Πληροφορίες
Η Νέα Βύσσα είναι κωμόπολη της Περιφερειακής Ενότητας Έβρου στη Θράκη.
Γεωγραφικά - Γενικά στοιχεία
Η Νέα Βύσσα βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού Έβρου, δώδεκα (12) χιλιόμετρα βόρεια της Ορεστιάδας και δίπλα από τον Έβρο ποταμό ενώ είναι η βορειότερη κωμόπολη της Ελλάδας. Αναλυτικότερα η Νέα Βύσσα με πληθυσμό 1.679 κατοίκους (απογρ. 2021), βρίσκεται στις χαμηλές παρέβριες περιοχές (υψόμετρο 35 μέτρα) και στο βορειοανατολικότερο πεδινό σημείο του νομού Έβρου, νότια από την παλιά ελληνική πόλη Αδριανούπολη (Ουσκουδάμα). Ο λαός και το όνομά της προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από τον πολεμικό λαό των Βεσσών και παλιότερα αναφερόταν κατά παράφραση στην προφορική ομιλία ως Μπόσνα/Bosna. Οι στολές της Βυσσιώτισσας είναι πολύ εντυπωσιακές. Τα παλιά σπίτια είναι κτισμένα με παραδοσιακό τρόπο. Η οικογένεια του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή καταγόταν από το Βοσνοχώρι, οι κάτοικοι του οποίου, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, εγκαταστάθηκαν το 1923 στο Αχυροχώρι, το οποίο μετονομάστηκε το 1932 σε Νέα Βύσσα. Είναι πατρίδα του Φιλικού Γιώργη Παπά ο οποίος εντάσσεται στους σπουδαιότερους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821. Ο Σύλλογος Γυναικών της Νέας Βύσσας είναι αξιόλογος και με ενεργή δραστηριότητα σε διάφορους τομείς και με επικοινωνιακή δίοδο στο κεντρικό κράτος ακόμη και με την Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ιστορικά στοιχεία
Ο λαός της φημολογείται ότι προέρχεται από τον πολεμικό λαό της Θράκης των Βησσών (ή Βέσσων), που κυριαρχούσε στην ίδια περιοχή και που, όπως αναφέρει πρώτος ο Ηρόδοτος, ήταν φύλο του έθνους των Σατρών, που με άδεια τους είχαν την επιμέλεια χρηστηρίου του Διονύσου. Οι Βησσοί ήταν λαός ατίθασος, πολεμικός και ληστρικός. Μέχρι το 183 π.Χ. αναφέρονται ως ο κυριότερος λαός της Θράκης. Με το πέρασμα των αιώνων και μετά από συνεχείς πολέμους με τους Ρωμαίους -στην κυριαρχία των οποίων τελικά υπάχθηκαν μετά την ήττα από το Λεύκιο Πίσσωνα το 11 μ.Χ.- περιορίσθηκαν πληθυσμιακά. Τον 4ο αι. μ.Χ. εκχριστιανίστηκαν, οπότε άρχισε να περιορίζεται και η παροιμιώδης αγριότητά τους. Μέχρι τα πρώτα χρόνια της οθωμανοκρατίας κανένας ιστορικός, γεωγράφος ή περιηγητής δεν αναφέρει την ύπαρξη της κωμόπολης. Στα οθωμανικά χρόνια δεν έχουν βρεθεί καθόλου γραπτά στοιχεία. Για να επιχειρήσουμε να βρούμε την αρχή της ίδρυσής της, πρέπει να στηριχτούμε σε γενικά δεδομένα και στην παράδοση, που έχει ανακατευτεί με πολλές φανταστικές αναφορές και έχει δημιουργήσει διάφορες εκδοχές. Την εποχή της οθωμανοκρατίας λοιπόν, συναντούμε μια μικρή ομάδα οικογενειών που κατοικεί στο κέντρο της άλλοτε χώρας τους, σε μικρό οικισμό, 8 με 10 χλμ. περίπου νοτιοδυτικά της Αδριανούπολης, στις παρυφές υψωμάτων με την ονομασία Παλάτι. Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται νότια από τη συμβολή του ποταμού Έβρου με τον Τούντζα, σε ένα σημείο που το ποτάμι σχηματίζει ένα ημικύκλιο. Πριν από τη μετακίνησή του είχε διαμορφωθεί σε μια κωμόπολη με δώδεκα συνοικίες. Τα σόια έμεναν συνήθως στην ίδια συνοικία. Οι δρόμοι της ήταν ίσιοι από την μια άκρη του χωριού έως την άλλη. Είχε τρεις πλατείες. Η μία ήταν στο βόρειο μέρος της κωμόπολης, κοντά στο ποτάμι και ονομαζόταν Καβάκα, γιατί υπήρχε εκεί ένα τεράστιο "καβάκι" (λεύκα). Σε αυτήν την πλατεία γίνονταν οι χοροί και τα γλέντια του καλοκαιριού. Η δεύτερη βρισκόταν νοτιότερα της Καβάκας, σε μια τούμπα (ύψωμα) που υπήρχε εκεί. Την έλεγαν Αμπάρα, διότι εκεί βρισκόταν τα αμπάρια (αποθήκες), όπου έδιναν σαν φόρο στους Οθωμανούς. Η τρίτη βρισκόταν δίπλα στους μύλους του Σιαντίδη, στο νοτιοανατολικό μέρος της κωμόπολης και ονομαζόταν η πλατεία των μύλων. Το σχολείο και η εκκλησία βρισκόντουσαν στο βόρειο μέρος της κωμόπολης, δίπλα στο ποτάμι και ανατολικά από την Καβάκα . Υπήρχαν δύο σχολικά κτήρια, ανάμεσα στα οποία ήταν χτισμένη η εκκλησία το Αγίου Γεωργίου. Ο οικισμός αυτός, επειδή διέτρεχε τον κίνδυνο του πλήρους αφανισμού, λόγω του ότι βρισκόταν υπό τη διαρκή απειλή ληστών αναγκάστηκε να μετοικήσει πλησιέστερα προς την Αδριανούπολη, όπου και περιορίζονταν οι κίνδυνοι. Ο τόπος στον οποίο εγκαταστάθηκαν οι λίγες αυτές οικογένειες ήταν Βόσνιοι αιχμάλωτοι. Σε αυτούς οι Τούρκοι είχαν επιβάλει την καταναγκαστική εργασία της μεταφοράς των λαφύρων από τη βαλκανική χερσόνησο προς το εσωτερικό της αυτοκρατορίας τους. Οι Βόσνιοι, κατά τη διάρκεια της ανάπαυσης και της βοσκής των καμήλων έμεναν σε έναν πρόχειρο καταυλισμό που με τον καιρό ονομάστηκε Μπόσνα ("τόπος των Βοσνίων") (οι Τούρκοι το έλεγαν "Μποσνάκιοϊ"). Μετά τη μετοίκηση όμως των νέων κατοίκων, πήρε το όνομα Βοσνοχώριον. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η παραμονή των Βοσνίων ήταν βραχύχρονη. Βέβαια σαν αποτέλεσμα της διέλευσης των Βοσνίων από το μέρος εκείνο, έμεινε μόνο η ονομασία του οικισμού ως Βοσνοχώρι. Οι νέοι κάτοικοι έχοντας απαλλαχθεί από τους επιδρομείς, επιδόθηκαν σε ασχολίες, όπως γεωργία, κτηνοτροφία, σηροτροφία, αμπελουργία και υφαντουργία. Η κωμόπολη τροφοδοτούσε την Αδριανούπολη με άφθονα λαχανικά και φρούτα, καθώς είχε πολλούς λαχανόκηπους. Εθνολογικά οι κάτοικοι ήταν κατά συντριπτική πλειοψηφία ορθόδοξοι Ρωμιοί. Κάθε μέρα με τα κάρα τους οι λαχανοπαραγωγοί έφερναν φρέσκα λαχανικά στην Αδριανούπολη, έχοντας πάντα μαζί τους και από έναν ή δύο βοηθούς, είτε παιδιά τους, είτε παραγιούς. Σύντομα οργανώθηκαν σε μια λαμπρή κοινότητα (Δημογεροντία), η οποία, αφού απέκτησε μεγάλη διοικητική ισχύ, κατόρθωνε να ιδρύει σχολεία και ναούς, να διορίζει δασκάλους και να προσδεθεί στο άρμα της ελληνικής εθνικής ιδέας.
Νεότερα χρόνια
Το 1920 με την απελευθέρωση της περιοχής η Μπόσνα ονομάστηκε Βύσσα. Τον Αύγουστο το 1923, με την υπογραφή της συνθήκης της Λοζάννης, η οποία ρύθμιζε τα σύνορα και την ανταλλαγή των πληθυσμών, η Βύσσα (Μπόσνα) δόθηκε στους Τούρκους, μαζί με την Σιδηρόπετρα (Ντεμιρτάς). Ο κάτοικοι του Βοσνοχωρίου - Μπόσνα εγκαταστάθηκαν στην τωρινή τοποθεσία 4χλμ. Νοτιότερα, δίπλα στα σύνορα, σε περιοχή που βρισκόταν ο τουρκικός οικισμός Αχύρ - Κιοϊ, που το 1920 σήμαινε Σταυλοχώρι ή κατά παραλλαγή του 1930 Αχυροχώρι. Οι κάτοικοι προτίμησαν αυτή τη λύση, διότι τα περισσότερα χωράφια τους είχαν απομείνει στο ελληνικό έδαφος (Παπάς - Γιολιού και Παλάτι) και θεώρησαν την εγκατάστασή τους στον Αχυροχώρι προσωρινή και τη γρήγορη επιστροφή τους στο Βοσνοχώρι σίγουρη. Το 1930, ο καθηγητής του Γυμνασίου Αδριανούπολης Λαμπουσιάδης, στον οποίο ανατέθηκε από τη Διοίκηση να δώσει στον οικισμό την καταλληλότερη ονομασία, μετονόμασε τον