Η τοποθεσία μας στον χάρτη

Πληροφορίες

Ο Σοκαράς (παλαιότερη γραφή Σωκαράς, το συναντάμε και ως ''η Σοκαρά'') είναι χωριό και και έδρα ομώνυμης κοινότητας του Δήμου Γορτύνης στην Περιφερειακή Ενότητα Ηρακλείου της Κρήτης.

Γενικά στοιχεία

Η απόσταση του Σοκαρά από το Ηράκλειο είναι 49,7 χλμ. Η πρόσβαση είναι εφικτή μέσω διακλάδωσης από το Ασήμι δυτικά, από τον κόμβο Πραιτωρίων στα ανατολικά, από το Τσιφούτ Καστέλι στα βόρεια, και από τον Χάρακα στα νότια, με ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Οι κάτοικοι του χωριού είναι κυρίως γεωργοί και παράγουν κυρίως λάδι, σταφίδα και κηπευτικά. Παλιότερα πριν τον Β Παγκ. πόλεμο και λίγο μετά, το χωριό έβγαζε περισσότερο σιτάρι και καπνά. Ανάμεσα στα άλλα λειτουργούν νηπιαγωγείο και Δημοτικό σχολείο. Υπάρχουν στο χωριό δύο όμορφες πλατείες, μια μικρή παιδική χαρά και υπαίθριο γήπεδο μπάσκετ, και ένα ποδοσφαίρου 5χ5, το οποίο έχει φτιαχτεί πάνω από τα Φαραγγιανά στο σημείο που είχαν γίνει εκσκαφές για να δημιουργηθεί γήπεδο για την ποδοσφαιρική ομάδα του Σοκαρά, η οποία πλέον δεν υπάρχει. Στο σημείο έχει χτιστεί και ένα όμορφο αμφιθέατρο με ωραία θέα στον κάμπο της Μεσαράς, και περιβάλλεται από ένα μικρό δάσος που έχει φυτευτεί από τους κατοίκους της κοινότητας σε διάφορες περιόδους. Υπάρχουν επίσης παραδοσιακά καφενεία στα οποία μπορεί κάποιος να γευτεί σπιτικούς μεζέδες και ρακή/κρασί ντόπιας παραγωγής. Επίσης στα Φαραγγιανά υπάρχει βρύση με τρεχούμενο πόσιμο νερό πολύ καλής ποιότητας που έχει σταθερή ροή όλο το χρόνο. Περισσότερες λεπτομέρειες στα ιστορικά στοιχεία παρακάτω. Στον οικισμό βρίσκονται οι εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Αντωνίου, της Παναγίας, του Αγίου Ιωάννη (νεκροταφείο) με λίγες σωζόμενες τοιχογραφίες, των Αγίων Δέκα, καθώς επίσης και εξωκλήσια (Προφήτης Ηλίας, Χριστός, Μεταμόρφωση, Αγία Αναστασία, Αγία Χριστίνα, Άγιοι Σαράντα και Άγιος Νεκτάριος). Στα Φαραγγιανά η εκκλησία της Παναγίας (νεκροταφείο) και στα Μετόχια (Μετόχι) του Αγίου Βασιλείου. Πολιούχος του χωριού είναι ο Άγιος Γεώργιος, που εορτάζεται με επισημότητα κάθε χρόνο στις 3 Νοεμβρίου, του Αη Γιώργη του Μεθυστή, όπου γίνεται περιφορά της εικόνας του αγίου στο χωριό με συνοδεία καβαλάρηδων που φέρνουν τα άλογά τους για να τιμήσουν τον άγιο, οι νοικοκυρές του χωριού φέρνουν ομελέτες στη χάρη του, οι κυνηγοί του χωριού ψήνουν λαγούς και οι κτηνοτρόφοι φέρνουν αρνιά, -ο καθένας ότι έχει-, και σχεδόν όλοι από ένα μπουκάλι κρασί. Όλα τα φαγητά και το κρασί στο τέλος της λειτουργίας ευλογούνται και μοιράζονται έξω από την εκκλησία στον κόσμο, με αποτέλεσμα να στήνεται ένα αυτοσχέδιο γλέντι που κρατάει μέχρι αργά το μεσημέρι. Όλα αυτά έχουν ξεκινήσει με πρωτοβουλία του ιερέα του Σοκαρά π. Χαράλαμπου Κοπανάκη, και έχουν εξελιχθεί μέσα στα χρόνια. Παλιότερα την ημέρα αυτήν γίνονταν γλέντια σε όλα τα καφενεία του χωριού. Στο Βελούλι, ανατολικά του Σοκαρά και ακατοίκητο σήμερα, βρίσκεται η Παναγία η Βελουλιανή, κατάγραφος από τοιχογραφίες μονόχωρος καμαροσκέπαστος βυζαντινός ναός ο οποίος ανήκει στην ιερά μονή του Σινά. Πάνω από την είσοδο του υπάρχει χαραγμένη η χρονολογία 1209, αλλά δεν γνωρίζουμε όμως αν αναφέρεται στο έτος που κτίσθηκε η σε κάποια ανακαίνιση. Η παράσταση του Μεγάλου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης έχοντας ανάμεσα τους τον σταυρό αριστερά της εισόδου (ο άγιος στον οποίο αφιερωνόταν ο ναός έμπαινε σε αυτό το σημείο), ίσως δείχνει πως ο ναός όταν πρωτοκτίστηκε ήταν αφιερωμένος σε αυτούς τους αγίους. Πάνω στον τοιχογραφικό διάκοσμο του βόρειου τοίχου, ανάμεσα σε άλλα χαράγματα υπάρχει πιθανό ''ακιδογράφημα'' με χρονολογία 1381 και κάποιες δυσανάγνωστες λέξεις από κάτω. Επίσης το Βελούλι ανέπτυξε μεγάλη αντιστασιακή δράση κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, με τους κατοίκους του να κρύβουν Βρετανούς στρατιώτες στα σπίτια τους μέχρι να φύγουν για την Αίγυπτο, αλλά και γινόμενο ενδιάμεσος σταθμός για τους σαμποτέρς που έρχονταν από τη Μέση Ανατολή για τα σαμποτάζ στο αεροδρόμιο του Καστελλίου το 1942 και 1943. Δίπλα ακριβώς και ανατολικά του Σοκαρά στον λόφο Στραβορά υπήρχε οικισμός κατά το μεσαίωνα με κάμποσες εκκλησίες από τις οποίες σώζονται ελάχιστα ερείπια. Περισσότερες λεπτομέρειες στα ιστορικά στοιχεία παρακάτω. Πιο ανατολικά του Σοκαρά πάνω σε λόφο κοντά στο Βελούλι, βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος Βάκιωτες, που είναι μια Ελληνιστική/Ελληνορωμαϊκή ακρόπολη. Περισσότερες λεπτομέρειες στα ιστορικά στοιχεία παρακάτω. Η νεώτερη ιστορία του χωριού έχει στιγματιστεί από την εκτέλεση από τις Γερμανικές δυνάμεις κατοχής στις 17 Αυγούστου 1944, 27 ανδρών από το χωριό μετά από προδοσία. Περισσότερες λεπτομέρειες στα ιστορικά στοιχεία παρακάτω.

