Πληροφορίες
Το Μητροπολιτικό Πάρκο «Αντώνης Τρίτσης» (επίσημη ονομασία: Μητροπολιτικό Πάρκο Περιβαλλοντικών και Εκπαιδευτικών Δραστηριοτήτων και Ανάπτυξης Κοινωνικής Οικονομίας «Αντώνης Τρίτσης»), γνωστό και ως Πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης «Αντώνης Τρίτσης», είναι δημόσιο οικολογικό πάρκο, το μεγαλύτερο της Αττικής, και βρίσκεται στα γεωγραφικά όρια των Δήμων Ιλίου και Αγίων Αναργύρων-Καματερού. Η τελική ονομασία του δόθηκε προς τιμήν του πρώην Δημάρχου Αθηναίων, Αντώνη Τρίτση.
Ιστορία
Υπόβαθρο
Την εποχή της απελευθέρωσης, πολλά τουρκικά κτήματα στην αττική επικράτεια πουλήθηκαν και περιήλθαν στην κατοχή εύπορων Ελλήνων και αλλοεθνών γαιοκτημόνων, εκ των οποίων ο γνωστότερος ήταν ο πλοιοκτήτης Ιωάννης Παπαθεοδώρου-Λεφάκης, με καταγωγή από την Άνδρο. Το κτήμα του Λεφάκη, έκτασης περίπου 300 στρεμμάτων, βρισκόταν στο σημείο που βρίσκεται σήμερα ο Πύργος Βασιλίσσης στο ομώνυμο κτήμα, στη λεγόμενη συνοικία Δραγουμάνου. Ο Λεφάκης, έπειτα από την επικύρωση των τίτλων ιδιοκτησίας, το πούλησε τον Μάιο του 1838 έναντι του ποσού των 10.000 δραχμών, στους Άγγλους Τζον Γουίλιαμς και Τζορτζ Μάιλς, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να επενδύσουν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Με δική τους εντολή, φυτεύτηκαν αμπέλια, οπωροφόρα δέντρα, δημιουργήθηκαν εγκαταστάσεις, διαμορφώθηκαν κήποι και καλλιεργήθηκαν τα αρόσιμα τμήματα. Το 1840, διαλύθηκε η συνιδιοκτησία και ο Μάιλς πούλησε το ποσοστό του στον Γουίλιαμς, ο οποίος προσέλαβε Μαλτέζους κηπουρούς και Μενιδιάτες γεωργούς για την φροντίδα των κτημάτων του, πριν τελικά εγκαταλείψει την Ελλάδα το 1848 και πουλήσει το κτήμα στον Δημήτριο Κοντάκη, στη τιμή των 10.370 δραχμών. Τον Σεπτέμβριο του 1848, το κτήμα Κοντάκη περιήλθε στην ιδιοκτησία των βασιλέων, οι οποίοι πολύ σύντομα προχώρησαν σε νέες αγορές, προκειμένου να το επεκτείνουν. Την περίοδο 1848 με 1861, η αυλή είχε συνάψει 47 νέες συμφωνίες αγοράς ακινήτων στην περιοχή, συνθέτοντας ένα ενιαίο κτήμα 2.500 στρεμμάτων. Η διαμόρφωση του κτήματος σε αγρόκτημα άρχισε αφότου έγινε η αγορά του πρώτου τμήματος και συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια. Στις εργασίες, βοήθησαν οι ανακτορικοί κηπουροί ο Φρειδερίκος Σμιτ και ο Φρανσουά Λουί Μπαρό, που είχαν επιμεληθεί και τον Βασιλικό Κήπο. Στο αγρόκτημα φυτεύτηκαν χιλιάδες οπωροφόρα δένδρα, εκ των οποίων οι ήταν 3.700 μουριές, 200 στρέμματα φιστικιές, 180 στρέμματα αμπέλια, 2.000 ελαιόδεντρα, ποικιλίες καλλωπιστικών φυτών από εξωτερικές χώρες. Μεγάλα τμήματα άρχισαν να καλλιεργούνται και σε αυτά παράχθηκε βαμβάκι, καλαμπόκι, τριφύλλι, βρώμη, βρίζα, πατάτες, κουκιά και φασόλια. Με την εποπτεία