οικισμό σε Νέα Βύσσα. Σταθμός της Αδριανούπολης ήταν το Καραγάτς - για αυτό και παραχωρήθηκε στους Τούρκους αν και βρίσκεται στην δυτική όχθη του Έβρου ποταμού - και τα τουρκικά τρένα που πήγαιναν στην Αδριανούπολη περνούσαν από ελληνικό έδαφος (τη Νέα Ορεστιάδα) και τα ελληνικά τρένα που κατευθύνονταν βορειότερα περνούσαν από το τουρκικό (Καραγάτς). Τον Οκτώβριο του 1971 οι Τούρκοι έκαναν νέα γραμμή Αλπουλού - Αδριανούπολη - Καπού Κουλέ χωρίς να διασχίζουν πλέον το ελληνικό έδαφος. Ο σταθμός του Καραγάτς καταργήθηκε και το 1975 η χώρα μας κατασκεύασε νέα γραμμή από Νέα Βύσσα μέχρι Μαράσια, οπότε τα ελληνικά τρένα δεν περνούν πλέον από τουρκικό έδαφος. Το Καραγάτς (Παλαιά Ορεστιάδα) δεν έχει πια την παλιά αίγλη του σιδηροδρομικού σταθμού και της ευρωπαϊκής του κοινωνικής ζωής που είχε άλλοτε. Τώρα είναι ένα ασήμαντο χωριουδάκι. Οι σιδηροδρομικές γραμμές ξηλώθηκαν. Το μεγάλο κτίριο του σταθμού έγινε το πανεπιστήμιο Trakya Üniversitesi και οι σπουδαστές πηγαινοέρχονται με λεωφορεία από την Αδριανούπολη. Ανατολικά της Αδριανούπολης κτίζονται νέα κτίρια του τουρκικού πανεπιστημίου και θα αποτελέσουν μια μεγάλη πανεπιστημιούπολη. Η Μπόσνα σχεδόν δεν υπάρχει. Μένουν μόνο μερικές οικογένειες κτηνοτρόφων και όλα τριγύρω είναι ερείπια. Μονάχα μία γέφυρα κατασκευάστηκε που συνδέει με την αντίπερα όχθη του ποταμού. Στην Νέα Βύσσα υπάρχει λαογραφικό μουσείο, δημοτική βιβλιοθήκη, σιδηροδρομικός σταθμός, Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης με σύγχρονη υλικοτεχνική υποδομή ελέγχου της συνοριογραμμής με υψηλή τεχνολογία και κατηρτισμένο προσωπικό και έχει φανερή και διαρκή -την ισχυρής αποτρεπτικής δύναμης πυρός- την παρουσία του Ελληνικού Στρατού για την ασφάλεια των συνόρων της Ελλάδας. Επίσης, λειτουργούν το Α΄ Νηπιαγωγείο, το Α΄ Δημοτικό Σχολείο, το Α' Γυμνάσιο και το Α΄ Λύκειο .
Απογραφές
Οι απογραφές πληθυσμού μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο είναι:
Αθλητισμός
Η ομάδα βόλεϋ του Αθλητικού Ομίλου Νέας Βύσσας αγωνίζεται στην Α2 Εθνική κατηγορία γυναικών και η ομάδα ποδοσφαίρου του Μουσικογυμναστικού Συλλόγου Ακρίτας Νέας Βύσσας αγωνίζεται στην Α κατηγορία της ΕΠΣ Έβρου.
Λαογραφία
Στη Νέα Βύσσα ακούγονται τα παραδοσιακά κάλαντα Χριστουγέννων που ονομάζονται τεμπελέκια, από το τεμπελέκι, όπως λέγεται το ντέφι (ή νταχαρές) που τα συνοδεύει.
Εκκλησιαστική υπαγωγή
Η Νέα Βύσσα επίσης αποτελεί την έδρα της Αρχιερατικής περιφέρειας της Δημοτικής ενότητας Νεας Βύσσας της Ιεράς Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου στην οποία συμπεριλαμβάνονται όλα τα χωριά της Δημοτικής ενότητας Νέας Βύσσας. Ο πολιούχος της είναι ο Άγιος Γεώργιος στον οποίο και είναι αφιερωμένος ο κεντρικός ναός της πλατείας. Επίσης στην Νέα Βύσσα βρίσκεται και ο Ιερός Ναός Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (άνω Βύσσα). Ακόμη σε απόσταση περίπου 3 χιλιομέτρων από την κωμόπολη βρίσκεται και η Ιερά μονή της Αγίας Σκέπης και Αγίας Παρασκευής. Στις 9 Ιουνίου 2013 σε περίοπτη θέση της κωμόπολης και με πανοραμική θέα στην Αδριανούπολη εγκαινιάσθηκε το ναϊδριο του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου από τον Μητροπολίτη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ.κ. Δαμασκηνό, το οποίο είναι μετόχι της Ιεράς Μονής Αγίας Σκέπης και Αγίας Παρασκευής.