Πληροφορίες
Το Νέο Μοναστήρι είναι οικισμός της Στερεάς Ελλάδας στην Περιφερειακή Ενότητα Φθιώτιδας (πρώην επαρχία Δομοκού) και παλιότερα υπήρξε η έδρα του πρώην δήμου Θεσσαλιώτιδας.
Γενικά
Το Νέο Μοναστήρι βρίσκεται στα όρια με την Περιφέρεια Θεσσαλίας, στα νότια του Θεσσαλικού κάμπου, σε υψόμετρο 120 μέτρα ανάμεσα στα Φάρσαλα (ΒΑ.) και τον Δομοκό (Ν.). Απέχει περίπου 17 χλμ. από τον Δομοκό (έδρα του δήμου), 55 χλμ. Β.-ΒΔ. από τη Λαμία, 37 χλμ. Δ.-ΝΔ. από την Καρδίτσα και 57 χλμ. Ν.-ΝΔ. από τη Λάρισα. Οι κάτοικοι του στη μεγάλη πλειοψηφία τους είναι πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη). Έως το 1927 ονομαζόταν Τσιόμπα. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει 1.159 κατοίκους. Οι Μοναστηριώτες ήρθαν στην Ελλάδα το 1924 και μοιράστηκαν σε τέσσερα χωριά, το Νέο Μοναστήρι Φθιώτιδας, το Μεγάλο Μοναστήρι Λάρισας, το Μικρό Μοναστήρι Χαλκηδόνας (παλιά ονομασία "Ζορμπάς", γνωστό από τη συγγραφέα Πηνελόπη Δέλτα και το έργο Τα μυστικά του βάλτου) και τα Τρίκαλα Ημαθίας. θα πρέπει να σημειωθεί ότι ήρθαν διαδοχικά από το 1906 έως το 1924. Δείτε: Κοινότητα Νέου Μοναστηρίου
Ιστορία
Η πρώτη περίοδος (1924-1931)
Με μια μεγάλη εμπορική αμαξοστοιχία τον Απρίλιο του 1924 οι πρόσφυγες Μοναστηριώτες διέμειναν αρχικά σε σκηνές στον Σιδηροδρομικό Σταθμό Δομοκού. Με την βοήθεια του βουλευτή Φθιώτιδας Ευστάθιου Μαλαμίδα έφυγαν λίγους μήνες μετά για να εγκατασταθούν στο κτήμα Μπεκριλέρ το οποίο κατείχε ο τσιφλικάς Μαραθέας. Η εγκατάσταση αντιμετώπισε δυσκολίες, μιας και από τη μία ο τσιφλικάς αντέδρασε, και από την άλλη οι αρρώστιες έπληξαν τους νέους κατοίκους.
Η δεύτερη περίοδος (1931-1940)
Η περίοδος της σταθεροποίησης. Οι κάτοικοι πλέον μένουν στο παλιό χωριό Τζιόμπα, αφού οι παλιοί έφυγαν και πήγαν στην γειτονική Σοφιάδα. Ιδρύουν σχολείο, εκκλησία, άρχισαν να χτίζουν σπίτια και να μπαίνουν σε ρυθμό ανάπτυξης.
Η τρίτη περίοδος (1940-1953)
Ξεσπά ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, αρκετοί Νεομοναστηριώτες πολέμησαν και οκτώ άτομα σκοτώθηκαν στις μάχες του μετώπου. Στη συνέχεια το 1942 οι προστριβές με τον Μαραθέα συνεχίστηκαν. Οι κάτοικοι οργανώθηκαν και το χειμώνα του 42 έσπασαν τις αποθήκες του τσιφλικά και πήραν σιτάρι για να επιβιώσουν. Ο τσιφλικάς λίγους μήνες αργότερα, κάλεσε με αφορμή ότι του έκλεψαν κουκιά από τα χωράφια τον στρατό κατοχής. Οι Ιταλοί ήρθαν και αφού συνέλαβαν πολλούς Μοναστηριώτες τους έκλεισαν στο δημοτικό σχολείο και τους ξυλοκόπησαν. Την άλλη ημέρα τους έβγαλαν έναν έναν έξω και αφού τους έδερναν παρουσία ολόκληρου του χωριού τους εκτελούσαν. Έτσι εκτελέστηκαν εννιά Μοναστηριώτες και δύο διερχόμενοι. Ο ένας από την περιοχή των Φαρσάλων και ο άλλος από τον Αλμυρό. Αμέσως μετά έκαψαν σαράντα σπίτια. Στο σαρανταήμερο μνημόσυνο ο Άρης Βελουχιώτης με την πρώτη ομάδα του, περίπου δέκα αντάρτες, έκανε την πρώτη του επιχείρηση σκοτώνοντας τον τσιφλικά και παίρνοντας όμηρο το μικρό παιδί του, Γιώργο. Μετά από λίγες ημέρες ο Βελουχιώτης στέλνει επιστολή σε εφημερίδα των Αθηνών και ζητά 88 εκατομμύρια ως αποζημίωση των θυμάτων για την επιστροφή του μικρού Γιώργου. Τα χρήματα κατατέθηκαν, αλλά οι Μοναστηριώτες δεν τα έλαβαν ποτέ. Ο μικρός Γιώργος πέθανε κάτω από συνθήκες οι οποίες ακόμα δεν έχουν γίνει γνωστές τον Σεπτέμβριο 1942. Σαράντα εννιά Μοναστηριώτες πέθαναν στον εμφύλιο, και ο καταστροφικός σεισμός το 1953 γκρέμισε ολόκληρο το χωριό, με ένα μόνο θύμα.
