Πληροφορίες
Ο Τριπόταμος (παλαιότερη ονομασία Πετοράκ ) είναι χωριό του Δήμου Φλώρινας, βρισκόμενο βορειοανατολικά της πόλης της Φλώρινας, στο λεκανοπέδιο της Λυγκηστίδας.
Γεωγραφία - Περιβάλλον
Γεωγραφική θέση - Μορφολογία
Σε απόσταση 10 χλμ. και βορειοανατολικά της Φλώρινας βρίσκεται το χωριό Τριπόταμος. Είναι ένα μικρό χωριό στη μέση του Φλωρινιώτικου κάμπου (αρχαία Λυγκηστίδα). Το χωριό είναι χτισμένο στη δεξιά όχθη του ποταμού Σακουλέβα και ανάμεσα στις συμβολές του ρέματος Παλαίστρας και του Γεροπόταμου (ποταμός Μελίτης), με το Σακουλέβα. Η Τοπική Κοινότητα Τριποτάμου ορίζεται από τις τοπικές κοινότητες: βόρεια από τον Παπαγιάννη, νότια από την Παλαίστρα και το Αρμενοχώρι, δυτικά από το Αρμενοχώρι και ανατολικά από την Ιτέα. Το έδαφος του χωριού είναι ομαλό, εκτός από την περιοχή στα δυτικά, όπου βρίσκεται η λοφοσειρά που ξεκινάει από το Αρμενοχώρι με κατεύθυνση δυτικά - ανατολικά, φτάνει μέχρι την τοποθεσία Αργάτσι (Άσπρη Πέτρα και παλαιότερα Ποποζάν Τεπέ [Κορυφή Παπαγιάννη]) και μετά κατευθύνεται προς βορρά και καταλήγει βορειοδυτικά του Παπαγιάννη. Η συνολική έκταση των εδαφών που ανήκουν στην τοπική κοινότητα είναι 6.357 στρέμματα και η καλλιεργήσιμη 4.311 στρέμματα.
Υδατογραφία
Από το όνομα του χωριού καταλαβαίνει κανείς ότι από τα εδάφη του περνούν τρία ποτάμια. Αυτά είναι:
Σακουλέβας ή Στάρα Ρέκα (παλιό ρέμα). Είναι ποτάμι γνωστό από την αρχαιότητα με το όνομα Λύγκος, ενώ οι Τούρκοι το έλεγαν Καρασού (Μαύρο Ποτάμι). Πηγάζει κοντά στη Βίγλα Πισοδερίου, λίγο πιο πάνω από το χωριό Άλωνα. Ο Γεροπόταμος ή Σετίντσκα Ρέκα. Οι πηγές του βρίσκονται στη δυτική πλαγιά του όρους Βόρας (Καϊμάξελαν), ψηλότερα από το χωριό Σκοπός (Σέτινα) και το εγκαταλειμμένο χωριό Παπαδιά. Ρέει δίπλα στο χωριό, στην ανατολική και βόρεια πλευρά του. Ο Ποταμός Παλαίστρας ή Μπορέσκα Ρέκα. Πηγάζει κάπου ανάμεσα στη Σιταριά και την Κάτω Βεύη, ρέει συνεχώς βορειοδυτικά, περνάει δίπλα από το χωριό Παλαίστρα (Μπορέσνιτσα) και πριν φτάσει στον Τριπόταμο κατευθύνεται δυτικά και τελικά χύνεται στο Σακουλέβα. Τα τρία ποτάμια περιβάλλουν το χωριό και αφήνουν ένα άνοιγμα μόνο προς τα νοτιοανατολικά. Από τη διαμόρφωση του εδάφους φαίνεται ότι ο Σακουλέβας και ο Γεροπόταμος έχουν αλλάξει πολλές φορές κοίτη και ίσως κάποτε η συμβολή τους να γινόταν εκεί που σήμερα βρίσκεται το χωριό. Ακόμα, είναι πολύ πιθανό η περιοχή να ήταν λασπώδης ή και βάλτος. Αυτό μαρτυρεί και η ονομασία Βάρικο, μιας τοποθεσίας του χωριού που σημαίνει λασπότοπος, αλλά και τα πολλά επιφανειακά νερά που υπήρχαν στα λιβάδια. Οι ηλικιωμένοι του χωριού θυμούνται ότι τα ποτάμια συχνά ξεχείλιζαν και πλημμύριζαν το χωριό. Για να προστατευθούν από τις πλημμύρες έσκαβαν χαντάκια και έφτιαχναν μικρά αναχώματα, έχτιζαν τα σπίτια τους σε πιο ψηλά σημεία, αλλά πολλές φορές χωρίς να επιτυγχάνουν ουσιαστική προστασία. Έτσι σε μια πλημμύρα το 1935 έπεσαν τα σπίτια του Σταύρου Τόλκου (Ταλίδη), του Χρήστου Τόλκου και του Πέτκου Τζώγα (Ζιώγα). Άλλες μεγάλες πλημμύρες έγιναν το 1912, 1919, 1950 και το 1979. Το πρόβλημα λύθηκε σε μεγάλο βαθμό με την κατασκευή αναχωμάτων από την Υπηρεσία Εγγείων Βελτιώσεων το 1963 - 1964, αλλά και με τη διεύρυνση της κοίτης των ποταμών την οποία προκάλεσε η συνεχής αμμοληψία τις δεκαετίες του ‘60 και ιδιαίτερα του ‘70. Αν και τα νερά των ποταμών ήταν ορμητικά το χειμώνα και τις αρχές της άνοιξης, το καλοκαίρι, ιδιαίτερα σε περιόδους ανομβρίας, μετατρέπονταν σε ρυάκια και έτσι ελάχιστα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για άρδευση και μόνο για λαχανόκηπους. Η διάβαση των ποταμών το καλοκαίρι ήταν εύκολη. Το χειμώνα όμως γινόταν δύσκολη ως αδύνατη. Στο Σακουλέβα κατασκεύαζαν πεζογέφυρα από κορμούς και σανίδια πλάτους περίπου ενός μέτρου. Αυτή η πεζογέφυρα σχεδόν κάθε χρόνο παρασύρονταν από τα ορμητικά νερά του ποταμού και αμέσως όλοι μαζί οι χωρικοί άρχιζαν τη δουλειά για να την ξαναφτιάξουν. Αυτό συνέβαινε μέχρι το 1980 που κατασκευάστηκε η σημερινή τσιμεντένια γέφυρα και έδωσε οριστική λύση στο πρόβλημα. Στο Γεροπόταμο, στο δρόμο για τον Παπαγιάννη, η πρώτη γέφυρα, φτιαγμένη από σιδερένια υποστηλώματα και σανίδια, έγινε το 1950 και η σημερινή το 1961.
