Πληροφορίες
Η Καρδίτσα είναι πόλη της Θεσσαλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης Περιφερειακής Ενότητας (τέως Νομού Καρδίτσας και παλαιότερα Θεσσαλιώτιδας) και έδρα του Δήμου Καρδίτσας και της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του Θεσσαλικού κάμπου, χτισμένη δίπλα σε παραπόταμο του Πηνειού τον Καράμπαλη. Κατά την απογραφή του 2021, ο ομώνυμος δήμος είχε πληθυσμό 56.492 κατοίκους, ενώ η Καρδίτσα είχε 41.184 κατοίκους.
Ιστορία
Η Καρδίτσα είναι νεότερη από τις υπόλοιπες τρεις θεσσαλικές πρωτεύουσες, παρόλο που ο νομός ιστορικά κατοικήθηκε από την αρχή της παλαιολιθικής εποχής. Η Καρδίτσα ως οικισμός προϋπήρχε της Οθωμανικής εισβολής και της εγκατάστασης των Τούρκων στο Θεσσαλικό διαμέρισμα. Η αλήθεια όμως είναι ότι τα στοιχεία για την ίδρυση και την πρώιμη ιστορία της είναι ελάχιστα. Κανένας πάντως από τους αρχαίους γεωγράφους και περιηγητές συγγραφείς δεν αναφέρει πόλη με αυτό ή άλλο όνομα στο σημείο όπου είναι χτισμένη σήμερα η Καρδίτσα. Οι πρώτες ασφαλείς πληροφορίες για την ύπαρξη της Καρδίτσας ανάγονται στον 15ο αιώνα και προέρχονται από οθωμανικές διοικητικές πηγές. Οι εκδοχές για την ετυμολογία του ονόματος της Καρδίτσας είναι πολλές. Μία από αυτές, που καταγράφεται στο έργο του Λάμπρου Καταφυγιώτη «Ιστορία της Θεσσαλίας και οι Θεσσαλοί αγρόται» καθώς και στο βιβλίο του Α.Γ. Σαμαρόπουλου «Οδηγός του Νομού Καρδίτσας» αναφέρει ότι η πόλη έλαβε την ονομασία Καρδίτσα επειδή βρίσκεται στο κέντρο (στην καρδιά) του κάμπου και των Αγράφων – ότι δηλαδή η ονομασία της πόλης προέρχεται από τη λέξη καρδιά. Μια δεύτερη εξήγηση απομακρύνεται κατά πολύ από την έννοια της καρδιάς και συνδέει την πόλη με το βαμβάκι. Υποστηρίζεται δηλαδή πως η πόλη πήρε το όνομά της από τη λέξη καρυδίτσα. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, που καταγράφεται από τον Χαρ. Θ. Μηχιώτη, η ονομασία της Καρδίτσας προήλθε από τις καρυδίτσες του βαμβακιού (δηλ. βαμβακοκαρυδίτσα > Καρδίτσα) και ότι αυτό έγινε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ενδιαφέρον πάντως παρουσιάζει και η άποψη που διατύπωσε ο Γ.Κ. Δελόπουλος σύμφωνα με την οποία ρίζα της λέξης «Καρδίτσα» είναι η παλιά σλαβική λέξη Grad που σημαίνει «πόλη» και απαντά ως δεύτερο συνθετικό στις ονομασίες πολλών πόλεων των σλαβικών χωρών, όπως το Πέτρογκραντ, το Λένινγκραντ κ.α. Η ίδια λέξη περνώντας νοτιότερα, αλλοιώθηκε και στην ελληνική γλώσσα από γκραντ έγινε γραδ (π.χ. Βελιγράδι). Με την πάροδο των χρόνων υπέστη άλλη μια φωνητική μεταβολή, αρκετά συνηθισμένη στη νεοελληνική γλώσσα και από γραδ έγινε γαρδ ή γκαρδ. Σύμφωνα λοιπόν με την εξήγηση αυτή, την οποία υποστηρίζουν και πάρα πολλοί ξένοι ερευνητές, το όνομα Καρδίτσα προέρχεται από τη λέξη Grad (δηλαδή το Grad έγινε γκαρδ και το γκαρδ με τη σειρά του έγινε Γκαρδίτσα, απ’όπου και Καρδίτσα). Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε και άλλες πιθανές εκδοχές που αφορούν στην προέλευση του ονόματος της πόλης μας, της Καρδίτσας. Όπως αναφέρει ο Φαίδων Μαλιγκούδης, σε ένα λειτουργικό χειρόγραφο βιβλίο (Πρόθεσις) της Μονής Βαρλαάμ από το έτος 1613 αναφέρονται, στη σελίδα 56, τα ονόματα κατοίκων από γειτονικούς θεσσαλικούς οικισμούς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η Καρδίτσα. Η αναφορά αυτή είναι η αρχαιότερη μνεία που θα συναντήσει κανείς στις ελληνόγλωσσες ιστορικές πηγές για τη θεσσαλική αυτή πόλη. Κατά άλλη εκδοχή, η ονομασία της πόλης προέρχεται από τη λέξη «καρυδιά - καρυδίτσα» που με τη θεσσαλική προφορά έγινε «Καρδίτσα». Ο οικισμός φέρεται να αντικατέστησε τη γειτονική Μητρόπολη, σημαντική πόλη στα νοτιοδυτικά, η οποία καταστράφηκε κατά την περίοδο των σλαβικών επιδρομών στη Θεσσαλία (6ος - 8ος αι.). Η έλλειψη βυζαντινών πηγών δεν μας επιτρέπει ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την τύχη ή ακόμη και την ίδια την ύπαρξη της Καρδίτσας την εποχή αυτή. Η πρώτη αναφορά για τον οικισμό γίνεται στην τουρκική-οθωμανική απογραφή των ετών 1454-1455, όπου αναφέρεται ως ένα μικρό χωρίο της Επαρχίας Φαναρίου με 160 κατοίκους. Ο Άγγλος περιηγητής Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ επισκέφθηκε την πόλη το 1810. Κατά την Επανάσταση του 1821, στην ευρύτερη περιοχή έδρασαν σπουδαίοι αγωνιστές, όπως ο στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο οπλαρχηγός Κώστας Βελής. Το 1821, μια επιδημία πανούκλας αποδεκάτισε τον πληθυσμό της πόλης. Η ουσιαστική αναβίωση άρχισε μετά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1881. Στις 26 Απριλίου του 1941 καταλαμβάνεται από τους Γερμανούς, ενώ στις 11 Μαρτίου 1943 η Καρδίτσα γίνεται η πρώτη ελεύθερη πόλη της Ευρώπης με τη βοήθεια των αγωνιστών του Ε.