της Αμαλίας αγοράστηκαν 40 αγελάδες ράτσας από την Αγγλία, την Ελβετία και το Όλντενμπουργκ, πτηνά από τις Ινδίες και την Αφρική, πρόβατα μερινός, χοίροι, αραβικά άλογα. Επίσης, η βασίλισσα έφερε και καμηλοπαρδάλεις. Στις αρχικές εγκαταστάσεις έγιναν τροποποιήσεις και έτσι προστέθηκαν οικήματα εργατών, στάβλοι, υπόστεγα και αποθήκες. Για την ανάγκη της άρδευσης έγιναν γεωτρήσεις, ανοίχτηκαν νέα πηγάδια που υπάρχουν μέχρι σήμερα. Οι γεωτρήσεις έγιναν το 1856, υπό την επίβλεψη του Γάλλου υδρολόγου Μπερζό, μισθωμένος από γαλλική εταιρεία. Η ποσότητα του νερού βρέθηκε αρκούντως ικανοποιητική, όμως δεν είχε την απαιτούμενη δύναμη. Έγινε προμήθεια νέων αρότρων, καθώς και διαφόρων άλλων γεωργικών μηχανημάτων στους Έλληνες γεωργούς. Πολύ σύντομα, το κτήμα εξελίχθηκε σε ένα πρότυπο κέντρο γεωργίας και κτηνοτροφίας. Είναι εμφανής η πρόθεση της Αμαλίας να αναγκάσει τους κατοίκους των γύρω περιοχών να αφοσιωθούν στη γεωργία, τη σηροτροφία, την αμπελουργία και την κτηνοτροφία. Τα προϊόντα του αγροκτήματος ήταν ποικίλα και εξαίρετης ποιότητας. Πολλά από αυτά έλαβαν επαίνους σε εκθέσεις, ενώ άλλα βραβεύθηκαν. Κατά τα τέλη του 1856, το αγρόκτημα είχε σχεδόν ολοκληρώσει την αποπεράτωσή του. Παράλληλα, άρχισε και η κατασκευή της βασιλικής έπαυλης. Στη θέση ενός παλαιού πύργου, που υπήρχε στη μέση του κτήματος και χρησίμευε ως κατοικία των πρώην Άγγλων ιδιοκτητών, άρχισε να κατασκευάζεται ένας νέος, γοτθικού ρυθμού. Αρχιτέκτονας του πύργου ήταν ο Γάλλος Φρανσουά Λουί Φλοριμόντ Μπουλανζέ. Από την ύπαρξη αυτού του πύργου συνήθιζαν οι κάτοικοι να ονομάζουν και το κτήμα «Πύργο Βασιλίσσης». Οι εργασίες ανέγερσης της βασιλικής έπαυλης ολοκληρώθηκαν τον Αύγουστο του 1854, περίοδος κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν και τα εγκαίνια. Το βασιλικό ζεύγος, επηρεασμένο από τη Μεγάλη Ιδέα, στους έξι φυσικούς λοφίσκους που υπήρχαν στο αγρόκτημα, πρόσθεσαν έναν τεχνητό το 1857. Τους έδωσαν τα ονόματα αργοναυτών: Ιάσων, Πολυδεύκης, Κάστωρ, Θησέας, Ηρακλής, Ορφεύς, Πηλεύς και συνολικά στο κτήμα το όνομα «Επτάλοφος». Η απασχόληση εκατοντάδων εργατών στο αγρόκτημα, καθώς και η διαμονή αξιωματικών και επιστημόνων, γέννησε την ανάγκη ενός νέου οικισμού. Αυτός ήταν ο λόγος που στα τέλη του 1858 ιδρύθηκε ο γειτονικός οικισμός με το όνομα «Ίλιον Τρωάς» οργανωμένος με βάση το ρυμοτομικό σύστημα. Μετά την έξωση της βασιλικής οικογένειας, τα έργα ανάπτυξης στο αγρόκτημα Επτάλοφος και στον οικισμό του Ιλίου Τρώας σταμάτησαν. Με το ψήφισμα της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης της 3ης Ιουλίου του 1863, τα ανάκτορα και οι βασιλικοί κήποι κηρύχθηκαν εθνική ιδιοκτησία και η διαχείριση του κτήματος του Επτάλοφου