Κλίμα
Το κλίμα της περιοχής μπορεί να χαρακτηριστεί ηπειρωτικό με βαρείς χειμώνες και θερμοκρασίες που μπορεί να φτάσουν μέχρι -30 C και δροσερά σχετικά καλοκαίρια. Χαρακτηριστικά του χειμώνα είναι το χιόνι και η παγωνιά με ομίχλη (σινιάκι) που μπορεί να κρατήσει πολλές συνεχόμενες μέρες. Τα καλοκαίρια είναι θερμά και με περιόδους ξηρασίας, αλλά τα βράδια η θερμοκρασία πέφτει και η δροσερή ατμόσφαιρα είναι ευχάριστη. Επειδή ο κάμπος της Φλώρινας περιβάλλεται από βουνά και μόνο στα βόρεια προεκτείνεται και σχηματίζεται ο κάμπος της Πελαγονίας, οι άνεμοι που κυριαρχούν είναι βόρειοι που συμβάλλουν στις παγωνιές του χειμώνα.
Τοπωνύμια
Βάρικο: Σημαίνει λασπότοπος. Το χώμα της περιοχής είναι σκληρό και σβολιάζει εύκολα. Λιβάδια: Η περιοχή είχε πολλά επιφανειακά νερά και ήταν ιδανική για λιβάδια. Σήμερα εκεί βρίσκονται τα καλύτερα χωράφια του χωριού. Γκόριτσα: Σημαίνει ύψωμα ή βουνό άγονο. Πράγματι είναι σχετικά ξερή περιοχή και αμμουδερή. Γκόλα Λέϊκα: Θα λέγαμε ότι σημαίνει γυμνό κεφάλι. Είναι ένα μικρό ύψωμα χωρίς δέντρα. Λαγότητα: Ονομάστηκε έτσι από τους πολλούς λαγούς που υπήρχαν παλιότερα εκεί. Ζλάτι Ντόλ: Σημαίνει χρυσό ρέμα. Η άμμος του ποταμού γυάλιζε σα χρυσάφι και για αυτό ονομάστηκε έτσι. Στο Χρυσόρεμα παλιότερα έμπειροι κάτοικοι μάζευαν ψήγματα χρυσού από τις λάσπες του ποταμού. Το ποτάμι αυτό ήταν χρυσοφόρο και η περισυλλογή του χρυσού γινόταν στα αρχαία και ρωμαϊκά χρόνια κάπου στην Αχλάδα. Στράνατα: Σημαίνει πλαγιά και πρόκειται για την πλαγιά του λόφου δυτικά του χωριού. Ντάμπο: Πήρε το όνομά της η περιοχή από τη μεγάλη βελανιδιά που δέσποζε τριγύρω (νταπ = δρυς, βελανιδιά). Στάριτσα: Η περιοχή προς τον Παπαγιάννη, ίσως ονομάστηκε έτσι σαν παλιός κάμπος (στάρο=παλιό) μια που παλιότερα θεωρούνταν η πιο εύφορη περιοχή. Τάφος του Τόσκου: Ένα μικρό κομμάτι από τη Στάριτσα, όπου βρίσκεται θαμμένος ένας Τούρκος, ο Τόσκος (βλ. θρύλοι). Μετσκάριτσα: Σημαίνει αρκουδότοπος. Λέγεται ότι υπήρχε δάσος στη τοποθεσία αυτή και φοβόντουσαν να πλησιάσουν οι κάτοικοι επειδή ζούσε μια αρκούδα εκεί.
Ιστορικά στοιχεία
Παλαιότεροι Οικισμοί
Στην τοποθεσία Στράνατα έχουν βρεθεί ίχνη παλιού ρωμαϊκού οικισμού. Η κορυφή του υψώματος, η πλαγιά του λόφου και η περιοχή Ντάμπο είναι κατάσπαρτες από θραύσματα κεραμίδων και όστρακα ρωμαϊκής εποχής. Ακόμη βρίσκουμε πολλά κομμάτια από σκουριές σιδήρου που μαρτυρούν ανθρώπινη παρουσία πολλά χρόνια πριν, αλλά και χρήση και επεξεργασία μετάλλου. Τέλος, στην παλιά εκκλησία του Αγίου Γεωργίου μπορεί να δει κανείς πελεκημένες πέτρες από αρχαία κτίσματα και πέτρινες πλάκες από κιβωτιόσχημους τάφους, που είχαν μεταφερθεί παλαιότερα από τη Στράνατα. Η θέση του οικισμού θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν πολύ επίκαιρη. Είχε οπτική επαφή με όλες τις εισόδους του Φλωρινιώτικου κάμπου (Βεύη, Μελίτη, Φλάμπουρο, Υδρούσα, Φλώρινα, Άνω Κλεινές) και με τα παλιά φρούρια της περιοχής (Σκοπού, Άνω Κλεινών). Προς τον κάμπο της Πελαγονίας μπορούσε κανείς να ελέγξει οπτικά την περιοχή σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Απέναντι από το σημερινό γήπεδο, στην άλλη όχθη του ποταμού Σακουλέβα και βόρεια της τοποθεσίας Ντάμπο, σώζονταν μέχρι τις αρχές του αιώνα μας κάποιες καλύβες. Λέγεται για αυτές ότι ήταν καμίνια. Δυτικότερα και πιο ψηλά στο λόφο, σε ένα σημείο της τοποθεσίας Μπράνκοντολ διακρινόταν καθαρά ότι είχε σκαφτεί ο λόφος και είχε αφαιρεθεί αρκετό χώμα. Το πιο πιθανό είναι οι καλύβες αυτές να ήταν εργαστήρια κεραμοποιίας, αλλά οι σκουριές σιδήρου που έχουν βρεθεί εκεί δείχνουν ότι υπήρχαν και μικρά εργαστήρια επεξεργασίας μετάλλου. Κάποιοι λένε ότι είχαν ακούσει από γέρους που έχουν πεθάνει πριν χρόνια ότι εκεί υπήρχε οικισμός αλλά είναι άγνωστο πότε και ποιοι κατοικούσαν εκεί.