Λ.Α.Σ. Στις 10 Οκτωβρίου του 1943, ύστερα δηλαδή από 7 μήνες, η Καρδίτσα καταλαμβάνεται εκ νέου από τις ναζιστικές γερμανικές δυνάμεις, οι οποίοι συνεχίζουν την κατοχή ως το Σεπτέμβριο του 1944. Η Αντίσταση όμως συνέχισε με μεγαλύτερη ένταση τον αγώνα, με έδρα της Κυβέρνηση του Βουνού στο Πετρίλο ενώ στη Νευρόπολη λειτουργούσε το αντάρτικο αεροδρόμιο. Δίνονται πια μάχες εκ παρατάξεως στα βουνά, στον κάμπο, ακόμη και μέσα στην πόλη, στη Ριζάβα (Ριζοβούνι), στο Τσαούσι (Γεωργικό), στο Παλιόκαστρο (Μητρόπολη), στο σταθμό Φαναρίου, με αποκορύφωμα τη «μάχη της σοδειάς». Οι Γερμανοί δε νιώθουν πια ασφαλείς στην Καρδίτσα. Η ανασφάλεια τους εξαγριώνει και προβαίνουν σε σκληρά αντίποινα στον άμαχο πληθυσμό με ομαδικές εκτελέσεις πατριωτών, καταστροφές, λεηλασίες και εμπρησμούς. Τον Αύγουστο του 1944 ωστόσο αρχίζει για τους Γερμανούς η αντίστροφη μέτρηση. Τα συνεχή χτυπήματα των ανταρτών, η γεωγραφική θέση της Καρδίτσας (η πόλη βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τα Άγραφα), η κατάρρευση του Ανατολικού Μετώπου και προέλαση των Ρώσων (που δημιουργούν κίνδυνο αποκοπής των Γερμανών στα Βαλκάνια), όλα αυτά τους αναγκάζουν να εγκαταλείψουν την Καρδίτσα τις πρωινές ώρες της 2ας Σεπτεμβρίου 1944, οπότε και πάλι η πόλη, καθίσταται μία από τις πρώτες απελευθερωμένες πόλεις της χώρας από τους Γερμανούς και τα κατοχικά στρατεύματα.
Μάχη της Καρδίτσας
Τον Δεκέμβριο του 1948 στην Καρδίτσα συνέβη μια από τις μάχες του Εμφυλίου πολέμου. Συγκεκριμένα, συγκεντρώθηκαν τη νύχτα της 11ης προς 12η Δεκεμβρίου σε ορεινή περιοχή δυτικά της Καρδίτσας η 1η και 2η μεραρχία του ΔΣΕ καθώς και μια ταξιαρχία ιππικού υπό τον Κώστα Καραγιώργη και κινήθηκαν προς την Καρδίτσα. Για αυτόν τον λόγο είχε διατεθεί δύναμη 600 ανδρών με πυροβολικό, καθώς και περίπου 90 οπλίτες χωροφύλακες που ήταν κατανεμημένοι σε εξωτερικά φυλάκια και σε ορισμένα κέντρα αντίστασης μέσα στην πόλη. Η δύναμη του ΔΣΕ, αφού απέκοψε προηγουμένως με διάφορα αποσπάσματα τη συγκοινωνία προς την Καρδίτσα ανατινάζοντας γέφυρες και απομονώνοντας τα φυλάκια του Ελληνικού Στρατού, προκειμένου έτσι να δυσχεράνουν οποιαδήποτε ενίσχυση, επιτέθηκε κατά των εξωτερικών φυλακίων, όπου και πέτυχε λόγω της υπεροχής της να τα καταλάβουν. Σε ένα από τα φυλάκια μάλιστα φονεύθηκε όλη η δύναμη των οπλιτών του, μαζί με τον αξιωματικό τους. Όταν μέσω ασυρμάτου ειδοποιήθηκε το Β' Σώμα Στρατού, στάλθηκε ισχυρή δύναμη με άρματα μάχης, τα οποία και έφθασαν το απόγευμα της ίδιας ημέρας, δηλαδή της 12ης Δεκεμβρίου. Επακολούθησαν οδομαχίες μέσα στην πόλη που κράτησαν μέχρι το απόγευμα της 13ης Δεκεμβρίου, οπότε και οι αντάρτες καταδιωκόμενοι εγκατέλειψαν την πόλη. Στη μάχη της Καρδίτσας καταμετρήθηκαν περίπου 50 νεκροί από τον άμαχο πληθυσμό, ενώ απήχθησαν ως όμηροι περίπου 500. Από τις δυνάμεις του Εθνικού Στρατού υπήρξαν 19 νεκροί και 85 τραυματίες. Η μάχη της Καρδίτσας δίκαια χαρακτηρίστηκε από τον Τύπο της εποχής ως τα δεύτερα Δεκεμβριανά.
Κλίμα
Η Καρδίτσα έχει μεσογειακό κλίμα όπου σύμφωνα με την Κλιματική ταξινόμηση Κέππεν ανήκει στην κατηγορία Csa (κατεξοχήν μεσογειακό κλίμα), με ζεστά, ξηρά καλοκαίρια και «δροσερούς» χειμώνες με σημαντικό ύψος σε βροχοπτώσεις.
Πληθυσμός
Σημαντικό πληθυσμιακό στοιχείο της περιοχής θεωρούνται οι Καραγκούνηδες με καταγωγή από τον κάμπο και οι Αγραφιώτες, με καταγωγή από τα Άγραφα.
Διοικητική διαίρεση
Δείτε επίσης: Διοικητική διαίρεση νομού Καρδίτσας Η Καρδίτσα είναι η μεγαλύτερη Δημοτική Ενότητα και η έδρα του Δήμου Καρδίτσας, ο οποίος είχε πληθυσμό 56.747 μόνιμους κατοίκους κατά την Απογραφή του 2011. Στη Δημοτική Ενότητα περιλαμβάνονται οι Τοπικές Κοινότητες Αγιοπηγής, Αρτεσιανού, Καρδίτσας, Καρδιτσομαγούλας, Παλαιοκκλησίου και Ρούσσου.