Η τέταρτη περίοδος (1953-σήμερα)
Οι κάτοικοι μετά τον σεισμό άλλαξαν χωριό και ίδρυσαν το Νέο Μοναστήρι, στη σημερινή του θέση, πάνω στον οδικό άξονα Αθηνών-Θεσσαλονίκης.
Πληθυσμός
Οι απογραφές πληθυσμού μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο είναι:
Έθιμα και εκδηλώσεις
Ο χορός την Πρωτοχρονιά
Πολλές οι εκδηλώσεις που γίνονται στα πλαίσια της διατήρησης της πολιτιστικής παράδοσης, με κορυφαία την εκδήλωση της Πρωτοχρονιάς, όπου όλοι οι κάτοικοι πιασμένοι σε ένα κύκλο χορεύουν χορούς της Βόρειας Θράκης.
Το Κουρμπάνι
Το κουρμπάνι είναι παραδοσιακή εκδήλωση η οποία γιορτάζεται κάθε χρόνο την ημέρα της Αναλήψεως στο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Κουρμπάνι σημαίνει θυσία και σύμφωνα με τη παράδοση το έθιμο διατηρείται από την Ανατολική Ρωμυλία. Θυσιαζόταν ένα ελάφι και μετά γινόταν αγώνες πάλης. Κάποια χρονιά όμως δεν κατάφεραν να πιάσουν το ελάφι (που εμφανιζόταν πάντα θεόσταλτο σύμφωνα με τη παράδοση). Το έθιμο συνεχίστηκε με τον ερχομό των προσφύγων στην Ελλάδα μέχρι τον μεγάλο σεισμό του 1954 όπου και διακόπηκε για να ξανά ξεκινήσει το 1990. Μέχρι το 1998 τελούνταν στον ναό του Αγίου Γεωργίου όπου και γινόταν με προσφορές ζώων από τους κατοίκους. Το 1998 το έθιμο μεταφέρθηκε, ως το 2006, στην κεντρική πλατεία και πήρε μάλιστα ως έθιμο μεγάλες διαστάσεις αφού οι μερίδες που ετοιμάζονταν πλησίαζαν τις 3.000. Από το 2007 τελείται και πάλι στο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, με άφθονο δωρεάν φαγητό (πλιγούρι με κρέας) μαγειρεμένο μέσα σε μεγάλα καζάνια, κρασί και χορό με τοπικά παραδοσιακά τραγούδια.
