Πληροφορίες
Οι Πετράδες είναι παραδοσιακός οικισμός του νομού Έβρου.
Τοποθεσία
Το χωριό των Πετράδων βρίσκεται περίπου 10 χμ. ανατολικά του Διδυμοτείχου στην εσοχή ακριβώς του νομού Έβρου προς την Τουρκία. Μαζί με το διπλανό χωριό Πύθιο αποτελούν τα ανατολικότερα χερσαία εδάφη της Ελλάδας, μόνο που η απουσία πεδινού εδάφους ανάμεσα στο χωριό και στο ποταμό Έβρο φέρνουν τον οικισμό των Πετράδων μια ανάσα (500μ. τα τελευταία σπίτια) από την Τουρκία.
Ιστορικά στοιχεία
Καταγωγή και ονομασία
Το χωριό των Πετράδων είναι από τα παλαιότερα της περιοχής. Ο πληθυσμός του είναι ντόπιος και υπήρχε πριν τη δημιουργία χωριών της περιοχής, από πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης, με την ανταλλαγή πληθυσμών του 1922. Τα ιστορικά στοιχεία παραπέμπουν στη ύστερη βυζαντινή περίοδο και την κατάκτηση της Θράκης από τους Οθωμανούς. Η θέση του ανάμεσα σε δυο καλά φρουρούμενες περιοχές, του Διδυμοτείχου και του κάστρου του Πυθίου (Εμπύθιου) παρείχε σχετική ασφάλεια και προστασία στους κατοίκους του διαχρονικά. Το όνομα του χωριού κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας, ήταν «Πετράδες». Όμως το συναντάμε και ως «Taşçıarnavut köy» (Ταστσίαρναούτ Κιοϊ). Η συγκεκριμένη ονομασία έχει σχέση με τις λέξεις:
taşçı [εκ του taş = πέτρα] = πετράς, τεχνίτης της πέτρας, λατόμος. arnavut = 1. Αρναούτης, ο κάτοικος της Αρβανιτιάς (περιοχή της σημερινής Αλβανίας στα Άρβανα) μετά την κατάληψη από τους Οθωμανούς, μετά το 1468. 2. Μισθοφόρος πολεμιστής κατά τη βυζαντινή και την οθωμανική περίοδο. 3. Σήμερα σημαίνει Αλβανός στα Τούρκικα . köy = χωριό. Πότε όμως δόθηκε το καθένα, είναι άγνωστο. Ο Γάλλος γεωγράφος Alexandre Synvet σε πίνακα που κατήρτισε με τα χωριά και τους κατοίκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1878, κατ’ εντολήν του σουλτάνου, το αναφέρει ως «Petrades» με 1239 κατοίκους. Αυτό το όνομα χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους οι Έλληνες, αυτό προφανώς χρησιμοποιούσαν και οι οθωμανικές αρχές. Ο Σταμάτης Β. Ψάλτης κάνει αναφορά σε πίνακες της Ανατολικής Επιθεωρήσεως Αθηνών της 25/12/1884 και μας δίνει διαφορετικά στοιχεία από τον Synvet ως προς τον αριθμό των κατοίκων. Σημασία έχει όμως ότι και αυτός το αναφέρει ως «Πετράδες». Στο πρώτο τεύχος του 18ου φύλλου του παραρτήματος της Εφημερίδας της Κυβέρνησης (ΦΕΚ) του 1921, στο οποίο καταγράφονται οι αλλαγές των τοπωνυμιών από τουρκικά σε ελληνικά, υπάρχει ο κατάλογος όλων των χωριών με την παλιά και τη νέα ονομασία που έπρεπε να πάρουν. Από τον κατάλογο αυτόν απουσιάζουν οι Πετράδες. Σε υποσημείωση αναφέρεται: «δεν μεταβάλλονται τα ονόματα: Διδυμότειχον, Αμμοχώρι, Ασβεστάδες, Κουφοβούνι, Παλιούρι, Πετράδες, Πραγγή, Ψαθάδες». Πληροφορίες για τους Πετράδες σε ελληνικές πηγές δεν εντοπίζονται στο βάθος της ιστορίας. Ψάχνοντας όμως σε τουρκικά αρχεία και πηγές για την ονομασία Taşçıarnavut köy, στην εγκυκλοπαίδεια İslâm Ansiklopedisi, [1] υπάρχουν τα εξής πολύ ενδιαφέροντα και αποκαλυπτικά στοιχεία: «Στις όχθες του ποταμού Εργίνη στα μέσα του 15ου αι. κτίστηκε γέφυρα. Το παλιό όνομα (εννοεί του οικισμού) “Ergene” είναι σήμερα Uzunköprü, και παίρνει το όνομά του από τη γέφυρα της πόλης *[2]*, σύμφωνα με τον Âşıkpaşazâde και το έργο Tacü’t Tevarih16 829 (1426) του