Πληροφορίες
Η Νίκη (παλαιότερη ονομασία Νεγκότσανη) είναι χωριό που ανήκει στο δήμο Φλώρινας της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα Καλλικράτης. Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας σύμφωνα με το σχέδιο «Καποδίστριας», μέχρι το 2010, η Νίκη ανήκε στο τοπικό διαμέρισμα Νίκης του πρώην δήμου Κάτω Κλεινών του νομού Φλωρίνης.
Ονομασία
Η Νίκη ονομαζόταν παλαιά Νεγοτσάνη, από το λατινικό ινγκουάτσια=μέσα στα έλη, λόγω του ελώδους εδάφους. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους αποτελούσε σημαντικό οικισμό, ενώ κατά την τουρκοκρατία είχαν εγκατασταθεί και πολλοί Αλβανοί, που στις αρχές του 19ου αι. μετοίκησαν στο Μοναστήρι. Το 1890 διαβιούσαν στη Νεγοτσάνη 80 ελληνικές οικογένειες, οι περισσότερες δίγλωσσες, όλες τους αφοσιωμένες στο Πατριαρχείο. Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα οι κάτοικοι του χωριού βοηθούσαν ποικιλοτρόπως το ελληνικά σώματα και πολλοί νέοι του χωριού είχαν ενταχθεί στο σώμα του Παύλου Ρακοβίτη. Εκεί έδρασε ο εκ Αγίου Αθανασίου καταγόμενος Κ. Τζήκας, ο Βολάνης (1908), ο Στέργιος Μωραΐτης (1909) κ.ά. Η Νεγοτσάνη αποτέλεσε ανάχωμα των βουλγαρικών επεκτατικών βλέψεων καθ' όλη την κρίσιμη περίοδο. Γνώρισε πολλές περιπέτειες κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε την κατέλαβαν και πολλοί κάτοικοί της αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν. Στη μικρασιατική εκστρατεία το χωριό έδωσε κι αυτό τη συμβολή του με τη συμμετοχή Νικιωτών μαχητών.
Ιστορία
Αρχαιότητα
Η Νίκη εκατοντάδες χρόνια προ Χριστού, υπήρχε σαν μικρό φρούριο ή μικρός οικισμός. Η άποψη αυτή χωρίς να είναι απόλυτα τεκμηριωμένη, προκύπτει ως συμπέρασμα από τη μελέτη των περιοχών της Λύγκου. Ανατολικά της Νίκης υπάρχουν οι προϊστορικοί οικισμοί, Νίκη 1, Νίκη 2, Νίκη 3, όπως χαρακτηρίζονται από το Υπουργείο Πολιτισμού. Η θέση του οικισμού ήταν εξαιρετικής στρατιωτικής σημασίας στα χρόνια των πιο μεγάλων Μακεδόνων βασιλέων, του Φιλίππου Β΄ και του γιου του, του μεγάλου στρατηλάτου και εκπολιτιστού Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η Νίκη έχει υψόμετρο 599 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Το χωριό Νίκη βρίσκεται σε τοποθεσία η οποία και επί ρωμαιοκρατίας ήταν τριγυρισμένη από τον μεγάλο λυγκηστικό βάλτο. Η ακριβής αρχική θέση του είναι αδύνατο να προσδιοριστεί, γιατί ακριβώς ο χώρος της λεκάνης Μοναστηρίου-Φλώρινας ήταν μια απέραντη λίμνη που σιγά σιγά υποχώρησε. Το πιθανότερο είναι να ήταν χτισμένος ο οικισμός βορειοδυτικά, όπου το έδαφος είναι ψηλότερο. Η ακριβής χρονολογία ίδρυσης του οικισμού επίσης δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Δυστυχώς δεν υπάρχουν γραπτά στοιχεία που να διαφωτίζουν τόσο την πλευρά της δημιουργίας, όσο και την ιστορική πορεία του.