Αξιοθέατα και τοπόσημα
Η πόλη, η οποία είναι 24η στην κατάταξη του πληθυσμού των πόλεων της Ελλάδος, διαθέτει σημαντικό δίκτυο ποδηλατοδρόμων. Η οδός Βάλβη που οδηγεί στην αγορά είναι ο μοναδικός δρόμος της πόλης που διατηρεί το χρώμα της παλαιάς Καρδίτσας. Ονοματοδοτήθηκε προς τιμήν του πρωθυπουργού Ζηνοβίου Βάλβη (1800-1872). Τοπόσημα της πόλης της Καρδίτσας σήμερα είναι τα ακόλουθα:
Παυσίλυπο. Το πάρκο, έκτασης 50 στρεμμάτων, σχεδιάστηκε το 1901 από τον μηχανικό Γ. Φώσκολο. Το Παυσίλυπο ήταν το πρώτο αστικό κοινόχρηστο πράσινο που απέκτησε η Καρδίτσα, είκοσι μόλις χρόνια μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος. Η δημιουργία του πάρκου ήταν πρωτοβουλία του δημάρχου Στέργιου Λάππα, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του και με άλλα έργα υποδομής, όπως το δίκτυο ύδρευσης, τα δημοτικά λουτρά, την κεντρική πλατεία και τη δημοτική αγορά. Ονομάστηκε «Παυσίλυπον… διότι αληθώς και τας οδύνας και την θλίψιν διασκεδάζει και την λύπην παύει εκ του αέρος του καθαρίου και δροσερού και εκ του ζύθου του πινομένου αφθόνως και εκ των ασμάτων του πάνυ ευστόμου φωνογράφου». Αρχικά τα δένδρα κάλυπταν το τμήμα βόρεια του σημερινού πεζοδρόμου Τερτίπη, ενώ το νότιο τμήμα (πλατεία Πλαστήρα) καταλάμβανε ο ανθόκηπος, με το κομψό λευκό καφενεδάκι με τα δύο κιόσκια, εικόνα που συναντάται σε πολλές καρτ ποστάλ του Μεσοπολέμου. Στο χώρο αυτό φιλοξενούνταν μέχρι το ’40 όλα τα καλλιτεχνικά γεγονότα της πόλης: από τις συναυλίες της Φιλαρμονικής και τις κινηματογραφικές προβολές μέχρι τις παραστάσεις του θεάτρου και του καραγκιόζη. Το πάρκο συνδέθηκε με σημαντικά γεγονότα της πνευματικής και οικονομικής ζωής, όπως οι γιορτές των Ανθεστηρίων, που αναβίωσαν το 1931 με πρωτοβουλία της Λαϊκής Βιβλιοθήκης «Η Αθηνά», και η Πρώτη Πανθεσσαλική Έκθεση Εθνικών Προϊόντων, το 1935. Στη δεκαετία του ’30, τμήμα του πάρκου κατέλαβαν το 3ο δημοτικό σχολείο και το πολυϊατρείο, το οποίο μετά τους σεισμούς του 1954 στέγασε προσωρινά το δημαρχείο. Το σημερινό αναψυκτήριο κτίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 50, όταν ο ανθόκηπος μετατράπηκε σε ασφαλτοστρωμένη πλατεία. Την ίδια εποχή τοποθετήθηκαν η προτομή του πρωθυπουργού Ν. Πλαστήρα και τέσσερα αγάλματα μουσών που μεταφέρθηκαν από την πλατεία Ομονοίας των Αθηνών, τα οποία σήμερα βρίσκονται στην κεντρική πλατεία: Θάλεια, Αγλαΐα, Ερατώ και Κλειώ μεταφέρθηκαν και τοποθετήθηκαν πάνω σε πέτρινα βάθρα στο αριστερό τμήμα του Παυσίλυπου. Η ανάπλαση του Παυσιλύπου, στη δεκαετία του ’90, βασίστηκε σε μελέτη βραβευμένη σε πανελλήνιο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό του 1984 και είχε στόχο τη μετατροπή του σε σύγχρονο, αστικό πάρκο. Μητροπολιτικός Ναός Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης. Βρίσκεται δίπλα στο πάρκο, χτίστηκε τον 19ου αιώνα και είναι ένας από από τους μεγαλύτερους στην Ελλάδα. Κοσμείται με τοιχογραφίες του γνωστού Καρδιτσιώτη ζωγράφου Δημητρίου Γιολδάση. Μπαίνοντας στο Ναό κρέμεται η «άστοχη γερμανική βόμβα», που δεν έσκασε ποτέ προστατεύοντας σαν από θαύμα τον υπέροχο τρούλο του Ναού. Μέσα στο ναό υπάρχει περίτεχνο εικονοστάσι αφιερωμένο στον Άγιο Σεραφείμ (επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου), που είναι και ο πολιούχος. Ανδριάντας Γεωργίου Καραϊσκάκη. Ο ορειχάλκινος έφιππος ανδριάντας του μεγάλου ήρωα του 1821, Γεωργίου Καραϊσκάκη, είναι ο μεγαλύτερος έφιππος ανδριάντας στην Ελλάδα. Φιλοτεχνήθηκε από τη γλύπτρια Νικολίτσα-Λητώ Λεοντή. Τοποθετήθηκε στην κεντρική πλατεία της πόλης το 2017. Το γλυπτό παριστάνει τον ήρωα στην τελευταία μάχη της ζωής του αποδίδοντας τις πληροφορίες που συγκέντρωσε η γλύπτρια από βιβλία, πίνακες ζωγραφικής και άλλες ιστορικές πηγές. Δικαστικό Μέγαρο. Ακριβώς δίπλα από το επισκοπικό μέγαρο, θεμελιώθηκε το 1934 από τον Καρδιτσιώτη υπουργό Δικαιοσύνης Σπύρο Ταλιαδούρο. Το κτήριο είναι μονοώροφο, πλατυμέτωπο, σχήματος Π. Η λιτή πρόσοψη μοιράζεται συμμετρικά με το υπερυψωμένο κεντρικό τμήμα της εισόδου και με επιβλητικό πρόπυλο. Επίστεψη με ακροκέραμα στα θυρώματα και επίχρισμα που μιμείται ισοδομική τοιχοποία είναι τα μόνα, νεοκλασσικής έμπνευσης, διακοσμητικά αρχιτεκτονικά του στοιχεία. Το έργο χρηματοδοτήθηκε προπολεμικά με τη γνωστή έκτακτη φορολογία του «μεγαρόσημου» από το ειδικό ταμείο ανεγέρσεως δικαστικών μεγάρων και φυλακών, όπως και σε αρκετές άλλες ελληνικές πόλεις. Λόγω της συγκυρίας του πολέμου, το κτήριο ολοκληρώθηκε το 1954, αφού πρώτα λειτούργησαν οι φυλακές από το 1948. Μητροπολιτικό Μέγαρο. Πλησίον των Δικαστηρίων, το μητροπολιτικό μέγαρο στεγάζεται στην επιβλητική οικία του βουλευτή και μεγαλοκτηματία Δημήτρη Μαλλιόπουλου. Το 1924 αγοράστηκε από την Ι.