Η Ρουμπάνα
Το έθιμο που η γέννηση του χάνεται στα βάθη των αιώνων ξεκινούσε από την Καθαρά Δευτέρα. Την Καθαρά Δευτέρα και τις επόμενες δύο ημέρες τα κορίτσια κρατούσαν νηστεία και στην συνέχεια την Τετάρτη πήγαιναν στην εκκλησία όπου κοινωνούσαν και ύστερα στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας γίνονταν ένα μεγάλο τραπέζι από τους γονείς των κοριτσιών με φαγητά. Το μενού περιείχε φασόλια, δαμάσκηνα με σύκα και σταφίδες. Τις ημέρες της νηστείας τα κορίτσια κοιμόντουσαν μαζί με κύριο μέλημα τους να κουβεντιάζουν για να εκλέξουν την Νούνα. Μετά από πολλές συζητήσεις εκλεγόταν η Νούνα η οποία ξεκινούσε μαζί με τις άλλες κοπέλες αμέσως της πρόβες των τραγουδιών και των χορών για να είναι έτοιμες για το Σάββατο του Λαζάρου. Το πρωί του Λαζάρου όλα ήταν έτοιμα και ξεκινούσαν γυρίζοντας, τραγουδώντας και χορεύοντας σχεδόν όλα τα σπίτια(δεν πήγαιναν όπου υπήρχε πένθος). Στο τέλος της ημέρας όλες μαζί πήγαιναν στην πλατεία του χωριού όπου δημόσια γίνονταν το «ξεζώνωμα» της Νούνας. Της αφαιρούσαν το ζωνάρι για να πέσουν τα χρήματα ή ο χαζνές όπως τον λέγανε και στην συνέχεια τα καταμετρούσαν δυνατά μαζί φυσικά με τα αυγά που είχαν μαζέψει. Αφού τελείωνε η μέτρηση, ο Αηγόρος (το αγόρι της Νούνας-απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει κάποια Νούνα) έσερνε την πρωτιά στον χορό συνοδευόμενος από την σάρτα του (παρέα του), και οδηγούσε τον χορό στο σπίτι της νούνας όπου και τους κερνούσαν. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι κατά την εξέλιξη του εθίμου όλη την ημέρα τα κορίτσια παρακολουθούνταν από απόσταση ασφαλείας από τον Αηγόρο και την παρέα του. Το τρίτο σκέλος του εθίμου γινόταν μετά το οικογενειακό πασχαλινό τραπέζι όπου στο σπίτι της Νούνας φιλεύονταν όλα τα κορίτσια και γινόταν οι μοιρασιά του χαζνέ. Σήμερα κάθε Σάββατο του Λαζάρου τα κορίτσια του χωριού αναβιώνουν αυτό το έθιμο. Ντύνονται με τις παραδοσιακές στολές (τις τσούκνες) τραγουδώντας και χορεύοντας σε κάθε σπίτι.
Αξιοθέατα
Πρόερνα
Ένα χιλιόμετρο από το χωριό, βρίσκεται το πλέον καλοδιατηρημένο κάστρο του 4ου-5ου π.Χ. αιώνα, η αρχαία Πρόερνα, κομμάτι του βασιλείου του ηρωικού Αχιλλέα. Στην περιοχή υπάρχουν 5 θέσεις ακόμα προϊστορικής σημασίας.
Στην τοπική κοινότητα Νέου Μοναστήριου, είναι προσβάσιμο και επισκέψιμο το Γυναικόκαστρο-αρχαία Ακρόπολη Πρόερνας, που παρουσιάζει μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Η Πρόερνα των ιστορικών χρόνων οικοδομήθηκε επάνω στα ερείπια παλαιοτέρων οικισμών, οι οποίοι αναπτύχθηκαν στο γήλοφο Ταψί. Το προελληνικό όνομα της πόλης προδίδει την αδιάσπαστη συνέχεια της κατοίκησης της θέσης από την εποχή του Χαλκού, γεγονός που σταδιακά επιβεβαιώνεται και από την αρχαιολογική έρευνα.
= Αρχαιολογικά στοιχεία
= Μέχρι στιγμής, οι πρωιμότερες ενδείξεις κατοίκησης χρονολογούνται στο τέλος της πρώιμης εποχής του Χαλκού (3.300-2.100 π.χ.). Ωστόσο, τα περισσότερα στοιχεία, οικοδομικά κατάλοιπα αλλά και τάφοι, προέρχονται από την ύστερη εποχή του Χαλκού ή μυκηναϊκή περίοδο (1.550-1.050 π.χ.). Στο τέλος της πρωτογεωμετρικής περιόδου (τέλος 10ου-αρχές 9ου αι. π.Χ.) χρονολογείται μικρός θολωτός τάφος, που βρέθηκε στη νότια κλιτή του γήλοφου. Οι επόμενοι οικισμοί τοποθετούνται στην ύστερη γεωμετρική (750-700 π.Χ.) και την πρώιμη αρχαϊκή περίοδο (7ος αι. π.Χ.). Πιθανώς από τον 9ο έως και τουλάχιστον τον 7ο αι. π.Χ. κατασκευαστήκαν στη θέση και ορισμένα μονόχρωμα αψιδωτά κτίσματα. Τα ανασκαφικά δεδομένα μαρτυρούν για την ακμή της Πρόερνας κυρίως κατά τον 4ο και τμήμα του 3ου αι. π.