Βυζαντινή αυτοκρατορία
Στα χρόνια του Βυζαντίου ο οικισμός διατηρήθηκε και αναπτύχθηκε, γιατί βρισκόταν στο ενδιάμεσο της οδού που ένωνε το βόρειο και το νότιο τμήμα του βορειοδυτικού αυτού χώρου της αυτοκρατορίας. Σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων ήταν η ομαλότερη διάβαση από τον Βορρά προς τον Νότο και αντίστροφα.
Τουρκοκρατία
Επί τουρκοκρατίας, πεντακοσίων χρόνων καταστροφής και λεηλασιών, οι κάτοικοι υπέφεραν, όμως ποτέ δεν λύγισαν. Σήμερα είναι βαθιά χαραγμένη στη μνήμη των γερόντων η παρουσία των Τούρκων στο χωριό και πολύ περισσότερο οι μαρτυρίες των γονέων και παππούδων τους, για τα χρόνια της τούρκικης σκλαβιάς. Η επικοινωνία των κατοίκων στηριζόταν σε κάποιο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, ενώ η γραφή ήταν ανύπαρκτη. Στο διπλανό Μοναστήρι λειτουργούσε ελληνικό σχολείο και τέσσερις Μακεδόνες από την περιοχή της Νίκης μαθαίνουν εκεί την ελληνική γραφή. Επιστρέφουν στο χωριό, γίνονται ο ένας ψάλτης και οι τρεις ιερείς.
Στο χώρο που είναι σήμερα χτισμένο το αγροτικό ιατρείο του χωριού, οι Τούρκοι είχαν το διοικητήριό τους (KARAKOL=περίπολος, φρουρά), ένα μεγάλο κτίριο με τρεις αίθουσες. Σύμφωνα με μαρτυρίες των γερόντων, στο κτίριο αυτό δέχονταν οι κάτοικοι τους αβάσταχτους βασανισμούς των Τούρκων. Στο χωριό υπήρχαν ακόμα τέσσερα τσιφλίκια (κούλες), τέσσερις μπέηδες κι ένα τζαμί. Στα τσιφλίκια αυτά δούλευαν οι κάτοικοι του χωριού κάτω από τις διαταγές των Τούρκων. Στις αρχές του 19ου αιώνα οι μπέηδες άρχισαν να εγκαταλείπουν το χωριό και πουλούσαν τη γη τους στους χωρικούς. Πολλές φορές οι μπέηδες άφηναν Έλληνες πληρεξούσιους για να πουλήσουν τη γη για λογαριασμό τους. Σύμφωνα με τους γέροντες του χωριού, οι Τούρκοι έφτιαξαν στο χωριό τρεις τούμπες (υψώματα) και ακόμα μία στη θέση που βρίσκεται σήμερα το γειτονικό φυλάκιο των Σκοπίων. Στα υψώματα αυτά συνήθιζαν να γλεντούν, να τρώνε και να πίνουν. Η αποχώρησή τους από την περιοχή ολοκληρώθηκε το 1922. Το χωριό δέχτηκε επίσης πολλές επιδρομές Βουλγάρων και ορδών του πανσλαβικού κομιτάτου, καθώς οι ορεινοί όγκοι του Περιστερίου είναι πολύ κοντά στο χωριό. Πολλά δεινά υπέφεραν οι κάτοικοι από τις συμμορίες των κομιτατζήδων, όμως δεν λύγισαν, έμειναν όρθιοι στις επάλξεις του Ελληνισμού, έτσι όπως τους ήθελε η μοίρα της Ελλάδας, που τους έταξε φρουρούς και τους εμπιστεύθηκε τη φύλαξη των βορείων συνόρων.
