Η τοποθεσία μας στον χάρτη

Πληροφορίες

Το Πλατύ είναι πεδινή κωμόπολη του δήμου Αλεξάνδρειας του νομού Ημαθίας. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ο πληθυσμός του ανέρχεται στους 2.083 κατοίκους. Επεκτάθηκε οικιστικά κυρίως το 1925 από Έλληνες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας που προέρχονταν κατά κύριο λόγο από τα Φάρασα της Καππαδοκίας και τα γύρω χωριά. Είναι ένας από τους σημαντικότερους σιδηροδρομικούς κόμβους της Ελλάδας. Έχει σημαντική βιομηχανία (εργοστάσιο ζάχαρης, ζωοτροφών, μονάδα επεξεργασίας φρούτων, καλλυντικών προϊόντων, εργοστάσιο γάλακτος) και μεγάλη αγροτική οικονομία που βασίζεται κυρίως στο βαμβάκι, τις δενδρώδεις καλλιέργειες και τα ζαχαρότευτλα. Το Πλατύ ήταν από το 1997 μέχρι το 2011 έδρα του καποδιστριακού δήμου Πλατέος.

Γενικά και ιστορικά στοιχεία

Κατά την ύστερη περίοδο της Τουρκοκρατίας, στη θέση που βρίσκεται το σημερινό χωριό υπήρχε τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν Έλληνες κολίγοι. Ωστόσο, σύμφωνα με έκθεση του επιθεωρητή των ελληνικών σχολείων στη Μακεδονία Δ. Σάρρου που χρονολογείται το 1906, εκείνη την εποχή οι συγκεκριμένοι κάτοικοι είχαν αντικατασταθεί από μουσουλμάνους Ρομά. Τον Οκτώβριο του 1912, κατά τις πρώτες μέρες του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, σημειώθηκε στην περιοχή του Πλατέος μάχη μεταξύ ελληνικών και οθωμανικών στρατιωτικών δυνάμεων, η οποία ολοκληρώθηκε με ελληνική επικράτηση. Κατά την απογραφή του 1920 το Πλατύ ήταν συνοικισμός του Γιδά, είχε 61 κατοίκους και ανήκε στον νομό Θεσσαλονίκης. Μετά το 1924, στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, εγκαταστάθηκαν τμηματικά στο Πλατύ Έλληνες πρόσφυγες από τα χωριά της περιοχής των Φαράσων της Καππαδοκίας (Βαρασός, Αφσάρι, Τσουχούρι, Καρσαντί, Σατί, Χοστσά και Κίσκα) πρώτα σε πρόχειρα παραπήγματα και κατόπιν σε οικίες που κτίστηκαν από την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων. Ως πρόσωπο που συνέβαλε καθοριστικά στην εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή αναφέρεται ο - επίσης Φαρασιώτης - Ευάγγελος Παπασάββας. Κατά τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους, οι πρόσφυγες αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα υγείας εξαιτίας της ελονοσίας, μετρώντας αρκετά θύματα. Παράλληλα, την ίδια περίοδο χρησιμοποιούσαν το Πλατύ ως χειμερινό τόπο διαμονής για τους ίδιους και τα κοπάδια τους διάφορες οικογένειες Βλάχων κτηνοτρόφων, ορισμένες από τις οποίες εγκαταστάθηκαν εκεί μόνιμα τη δεκαετία του 1950. Στον οικισμό κατοικούν και μερικές οικογένειες Ποντίων. Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, το Πλατύ (αλλά και η ευρύτερη περιοχή της Αλεξάνδρειας και του Λουδία) αποτελούσε κατά τους εαρινούς μήνες πόλο έλξης για μερίδα των μελισσοκόμων της Χαλκιδικής. Παρατηρήθηκε μείωση του πληθυσμού κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960, η οποία οφείλεται στην μετανάστευση προς την Αυστραλία και τη Δυτική Γερμανία. Λόγω της μαζικής παρουσίας κατοίκων προερχόμενων από τα Φάρασα, το Πλατύ συγκαταλεγόταν για δεκαετίες στις περιοχές όπου βρισκόταν σε χρήση η φαρασιώτικη διάλεκτος της ελληνικής. Διοικητικά, το 1932 το Πλατύ αναγνωρίστηκε ως έδρα κοινότητας, ενώ το 1946 αποσπάστηκε από τον νομό Θεσσαλονίκης και υπήχθη στον νομό Ημαθίας. Από το 1997 μέχρι το 2011 ήταν έδρα του ομώνυμου καποδιστριακού δήμου Πλατέος και έκτοτε ανήκει στον καλλικρατικό δήμο Αλεξάνδρειας. Στο Πλατύ γεννήθηκε ο συνθέτης Θέμης Καραμουρατίδης. Παράλληλα, η κωμόπολη είναι τόπος καταγωγής του παλαίμαχου διεθνή ποδοσφαιριστή Μηνά Χατζίδη.

Πολιτισμός

Στο Πλατύ δραστηριοποιούνται τρεις πολιτιστικοί σύλλογοι: των Καππαδοκών («Ο Βαρασός»), των Ποντίων («Οι Κομνηνοί»), καθώς και έτερος υπό την ονομασία «Αστερούπολη». Επίσης στην κωμόπολη εδρεύει αθλητικός σύλλογος με την ονομασία Αγροτικός Αστέρας. Επιπλέον, λειτουργούν δημοτική δανειστική βιβλιοθήκη και δημοτικό θέατρο χωρητικότητας περίπου 200 θέσεων, το οποίο στεγάζεται σε αίθουσα του πρώην δημαρχείου.

Μεταφορές

Σιδηροδρομικές μεταφορές

Ο σιδηροδρομικός σταθμός Πλατέος βρίσκεται στη γραμμή Αθηνών - Θεσσαλονίκης και αναφέρεται ως σημαντικός κόμβος. Στο Πλατύ η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας-Θεσσαλονίκης αποκτά και ένα δεύτερο κλάδο, αυτόν προς Βέροια-Έδεσσα-Φλώρινα ενώ ο κεντρικός κορμός συνεχίζει προς Κατερίνη-Λάρισα-Αθήνα. Από το 2007, εξυπηρετείται από τον προαστιακό Θεσσαλονίκης ο οποίος συνδέει την πόλη με τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα και την Έδεσσα.

Απογραφές πληθυσμού

Εικόνες

Παραπομπές

Βιβλιογραφία

Λάζαρος Μ. Κελεκίδης, Τα Φάρασα της Καππαδοκίας. Μνήμες Φαρασιωτών γερόντων, Εκδόσεις Ιερού Ησυχαστηρίου Μοναζουσών «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 2005. Συμεών Κοιμίσογλου, Καππαδοκία. Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Ελλήνων Ιστορία, Πίστη, Πολιτισμός, ILP Productions, Θεσσαλονίκη 2005. Αστέριος Ι. Κουκούδης, Μελέτες για τους Βλάχους, τόμος Δ΄. Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2001. Γιάννης Δ. Μοσχόπουλος, Ρουμλουκιώτικα Σημειώματα 1980 - 1988, Θεσσαλονίκη 1989. Γιάννη Μουρέλου (επιμ.), Η Έξοδος, τόμος Β΄ (Μαρτυρίες από τις επαρχίες της Κεντρικής και Νότιας Μικρασίας), Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1982. Τομπαΐδης, Δημήτρης (1992). «Η τύχη των μικρασιατικών ιδιωμάτων στον ελληνικό χώρο». Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών) τόμος 9.

Εγγραφή στο Newsletter μας

Εγγραφείτε στο newsletter του mevrikes.gr και... τους βρήκατε!