Ονομασία του χωριού
Το σύγχρονο όνομα του χωριού, Τριπόταμος, είναι προφανές ότι προήλθε από τα τρία ποτάμια που το περιβάλλουν. Η παλιά ονομασία του χωριού ήταν Πετοράκι ή Πετοράτσι. Οι ντόπιοι το έλεγαν Πετόρατσι, ενώ οι Τούρκοι και οι Σέρβοι Πέτορακ. Μια εκδοχή για την προέλευση του ονόματος αυτού είναι η εξής: Προέρχεται από τη μεσαιωνολατινική λέξη πετοράκουμ που σημαίνει λιβάδι. Στην Ιταλία στην επαρχία Ροβίγκο και δίπλα στις εκβολές του Πάδου, υπάρχει χωριό χτισμένο δίπλα στο ποτάμι που ονομάζεται «Πετοράτζα». Μια άλλη ερμηνεία είναι ότι προήλθε από τις σλαβικές λέξεις πετ που σημαίνει πέντε και οράτσι που σημαίνει αγρότες. Με την προφορά και των δύο λέξεων σαν μία προκύπτει το Πετοράτσι. Μπορεί ακόμη να προήλθε από τις τουρκικές λέξεις μπες ή πες που σημαίνει πέντε και ραντσπέρ που σημαίνει αγρότης.
Ιστορία
Το χωριό μνημονεύεται σε Οθωμανικά κατάστιχα από τον 15ο αιώνα. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου χρονολογείται από το 1839. Αν υποτεθεί ότι τότε έγιναν τα εγκαίνια της εκκλησίας, δηλαδή άρχισε να χτίζεται νωρίτερα, μπορούμε ναεξάγεται το συμπέρασμα ότι έγινε κάποια νέα εγκατάσταση μέσα στη δεκαετία του 1830 ή του 1820. Οι οικογένειες αυτές που ήρθαν στο χωριό τότε, οι εκτάσεις του οποίου τότε ήταν τσιφλίκι του Γιουσούφ Μπέη, σαν κολίγοι, πολύ πιθανόν να μεταφέρθηκαν από άλλο τσιφλίκι. Η παράδοση λέει ότι πρωτοεγκαταστάθηκαν στο χωριό πέντε οικογένειες. Μόνο εικασίες υπάρχουν για το ποιες ήταν αυτές, λέγεται όμως ότι η πρώτη οικογένεια ήταν αυτή του Αθανασίου Πέτκου (Μηλούση) η οποία ήρθε από την Υδρούσα. Αυτό είναι λογικό, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι ο Μπέης είχε επίσης τσιφλίκια στην Υδρούσα και την Άνω Υδρούσα και θα προτιμούσε στην καινούργια του ιδιοκτησία να έχει για επιστάτη ή υποτακτικό κάποιον που γνώριζε. Για τις υπόλοιπες οικογένειες δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς και με ποια σειρά εγκαταστάθηκαν στο χωριό. Είναι γνωστό όμως ότι ήρθαν από διαφορετικά μέρη: από το Μορίχοβο, τη Βεύη, τη Σκοπιά και το Σκοπό. Φαίνεται ότι η συνύπαρξη χριστιανών από τα διάφορα μέρη δεν ήταν προβληματική και αυτό γιατί τους ένωναν πολλά. Είχαν τον ίδιο αφέντη - δυνάστη τα ίδια κοινά προβλήματα, αλλά, το βασικότερο, είχαν κοινή θρησκεία. Έτσι από τα πρώτα τους μελήματα ήταν να συνεργαστούν και να χτίσουν την εκκλησία κάτι που δείχνει και βαθιά θρησκευτικότητα. Κρίνοντας από το μέγεθος του οικισμού και τον αριθμό των οικογενειών συμπεραίνεται ότι αυτός ήταν μικρός. Η θέση του ήταν, όπως άρεσε στους Τούρκους, κοντά σε ποτάμια, σε πεδινό, λασπώδες έδαφος, κοντά στα πιο γόνιμα χωράφια, σε απόσταση μικρότερη του ενός χιλιομέτρου από το δρόμο Φλώρινας - Μελίτης - Σκοπού. Ο οικισμός, όπως και ή ευρύτερη περιοχή του κάμπου ήταν μάλλον ασφαλής γιατί είχε εκκαθαριστεί από τους Αλβανούς ληστές στο τέλος του 18ου αρχές του 19ου αιώνα - ίσως ο Μπέης βοήθησε στην εκκαθάριση αυτή και σαν ανταμοιβή του παραχωρήθηκε το τσιφλίκι). Επίσης το χωριό βρισκόταν στη μέση του κάμπου και ήταν δύσκολη η διαφυγή και η ανεύρεση κρυψώνας σε περίπτωση που κάποιος ήταν κυνηγημένος. Τα σπίτια, εκτός από αυτά του Μπέη και των άλλων Τούρκων Αγάδων που ήταν φτιαγμένα από τούβλα και σοβατισμένα, ήταν πλινθόκτιστα. Το χτίσιμο των σπιτιών αναλάμβαναν Αλβανοί Γκέγκηδες, ενώ τα πλιθιά έφτιαχναν οι χριστιανοί κάτοικοι στις όχθες των ποταμών. Η δομή των σπιτιών ήταν απλή. Δύο δωμάτια τα οποία χώριζε ένας μικρός διάδρομος. Πολλές φορές χτιζόντουσαν το ένα δίπλα στο άλλο ή το ένα πίσω από το άλλο με εισόδους σε αντίθετες πλευρές και κοινό τοίχο. Αυτό γινόταν για λόγους οικονομίας αφού φτιαχνόταν κοινή σκεπή. Οι τοίχοι είχαν πάχος τουλάχιστον μισό μέτρο. Σταυλαχυρώνας και φούρνος ήταν πολλές φορές χτισμένα δίπλα και κολλητά στο σπίτι. Το αμπάρι ήταν συνήθως ξεχωριστή κατασκευή (όταν υπήρχε). Ρυμοτομικό σχέδιο φυσικά δεν υπήρχε. Τα χτίσματα ήταν ακανόνιστα και αυθαίρετα τοποθετημένα ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους, την επιθυμία του Μπέη ή όπως βόλευε τους χτίστες. Βρύσες στο χωριό δεν υπήρχαν, αλλά όλα τα σπίτια είχαν το καθένα δικό του πηγάδι με βάθος 4 ως 5 μέτρα. Το νερό ήταν πόσιμο, όμως το χρησιμοποιούσαν και για την άρδευση των κήπων. Οι Τούρκοι μάλλον δεν ζούσαν στο χωριό, αλλά προτιμούσαν το Μοναστήρι και τη Φλώρινα. Ο Ισμαήλ αγάς ήταν αστός του Μοναστηρίου, ενώ ο Γιουσούφ μπέης