Μακεδονικός αγώνας και απελευθέρωση
Στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα οι Νικιώτες πρόσφεραν πολλά, τόσο με τη συμμετοχή παληκαριών στις αντάρτικες ομάδες του οπλαρχηγού Παύλου Ρακοβίτη, όσο και με την παροχή τροφής, καταφυγίου και χρήσιμων πληροφοριών. Το 1912 γίνεται η οριοθέτηση των συνόρων της πατρίδας από επιτροπή, που την αποτελούν μέλη από μεγάλες δυνάμεις Αγγλίας, Ρωσίας, Γαλλίας και Τουρκίας και οι Νικιώτες γίνονται φρουροί των βορείων συνόρων της Ελλάδας. Νέες περιπέτειες τους περιμένουν το 1916 με την κατάληψη του χωριού από τον γαλλικό στρατό. Οι κάτοικοι εγκαταλείπουν το χωριό για τρία ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 1919. Πέντε νεκροί (σήμερα είναι γνωστά τα ονόματα: Μάρκος Βράντσης, Χρήστος Καρκούσκας, Δημήτριος Νικολαΐδης, Σταύρος Ουλιάρης), τρεις τραυματίες και δυο αιχμάλωτοι (γνωστό είναι το όνομα του ενός: Βασίλειος Bράντσης), είναι ο φόρος αίματος που πλήρωσε η Νίκη στον αγώνα εκείνο.
Το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών της Συνθήκης της Λωζάνης, εγκαθίστανται στη Νίκη 17 προσφυγικές οικογένειες, που ήρθαν από τα μέρη της Τραπεζούντας.
Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος & νεότερα χρόνια
Τον Οκτώβριο του 1940 οι Νικιώτες (περίπου σαράντα) προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου, υπηρετώντας στην πρώτη γραμμή με το 28ο και το 33ο Σύνταγμα. Στον αγώνα εκείνο σκοτώθηκε ένας Νικιώτης (Σωτήριος Τσίκλης του 33ου), τραυματίστηκαν τρεις και αιχμαλωτίστηκε ένας. Ακολουθεί η ναζιστική κατοχή και οι επιδρομές των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Νέα σκληρή δοκιμασία περνούν οι κάτοικοι στα χρόνια του πολέμου 1946-49. Ο απολογισμός είναι ένας νεκρός κι ένας τραυματίας. Μετά το 1950 αρχίζει η περίοδος ανανέωσης, σταθεροποίησης και προόδου, ταυτόχρονα όμως η περίοδος χαρακτηρίζεται από τις πολλές εξωτερικές μεταναστεύσεις, που συνεχίζονταν μέχρι το 1979 (κυρίως προς Καναδά και Αυστραλία). Το σπουδαιότερο έργο του χωριού είναι η εκκλησία, η οποία, χτίστηκε το 1962 από τους Γεώργιο Ζιώγα, Αντώνη Σιούτη, Γεώργιο Σπέλλα και Θωμά Σίμα, ενώ αξιόλογη θεωρείται και η βασιλική του Αγίου Νικολάου, οικοδομημένη στα 1830.
Πληθυσμός
Πραγματικός πληθυσμός της κοινότητας στις μεταπολεμικές απογραφές.
Εκκλησίες
Στο χωρίο υπάρχουν οι εκκλησίες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης που γιορτάζουν στις 21 Μαΐου και η εκκλησία του αγίου Νικολάου. Υπάρχει επίσης και το παλιό καμπαναριό το οποίο δεν λειτουργεί.