Μ. Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων με πρωτοβουλία του δραστήριου μητροπολίτου Ιεζεκιήλ για να μετατραπεί σε επισκοπικό μέγαρο, διατηρώντας το νεοκλασσικό ύφος του. Την ίδια εποχή, προσετέθη νέα πτέρυγα στα δυτικά. Η νέα προσθήκη, στα τέλη της δεκαετίας του '60, στέγασε προσωρινώς τη συλλογή εικόνων και εκκλησιαστικών κειμηλίων της Μητροπόλεως.Τμήμα της εκτίθεται σήμερα στις αίθουσες υποδοχής του πρόσφατα αναστυλωμένου μεγάρου (1996). Ανδριάντας Νικολάου Πλαστήρα. . Ο μπρούτζινος έφιππος ανδριάντας βρίσκεται στον άλλοτε ανθώνα του Παυσιλύπου, στην ομώνυμη πλατεία. Είναι έργο του γνωστού γλύπτη Στέλιου Τριάντη (1986-1987). Ο Νικόλαος Πλαστήρας (1883-1953) παριστάνεται ευθυτενής, υπερμεγέθης και επιβλητικός, με στρατιωτική περιβολή και με γυμνό σπαθί, επάνω σε βραχώδες ψηλό βάθρο. Το γλυπτό στήθηκε με πρωτοβουλία της Ένωσης Επιστημόνων Νομού Καρδίτσας. Ξενοδοχείο Άρνη. Δυτικά στο τέλος του κεντρικού πεζόδρομου της πόλης βρίσκεται το νεοκλασικό ξενοδοχείο Άρνη, που έκτισε Γάλλος αρχιτέκτονας το 1920 και διέθετε θολωτό τρούλο. Σύμφωνα με άλλες πηγές, το ξενοδοχείο οικοδομήθηκε το 1921 από τον πολιτικό Κωνσταντίνο Τερτίπη, ο οποίος το ονόμασε «Άρνη» προς τιμήν του αδερφού του, Δημητρίου, ο οποίος το 1878 έδωσε νικηφόρα μάχη κατά των Τούρκων στην περιοχή της προϊστορικής Άρνης, στον σημερινό Πύργο Κιερίου, 13 χλμ ανατολικά της πόλης. Τη στέψη του κτηρίου κοσμούσε περίτεχνος τρούλος, ο οποίος κατέρρευσε με τους σεισμούς του ’54. Η προσπάθεια να αποκατασταθεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90 απέτυχε αισθητικά και ο τρούλος αντικαταστάθηκε με κεραμοσκεπή. Το κτήριο στέγαζε στους δύο ορόφους πολυτελές ξενοδοχείο, «πληρούν όλους τους όρους υγιεινής και ευπρεπείας», ενώ στο ισόγειο υπήρχε αίθουσα θεάτρου-κινηματογράφου, δεξιώσεων και καφεζυθοπωλείο. Ο ιδιοκτήτης ασχολήθηκε προσωπικά με την αισθητική της όψης, τη διαρρύθμιση του κτηρίου, καθώς και με λεπτομέρειες, όπως το σχήμα της σκηνής και τα έπιπλα, τα οποία παραγγέλθηκαν από το εξωτερικό. Λίγους μήνες μετά το θάνατο του εμπνευστή της, στις αρχές του 1925, την εκμετάλλευση ανέλαβε μετοχική εταιρεία, η οποία διαρρύθμισε το συνεχόμενο ισόγειο κτήριο σε «αίθουσα ντάνσιγκ», προοριζόμενη αποκλειστικά για χορευτικές συγκεντρώσεις, ενώ κατασκεύασε και όροφο για χαρτοπαικτική λέσχη, σύμφωνα με τα ήθη διασκέδασης του Μεσοπολέμου. Ως τα τέλη της δεκαετίας του ’40 το γωνιακό καφενείο της «Άρνης», εκτός από διανοούμενους και καλλιτέχνες, φιλοξενούσε ακόμη προπλάσματα γλυπτών και σχέδια έργων ζωγραφικής, τα οποία εκτίθονταν στην κρίση του κοινού πριν πάρουν τη θέση τους σε δημόσιους χώρους της πόλης, όπως π.χ. οι οκτώ μεγάλες πολυπρόσωπες συνθέσεις που φιλοτέχνησε ο Δ. Γιολδάσης για το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου. Το 1943 το κτήριο επιτάχθηκε από τις δυνάμεις κατοχής και αμέσως μετά από τις αντιστασιακές οργανώσεις. Από το ’50 η «Άρνη» άρχισε να παραδίδεται στη φθορά του χρόνου. Τo 2005 το κτήριο ανακαινίστηκε πλήρως, για να μετατραπεί σε ξενοδοχείο πρώτης κατηγορίας, αποτελώντας περιουσία του «Ιδρύματος Υποτροφιών Απ. Αλεξόπουλος». Δημοτική Αγορά. Νότια της κεντρικής πλατείας σε μικρή απόσταση βρίσκεται το εντυπωσιακό κτίριο της Δημοτικής Αγοράς, ίσως το μοναδικό εναπομένον κτίριο αρχιτεκτονικού στυλ γνωστού ως "Μοντέρνο Κίνημα" βασισμένου στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο. Έχει τετράγωνη κάτοψη και αποτελείται από τέσσερα ανεξάρτητα τμήματα σε σχήμα Γ, στα οποία εδράζεται ο μεταλλικός σκελετός της στέγης. Λειτουργεί ως χώρος πολιτισμού (όπου γίνονται εκθέσεις και παρουσιάσεις), ψυχαγωγίας, αλλά και ως εμπορικό κέντρο. Πάλλας. Κτίστηκε στις παραμονές του πολέμου, στη θέση του ιστορικού ξενοδοχείου «Η ωραία Ελλάς», διατηρώντας τη διάταξη της χαρακτηριστικής πεσσοστοιχίας. Το «Πάλλας» ήταν μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες ο σημαντικότερος χώρος θεαμάτων και ψυχαγωγίας της πόλης, με αίθουσες