Νέα Εγκυκλοπαιδεία, εκδ. Μαλλιάρης- Παιδεία, 2006, τ. 20, σελ. 205.