δικαστικός. Φυσικά δεν αδιαφορούσαν οι Τούρκοι για τα τσιφλίκια τους: Όριζαν κάποιον από τους κατοίκους για επιστάτη κι αυτός τους ενημέρωνε για οτιδήποτε έκτακτο, ή μη, συνέβαινε. Έκαναν συχνές επισκέψεις στα τσιφλίκια τους και μόνο τους θερινούς μήνες έμεναν εκεί. Τα χωράφια, τα σπίτια, τα ζώα, ακόμα και οι χριστιανοί κάτοικοι, θεωρούνταν ιδιοκτησία του Αγά ή του Μπέη, στον οποίο δούλευαν. Αυτό άλλαξε μετά το 1856, όταν με φιρμάνι του Σουλτάνου, αναγνωρίστηκε πλήρης ισότητα όλων των υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ανεξάρτητα από τη φυλή και τη θρησκεία τους (Χαττ Ι Χουμαγιούν). Η διοικητική αυτή μεταρρύθμιση, μάλλον δεν έγινε αισθητή στον τόπο μας. Οι Τούρκοι τσιφλικούχοι συνέχιζαν να μεταχειρίζονται τους καλλιεργητές τους σαν σκλάβους. Δεν τους πλήρωναν και στο τέλος του χρόνου, όχι μόνο δεν έπαιρναν τα ανάλογο μερίδιο της σοδειάς που δικαιούνταν, αλλά ούτε και το μισθό τους. Με αποτέλεσμα να εργάζονται σαν δουλοπάροικοι. Θυμούνται οι γεροντότεροι, από διηγήσεις παλαιότερων, ότι μεταφέρονταν χριστιανοί από το ένα τσιφλίκι στο άλλο (Τριπόταμος - Υδρούσα), για να βοηθήσουν στο θερισμό. Επίσης, ότι για το θέρος έρχονταν και δούλευαν Γκέγκηδες και ότι αυτοί έφεραν δρεπάνια μεγαλύτερα σε μέγεθος, τα οποία εδώ δεν χρησιμοποιούνταν παλαιότερα. Αφού τελείωνε ο αλωνισμός, οι εργάτες φόρτωναν τα κάρα και οι επιστάτες ξεκινούσαν πριν ξημερώσει να μεταφέρουν το γέννημα στα αμπάρια των μπέηδων στο Μοναστήρι και τη Φλώρινα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ζωή ήταν πολύ δύσκολη, λιτή και φτωχική. Έτσι οι άντρες άρχισαν να ξενιτεύονται στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, τη Μικρά Ασία και αργότερα, μετά το 1887, αλλά περισσότερο μετά το 1904, στην Αμερική. Δεν ξέρουμε αν κάποιοι από τους ξενιτεμένους έμειναν τότε στις χώρες αυτές, εκτός από τον Αλέκο Στεπάνη (Στεφανίδη), ο οποίος μετά από περιπλανήσεις κατέληξε σιδηροδρομικός υπάλληλος στη Σμύρνη. Με την καταστροφή το ‘22 πέρασε με την οικογένειά του στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Μετά την επιστροφή τους από την ξενιτιά και έχοντας εξοικονομήσει λίγα χρήματα, άρχισαν να αγοράζουν χωράφια, ενώ αυτοί που έμεναν στο χωριό δούλευαν σαν επιστάτες των Τούρκων και κατάφεραν κι αυτοί να τους παραχωρηθούν μερικά στρέμματα. Έτσι, μετά την απελευθέρωση το 1912 αρκετές οικογένειες κατείχαν ιδιόκτητα χωράφια. Μετά το 1900, με τη δράση των αντάρτικων ομάδων και τον Μακεδονικό Αγώνα, οι κάτοικοι ξεθάρρεψαν κι άρχισαν να μη φοβούνται τους Τούρκους. Αυτό δείχνει και το ακόλουθο περιστατικό όπως το διηγείται απόγονος ενός από τους πρωταγωνιστές: Μπροστά από το σπίτι του Χρήστου Παπά αλώνιζαν σιτάρι. Ο αγάς είχε στείλει το μικρό γιο του να επιβλέπει. Ο μικρός όμως είχε το μυαλό του στο παιχνίδι και δεν πρόσεχε ότι τον κλέβουν. Μόλις ο αγάς κατάλαβε τι γίνεται, πήγε κι άρχισε να χτυπάει το γιο του. Αγρίεψε τότε ο Χρήστος κι άρχισε αυτός να χτυπάει τον αγά βρίζοντάς τον. Φεύγοντας ο Τούρκος συνάντησε στο δρόμο το Γιώργο Δουγιάκη ο οποίος τον ρώτησε τι έγινε. Τότε ο αγάς του εξιστόρησε τα γεγονότα και πως τον έδειρε ο Χρήστος επειδή χτύπαγε το γιο του. Αντί για άλλη απάντηση, ο Γιώργης έδειρε με τη σειρά του και αυτός τον Τούρκο αγά και του είπε: "Καλά σου έκανε". Το επεισόδιο έμεινε χωρίς συνέχεια, πιθανότατα επειδή ο αγάς φοβήθηκε την αντίδραση των άλλων κατοίκων και των ανταρτών. Για την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα δεν έχουμε στοιχεία και οι μαρτυρίες είναι αόριστες και ασαφείς. Πιθανόν να υπήρχε κάποια κίνηση, η οποία όμως δεν καταγράφηκε από κανέναν από τους κατοίκους - πρωταγωνιστές, αλλά ούτε και σε κάποια επίσημη έκθεση. Την εποχή εκείνη η και ίσως λίγο αργότερα κάποιες οικογένειες έφυγαν από το χωριό και εγκαταστάθηκαν στον Παπαγιάννη και την Ιτιά. Αυτές ήταν: Βέρτκα στην Ιτέα, Ρούση ή Ρουσίδη, Ραπασάνη, Μητάνη, Τόλκου στον Παπαγιάννη. Στον απελευθερωτικό αγώνα του 1912, φαίνεται ότι ο Τριπόταμος ήταν διεκδικούμενη περιοχή και από τους δύο σύμμαχους στρατούς, Σέρβικο και Ελληνικό. Σύμφωνα με τον Τραϊανό Στεφανίδη, από διηγήσεις του πατέρα του, το Νοέμβριο του 1912 το χωριό καταλήφθηκε από τους Σέρβους, όπως και ο Παπαγιάννης και η μισή Ιτέα. Στα πρακτικά της μικτής Ελληνοσερβικής επιτροπής για τη χάραξη των συνόρων, Μοναστήρι 6 - 11 Ιανουαρίου 1913, αναφέρεται ότι οι Σέρβοι ζητούσαν τα σύνορα