Πληροφορίες
"Ομίλου" της επικτήτου Αιτωλίας, λείψανα τειχών της οποίας διατηρούνται ...».
Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία
Ο Ναός του Μοναστηριού ήταν τρίκογχος, όπως αυτός διαμορφώθηκε στην ορεινή ενδοχώρα κατά την όψιμη μεταβυζαντινή περίοδο. Ήταν κτισμένος με αργολιθοδομή από λαξευτό ασβεστόλιθο, σε σχεδόν κανονικές στρώσεις με ισοδομικό σύστημα. Ο τρούλος είχε υψηλό κυλινδρικό τύμπανο από λαξευτό πωρόλιθο με μονόλοβα παράθυρα και στέγη με σχιστόπλακες. Η αρχιτεκτονική του Ναού θυμίζει την αρχιτεκτονική των καθολικών των Μονών του Αγίου Όρους και το φυλασσόμενο στο Μοναστήρι, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, Ιερό Λείψανο του δεξιού χεριού του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου, μαρτυρούν την ιστορία του Μοναστηριού και την πιθανή αγιορείτικη ή βυζαντινή καταγωγή του. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι κτίσθηκε την περίοδο της εικονομαχίας 727 – 843, άλλοι τοποθετούν το έτος κατασκευής του στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Πάντως, στο Ιερό Ευαγγέλιο του Μοναστηριού, που σώζεται μέχρι σήμερα σε καλή κατάσταση, αναγράφονται στην πρώτη σελίδα του τα εξής: «ΘΕΙΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Νεωστί μετατυπωθέν και επιμελώς διορθωθέν αψος’ Ε΄Ν ΕΤΗΣΙ, 1776, Παρά του Δημητρίου Θεοδοσίου εξ Ιωαννίνων SUPERIORUM PERMISSOY». Γύρω από την εκκλησία υπήρχαν πολλά κελιά (μονόπατα και δίπατα) για να στεγάζονται οι μοναχοί, που την περίοδο της ακμής του ήταν πάνω από 150. Η κτηματική περιουσία του Μοναστηριού, απλωνόταν σε μεγάλη έκταση. Άρχιζε με τα κτήματά του στο Παλαιοχώρι, στα Πηγαδούλια, στα Κανάλια, στη Λευκάδα, στην Κουτσούφλιανη, στο Νικολίτσι στο Κυριακοχώρι και έφθανε μέχρι τα Βασιλικά της Υπάτης. Οι σημερινοί οικισμοί Παλαιοχώρι, Κανάλια, Πίτσι, Λευκάδα, βρίσκονται σε κτηματική περιουσία του διαλυθέντος Μοναστηριού του Προφ. Ηλία και δημιουργήθηκαν από κατοίκους των Πουγκακίων. Εκτός από την κτηματική περιουσία το Μοναστήρι είχε και πάρα πολλά γιδοπρόβατα, άλογα, μουλάρια, νερόμυλους κ.λ.π. Το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία συμπαραστάθηκε στον αγώνα της Κλεφτουργιάς, τους παρείχε στέγη, άσυλο, τροφή και έγινε ο «προμαχώνας» των Κλεφτών – Οπλαρχηγών, μπροστά στην πορεία του Γιουσούφ Αράπη και των άλλων Τούρκων κατακτητών που έστειλε ο Αλή πασάς, να σταματήσουν την Εξέγερση των Στερεοελλαδιτών. Οι Κλέφτες και Οπλαρχηγοί της περιοχής περιφρόνησαν την αριθμητική υπεροχή των κατακτητών και τούς αντιμετώπισαν σε δύο ηρωικές μάχες στη θέση «Γραμμένη Οξυά» και στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Μετά τις μάχες αυτές το Μοναστήρι δέχθηκε την οργή του Γιουσούφ Αράπη και πνίγεται στις φλόγες (1794). Σύμφωνα με την παράδοση, εκτός από τους άλλους Κλέφτες και Οπλαρχηγούς, τρόφιμος ήταν και ο Τσάμ’(ης) Καλόγερος με το ασκέρι του, που έφθανε τα εβδομήντα παλληκάρια, ανάμεσα σ´αυτά διακρίνονταν ο Σκαλτσοδήμος και ο Αθανάσιος Διάκος. Επίσης, σύμφωνα με την παράδοση, ο Κοσμάς ο Αιτωλός στην προσπάθειά του να ιδρύσει όσο μπορούσε περισσότερα σχολεία, επισκέφθηκε το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία και προέτρεψε τον Ηγούμενο να εντείνει την προσπάθειά του, στη διδαχή των νέων της περιοχής, για να κρατηθεί άσβεστη η ελληνοχριστιανική φλόγα.