Ιστορικά στοιχεία

Ο οικισμός αναφέρεται σε συμβόλαιο του 1271 και στις ενετικές απογραφές του 16ου αιώνα με το όνομα Socará και με 84 κατοίκους το 1583. Κατά τη Βενετική κατοχή (1217-1669) ο Σοκαράς ανήκει μαζί με την υπόλοιπη επαρχία Μονοφατσίου (Καστελανία Bonifacio) στην αρχή στην Εξαρχία του Αγίου Σταυρού (Sestiere San Croce), μια από τις έξι Εξαρχίες (Sexteria ή Sestieri) στις οποίες οι Βενετοί χώρισαν το νησί κατά το πρότυπο της ίδιας της Βενετίας. Αργότερα τον 14ο αιώνα μετά από αναδιάρθρωση των επαρχιών, το Μονοφάτσι υπάγεται πλέον στο Διαμέρισμα του Χάνδακα (Distretto di Candia), ένα από τα τέσσερα Διαμερίσματα (Distretti ή Territoria) στα οποία χωρίζονταν πλέον η Κρήτη. Κατά την Τουρκοκρατία (1645/69-1898) ο Σοκαράς ήταν Τουρκοχώρι, με 38 Τουρκικές οικογένειες το 1834 και 393 άτομα το 1881, και υπαγόταν με την υπόλοιπη επαρχία-Ναχιγιέ Μονοφατσίου στο Σαντζάκι (Νομό) του Χάνδακα, ένα από τα τρία Σαντζάκια στα οποία χωρίστηκε το λεγόμενο Εγιαλέτι της Κρήτης. Βόρεια του χωριού σώζεται ακόμη ο παλιός πλακόστρωτος δρόμος (καλντερίμι) που κατευθυνόταν προς βορρά ανάμεσα στους λόφους και συνέδεε το χωριό με την έδρα της επαρχίας Μονοφατσίου, το φρούριο Castel Bonifacio, που βρισκόταν στο λόφο πάνω από το σημερινό χωρίο Τσιφούτ Καστέλι. αλλά και λογικά θα συνέχιζε προς Χάνδακα. Το όνομα του χωριού προέρχεται από το βυζαντινό επώνυμο Σωκαράς, που σημαίνει αυτός που πλέκει σχοινιά. Λέγεται πως πριν ονομαστεί Σοκαράς λέγονταν Τρείς Εκκλησιές. Υπάρχουν ακόμη δύο εκδοχές για την ονομασία του Σοκαρά, η μία λέει για την προέλευση του ονόματος από τους Τούρκους επειδή το χωριό είχε τότε πολλά τρεχούμενα νερά, και στα Τούρκικα το Σου-Καρά σημαίνει μαύρο νερό. Όμως αφού το όνομα φαίνεται να προϋπήρχε από την εποχή τουλάχιστον της Βενετοκρατίας, η εκδοχή αυτή δεν ισχύει. Πιθανότατα οι Τούρκοι συνέχισαν να χρησιμοποιούν το ίδιο όνομα αφού ταίριαζε και στη δικιά τους γλώσσα. Η άλλη εκδοχή μιλάει για κάποιον στρατηγό του Νικηφόρου Φωκά με όνομα Σοκάριο, στον οποίο δόθηκε η περιοχή του χωριού μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς το 961, και ο οποίος ήταν ο οικιστής του χωριού δίνοντας του το όνομα του. Ο αείμνηστος καθηγητής Σήφης Κοσόγλου είχε αναφέρει πως έχουν εντοπιστεί στο Ηράκλειο έγγραφα και συμβόλαια από την περίοδο της Βενετοκρατίας, τα οποία είχε συντάξει ένας συμβολαιογράφος (Νοτάριος) ο οποίος έμενε στην ευρύτερη περιοχή του χωριού, ίσως στο Μετόχι ή το Αποϊνι, μπορεί όμως και στον Σοκαρά, και ήταν για την εποχή εκείνη ο μοναδικός Νοτάριος στην περιοχή, εξυπηρετώντας μια έκταση από τα μέρη της Βιάννου και όλη την πεδιάδα της Μεσαράς και τα Αστερούσια όρη, μέχρι και σχεδόν τις Μοίρες. Φαίνεται να