Χ. Εντούτοις, η αποκάλυψη, σε βραχώδεις ύψωμα στα νοτιοανατολικά της αρχαίας πόλης, τμήματος του ιερού της Δήμητρος Προερνίας αποδεικνύει ότι η πόλη των ιστορικών χρόνων άρχισε να διαμορφώνεται ήδη από τους ύστερους αρχαϊκούς χρόνους. Στο ιερό αυτό η παλαιότερη από τις δύο οικοδομικές φάσεις χρονολογείται στο τέλος του 6ου ή στην αρχή του 5ου αι. ενώ η δεύτερη στον 4ο αι. π. Χ. Η Πρόερνα τειχίστηκε εκ νέου κατά το τέλος του 4ου ή την αρχή του 3ου π.Χ. Η νεότερη αυτή οχύρωση, γνωστή σήμερα ως Γυναικόκαστρο, ιδρύθηκε σε βραχώδη απόληξη του Ναρθακίου όρους στα ΒΑ του σύγχρονου οικισμού του Νέου Μοναστηρίου. Μετά από την ίδρυση της σημαντικό μέρος της δραστηριότητας της πόλης θα πρέπει να μεταφέρθηκε εντός των τειχών. Η κατασκευή της οχύρωσης αυτής, η έκδοση νομίσματος στη διάρκεια του 3ου αι. π.Χ. και η συνέχιση της λειτουργίας του ιερού της Δήμητρος ως θεσμοφορίου έως και τον πρώιμο 2ο αι. π.Χ. τουλάχιστον, όπως τεκμηριώνει αναθηματική επιγραφή που βρέθηκε στο ιερό, αποδεικνύουν ότι η ζωή στην πόλη συνεχίστηκε καθ’ όλη την διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων. Από την ανασκαφική έρευνα προκύπτει ότι η θέση εξακολούθησε να κατοικείται για ένα διάστημα και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους αλλά σταδιακά ο οικισμός συρρικνώθηκε και εγκαταλείφθηκε. Επίσης, στην ίδια περιοχή έχουν αρχαιολογικό ενδιαφέρον, όπως προαναφέρθηκε, το Ιερόν της Δήμητρος (4ος π.Χ.), ο πρωτογεωμετρικός θολωτός τάφος, ο γήλοφος Ταψί (προϊστορικός συνοικισμός της Χαλκοκρατίας), καθώς και το αρχαιολογικό περίπτερο με ευρήματα των ανασκαφών.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ένα τμήμα της ακρόπολης Πρόερνας, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ανάδειξής της από το Υπουργείο Πολιτισμού και την αρμόδια Εφορία Προϊστορικών και κλασικών Αρχαιοτήτων, έχει παραδοθεί προς χρήση στους επισκέπτες και τους κατοίκους της περιοχής, ενώ παράλληλα έχει ξεκινήσει η προσπάθεια διαμόρφωσης και παράδοσης στο κοινό περισσοτέρων επισκέψιμων αρχαιολογικών χώρων της Φθιώτιδας. Ήδη, η ανάδειξη της ακρόπολης της Προέρνας έχει πραγματοποιηθεί από την ΙΔ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων Λαμίας, στο πλαίσιο του Γ' ΚΠΣ, με μεγάλη δαπάνη (580.000 €) και αποτελεί το μοναδικό επισκέψιμο και διαμορφωμένο με σύγχρονες προδιαγραφές αρχαιολογικό χώρο στον νομό Φθιώτιδας. Συγκεκριμένα το πρόγραμμα ανάδειξης και ανάπλασης επικεντρώθηκε στο νότιο τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου, περιλάμβανε αποψιλώσεις, καθαρισμούς και αποχωματώσεις για την πλήρη αποκάλυψη του τείχους, των πυλών και των πύργων του, στερεώσεις λίθων σε τμήματα που κινδύνευαν με κατάρρευση, κατασκευή περιπτέρου εισόδου, διαμόρφωση διαδρόμων περιήγησης και χώρων στάσης και θέασης, τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων, πλήρη τοπογραφική, σχεδιαστική και φωτογραφική τεκμηρίωση και ηλεκτροφωτισμό. Επίσης με τη συμβολή του πρώην δήμου Θεσσαλιώτιδας, βελτιώθηκε το οδικό δίκτυο και δημιουργήθηκε χώρος στάθμευσης. Με τον τρόπο αυτό ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να περιηγηθεί σε ένα μεγάλο τμήμα της ακρόπολης, να γνωρίσει της αρχές της αρχαίας οχυρωματικής, τα επιμέρους στοιχεία του αμυντικού έργου καθώς επίσης το ρόλο του και την ιστορία του, στο πλαίσιο της ιστορικής διαδρομής και της μνημειακής τοπογραφίας της αρχαίας Πρόερνας. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι στο χώρο διοργανώνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις (μουσικές ή θεατρικές παραστάσεις), σύνηθως τον Άυγουστο έκαστου έτους (μεγάλη πανσέληνο).