κινηματογράφου, θεάτρου, καφενείο και μπαρ-εστιατόριο πολυτελείας. Το ξενοδοχείο «Η ωραία Ελλάς» υπήρξε το παλαιότερο και το μοναδικό ξενοδοχείο της πόλης μέχρι τις αρχές του Μεσοπολέμου. Εκεί φιλοξενήθηκαν και από το μπαλκόνι του μίλησαν όλες οι πολιτικές προσωπικότητες που πέρασαν από την Καρδίτσα. Το «Μεγάλο καφενείο» στο ισόγειο, ήταν σημείο αναφοράς της κοινωνικής ζωής μέχρι τη δεκαετία του ‘80. Ιερός Ναός Ζωοδόχου Πηγής Καμινάδων. Είναι ο παλαιότερος ναός της Καρδίτσας. Κτίστηκε το 1842, σύμφωνα με λιθανάγλυφη επιγραφή στη ΝΔ εξωτερική γωνία, αμέσως μετά τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις. Η άδεια για την ανέγερσή του δόθηκε από τον Σουλτάνο με ενέργειες του Ηπειρώτη Κωνσταντίνου ή Αναγνώστη Λάππα, ο οποίος είχε εγκατασταθεί μαζί με τα αδέρφια του στη συνοικία των Καμινάδων γύρω στο 1836. Οι Καμινάδες αποτελούσαν ξεχωριστή κοινότητα στα βορειοανατολικά όρια της πόλης, καθώς την εποχή αυτή δεν είχε ιδρυθεί ακόμη η χριστιανική συνοικία της πόλης, το Βαρούσι. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική, χτισμένη με ντόπιο ασβεστόλιθο από Ηπειρώτες μαστόρους, των οποίων η «συντροφιά» έχτισε και άλλους ναούς στην περιοχή. Εξωτερικά είναι λιτός και αυστηρός, με ελάχιστα μονόλοβα και δίλοβα στενά ανοίγματα και λίγους λιθανάγλυφους σταυρούς και ρόδακες. Η κόγχη του ιερού διασπάται από τυφλά τόξα, με εντοιχισμένα εφυαλωμένα πιάτα και λιθανάγλυφες παραστάσεις γεωμετρικών μοτίβων, πτηνών, φυτών και αστρικών συμβόλων. Το κωδωνοστάσιο κατασκευάστηκε μετά το 1881, ενώ ο προθάλαμος είναι σύγχρονη προσθήκη. Ο ναός έχει γυναικωνίτη με καφασωτά θωράκια και είναι κατάγραφος εσωτερικά. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρονολογείται το 1846, σύμφωνα με επιγραφή στην Ωραία Πύλη. Αγιογραφήθηκε το 1853, «εξόδοις και δαπάναις του ιερού παγκαρίου», με την επίβλεψη των επιτρόπων Κ. Δημητρακώνη και Κ. Μαρκούτη. Οι λαϊκότροπες τοιχογραφίες είναι έργα Σαμαριναίων ζωγράφων και ακολουθούν καθιερωμένα εικονογραφικά πρότυπα. Από τις φορητές εικόνες ξεχωρίζουν ο Χριστός Μέγας Αρχιερέας (1898), στον Δεσποτικό Θρόνο, έργο του Εμμ. Ασημάκη και η Παναγία (1911), στο δεξί προσκυνητάρι, αφιέρωμα της αδελφότητας του Αγίου Όρους. Ο ναός συνδέθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα με ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο της σύγχρονης θεσσαλικής ιστορίας: το αγροτικό ζήτημα. Στον περίβολό του πραγματοποιούνταν οι συνελεύσεις του πρώτου αγροτικού συλλόγου στη Θεσσαλία, του Πεδινού Συνδέσμου, με πρωτεργάτη τον Δ. Μπούσδρα. Δημαρχείο. Στη θέση του υπήρχαν τα δημοτικά λουτρά -τα πρώτα σε θεσσαλική πόλη- από το 1901. Το νεοκλασικό ισόγειο κτήριο με την αψιδωτή είσοδο κατεδαφίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 με σκοπό να ανεγερθεί στο δημοτικό οικόπεδο κτήριο αυτόνομου νομικού προσώπου με την επωνυμία «πνευματικόν και παραγωγικόν κέντρον Καρδίτσης». Με βάση την αρχική μελέτη, θα στεγάζονταν σ’ αυτό αίθουσα για διαλέξεις και προβολές, βιβλιοθήκη-αναγνωστήριο –η Λαϊκή Βιβλιοθήκη «Η Αθηνά» διέθετε περισσότερους από 10.000 τόμους-, πινακοθήκη-μουσείο, μόνιμη γεωργική έκθεση και σχολή τεχνικής, γεωργικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Η ανάγκη στέγασης των δημοτικών υπηρεσιών, οι οποίες μέχρι τότε φιλοξενούνταν σε ενοικιασμένα οικήματα και μετά τους σεισμούς του 1954 στο πολυϊατρείο του Παυσιλύπου, οδήγησαν στην τροποποίηση του καταστατικού το 1969 και στην εγκατάσταση του δημαρχείου στο κτήριο, το οποίο ήταν και το πρώτο της πόλης που διέθετε ανελκυστήρα. Παλαιό Γυμνάσιο. Πρόκειται για το μοναδικό δημόσιο κτήριο που σώζεται από τον 19ο αιώνα στην πόλη. Βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Ιεζεκιήλ και 18ης Αυγούστου, στο άλλοτε οθωμανικό κέντρο της Καρδίτσας. Κτίστηκε από το δήμο το 1889, στα θεμέλια του οθωμανικού νοσοκομείου. Στο προαύλιό του σωζόταν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’30 το «τσαρσί τζαμί» (= τζαμί της αγοράς). Επιτύμβιες στήλες από το νεκροταφείο του τζαμιού αποκαλύφθηκαν κατά τη διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου του γυμνασίου στη δεκαετία του ’50.