εξυπηρετούσε σχεδόν όλο τον νότο του σημερινού νομού Ηρακλείου ανεξαρτήτως επαρχίας, δείχνοντας τη σημαντική γεωγραφική θέση του Σοκαρά τους καιρούς εκείνους που τα δρομολόγια ήταν δύσκολα και επικίνδυνα πολλές φορές. Για το όνομα του λόφου της Στραβοράς δίπλα στον Σοκαρά, στον οποίο υπήρχε μεσαιωνικός οικισμός υπάρχουν δύο εκδοχές, η μία λέει πως εκεί έμενε η κόρη του στρατηγού Σοκάριου με όνομα Ειρήνη, η οποία είχε όμορφα πόδια και όταν περπάταγε σήκωνε τη φούστα της για να φαίνονται, και επειδή περπάταγε συνέχεια με τη φούστα στραβά τη φώναζαν ''Στραβορήνη'' ή ''Στραβορήνα'', οπότε έμεινε το όνομα, και η άλλη εκδοχή λέει πως κάποτε ο οικισμός της Στραβοράς ερημώθηκε από κάποια επιδημία και ο μόνος που επέζησε ήταν ένας τυφλός (στραβός). Οι εκκλησίες του οικισμού της Στραβοράς καταστράφηκαν σε κάποια επανάσταση από τους Τούρκους. Στο χώρο της κεντρικής πλατείας του Σοκαρά παλιότερα ήταν το σημείο στο οποίο βρισκόταν το νεκροταφείο την εποχή της Τουρκοκρατίας, στο σημείο που βρίσκεται το δημοτικό σχολείο αμέσως βόρεια της πλατείας βρισκόταν το τζαμί και προς το σημείο δυτικά που βρίσκεται σήμερα η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου και τα γραφεία και οι αίθουσες της κοινότητας βρισκόταν ο μιναρές, στον οποίο λέγεται πως ένας Σοκαριανός κάποτε ανέβασε ένα γαϊδουράκι, και όταν αυτό μετά από λίγη ώρα άρχισε να γκαρίζει αυτός φώναξε στους Τούρκους ''Αμέτε μρε στου Χότζα σας που σασε φωνάζει''. Παλιότερα στην πλατεία δεν υπήρχε τίποτα και εκεί μάζευαν τα ξύλα για να καεί ο Ιούδας το Πάσχα. Σήμερα η πλατεία έχει διαμορφωθεί με παγκάκια και λουλούδια και στην ανατολική της άκρη υπάρχει μια μικρή παιδική χαρά και το ηρώο του Σοκαρά με μνημείο αφιερωμένο στα θύματα όλων των πολεμικών συγκρούσεων, ενώ μέσα στην πλατεία υπάρχει μνημείο αφιερωμένο στις μάνες/συζύγους/αδερφές των θυμάτων. Ανατολικότερα στο χώρο της πλατείας Ιωάννη Παχιαδάκη (σπουδαστή της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, που απεβίωσε το 1955) παλιότερα υπήρχε η παλιά βρύση του Σοκαρά, με πελεκητές γούρνες και κουτσουνάρια, που πίσω της είχε μεγάλο δωμάτιο με άλλες γούρνες και καταπότες όπου οι γυναίκες του χωριού έμπαιναν και έκαναν τη μπουγάδα τους. Ήταν κατασκευασμένη στις αρχές του 20ου αιώνα. Στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής οι Γερμανοί στρατιώτες είχαν φτιάξει πίσω της μέσα στο δωμάτιο μια τσιμεντένια δεξαμενή για να κάνουν μπάνιο. Εργασίες σε άλλο σημείο του χωριού μετά τον πόλεμο για να βρεθεί η ''φλέβα'' του νερού έκοψαν την παροχή και η βρύση στέρεψε. Την εποχή της δικτατορίας γκρεμίστηκε με μηχάνημα και σκεπάστηκε με χώματα. Τελικά με πρωτοβουλία των χωριανών στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ο χώρος ανασκάφηκε, βρέθηκαν τα κομμάτια της, και τελικά στις αρχές του 2000 αποσπάστηκε εντελώς και δημιουργήθηκε σε ψηλότερο επίπεδο μια νέα βρύση από τα κομμάτια της παλιάς μαζί με ένα μικρό δασάκι. Στα βόρεια του χωριού πάνω σε λόφο υπήρχε οικισμός της Βενετικής εποχής ενώ εκεί κοντά έχει ανασκαφεί και οικία της Μεσομινωικής (1700 π.