Πληροφορίες
Η Ενορία είναι χωριό της Περιφερειακής Ενότητας Εύβοιας χτισμένο σε υψόμετρο 200 μέτρων. Το χωριό σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει 237 κατοίκους. Σήμερα ανήκει στον Δήμο Κύμης-Αλιβερίου, ενώ πριν το 2011 ανήκε στον δήμο Κύμης. Απέχει 81 χιλιόμετρα από τη Χαλκίδα και 4 χιλιόμετρα από την Κύμη. Είναι χτισμένος αμφιθεατρικά σε ένα λόφο και έχει θέα στο Αιγαίο. Το χωριό έχει νησιωτικό χαρακτήρα με παραδοσιακή αρχιτεκτονική.
Ιστορία
Στην περιοχή Φυγούλι, ανατολικά της Ενορίας, υπήρχε προϊστορικός οικισμός. Από τον οικισμό σώζονται θολωτοί και θαλαμοειδείς τάφοι που χρονολογούνται από την περίοδο 1500 π.Χ. με 1300 π.Χ. (ΥΕ ΙΙ-ΙΙΙΑ) και βρέθηκαν το 1964. Στην ίδια περιοχή βρέθηκαν επίσης λάρνακες από σχιστόλιθο που χρονολογούνται από τον 8ο αιώνα π.Χ. και κομμάτια αγγείων (όστρακα) μέχρι και Βυζαντινής εποχής. Επίσης, νότια του οικισμού έχουν βρεθεί τάφοι του 5ου αιώνα π.Χ. που μαρτυρούν και την εκεί ύπαρξη οικισμού. Στα νοτιοδυτικά έχουν βρεθεί ρωμαϊκοί τάφοι και στα βόρεια, στους πρόποδες του υψώματος «Βράχος» βρέθηκαν άβαθα κομμάτια αγγείων και αντικείμενα από οψιδιανό.
Το χωριό κατά την Τουρκοκρατία ήταν έρημο και σε αυτό λειτουργούσε μόνο ένα μαντρί. Σύμφωνα με την παράδοση, το χωριό ερημώθηκε το 1688, στην επανάσταση του Μοροζίνη, ώστε οι κάτοικοι να αποφύγουν τις σφαγές και μετανάστευσαν στα Ψαρά και σε άλλα μέρη. Ο σημερινός οικισμός ιδρύθηκε τον 18ο αιώνα, μάλλον από μετανάστες από τα Ψαρά. Το χωριό συμμετείχε στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και όπως και τα άλλα χωριά της περιοχής της Κύμης κάηκε δύο φορές από τον Ομέρ Μπέη της Καρύστου, το Ιούνιο και τον Οκτώβριο του 1821. Μετά την Επανάσταση, στην Ενορία μετοίκησαν άνθρωποι από τα Ψαρά και τη Σάμο, οι οποίοι έφεραν μαζί τους την ενασχόληση με τη θαλάσσιο εμπόριο, χάρη στην οποία το χωρίο γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθιση. Είναι το κατεξοχήν χωριό των ναυτικών της περιοχής. Ο αποχαιρετισμός των ναυτικών γινόταν στη θέση Φυγούλι, όπου τα συγγενικά πρόσωπα παρακολουθούσαν τα πλοία μέχρι να χαθούν πίσω από τα ακρωτήρια της Κύμης ή της Οκτωνιάς. Η θέση πήρε το όνομά της επειδή από εκεί έβλεπαν οι κάτοικοι ότι «έφυγαν ούλοι». Οι Ενορίτες διακρίθηκαν επίσης ως καρβουνιάρηδες στα ορυχεία λιγνίτη της περιοχής. Στις αρχές του 20ού αιώνα, το χωριό παρήγαγε κυρίως ελαιόλαδο και σε μικρότερες ποσότητες μούστο. Το 1926 ιδρύθηκε στο χωριό ένα παραδοσιακό ελαιοτριβείο. Το 1931 το λάδι της Ενορίας κέρδισε χρυσό βραβείο στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Το ελαιοτριβείο λίγα χρόνια αργότερα ηλεκτροδότησε την Ενορία. Σήμερα έχει ανακαινιστεί και λειτουργεί συνεταιριστικά, με μέλη τους κατοίκους του χωριού. Κατά την διάρκεια της κατοχής υπήρχαν πολλά θύματα από την πείνα. Την ίδια περίοδο στο χωριό έζησε ο Μ. Καραγάτσης, ο οποίος έγραψε «Το χαμένο νησί» κατά την εξάμηνη παραμονή στο χωριό, και η Σοφία Βέμπο.
Αξιοθέατα
Ο οικισμός έχει παραδοσιακό χρώμα, με καλά συντηρημένα πετρόκτιστα παραδοσιακά κτίρια και στενά σοκάκια. Τα σπίτια είναι χτισμένα με την Κυμαϊικής παραλλαγής του Νεοκλασικισμού, συνήθως διώροφα, με ορθογώνιες κατόψεις και στέγες από κεραμίδια και μπλε κουφώματα, που είναι το χαρακτηριστικό του οικισμού. Τα μεγαλύτερα από αυτά χτίστηκαν στο τέλος του 19ου αιώνα. Στα νότια της Ενορίας βρίσκεται η Μονή Αγίου Γρηγορίου Ενορίας. Η βυζαντινή μονή καταστράφηκε το 1688 και παρέμεινε ερειπωμένος, μέχρις ότου ξαναχτίστηκε με ρυθμό βασιλικής στα μέσα του 20ού αιώνα. Το 1956 προστέθηκε ένα εξωκλήσι αφιερωμένο στο Τίμιο Σταυρό. Γύρω από το ναό υπάρχουν πεσμένα κεραμίδια από τα παλαιότερα κτίσματα. Η κύρια εκκλησία του χωριού είναι η Γέννηση της Θεοτόκου, κατασκευασμένη το 1858. Μέσα βρίσκεται ένας εντυπωσιακός πολυέλαιος από τα τέλη του 19ου αιώνα. Το παλαιό δημοτικό σχολείο, κτισμένο στα τέλη του 19ου αιώνα, ανακαινίστηκε και από το 2010 στεγάζει το Πνευματικό Κέντρο Ενορίας Κύμης.