Σεβασμιώτατου δάσκαλου (Hoca) Sâdeddin Efendi. Σύμφωνα δε με το Ebrar Ravzatü’l, οι εργασίες κατασκευής άρχισαν το 831 (1427-28) και ολοκληρώθηκαν το 847 (1443). Ο Μουράτ Β΄ ανέθεσε στον Timurtaş Bey, μαζί με τον γιο του Osman Çelebi και τον αδελφό του Gazi İshak Bey, να την κατασκευάσουν υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Muslihuddin με τον αρχιμάστορα Mehmed. Μετά τη νικηφόρα επιστροφή του Μουράτ Β΄ από τη Βάρνα στην Αδριανούπολη, με το άνοιγμα (εγκαίνια) της γέφυρας, διοργανώθηκε γιορτή νίκης και λαμπαδηφορία. Χτίστηκε με πέτρες που έφεραν από τα λατομεία των χωριών Köprü-Eskiköy, Kuleliburgaz, Taşçıarnavut, Kestanbolu και Süleymaniye. Η κατασκευή της γέφυρας διήρκεσε δεκαέξι ή δεκαοχτώ χρόνια, αναφέρει στην καλλιγραφική επιγραφή, χαραγμένη σε μάρμαρο». Από τους Τούρκους ιστορικούς πληροφορούμαστε ότι πέραν της μεγαλειώδους γέφυρας την περίοδο εκείνη (1427) υπήρχαν στην περιοχή τα χωριά Köprü-Eskiköy, Kuleliburgaz, Taşçıarnavut, Kestanbolu και Süleymaniye, τα οποία μάλιστα είχαν λατομεία και προμήθευσαν την πέτρα για να γίνει μια τόσο μεγάλη γέφυρα. Σύμφωνα με μια προφορική εκδοχή, οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού προέρχονταν από τη βόρειο Ήπειρο. Για την παρουσία τους στον ευρύτερο χώρο της Θράκης υπάρχουν δύο θεωρίες. Πρώτη είναι αυτή που συνδέεται με τις μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, τόσο στον ελληνικό όσο και στον εξωτερικό του χώρο. Ομάδες Ηπειρωτών μαστόρων, οργανωμένες σε συντεχνίες (εσνάφια ή ισνάφια), άριστοι γνώστες της οικοδομικής τέχνης διέσχιζαν τον ελλαδικό χώρο κατασκευάζοντας γεφύρια, κατοικίες κτλ. Έτσι είναι πιθανόν περιπλανώμενοι να έφτασαν και στην περιοχή και κάποιοι απ’ αυτούς (επειδή ίσως ανακάλυψαν και την άφθονη πέτρα του τόπου) εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Η δεύτερη εκδοχή αναφέρεται στη βίαιη μετακίνηση ομάδων μαστόρων από την περιοχή εκείνη στην Αδριανούπολη για να την ανοικοδομήσουν μετά την καταστροφή της από τη μεγάλη πυρκαγιά. Το έργο αυτό κράτησε χρόνια. Ρίζωσαν στη γύρω περιοχή και μετά το τέλος του έργου έμειναν οριστικά στη Θράκη. Τη σχέση των κατοίκων με τους Βορειοηπειρώτες μαρτυρούν και τα οικογενειακά επώνυμα όπως Νταντάκας, Μπούρας, Καρατσιώρας, Κατσίκας, Γκίκας. Οι σχετικά πρόσφατες αναφορές για την καταγωγή των κατοίκων των χωριών του Διδυμοτείχου από την Ήπειρο, είναι ατεκμηρίωτες, βασισμένες στην προφορικότητα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση και παραπλάνηση. Βασικά η πηγή είναι μία, την οποία αντιγράφουν οι μεταγενέστεροι. Εντοπίζεται στο «Οδοιπορικόν» του Γ. Λαμπουσιάδη που δημοσιεύτηκε σε δυο τόμους του περιοδικού Θρακικά (τομ. 2ος 1227 σελ.91) την οποία αντιγράφουν ο Κων. Βακαλόπουλος (Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού-Θράκη σελ.232 1996) και ο Δημητρίος Μανάκας. Η όποια προσπάθεια γίνεται για τη στήριξη του επιχειρήματος περί καταγωγής των Πετραδιωτών από την Ήπειρο για να είναι σοβαρή και αξιόπιστη, πρέπει απαραιτήτως να υποστηρίζεται από ιστορικά στοιχεία, τα οποία πρέπει να την τεκμηριώνουν. Οι υποτιθέμενες προφορικές παραδόσεις και οι απόψεις σημερινών ανθρώπων δεν παρέχουν τέτοια τεκμηρίωση. Αντιθέτως προκαλούν σύγχυση και δεν προσθέτουν τίποτα στην ιστορική αλήθεια.