Χ.) περιόδου με 2-3 δωμάτια και πολλά ευρήματα. Υπάρχουν ενδείξεις για νεκροταφεία της Μινωικής και της Ρωμαϊκής περιόδου στην ευρύτερη περιοχή του χωριού. Επίσης στα ανατολικά του χωριού κοντά στο Βελούλι πάνω σε λόφο/ακρόπολη, βρίσκεται ο κηρυγμένος από το 2001 αρχαιολογικός χώρος Βάκιωτες. Η ακρόπολη αυτή, η οποία καλύπτει μια μακρά περίοδο κατοίκησης (έχει βρεθεί κεραμική από τη Γεωμετρική περίοδο, 1050-700 π.Χ. μέχρι και την Τουρκοκρατία) εντάσσεται στις λεγόμενες ''λαξευτές ακροπόλεις'' λόγω του μεγάλου αριθμού οικιών και κάποιων ταφών (σώζεται θαλαμοειδής τάφος της Ρωμαϊκής εποχής, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ο λεγόμενος από τους κατοίκους ''Σπήλιος'') και μαζί με μερικά πατητήρια είναι όλα σκαμμένα στο μαλακό βράχο της περιοχής. Ο χώρος είναι στις πρώτες θέσεις στην Κρήτη στο είδος αυτό των λαξευτών ακροπόλεων. Το όνομα της ακρόπολης έχει συνδεθεί από τον αείμνηστο καθηγητή Σήφη Κοσόγλου που καταγόταν από το χωριό με το όνομα του θεού Βάκχου, θεού που συνδέεται/συγχέεται με τον θεό Διόνυσο, τον αρχαίο θεό του κρασιού και της οργιαστικής λατρείας. Τα πατητήρια που σώζονται στις Βάκιωτες (με ελάχιστη ανασκαφική έρευνα έχουν βρεθεί 3-4) και ΒΔ τους στον λοφίσκο Βόλακα, μέχρι τον οποίο πιθανότατα εκτεινόταν η αρχαία πόλη, δείχνουν μια μεγάλη βιοτεχνική δυναμική στην παραγωγή κρασιού. Μπροστά στον αρχαιολογικό χώρο και δυτικά από αυτόν μέσα στα χωράφια υπάρχουν ερείπια, πιθανότατα μονόχωρης καμαροσκέπαστης εκκλησίας, και ερείπια παλιού ανεμόμυλου που ονομάζεται ''Ζουρίδη μύλος''. Το 1936 βρέθηκε στην περιοχή των Βακιωτών από τον αρχαιολόγο Σπυρίδωνα Μαρινάτο τάφος της Ρωμαϊκής περιόδου που είχε μέσα ως κτερίσματα 4 ασημένια δηνάρια Ρωμαϊκής εποχής των αυτοκρατόρων Βεσπασιανου, Τραϊανού και Δομιτιανού (τέλη 1ου-αρχές 2ου αιώνα μ.Χ.) που βρισκόταν τοποθετημένα μέσα σε ένα γυάλινο μεγάλο δοχείο, και σήμερα μπορεί κάποιος να τα δει μαζί με το δοχείο τους στο Αρχαιολογικό μουσείο Ηρακλείου στην αίθουσα νομισμάτων. Κατά την Κατοχή, το χωριό μετά από προδοσία καταστράφηκε από τους Γερμανούς Ναζί και έγινε εκτέλεση 27 ανδρών κατοίκων του Σοκαρά, στη θέση Σπηλιάρα στις 17 Αυγούστου του 1944. Η αφορμή δόθηκε όταν αντάρτες χτύπησαν και πέταξαν σε γκρεμό δύο αδέρφια συνεργάτες των Γερμανών, ενώ κούρεψαν δύο γυναίκες που έκαναν παρέα με Γερμανούς. Άλλοι