Το κτήριο αποτελείται από λιθόκτιστο ημιυπόγειο και τουβλόκτιστο υπερυψωμένο ισόγειο, χωρίς επικοινωνία μεταξύ τους. Η όψη του είναι λιτή, με κόγχες εκατέρωθεν της εισόδου και μεγάλα ορθογώνια παράθυρα. Το εσωτερικό του ισογείου είναι διαρρυθμισμένο με κεντρικό διάδρομο και αίθουσες περιμετρικά. Η ανατολική πτέρυγα με τους έξεργους γωνιόλιθους, καθώς και το διπλό κλιμακοστάσιο της εισόδου με την αψιδωτή επίστεψη προστέθηκαν στη δεκαετία του ’30. Ο εικοσιπλασιασμός του αριθμού των μαθητών στο πρώτο μισό του αιώνα οδήγησε στην ίδρυση δεύτερου γυμνασίου το 1953, καθώς και στη μεταστέγαση του Α’ Γυμνασίου αρρένων το 1962 σε νέο κτήριο, απέναντι από το Παυσίλυπο. Στο κτήριο του γυμνασίου στεγάστηκε ως τα τέλη της δεκαετίας του ’70 το Γυμνάσιο θηλέων και από τότε ως σήμερα το 14ο Δημοτικό και το Εσπερινό Γυμνάσιο. Η ιστορία του γυμνασίου αποτέλεσε διαχρονικά σημαντικό κομμάτι της πνευματικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πόλης. Από τις αίθουσές του πέρασαν καταξιωμένοι καθηγητές, όπως οι Λ. Βαμπούλης, Ν. Νικολάου, Στ. Σερμπέτης, Δ. Γιολδάσης κ.ά., καθώς και μαθητές, οι οποίοι εξελίχθηκαν σε προσωπικότητες πανελλήνιας εμβέλειας στο χώρο της εκκλησίας, της πολιτικής, της επιστήμης και της τέχνης, όπως οι Ν. Πλαστήρας, αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, Απ. Κουτσοκώστας, Γ. Βαλταδώρος κ.ά... Εθνική Τράπεζα (πέτρινο). Βρίσκεται στη συμβολή των οδών Καραϊσκάκη & Υψηλάντους, στο κεντρικότερο σημείο της πόλης. Κτίστηκε το 1910 και είναι από τα αξιολογότερα δείγματα δημοσίων κτηρίων των αρχών του 20ου αιώνα που σώζονται μέχρι σήμερα. Ανήκε στον δικηγόρο και πολιτικό Κίμωνα Βελλίνη. Το υποκατάστημα της Ε.Τ.Ε. στην Καρδίτσα, το οποίο βρισκόταν ανέκαθεν στην ίδια θέση, ήταν γ’ τάξης και ιδρύθηκε στις 28 Μαρτίου 1898, δύο μήνες πριν την οριστική αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, τα οποία είχαν καταλάβει την πόλη μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Το διώροφο πετρόκτιστο κτήριο, «κομψόν και μεγαλοπρεπές», έχει νεοκλασικές επιρροές και ιδιαίτερα επιμελημένη κατασκευή. Η βάση του - από σειρές καμπύλα επεξεργασμένων λίθων - φέρει παραστάδες και γωνίες από λαξευτούς ορθογώνιους λίθους και ενδιάμεσα τμήματα από εξαγωνικούς. Χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία του είναι τα μονολιθικά μαρμάρινα φουρούσια, τα σιδερένια κιγκλιδώματα και οι καπνοδόχοι της σκεπής. Το ισόγειο, με την ευρύχωρη κεντρική σάλα, χρησίμευε ως χώρος τραπεζικών συναλλαγών και ο όροφος ως κατοικία του διευθυντή, με ξεχωριστή είσοδο. Οικία Γεροντοπούλου (Οθωμανικό κονάκι). Βρίσκεται στο ΝΔ τμήμα της πόλης, κοντά στη διασταύρωση των οδών Δ. Λάππα & Σαρανταπόρου, στα όρια της άλλοτε συνοικίας «Καρατζά μαχαλά». Είναι το μοναδικό σωζόμενο διώροφο κτήριο από την εποχή της τουρκοκρατίας. Στις αρχές του 20ου αιώνα σώζονταν περίπου 10 οικίες πλούσιων Οθωμανών (κονάκια) σε διάφορες συνοικίες της πόλης. Ήταν διώροφες ή τριώροφες, με περιτοιχισμένες αυλές, αθέατες στο εσωτερικό και ξεχώριζαν από τις πολυάριθμες ισόγειες οικίες των φτωχών και μεσαίων στρωμάτων. Η τοιχοποιία τους από ξύλινο σκελετό και ωμές πλίνθους, ενισχυμένη με οριζόντιες ξυλοδεσιές και επιχρισμένη και στις δύο όψεις, εδραζόταν σε λίθινο θεμέλιο. Τα εσωτερικά χωρίσματα και το ταβάνι ήταν από τσατμά. Το κονάκι που σώζεται κτίστηκε το 1861, σύμφωνα με λιθανάγλυφο στο υπέρθυρο, στο οποίο εικονίζεται τζαμί με μιναρέ. Ανήκε στον Οθωμανό κτηματία Χασάν Χουλιάρα. Το 1890 αγοράστηκε από Οθωμανή αντί 130 περίπου οθωμανικών λιρών και το 1899 από την οικογένεια του σημερινού ιδιοκτήτη. Έχει χαρακτηριστική τοξωτή είσοδο, αξονικά τοποθετημένη στην ανατολική πρόσοψη και εξώστη. Δεν αποκλείεται ο ενιαίος χώρος κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του ορόφου να ήταν αρχικά ανοιχτός, σχηματίζοντας χαγιάτι. Στα νότια σωζόταν μέχρι πρόσφατα πρόσκτισμα με σαχνισί, τοιχογραφημένο εξωτερικά με παραστάσεις αγρίων ζώων. Το κονάκι διέθετε 10 βοηθητικούς χώρους (ντάμια, αχυρώνες, μαγειρείο), χτισμένους σε μια έκταση 15 στρεμμάτων, η οποία χρησίμευε ως καπνότοπος, εικόνα πολύ συνηθισμένη για την αραιοκατοικημένη οθωμανική Καρδίτσα. Στο τυφλό ισόγειο υπήρχαν αποθηκευτικοί χώροι και φαρδύς διάδρομος με σκάλα που οδηγούσε στα τρία μεγάλα δωμάτια του ορόφου. Παρά τη φθορά του χρόνου και τις επεμβάσεις που δέχτηκε σε διάφορες εποχές (ανοίγματα στο ισόγειο, προσθήκη δυτικά, εσωτερικά χωρίσματα κ.