Η πρώτη θέση και η μετακίνηση του χωριού
Ευρήματα οικιακών συσκευών και τμήματα κτισμάτων βεβαιώνουν ότι το χωριό προϋπήρχε σε άλλη τοποθεσία γνωστή με το όνομα «Τσαρτσάρα» κοντά στον ποταμό Έβρο. Επίσης στην ίδια θέση έχουν βρεθεί πολλά ανθρώπινα οστά, μάλλον από κάποιο νεκροταφείο της εποχής. Στη σημερινή του θέση μεταφέρθηκε πιθανότατα ανάμεσα στις δεκαετίες του 1840 με 1860. Το 1864 το χωριό αριθμούσε 756 κατοίκους. Η πρώτη εγγραφή στο Μητρώο αρρένων του χωριού είναι το 1848 αγοριού με το επώνυμο Τολίδης. Τα στοιχεία έχουν ληφθεί από νεότερα έγγραφα, καθώς τα παλιά κοινοτικά έγγραφα καταστράφηκαν όταν κάηκε το κοινοτικό κατάστημα, γι’ αυτό και υπάρχουν μεγάλα κενά στην «επίσημη» ιστορία του χωριού. Η πιο πιθανή αιτία της μετακίνησης φαίνεται να είναι η ελονοσία, όπως επίσης και το γεγονός ότι πολλά παιδιά πνίγονταν στο ποτάμι. Βλέποντας κανείς τη σημερινή τοποθεσία του χωριού διαπιστώνει αμέσως ποιες ανάγκες εξυπηρέτησε η μετακίνηση. Χτισμένο σε ανηφορικό έδαφος πολύ πιο μακριά απ΄ το ποτάμι, παρείχε απόλυτη προστασία απ΄ τις πλημμύρες του Έβρου και όντας μακριά απ’ τα βαλτοτόπια που υπήρχαν δίπλα στο ποτάμι εξασφάλιζε την προστασία τους από την ελονοσία. Στις αρχές του 20ού αιώνα στον οικισμό λειτουργούσε ελληνικό γραμματοδιδασκαλείο με 40 μαθητές.
Η εκκλησία της Κοιμήσεως Θεοτόκου
Στην πλατεία του χωριού βρίσκεται η εκκλησία της Κοιμήσεως Θεοτόκου που κατά την επιγραφή που υπάρχει στο τέμπλο κτίστηκε σε οικόπεδο που παραχωρήθηκε από το Σαράντη Ντριμόνα το 1876. Η άφθονη οικοδομική πέτρα από τα νταμάρια του χωριού και η τέχνη των Πετραδιωτών συναντήθηκαν δημιουργικά για να κτισθεί η τρίκλιτη Βασιλική με κολόνες από ξύλο βελανιδιάς, που καλύφτηκαν με κατσικότριχα και γύψο για να γίνουν κυλινδρικές χωρίζοντας το ναό σε τρία μέρη. Το ξύλινο τέμπλο του ναού στολίζεται από εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο τόξο με ακτίνες συμμετρικά εκτεινόμενες προς τα πάνω από τον τριγωνικό οφθαλμό. Στην αριστερή και δεξιά πτέρυγα του ναού υπάρχει ξυλόγλυπτη μορφή βυζαντινού πολεμιστή φουστανελοφόρου που κρατά σπαθί και σταυρό στη μία, και στην άλλη βρίσκεται ανάμεσα σε κεντροφόρους δράκοντες.
Πηγές
«ΠΕΤΡΑΔΕΣ-Θράκη -Έβρος. Ψηφίδες Ιστορίας και Πολιτισμού» Τριαντάφυλλος Σελερίδης 2019 ISBN 978-618-00-1348-1 Ιστοσελίδα για το χωριό Αρχειοθετήθηκε 2021-05-12 στο Wayback Machine.