να περνάνε νότια των χωριών Ιτέα (παλιό όνομα Βέρμπιανη) και Παπαγιάννη (παλιό όνομα Βακούφκιοϊ). Με την τελική χάραξη των συνόρων, το καλοκαίρι του 1913, ο Τριπόταμος περιήλθε οριστικά στο Ελληνικό κράτος. Οι Τούρκοι του χωριού δεν έφυγαν αμέσως, διατήρησαν την κυριότητα των χωραφιών τους, αλλά υποχρεώθηκαν πλέον να νοικιάζουν τα χωράφια με συμβόλαια και με πιο ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες. Άρχισαν να οργανώνονται οι αρχές και η ζωή να παίρνει καινούργιο ρυθμό. Δεν κράτησε πολύ η ησυχία και το 1916 νέα δοκιμασία: Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Επί ένα μήνα το χωριό είχε καταληφθεί από τους Βούλγαρους. Χαρακώματα από εκείνη την περίοδο σώζονται ακόμα στο λόφο δυτικά του χωριού. Τα Βουλγάρικα χαρακώματα κατέβαιναν από το λόφο, περνούσαν από τον αυλόγυρο της εκκλησίας και προχωρούσαν βορειοανατολικά δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή, μέχρι το εκκλησάκι και μετά προς το λόφο της Ιτέας. Τα συμμαχικά (Σερβογαλλικά) χαρακώματα ακολουθούσαν την πορεία του δρόμου Αρμενοχώρι - Μελίτη, στην τοποθεσία Γκόριτσα. Οι κάτοικοι αυτό το διάστημα είχαν όλοι εγκαταλείψει το χωριό και μόνο ο Μηνάς Τζώγας έμεινε σε αυτό και διηγήθηκε στους άλλους τι συνέβη. Έγινε τότε φοβερή μάχη σώμα με σώμα, με πολλούς νεκρούς. Για πολλά χρόνια μετά, στα χωράφια όπου θάφτηκαν οι νεκροί (στη περιοχή ανάμεσα στο εκκλησάκι της Ιτιάς μέχρι τη σιδηροδρομική γέφυρα), στη διάρκεια γεωργικών εργασιών βρίσκονταν κόκαλα, παπούτσια, πορτοφόλια και άλλα αντικείμενα των νεκρών. Το 1917 επιστρατεύθηκαν οι Ηλίας Παπάς, Ιωάννης Τζώγας, Κώστας Παπάς, Γιώργος Τόλκος, Γιώργος Σακουλέβας, Δημήτρης Τζώγας και Στέφανος Στεπάνης, οι οποίοι απολύθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου. Το 1919 και πάλι συμμετοχή του Τριποτάμου στη Μικρασιατική Εκστρατεία με τους Παύλο Παπά, Αλέκο Κουσμάνη, Σπύρο Τόλκο, Κώστα Μητάνη και Δημήτρη Παπά, ο οποίος και σκοτώθηκε. Από το 1923 αρχίζει η αποχώρηση των Τούρκων, τα χωράφια τους, όσα δεν πρόλαβαν να πουλήσουν, δεσμεύτηκαν και θεωρήθηκαν ανταλλάξιμα, εκτός από εκείνα του Ισμαήλ που κατάφερε να τα κρατήσει και να τα πουλήσει αργότερα στη δεκαετία του ’50. Το 1923 - 1924 εγκαταστάθηκε στο χωριό ο παπα-Σωτήρης Γώγος με τους δυο γιους του από το Πληκάτι της Κόνιτσας. Το 1924 γίνεται η εγκατάσταση των προσφύγων από τον Πόντο και συγκεκριμένα από το χωριό Σαράφ του Καρς. Το 1926 ολοκληρώνεται η εγκατάσταση προσφύγων με 6 οικογένειες από την περιοχή της Κορυτσάς της Βορείου Ηπείρου. Στην προσαρμογή των νεοφερμένων οικογενειών δεν υπήρξαν αξεπέραστες δυσκολίες και δεν υπήρχαν, πέρα από κάποια φραστικά επεισόδια, συγκρούσεις των γηγενών με τους πρόσφυγες. Το 1928 έγινε η διανομή των χωραφιών και το 1932 η οριστική διανομή τίτλων ιδιοκτησίας των οικοπέδων. Το 1940 το χωριό συμμετέχει στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και στην άμυνα κατά της Γερμανικής εισβολής με νεκρούς τους Κωνσταντίνο Ζιώγα και Τραϊανό Κύρκο. Επίσης σημαντική ήταν και η συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση κατά των Γερμανών.
= Εγκατάσταση προσφύγων του Πόντου
=
Ιστορικά στοιχεία Ποντίων του Τριποτάμου
Η πορεία των Ποντίων του Τριποτάμου είναι δύσκολο έως αδύνατο να ανιχνευθεί στα χρόνια πριν το 1800. Προσεχτική μελέτη όμως της ιστορίας του Οθωμανικού κράτους, καθώς και της γενικότερης κατάστασης στον Πόντο μπορεί να δώσει χρήσιμες πληροφορίες για την πορεία αυτή. Οι Ελληνικοί πληθυσμοί του Πόντου στα βίαια μέτρα και τις διώξεις των Οθωμανών αντιδρούσαν με τους παρακάτω τρόπους:
γίνονταν Κρυπτοχριστιανοί κατέφευγαν στους ορεινούς όγκους σε οικισμούς και χωριά γύρω από τα μεγάλα μοναστήρια (Παναγία Σουμελά, Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτας, Άγιος Ιωάννης Βαζελώνος, κ.α.) έφευγαν ως μετανάστες στο εξωτερικό εξισλαμίζονταν. Οι Πόντιοι του Τριποτάμου έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά που οδηγούν στον τρόπο τον οποίο διάλεξαν για να αποφύγουν τον εξισλαμισμό, τηνΤουρκική τρομοκρατία και καταπίεση:
γνώριζαν μονάχα την ποντιακή διάλεκτο και την τουρκική γλώσσα όσο αυτή τους ήταν απαραίτητη για τις συναλλαγές, σε καμιά οικογένεια δεν υπήρξε διπλό όνομα ή τουρκικό όνομα, χαρακτηριστικό των Κρυπτοχριστιανών ή των εξωμοτών, ως το 1920 που έρχονται στην Ελλάδα αποτελούν μια συμπαγή ενότητα, χωρίς να έχουν μετανάστες προς άλλες χώρες του Ευξείνου Πόντου, στο Κυβερνείο του Καρς κατοίκησαν σε ορεινό μέρος, ήταν στην πλειοψηφία τους κτηνοτρόφοι. Από τα παραπάνω συμπεραίνεται πως διάλεξαν, οι πρόγονοι των σημερινών Τριποταμιωτών Ποντίων, να καταφύγουν στους ορεινούς όγκους νότια της Τραπεζούντας για να αποφύγουν τους εξισλαμισμούς, πράγμα που βεβαίωναν και οι γεροντότεροι που πέθαναν πριν το 1930, καθώς και οι βιβλιογραφικές αναφορές. Έχει παραδοθεί προφορικά πως αρχική κοιτίδα των προγόνων τους ήταν το Αλάγιον ή Αλαγιούν, όρος που στα μεσαιωνικά ελληνικά σημαίνει περιοχή κοντά στη θάλασσα. Πιθανόν να πρόκειται για παραθαλάσσιο οικισμό, από τον οποίο μετά το 1461 μετακινούνται νοτιότερα, προς τις δύσβατες πλαγιές των ποντιακών βουνών, νότια της Τραπεζούντας, ανάμεσα στη Σάντα, τη Ματσούκα και την Κρώμνη. Ως το 1856 ζούσαν σε δύσβατα όρη διατηρώντας την ελληνική συνείδησή τους και τη χριστιανική θρησκεία. Επιβίωναν φτωχικά με την κτηνοτροφία. Άλλωστε ο αποκλεισμός τους από τους εμπορικούς δρόμους και το ορεινό έδαφος των οικισμών, δεν τους επέτρεπαν να αναπτύξουν άλλες δραστηριότητες πέρα από την κτηνοτροφία και την περιορισμένη γεωργία. Η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί απ’ τις πρακτικές του Οθωμανικού κράτους στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν αφόρητη για τους κατοίκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πολλές εθνότητες επαναστάτησαν διεκδικώντας την ανεξαρτησία τους. Οι μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) πίεζαν τους σουλτάνους να πάρουν μέτρα ευνοϊκότερα για τους λαούς της αυτοκρατορίας. Έτσι το 1839 ο σουλτάνος Μετζίτ Α’ υπογράφει το Χάττι Σερίφ και το 1856 το Χαττ Ι Χουμαγιούν. Οι μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν στη λειτουργία του κράτους ήταν ευνοϊκές για τους πληθυσμούς της αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα γι' αυτούς που ως τότε (1856) κατοικούσαν σε ορεινούς οικισμούς. Έτσι το 1856 οι πρόγονοι των σημερινών Ποντίων του Τριποτάμου κατεβαίνουν από τους ορεινούς οικισμούς τους και κατοικούν στο Κελεχπούρ. Το χωριό βρίσκονταν στις νότιες πλαγιές ενός βουνού νοτιοανατολικά της Αργυρούπολης και μπροστά στο χωριό ανοίγονταν η πεδιάδα της Παϊπούρτης, μέσα από την οποία περνούσε ο ποταμός Κους Μασά. Στον Καζά (διοικητική υποδιαίρεση) που υπάγονταν το Κελεχπούρ υπήρχαν κι άλλα χωριά στα οποία κατοικούσαν Πόντιοι. Το Κελεχπούρ ήταν το μεγαλύτερο με 150 σπίτια. Σ’ αυτά κατοικούσαν 350 Έλληνες, 150 Κρωμιώτες (Κρυπτοχριστιανοί) και 250 Οθωμανοί. Στο χωριό υπήρχε μονοτάξιο Δημοτικό σχολείο. Οι ασχολίες των κατοίκων ήταν: κτηνοτροφία, γεωργία και υλοτομία. Πολλοί από τους κατοίκους εμπορεύονταν ξυλεία και γαλακτοκομικά προϊόντα στις γύρω πόλεις. Οι κάτοικοι ζούσαν ειρηνικά και προσπαθούσαν να χτίσουν μια καινούργια ζωή. Το χωριό αυτό ήταν η σωτηρία τους, αφού εδώ τους δίνονταν η ευκαιρία να ζήσουν πιο άνετα. Αυτή η σωτηρία, όμως, κράτησε μόνο 25 χρόνια.
Στο δρόμο προς τον Καύκασο
Η μοίρα των Ποντίων που κατοικούσαν στις νότιες μεσογειακές περιοχές ήταν δεμένη με την έκβαση των Ρωσοτουρκικών πολέμων. Οι Πόντιοι, ως ομόθρησκοι, ήταν φιλικά προσκείμενοι προς τους Ρώσους. Κάθε φορά που τελείωνε ένας Ρωσοτουρκικός πόλεμος, οι Τούρκοι έκαναν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο νότιο Πόντο, ωθώντας τους Πόντιους προς τη νότια Ρωσία και τα βορειοανατολικά παράλια του Ευξείνου Πόντου. Το 1828 - 29 μετά το τέλος του Ρωσοτουρκικού πολέμου κύμα Ποντίων εγκαταλείπει τον Πόντο και κατευθύνεται στις περιοχές του Καυκάσου. Το 1856 με το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου και πάλι πολλοί Πόντιοι καταφεύγουν στα παράλια του Ευξείνου Πόντου. Στα χρόνια 1877 - 78 ο Ρωσικός στρατός προέλασε στις νότιες περιοχές της Τραπεζούντας. Όμως το Μάρτιο του 1878 με τη συνθήκη του Βερολίνου οι περιοχές αυτές δίνονται στους Τούρκους, ενώ οι Ρώσοι καταλαμβάνουν και κρατούν το Κυβερνείο του Καρς. Συνέπεια της συνθήκης ήταν να εγκαταλείψουν τον Πόντο 100.000 Έλληνες, μέσα στους οποίους και οι πρόγονοι των σημερινών Ποντίων του Τριποτάμου, και να εγκατασταθούν στη Ρωσία και άλλες περιοχές γύρω από το όρος Καύκασος. Κατά την 10ήμερη πορεία τους προς το Καρς, το 1881, πολλοί πέθαναν. Μετά από 400 χιλιόμετρα οδοιπορίας όσοι κατάφεραν να σωθούν διασκορπίστηκαν σε ολόκληρη την περιοχή του Καυκάσου. Περίπου 35.000 άτομα εγκαταστάθηκαν στο Κυβερνείο του Καρς.