= Ιστορικά στοιχεία
= Χριστιανοί ορθόδοξοι οι κάτοικοι της Νίκης χτίζουν με εισφορές τους, το 1835 την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Πρόκειται για τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με υπερυψωμένο το γυναικωνίτη στο δυτικό τμήμα της κατόψεως. Επάνω από κυκλικό υπέρυθρο της εισόδου, όπου η εικόνα του αγίου, υπάρχει η χρονολογία ίδρυσης του ναού, καθώς και η χρονολογία 1939 που αναφέρεται στην τελευταία επισκευή και εικονογράφησή του. Η εκκλησία είναι διαστάσεων 15ҳ10 (περίπου) και σώζονται σε καλή κατάσταση το τέμπλο και αξιόλογες τοιχογραφίες. Σε αυτή χειροτονήθηκε στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα ο παπα-Γιώργης Ιορδάνου. Η χειροτονία έγινε παρουσία του αείμνηστου παναγιότατου πατριάρχου Αθηναγόρα, που υπηρετούσε τότε διάκος στη μητρόπολη Μοναστηρίου. Ο παναγιότατος Αθηναγόρας επισκέφτηκε πολλές φορές το χωριό και έδειξε στοργικό ενδιαφέρον τόσο για την εκκλησία, όσο και για το σχολείο. Ακόμα στην εκκλησία αυτή χειροτονήθηκαν ο παπα-Πασχάλης Πασίνης και ο παπα-Χρήστος Πασίνης. Στον ίδιο χώρο, δυτικά της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου χτίστηκε το 1962-63 η νέα εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Είναι ρυθμού βασιλικής με τρούλο και είναι τρίκλιτη. Την ανέγερσή της χρηματοδότησε το κράτος και ενίσχυσαν με εισφορές οι κάτοικοι και οι ξενιτεμένοι Νικιώτες. Τα θυρανοίξια του ναού έγιναν το 1972 από τον σεβασμιότατο μητροπολίτη Φλώρινας Αυγουστίνο Καντιώτη. Στην εκκλησία αυτή χειροτονήθηκαν, παρουσία του σεβασμιότατου μητροπολίτη Φλώρινας Αυγουστίνου Καντιώτη, ο αείμνηστος παπα-Δημήτρης Ουλιάρης και ο σημερινός ιερέας του χωριού παπα-Γιώργης Πασσάς. Στο μεγάλο προαύλιο της εκκλησίας βρίσκεται το ηρώο του χωριού και η προτομή του Δ. Μακρή. Σήμερα όλα τα μυστήρια και οι λειτουργίες τελούνται στην εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, εκτός των κηδειών, ψυχοσάββατων και της γιορτής του Αγίου Νικολάου, που τελούνται στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου.
Εκπαίδευση
Το πρώτο δημοτικό σχολείο ιδρύθηκε γύρω στα 1900. Ήταν μικρό, με μία αίθουσα. Για την πρόοδό του είχε επιδείξει ζωηρό ενδιαφέρον, ο τότε διάκονος της μητροπόλεως Πελαγονίας και έπειτα οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας. Το 1907-1908 στο σχολείο φοιτούσαν 35 αγόρια. Ο πρώτος που δίδαξε σε αυτό ήταν ο Χρήστος Ανδρέου, κάτοικος του χωριού με στοιχειώδεις γνώσεις γραφής και ανάγνωσης. Ο δάσκαλος Χρήστος Ρακοβαλής δίδαξε το 1930. Τα πρώτα χρόνια οι δάσκαλοι αμείβονταν από τους χωρικούς. Η αμοιβή ήταν παροχή στέγης και τροφής και λίγες οκάδες σιτάρι. Το σχολείο αυτό στεγαζόταν στο χώρο όπου σήμερα είναι χτισμένο το “Κέντρο Φροντίδας Οικογένειας”, ενώ ταυτόχρονα λειτουργούσε εκεί και νηπιαγωγείο. Γύρω στα 1936-38 χτίζεται νέο σχολείο σε οικόπεδο 3.600 τ.