ανατέθηκε στο Υπουργείο των Οικονομικών. Το 1864, το κτήμα δόθηκε για ενοικίαση στον Ηλία Παπαηλιόπουλο, σύζυγο της κυρίας επί των τιμών της Αμαλίας, Πηνελόπης Λιδωρίκη – Παπαηλιοπούλου. Το 1867, ο Όθωνας πέθανε και γι' αυτό το λόγο το 1870 το κτήμα αγοράζεται από τον βαρόνο Σίμωνα Σίνα. Οκτώ χρόνια αργότερα ο Πύργος Βασιλίσσης θα δοθεί στον Γεώργιο Παχύ. Η κόρη του Γεωργίου Παχύ, η Λαυρία, νυμφεύθηκε τον Φερνάνδο Σερπιέρη, γιο του Ιταλού μεταλλωρύχου και επιχειρηματία Ιωάννη Βαπτιστή Σερπιέρη, ο οποίος ήταν ο νονός της Λαυρίας και ιδιοκτήτης των μεταλλείων Λαυρίου. Μετά τον θάνατο του Παχύ, το κτήμα ήταν υπό την κατοχή του Σερπιέρη. Ο γιος των Παχύ και Σερπιέρη, ο Ιωάννης Βαπτιστής Τζόνι Σερπιέρης, που σπούδασε γεωπόνος στη Γαλλία, παντρεύτηκε την Ιουλία Βλαστού, συγγενή της Πηνελόπης Λιδωρίκη. Το ζεύγος αποφάσισε να επισκευάσει το κτήμα. Τον Ιούνιο του 1931, το ζεύγος δημιούργησε μία Ανώνυμη Εταιρεία, που είχε την επωνυμία «Αγροτική Εταιρεία Πύργου Βασιλίσσης Α.Ε.». Σκοπός της εταιρίας ήταν να αναδημιουργήσει το εγκαταλειμμένο κτήμα. Ο Πύργος Βασιλίσσης έγινε ξανά πρότυπος κτηνοτροφικός σταθμός, με χοιροστάσια, ποιμνιοστάσια, χοιροτροφεία, μελισσοκομεία, σηροτροφεία και ορνιθοτροφεία. Μετά την κατοχή της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα, στο αγρόκτημα εγκαταστάθηκε γερμανική φρουρά, ενώ κατά την Κατοχή, πολλοί κάτοικοι των γειτονικών περιοχών κατάφεραν να επιζήσουν εξαιτίας των οπωροφόρων δέντρων, που υπήρχαν στην περιοχή. Μετά το 1950 προέκυψαν νέα προβλήματα. Ζητήματα άρδευσης των καλλιεργειών, σε συνδυασμό με την οικιστική έκρηξη, οδήγησαν στη αλλοίωση του περιβάλλοντος της περιοχής και τη σμίκρυνση του πάρκου. Το κτήμα Πύργος Βασιλίσσης απώλεσε τον ενιαίο χαρακτήρα του. Το Δημόσιο παραχώρησε τις εκτάσεις του στο Ίδρυμα Αποκατάστασης Αναπήρων, στο Εθνικό Κέντρο Αποκατάστασης, στο Κέντρο Βρεφών Μητέρα, στο Κέντρο Προστασίας του Παιδιού Αττικής και στο Ίδρυμα Προστασίας και Αποκατάστασης Παίδων και Νέων με νοητική Υστέρηση "η Θεοτόκος".
Σημερινή εποχή
Το 1993 η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου παραχώρησε στον Οργανισμό Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Αθήνας (ΟΡΣΑ), έκταση 913 στρεμμάτων με αόριστη διάρκεια. Σκοπός της παραχώρησης ήταν η δημιουργία υπερτοπικού πόλου αναψυχής. Δέκα χρόνια μετά η ΚΕΔ, λαμβάνοντας υπόψη, ότι είχε ήδη συσταθεί ο Οργανισμός Διοίκησης και Διαχείρισης Πάρκου Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης Αντώνη Τρίτση (ΦΕΚ Α 172/2002), ανανέωσε την παραχώρηση της έκτασης των 913 στρεμμάτων στον Φορέα Διαχείρισης του Πάρκου.
Παραπομπές
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επίσημος ιστότοπος