Κυβερνείο Καρς - Σαράφ
Ένα μέρος των προσφύγων κατευθύνθηκε βορειοδυτικά, στην περιοχή της Κιόλιας (Γκιόλιας) του Κυβερνείου Καρς, το οποίο ανήκε στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Εκεί εγκαταστάθηκαν σε 13 χωριά, με αμιγή ελληνικό πληθυσμό. Συνολικά το Κυβερνείο είχε 80 ελληνικά χωριά. Οι κάτοικοι του Κελεχπούρ ερχόμενοι στην υποδιοίκηση της Κιόλιας κατοίκησαν στα χωριά: Σαράφ (το Σ προφέρεται παχύ συριστικό), Μερτινίκ, Σαλούτ, Γκιουλεπέρτ και Μουζαρέτ. Η περιοχή της Κιόλιας είχε μέσο υψόμετρο 2000 μέτρα, κλίμα ηπειρωτικό με μεγάλους χειμώνες και σύντομα καλοκαίρια. Υπήρχε μια ομαλή έκταση μέσα από την οποία έρρεαν ποτάμια και την οποία οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν ως λιβάδια. Βουνά με μεγάλο υψόμετρο (3000 μέτρα) υψώνονταν γύρω από τα 13 χωριά. Μια συμπαγής ομάδα προσφύγων εγκαταστάθηκε στο χωριό Σαράφ, που πήρε το όνομά του από τον Τούρκο ιδιοκτήτη της έκτασης αυτής. Ο οικισμός χτίστηκε από τους ίδιους τους πρόσφυγες. Βρίσκονταν στην ανατολική πλαγιά ενός λόφου. Μπροστά από το χωριό περνούσε η επαρχιακή οδός Καρς - Αρνταχάν και λίγο πιο πέρα ο ποταμός Αράπαλη. Στο χωριό εγκαταστάθηκαν 417 κάτοικοι το 1881-1882. Όταν εγκατέλειψαν το χωριό το 1919 ήταν 750 περίπου άτομα. Η εκκλησία του χωριού, Άγιος Γεώργιος, ήταν χτισμένη πάνω από το χωριό και κοντά της το νεκροταφείο. Μπροστά και λίγο πιο κάτω από την εκκλησία ήταν το σχολείο, στο οποίο δίδασκαν δύο δάσκαλοι. Η γη ανήκε στην κοινότητα και γίνονταν κατανομή της κάθε 7 χρόνια, ανάλογα με τα μέλη κάθε οικογένειας. Βέβαια η γη δεν ήταν εύφορη, γι’ αυτό η κύρια απασχόληση των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία. Επίσης υλοτομούσαν από τα γύρω δάση για να καλύψουν τις ανάγκες σε καύσιμη ύλη, αλλά και να ανταλλάξουν την ξυλεία με είδη πρώτης ανάγκης στο Καρς και το Αρνταχάν. Η αρχιτεκτονική των σπιτιών ήταν προσαρμοσμένη στις συνθήκες της περιοχής και τις ανάγκες των κατοίκων. Τα σπίτια ήταν χτισμένα στην κατωφέρεια του λόφου, με τέτοιο τρόπο, ώστε ο πίσω τοίχος του σπιτιού να είναι μέσα στο χώμα καθώς και οι πλαϊνοί τοίχοι ως το μισό της επιφάνειάς τους. Βασικό υλικό για την οικοδόμηση ήταν η πέτρα,το ξύλο και η λάσπη. Οι τοίχοι είχαν πάχος ένα μέτρο και ύψος τέσσερα μέτρα. Στην πρόσοψη του σπιτιού υπήρχαν μικρά παράθυρα. Η στέγη του σπιτιού ήταν χωμάτινη με πάχος ένα μέτρο. Υπήρχαν κενά στη στέγη ('ρδανία) που χρησίμευαν για να φωτίζεται ο εσωτερικός χώρος του σπιτιού. Μπαίνοντας στο σπίτι υπήρχε το χαγιάτι (αγιάτ') στο οποίο γίνονταν όλες οι δουλειές του σπιτιού. Πιο μέσα ήταν το υπνοδωμάτιο και ένας ιδιαίτερος χώρος για την υποδοχή των επισκεπτών που έρχονταν για νυχτέρι (παρακάθ'). Στο πίσω μέρος του σπιτιού ήταν ένα μικρό σκοτεινό δωμάτιο (κελάρ') για την συντήρηση των τροφίμων που παρασκευάζονταν στο σπίτι. Επίσης στο πίσω μέρος ήταν και ο στάβλος. Αχυρώνες δεν υπήρχαν. Το άχυρο και το χορτάρι στοιβάζονταν σε θημωνιές στην αυλή του σπιτιού και σκεπάζονταν με φύλλα φτέρης. Το χιόνι και η παγωνιά σχημάτιζαν μια συμπαγή κρούστα στην επιφάνεια της θημωνιάς, έτσι ώστε το χορτάρι να παραμένει αναλλοίωτο όλο το χειμώνα. Στην αυλή τοποθετούνταν και τα ξύλα που θα χρησίμευαν ως καύσιμη ύλη για το μακρύ χειμώνα. Το Σαράφ απείχε 47 χιλιόμετρα απ’ το Αρνταχάν και 70 περίπου απ’ το Καρς. Οι κάτοικοι του χωριού πήγαιναν στις πόλεις αυτές για να πουλήσουν την ξυλεία που υλοτομούσαν από τα πλούσια δάση και να αγοράσουν σιτάρι, ρύζι, λάδι, ρουχισμό, κ.α. Όσοι από τους κατοίκους είχαν μεγάλη παραγωγή σε γαλακτοκομικά προϊόντα τα πωλούσαν στα γύρω χωριά και στις πόλεις. Μέσα συγκοινωνίας και μεταφοράς ήταν τα μεγάλα κάρα με δύο ή τέσσερα βουβάλια και τα δίτροχα κάρα (φουργούνια) με ένα άλογο με τα οποία πήγαιναν σε γάμους, πανηγύρια, κ.