= Ταψί
= Το ταψί είναι ένας λόφος δίπλα στην εκκλησία του Νέου Μοναστηρίου. Πήρε το όνομά του από το χαρακτηριστικό σχήμα του που μοιάζει με ταψί. Γύρω από αυτόν τον λόφο έχουν βρεθεί πολλοί τάφοι της πρωτογεωμετρικής περιόδου αλλά και της κλασικής εποχής. Έχουν επίσης βρεθεί και κατοικίες της κλασικής εποχής.
= Κουτρουλού Μαγούλα
= Κοντά στο Νέο Μοναστήρι βρίσκεται και ο νεολιθικός οικισμός της Κουτρουλού Μαγούλας γνωστός για τα χαρακτηριστικά ειδώλια που έχουν βρεθεί στην τοποθεσία.
Τα ειδώλια της Κουτρουλού Μαγούλας αποτελούν μια ξεχωριστή κατηγορία ευρημάτων. Πάνω από 300 έχουν έρθει στο φως από την αρχή των ανασκαφών, δηλαδή από το 2001, κάποια ολόκληρα και κάποια θρυμματισμένα, μάλιστα τις περισσότερες φορές εσκεμμένα. «Πολλά ειδώλια είναι ξεκάθαρο ότι τα έσπαγαν επίτηδες, ένα φαινόμενο που συναντάται συχνά στις νεολιθικές θέσεις του βαλκανικού χώρου. Ως προς την ερμηνεία τους, υπάρχουν διάφορες ενδιαφέρουσες εξηγήσεις που παραπέμπουν όχι μόνο στη διακίνηση των θραυσμάτων, αλλά και σε πιθανές τελετές που γίνονταν στην κοινότητα. Πάντως, πέρα από τις διαδικασίες κοινωνικής συναναστροφής και ανταλλαγής, συμποσίων ή άλλων, το θραύσμα σε συνδέει και μνημονικά με τους ανθρώπους που ήσουν μαζί, καθώς και με την τελετή στην οποία συμμετείχες» εξηγεί ο κ. Χαμηλάκης. Ο ίδιος εξηγεί ότι μέχρι σήμερα δεν έχουμε θέσεις στην ελληνική νεολιθική που να έχουν δώσει τόσα πολλά ειδώλια. Πέρα όμως από την ποσότητα, σημαντική είναι και η ποικιλία των τύπων τους. «Εκτός από τους συνηθισμένους ανθρωπόμορφους τύπους, έχουμε και άλλους που δεν εντάσσονται εύκολα στους γνωστούς. Πολλά από τα ειδώλια συνδυάζουν ανθρώπινα και ζωόμορφα χαρακτηριστικά, μια υβριδική μορφή δηλαδή, όπως αυτή που συναντάμε σε τύπους με στοιχεία ανθρώπου και πουλιού, ενώ έχουμε και άλλους που αντιπροσωπεύουν φανταστικά όντα. Όλα αυτά είναι ενδιαφέροντα, γιατί δείχνουν ότι η ορολογία που συνήθως χρησιμοποιούμε για τα ανθρωπόμορφα ειδώλια είναι κάπως προβληματική, καθώς δεν περιλαμβάνει τύπους οι οποίοι δεν ανήκουν στην αναπαράσταση της ανθρώπινης μορφής» καταλήγει. Οι μελέτες και οι ανασκαφές στην Κουτρουλού Μαγούλα θα συνεχιστούν και μετά το 2020.
Πηγές
KOUTROULOU MAGOULA | ΚΟΥΤΡΟΥΛΟΥ ΜΑΓΟΥΛΑ: Πρόγραμμα Αρχαιολογίας & Αρχαιολογικής Εθνογραφίας. Τα κεραμικά σκεύη του Νεολιθικού οικισμού στην Κουτρουλού Μαγούλα Φθιώτιδας - Στέλλα Κατσαρού. Τα ξεχωριστά ειδώλια στην Κουτρουλού Μαγούλα από το ΑΠΕ-ΜΠΕ (Ελ. Μάρκου).