συνεργάτες διέδωσαν πως οι Γερμανοί θα ελευθέρωναν σκύλους γύρω από το χωριό και όποιος ήταν έξω θα τον έπνιγαν, κι έτσι όσοι το πίστεψαν και έμειναν μέσα στο χωριό πιάστηκαν. Φυλακίστηκαν στο κτήριο του δημοτικού σχολείου από όπου τους έπαιρναν αλυσοδεμένους ανά τρεις και τους πήγαιναν στον τόπο εκτέλεσης, ενώ είχαν αφαιρέσει τα κεραμίδια από τη σκεπή με σκοπό να βάλουν φωτιά και να κάψουν και τις γυναίκες του χωριού που κρατούσαν σε άλλη αίθουσα, πράγμα που τελικά δεν έκαναν. Υπάρχει μια ιστορία που λέει πως ερχόταν από τον Πύργο Γερμανικό αυτοκίνητο με εντολή ακύρωσης της εκτέλεσης αλλά έπαθε ζημιά στο δρόμο και δεν έφτασε έγκαιρα. Αν και έγινε προσπάθεια να αποδοθεί η παραπάνω αφορμή ως η αιτία της εκτέλεσης, στις δίκες των δοσιλόγων μετά τον πόλεμο ομολογήθηκε από τον ίδιο τον αρχιγκεσταμπίτη της Μεσαράς Νικόλαο Μαγιάση, πως οι κατοχικές δυνάμεις είχαν από καιρό συλλέξει στοιχεία για αντιστασιακή ομάδα που δρούσε στο χωριό και προμήθευε με όπλα και εφόδια αντάρτες στα γύρω βουνά. Τα οστά των εκτελεσθέντων Σοκαριανών φυλάσσονται σήμερα στο ναό των Αγίων Δέκα, ο οποίος κτίστηκε με συνδρομή των συζύγων και συγγενών των θυμάτων δίπλα στο χώρο εκτέλεσης και ταφής. Τα τελευταία χρόνια μετά από έρευνα του συλλόγου ιστορίας και μνήμης του Σοκαρά, έχουν βρεθεί ακόμη 3-4 θύματα από το χωριό την περίοδο της κατοχής, και η μνήμη όλων μαζί τιμάται κάθε χρόνο στις 17 Αυγούστου με επιμνημόσυνη δέηση ακολουθούμενη από κατάθεση στεφάνων και ομιλίες στον τόπο εκτέλεσης, και τέλος με γεύμα στην αίθουσα εκδηλώσεων. Το 1959-60 ο σταθμός της χωροφυλακής που υπήρχε στο χωριό μεταφέρθηκε στο γειτονικό Ασήμι ''με πολιτικό μέσον'' κατά ομολογία σε τηλεοπτική εκπομπή του τότε Ενωμοτάρχη/Νοματάρχη που υπηρετούσε στο χωριό, Χρήστου Μανωλεδάκη. Οι κάτοικοι της κοινότητας Σοκαρά κατέβηκαν με τα όπλα στο Ασήμι, εν μέσω πυροβολισμών έδεσαν τους χωροφύλακες και πήραν τα έγγραφα του σταθμού και τους ίδιους τους χωροφύλακες στο Σοκαρά. Ακολούθησαν συλλήψεις και δίκες Σοκαριανών, αλλά τελικά αφέθησαν ελεύθεροι και ο σταθμός επέστρεψε στο Ασήμι. Μέχρι το 1998 ήταν κοινότητα. Σε αυτήν υπάγονταν και οι οικισμοί Αποΐνι, Φαραγγιανά, Μετόχι και Βελούλι (ακατοίκητο σήμερα). Τα χωριά αυτά αναφέρονται επίσης στις ενετικές απογραφές. Το Appoini είχε 238 κατοίκους το 1583 και ήταν μεγάλος οικισμός, ενώ κατά την Τουρκοκρατία κατοικούσαν 5 τουρκικές οικογένειες το 1834 και 85 άτομα το 1881. Τα Φαραγγιανά αναφέρονται το 1583 ως Farangianá με 125 κατοίκους και το Βελούλι στον Καστροφύλακα με 100 κατοίκους ενώ στον Μπαζιλικάτα ως Velugli το 1630. Το 1957, χωρικοί από το Αποϊνι βρήκαν στον οικισμό Βελούλι θησαυρό αρχαίων νομισμάτων, χωρίς όμως να γίνει γνωστό τι απέγιναν.