α. Πολλοί άντρες συνήθιζαν να έχουν ένα άλογο αποκλειστικά για ιππασία. Το χειμώνα χρησιμοποιούσαν έλκηθρα (σάγκες). Η ψυχαγωγία των κατοίκων το χειμώνα ήταν τα νυχτέρια. Μαζεύονταν στα σπίτια και συζητούσαν για διάφορα θέματα ή γελούσαν λέγοντας εύθυμες ιστορίες. Τα καλοκαίρια όταν είχαν ελεύθερο χρόνο επισκέπτονταν συγγενείς σε κοντινά χωριά. Τα παιδιά βοηθούσαν σε όλες τις δουλειές και τις ελεύθερες ώρες τους έπαιζαν. Το μοναδικό κατάστημα του Σαράφ ήταν ένα παντοπωλείο που κάλυπτε κάποιες μικρές ανάγκες των κατοίκων. Κύρια απασχόληση ήταν η κτηνοτροφία. Όλο το χειμώνα τα ζωντανά έμεναν κλεισμένα στο στάβλο και τρέφονταν από τα χόρτα που είχαν μαζέψει οι ιδιοκτήτες τους το καλοκαίρι. Την άνοιξη όταν έλιωναν τα χιόνια τα ζωντανά βοσκούσαν στα βοσκοτόπια που απλώνονταν μπροστά από το χωριό. Το χόρτο θέριευε και έφτανε σε ύψος το ενάμισι μέτρο. Τους θερινούς μήνες οι κτηνοτρόφοι ανέβαιναν σε πιο ψηλά οροπέδια (παρχάρια) και έμεναν εκεί ως τα μέσα του Αύγουστου που άρχιζαν τα αλώνια. Ο αλωνισμός έπρεπε να γίνει σύντομα γιατί από το Σεπτέμβρη έπεφτε δριμύ ψύχος. Στα χωράφια ευδοκιμούσαν το κριθάρι και ελάχιστα κηπευτικά. Το σχολείο είχε δύο δασκάλους και σε αυτό φοιτούσαν αγόρια και λίγα κορίτσια. Η αγροτική ζωή δεν επέτρεπε στα παιδιά να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Ορισμένοι κατάφεραν να γίνουν δάσκαλοι και άλλοι να υπηρετήσουν ως αξιωματικοί στο ρωσικό στρατό. Λίγο πιο έξω από το χωριό υπήρχε σταθμός συγκέντρωσης γάλακτος (ζαβότ). Σε όλο το Κυβερνείο του Καρς υπήρχαν τέτοιοι σταθμοί που συγκέντρωναν το γάλα και κατόπιν το έκαναν γραβιέρα. Η εταιρεία ήταν ιδιοκτησία Γερμανών που είχαν έρθει από την Τιφλίδα. Στα μέρη του Κυβερνείου παρά την ασφάλεια που παρείχαν τα ρωσικά στρατεύματα, συχνά οι Κούρδοι και οι Τούρκοι λήστευαν, λεηλατούσαν και σκότωναν τους χριστιανούς (Έλληνες και Αρμένιους). Το κλίμα αυτό της τρομοκρατίας έγινε εντονότερο από το 1914 και μετά που ξέσπασε ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος. Την ίδια περίοδο ο Τουρκικός στρατός έμπαινε στα εδάφη του Κυβερνείου από το νότο. Οι Πόντιοι του Κυβερνείου (70.000 άτομα) ανταριάστηκαν αφού είδαν την ιστορία να επαναλαμβάνεται για μια ακόμη φορά. Η ειρηνική περίοδος (1878 - 1919) είχε τελειώσει και οι Πόντιοι έπαιρναν για μια ακόμη φορά τους δρόμους της προσφυγιάς.
Στο δρόμο προς την Ελλάδα
Το Μάρτιο του 1918 υπογράφεται η συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ σύμφωνα με τους όρους της οποίας τα εδάφη του Κυβερνείου του Καρς έπρεπε να δοθούν στην Τουρκία και ταυτόχρονα να αποχωρήσουν οι Ρώσοι, όπως και πριν από το 1878. Χιλιάδες Πόντιοι ξεριζώνονται και καταφεύγουν στη γειτονική Γεωργία, τη νότια Ρωσία και την Ελλάδα. Οι κάτοικοι του Σαράφ αντιλαμβανόμενοι τον κίνδυνο παίρνουν τους δρόμους της προσφυγιάς. Χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα, περισσότερο προνοητική, δεν περίμενε να φτάσουν κοντά οι Τούρκοι για να φύγουν κι έτσι ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 1919 κατευθυνόμενοι μέσω Καρς και Τιφλίδας προς τις νότιες περιοχές της Γεωργίας παίρνοντας μαζί τους ότι μπορούσαν να φορτώσουν στα κάρα. Στο Καρς πούλησαν τα λιγοστά υπάρχοντά τους και τα ζώα που έφεραν μαζί τους. Αφού νοίκιασαν τρία βαγόνια τρένου έφυγαν και πήγαν στη Μιχαήλοβα, πόλη της νότιας Γεωργίας. Εκεί έμειναν περίπου 10 μήνες φιλοξενούμενοι σε σπίτια Γεωργιανών και Ελλήνων. Δούλευαν περιστασιακά όπου έβρισκαν, βγάζοντας λίγα χρήματα για να επιβιώσουν. Η παραμονή τους εκεί ήταν προσωρινή γιατί ήλπιζαν πως σύντομα θα έφευγαν για την Ελλάδα. Τον Ιούλιο του 1920, όταν το προσφυγικό κύμα του Καυκάσου δεν είχε ακόμα φουντώσει (αυτό συνέβηκε τους επόμενους μήνες), κατάφεραν να μεταβούν στο Βατούμ και μέσα σε τρεις μέρες να επιβιβαστούν στο εμπορικό πλοίο Καλουτάς και να φτάσουν στο Καραμπουρνάκι της Θεσσαλονίκης. Η δεύτερη ομάδα, που ήταν πολυπληθέστερη από την πρώτη, έφυγε από το χωριό το φθινόπωρο του 1920 κατευθυνόμενη προς το Βατούμ μαζί με 15 χιλιάδες περίπου άλλους πρόσφυγες. Η πορεία τους ήταν εξαντλητική, μέσω δύσβατων βουνών, αλλά μόνο μια γυναίκα βρήκε το θάνατο από τις κακουχίες. Έφθασαν στο Βατούμ αρχές Δεκεμβρίου του 1920, όπου είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες πρόσφυγες που περίμεναν να φύγουν για την Ελλάδα. Τον Φεβρουάριο του 1921 επιβιβάστηκαν στα πλοία και ήρθαν στην Θεσσαλονίκη. Οι συνθήκες του ταξιδιού των προσφύγων ήταν άθλιες. Η πείνα, η δίψα και οι αρρώστιες εξόντωσαν αρκετούς από αυτούς. Στο Καραμπουρνάκι της Θεσσαλονίκης τους περίμενε μια έκπληξη. Θα έπρεπε να μπουν σε καραντίνα για μερικούς μήνες. Νέα ταλαιπωρία, αυτή τη φορά δυσβάσταχτη γιατί έστω και με αυτό τον τρόπο διαψεύδονταν (αν και προσωρινά) οι ελπίδες των προσφύγων για μια καλύτερη τύχη στην Ελλάδα. Έμειναν λίγους μήνες στο Καραμπουρνάκι μέσα σε πρόχειρες σκηνές. Το λιγοστό φαΐ, τ