λπ.), το κτήριο εξακολουθεί να αποπνέει την αίσθηση του οθωμανικού παρελθόντος. Προτομή Γεωργίου Καραϊσκάκη. Η μαρμάρινη προτομή του ήρωα της επανάστασης του 1821, Γεωργίου Καραϊσκάκη, έργο του Αθηναίου γλύπτη, Ν. Γεωργαντή, στήθηκε με ενέργειες του μητροπολίτη Ιεζεκιήλ το Σεπτέμβριο του 1936. Ο Ιεζεκιήλ κατάφερε μάλιστα να εξασφαλίσει τα χρήματα για την κατασκευή του από ξεχασμένο ποσό, το οποίο είχε συγκεντρωθεί με έρανο 50 χρόνια πριν και είχε κατατεθεί στην ΕΤΕ για το σκοπό αυτό, με πρωτοβουλία του γιου του ήρωα, Σπυρίδωνα, τότε βουλευτή Καρδίτσας. Μύλος Κολέτσου. Πρόκειται για τον δεύτερο παλαιότερο ατμόμυλο της πόλης (1899), ιδιοκτησίας αρχικά των Αφών Χρηστίδη, οι οποίοι διατηρούσαν στον ίδιο χώρο και μηχανουργείο. Το 1910 ο μύλος πέρασε στον Λεωνίδα Καλή και ως το 1915 στους Λ. Καλή- Μ. Κολέτσο. Το 1936 μετατράπηκε σε κυλινδρόμυλο. Το συγκρότημα αποτελείται από κτήρια τεσσάρων χρονολογικών φάσεων, Ο μύλος επεκτάθηκε και εκσυγχρονίστηκε ριζικά υπό τη διεύθυνση των Αθ. & Κων/νου Μ. Κολέτσου στη δεκαετία του ’50, όταν στον αρχικό πυρήνα των κτισμάτων (μύλος, αποθήκες) προστέθηκαν λιθόκτιστη οικοδομή για την εγκατάσταση νέου πετρελαιοκινητήρα και πλυντηρίου-στεγνωτηρίου (1953) καθώς και πολυώροφο τουβλόκτιστο κτήριο για την τοποθέτηση νέων κυλίνδρων και ηλεκτροκινητήρων (1956). Λειτούργησε ως τo 2000. Το συγκρότημα των κτηρίων παραμένει σήμερα αναξιοποίητο. Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου. Ο ναός βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα της πόλης, στην άλλοτε περιφερειακή συνοικία «Αγιάς μαχαλά» (αγιάς = εξοχικός), η οποία έφτανε μέχρι το τσιφλίκι των Ματαραγγιωτάδων («Τσιφλικάκι»). Ο αρχικός ναός κτίστηκε το 1896 και ανακαινίστηκε το 1937, όπως και εκείνος της Αγίας Παρασκευής, ακολουθώντας την ισόρροπη πληθυσμιακή αύξηση των αντίστοιχων ενοριών. Η αγιογράφηση του τέμπλου, στις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ανατέθηκε επίσης από τον μητροπολίτη Ιεζεκιήλ στον διακεκριμένο ζωγράφο και προσωπικό του φίλο, Ν. Δόντα. Ο σημερινός ναός, στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο, θεμελιώθηκε το 1970 δίπλα στο παλιό κτίσμα, το οποίο κατεδαφίστηκε στη δεκαετία του ’90. Αρκετές από τις παλιές φορητές εικόνες σώζονται και κοσμούν προσκυνητάρια στο νάρθηκα και στον κυρίως ναό, ενώ άλλες φυλάσσονται στον γυναικωνίτη. Επίσης, άλλα αξιοθέατα που μπορεί κανείς να παρατηρήσει είναι το Άγαλμα της Μάνας στην πλατεία Πλαστήρα, μπροστά από το Παυσίλυπο και το μνημείο της Εθνικής Αντίστασης στην ανατολική είσοδο της πόλεως.
Μουσεία
Το Αρχαιολογικό Μουσείο. Κτίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού στη θέση του παλιού νοσοκομείου, σε οικόπεδο που παραχώρησε ο Δήμος Καρδίτσας. Την ίδρυσή του επέβαλε ο σημαντικός και άγνωστος στο μεγαλύτερο μέρος του αρχαιολογικός πλούτος του νομού. Η ανέγερση του κτηρίου, επιφάνειας 900 τ.μ., ξεκίνησε στη δεκαετία 1990 και ολοκληρώθηκε το 2001. Διαθέτει ειδικά διαρρυθμισμένο χώρο για τη μόνιμη έκθεση, εκδοτήριο, αίθουσα εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εκδηλώσεων, βιβλιοθήκη, εργαστήριο συντήρησης, αποθήκες και ευρύχωρο κήπο για εκδηλώσεις. Η έκθεση είναι δομημένη κατά χρονολογική σειρά από τα προϊστορικά έως την αρχή των ιστορικών χρόνων. Ξεχωριστές ενότητες είναι αφιερωμένες στις ταυτισμένες με δελφική επιγραφή αρχαίες πόλεις Κιέριον, Όρθη, Μητρόπολις, Γόμφοι και Αργιθέα, στο ναό του Απόλλωνα στο Μοσχάτο και στο ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς στη Φίλια. Το Λαογραφικό Μουσείο. Πολύ κοντά στον Μητροπολιτικό Ναό και δίπλα απ' το πάρκο Παυσίλυπο, βρίσκεται το τριώροφο κτίσμα του Λαογραφικού Μουσείου Λάμπρου και Ναυσικάς Σακελλαρίου, που φιλοξενεί προσωπικά αντικείμενα του Νικολάου Πλαστήρα, καραγκούνικες φορεσιές, κοσμήματα,εξαρτήματα παραδοσιακών στολών και μια αναπαράσταση της καρδιάς του Νικολάου Πλαστήρα. Το Πυροσβεστικό Μουσείο. Στεγάζεται σ' έναν μικρό χώρο, εντός της Δημοτικής Αγοράς της πόλης. Περιλαμβάνει στολές, εργαλεία των πυροσβεστών και άλλα εκθέματα που έχουν σχέση με την Πυροσβεστική. Το Αστυνομικό Μουσείο. Η Δημοτική Πινακοθήκη. Η Δημοτική Πινακοθήκη Καρδίτσας ιδρύθηκε το 1993. Από το 2002 στεγάζεται μόνιμα σε σύγχρονο τετραώροφο κτήριο, στη συμβολή των οδών Β. Τζέλλα & Βασιαρδάνη, απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο. Εκτός από αίθουσες μόνιμων