Διοικητικά στοιχεία

Ως οικισμός αναφέρεται επίσημα το 1925 στο ΦΕΚ 27Α - 31/01/1925, γραμμένος ως Σωκαράς, να προσαρτάται στην τότε κοινότητα Ασημίου. Το 1926 με το ΦΕΚ 301Α - 13/09/1926 ορίστηκε έδρα της ομώνυμης νεοϊδρυθείσας κοινότητας και το 1940 το όνομά του οικισμού διορθώθηκε σε Σοκαράς. Σύμφωνα με το σχέδιο Καλλικράτης και την τροποποίησή του Κλεισθένης Ι μαζί με τους οικισμούς Αποΐνι, Βελούλι και Μετόχια Σοκαρά αποτελούν την κοινότητα Σοκαρά που υπάγεται στη δημοτική ενότητα Κόφινα του Δήμου Γόρτυνας και σύμφωνα την απογραφή του 2011 έχει πληθυσμό 785 κατοίκους. Δείτε Κοινότητα Σοκαρά

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Στοιχεία για τα χωριά του Δήμου Κόφινα.

Πηγές

Το Ηράκλειον και ο νομός του. Ηράκλειο: Νομαρχία Ηρακλείου. 1971. Θεοχάρη Δετοράκη - Ιστορία της Κρήτης σελ. 167-169 Στέργιου Γ. Σπανάκη - Κρήτη - Τουρισμός Ιστορία Αρχαιολογία Α' τόμος σελ. 42-43 Τηλεοπτική εκπομπή ''Χωριά της Κρήτης'' του Κωστή Παπαγεωργίου. Τηλεοπτική εκπομπή ''Κρητών Έργα'' του Γιώργου Βιτώρου.

Παραπομπές

Εγγραφή στο Newsletter μας

Εγγραφείτε στο newsletter του mevrikes.gr και... τους βρήκατε!