μ. όπου και σήμερα στεγάζεται το δημοτικό σχολείο του χωριού. Ο αριθμός των μαθητών, πριν την περίοδο των πολλών εξωτερικών και εσωτερικών μεταναστεύσεων, ήταν αρκετά μεγάλος και ανάλογος προς τον πληθυσμό, συνεχώς όμως μειωνόταν λόγω της θνησιμότητας των παιδιών (εξαιτίας ασθενειών και σχεδόν ανύπαρκτης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης). Σήμερα οι συνθήκες έχουν αλλάξει λόγω της υπογεννητικότητας του πληθυσμού (αρχικά ήταν οικογένειες πολυτέκνων με εφτά παιδιά και άνω, έφτασαν να αριθμούν οι περισσότερες περί τα τρία παιδιά). Το 1950 λειτούργησε νηπιαγωγείο, που στεγαζόταν σε ξεχωριστό κτίριο (ενώ σήμερα στεγάζεται στο ίδιο κτίριο) και μετά το 1960 ιδρύθηκε ο τότε Αγροτικός Παιδικός Σταθμός με παροχή τροφής, απασχόλησης και μεσημεριανού ύπνου στα παιδιά της προσχολικής ηλικίας. Σήμερα, επίσης, στεγάζεται σε ξεχωριστό κτίριο, χωρίς όμως τα παιδιά να κοιμούνται εκεί. Στη δεκαετία του ΄50 λειτουργούσε και το “Σπίτι του Παιδιού”, ίδρυμα απευθυνόμενο στους νέους της εφηβικής κυρίως ηλικίας. Στεγάστηκε σε κτίριο μακεδονικού κτίσματος. Στη δεκαετία του ΄60 άρχισε να λειτουργεί σ΄ αυτό μελετητήριο για τους μαθητές του δημοτικού σχολείου. Σήμερα το δημοτικό σχολείο δεν λειτουργεί, και το κτίριο αξιοποιείται από το Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού.
Αθλητισμός
Στο χωριό υπήρχε παλιότερα η ποδοσφαιρική ομάδα ΜΑΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΝΙΚΗΣ.
"Σπίτι παιδιού"
Η πλατεία του χωριού ή όπως είναι ευρέως γνωστό στο σπίτι παιδιού γίνονται το πανηγύρι του χωριού στις 21 Μαΐου και το άναμμα της φωτιάς στις 23 Δεκεμβρίου. Στο κτήριο που στεγαζόταν παλαιότερα το ίδρυμα νέων Νίκης σήμερα λειτουργεί κατηχητικό.
Τελωνείο
Χτίστηκε με διεθνείς προδιαγραφές και αποτελεί μια σύγχρονη πύλη εισόδου στη χώρα. Από την Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011 έγινε η μεταστέγαση από τον παρωχημένο στον νέο, σύγχρονο μεθοριακό σταθμό. Το παλιό τελωνείο με τις απαρχαιωμένες υποδομές, που κάθε άλλο παρά τιμούσε την Ελλάδα, δίνει τη θέση του σε ένα τελωνείο που κτίστηκε με διεθνείς προδιαγραφές και αποτελεί πλέον μία σύγχρονη πύλη εισόδου, η οποία τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από τις αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες.
Ιστορικό αρχείο
Ο μεθοριακός σταθμός Νίκης Φλώρινας, όπως μας πληροφορεί ο Μίκης Κοντοτόλιος, ξεκίνησε να κατασκευάζεται κατά τα έτη 1957 – 1958 με επίβλεψη του εντεταλμένου από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού μηχανικό, Μπουγάτσο. Το έτος 1959 στεγάσθηκαν οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες: Έλεγχος Διαβατηρίων Νίκης, διοικητής Λουκάς (1954), Τελωνείο Νίκης, τελώνης ο Χαρίλαος Σακελαρίδης, ο πρώτος εγκατεστημένος τελώνης, ύστερα από την εμπόλεμη κατάσταση (1955), Γραφείο Τουριστικών Πληροφοριών, το πρώτο εγκατεστημένο γραφείο στον σταθμό (1960). Αρχικά είχε απαγορευθεί η διέλευση βαρέων οχημάτων λόγω ακατάλληλης δομής των δρόμων. Ο προορισμός των διερχόμενων επιβατών και οχημάτων ήταν κυρίως προς την Αθήνα. Ο σταθμός υπήρξε δεύτερος στην τάξη σταθμός εισόδου από βορά και από πλευράς συχνότητας διέλευσης μετά τον συνοριακό σταθμό Ευζώνων.