και περιοδικών εκθέσεων, ο χώρος διαθέτει βιβλιοθήκη-αναγνωστήριο, εργαστήριο συντήρησης, αίθουσα εκδηλώσεων, πωλητήριο και εντευκτήριο. Αφορμή της ίδρυσης της Πινακοθήκης και πυρήνας της συλλογής της υπήρξε η δωρεά ολόκληρου σχεδόν του σωζόμενου έργου μιας γοητευτικής, πολύπλευρης, αν και σχεδόν άγνωστης, εικαστικής φυσιογνωμίας του Μεσοπολέμου, του Καρδιτσιώτη Γ. Βαλταδώρου (1897-1930). Σταθμό στη διαμόρφωσή της αποτέλεσε η σημαντική σε όγκο και ποιότητα δωρεά των έργων του γνωστού Καρδιτσιώτη ζωγράφου της γενιάς του ’30, Δ. Γιολδάση (1897-1993). Ακολούθησαν και άλλες, όπως του ζωγράφου και σκηνογράφου Κ. Παύλου («Πωλ», 1914-1962), του Γ. Γούλα (1919-), του Ν. Καυχίτσα (1931-2003), καθώς και αρκετών σύγχρονων, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν σχέση καταγωγής ή διαμονής με την Καρδίτσα ή τον ευρύτερο θεσσαλικό χώρο, ανάμεσά τους και δύο διεθνούς φήμης: των Πωλ Σουλικιά (Καναδάς) και Παντελή Σαμπαλιώτη (Γερμανία). Αντιπροσωπευτικά δείγματα του υλικού αυτού εκτίθενται στις δύο αίθουσες του πρώτου ορόφου, αφιερωμένες στους Δ. Γιολδάση και Γ. Βαλταδώρο. Τον τοπικό χαρακτήρα της συλλογής ήρθε να επαναπροσδιορίσει το 2002 μια μεγάλη και ενδιαφέρουσα δωρεά έργων σύγχρονης ελληνικής νεορεαλιστικής παραστατικής ζωγραφικής, από τον Καρδιτσιώτη συλλέκτη Απ. Κάρκα (Κανακάκης, Μπουλγουράς, Δαρζέντας, Αντωνόπουλος, Καραβούζης, Χρήστου, Παπαδοπεράκης κ.ά.). Η συλλογή αυτή εκτίθεται αυτόνομα στο ισόγειο. Η επιμέλεια ποικίλων περιοδικών εκθέσεων, ορισμένες από τις οποίες παρουσίαζαν τμηματικά τη συλλογή της Πινακοθήκης και η έκδοση καταλόγων και λευκωμάτων υπήρξαν από το ξεκίνημα πάγιες προτεραιότητές της. Στις δράσεις αυτές προστέθηκαν τα τελευταία χρόνια η έκδοση εικαστικών ημερολογίων, εκπαιδευτικά προγράμματα κ.ά.. Το Μουσείο Λέσχης Φωτογραφίας και Κινηματογράφου Καρδίτσας (ΛΕΦΚΚ). Στο μουσείο φωτογραφίας εκτίθενται φωτογραφικές μηχανές διαφόρων εποχών, καρτ ποστάλ της Καρδίτσας κατά τον 20ο αιώνα, ξύλινες μηχανές προβολής και αρνητικά όλων σχεδόν των τύπων, ενώ μπορεί να μάθει την εξέλιξη της τέχνης της φωτογραφίας & του κινηματογράφου από τα τέλη του 19ου αιώνα. Το Μουσείο Πόλης Καρδίτσας. Το τριώροφο κτήριο, εμβαδού 300 τ.μ., διαθέτει αίθουσες με μόνιμες και περιοδικές εκθέσεις, εργαστήριο συντήρησης, βιβλιοθήκη-αναγνωστήριο και θάλαμο ψηφιακής επεξεργασίας ήχου και εικόνας. Στο ισόγειο εκτός από την υποδοχή-ενημέρωση των επισκεπτών, το πωλητήριο και τη «μικρή βιβλιοθήκη» (Η/Υ για πρόσβαση στο ίντερνετ, υποδομή ανάγνωσης μικροφωτογραφημένων εφημερίδων, τοπικές ιστορικές εκδόσεις) φιλοξενούνται εκδηλώσεις για περιορισμένο κοινό, σεμινάρια και εκπαιδευτικά προγράμματα.
Παιδεία
Μετά τη συγχώνευση πληθώρας πανεπιστημιακών τμημάτων και τη μετατροπή όλων των ΤΕΙ σε Πανεπιστήμια, κατά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Αλ. Τσίπρα 2015-2019, στην πόλη της Καρδίτσας λειτουργούν τα εξής τμήματα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας:
Τμήμα Κτηνιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας Τμήμα Δημόσιας και Ενιαίας Υγείας της Σχολής Επιστημών Υγείας Τμήμα Επιστήμης Τροφίμων και Διατροφής της Σχολής Γεωπονικών Επιστημών Τμήμα Δασολογίας, Επιστημών Ξύλου και Σχεδιασμού της Σχολής Τεχνολογίας.
Αθλητισμός
Ποδόσφαιρο
Η Καρδίτσα είναι έδρα αρκετών αθλητικών σωματείων. Από αυτά ξεχωρίζει :
Αθλητικός Σύλλογος η «Αναγέννηση» (ΑΣΑ)
Κλειστό γυμναστήριο
Η Καρδίτσα διαθέτει ένα κλειστό γυμναστηρίο το οποίο βρίσκεται δίπλα στο Δημοτικό Στάδιο της Καρδίτσας, που είναι και το γήπεδο της Αναγέννησης, και στο Κλειστό Κολυμβητήριο. Στο γυμναστήριο αυτό πραγματοποιούνται αγώνες χάντμπολ, βόλλεϋ και μπάσκετ. Την ευθύνη του γυμναστηρίου έχει ο Δήμος Καρδίτσας και συγκεκριμένα ο ΟΑΚΧΑ Αρχειοθετήθηκε 2010-11-19 στο Wayback Machine. (Οργανισμός Αθλητικών Κέντρων και Χώρων Άθλησης Καρδίτσας). Στα πλαίσια των Μεσογειακών Αγώνων 2013, οι οποίοι τελικώς δεν πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, είχε ενταχθεί η κατασκευή νέου Κλειστού Γυμναστηρίου, στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής. Το Νέο Κλειστό Γυμναστήριο Καρδίτσας, ένα γήπεδο ευρωπαϊκών προδιαγραφών, άνοιξε τις πύλες του στο φίλαθλο κοινό της πόλης στις 2 Νοεμβρίου 2019 με τον αγώνα καλαθοσφαίρισης του Α.Σ.Καρδίτσας απέναντι στον Χαρίλαο Τρικούπη Τρικάλων.
===