Παναγία Γιάτρισσα (Αρτέμιδα)

Νομός: Αττικής - Δήμος: Σπάτων-Αρτέμιδος
Η τοποθεσία μας στον χάρτη

Πληροφορίες

Η Παναγία Γιάτρισσα είναι Ορθόδοξο Χριστιανικό μοναστήρι που βρίσκεται στη νότια Πελοπόννησο. Η Μονή είναι κτισμένη στην κορυφογραμμή του Ταϋγέτου, σε υψόμετρο 1000μ., κοντά στο δάσος της Βασιλικής του Ταϋγέτου και απέχει 5 χλμ. από την Καστάνια. Ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Μάνης και είναι αφιερωμένη στη Γένεση της Παναγίας, από την ομώνυμη εικόνα που υπάρχει στη Μονή, που γιορτάζεται στις 8 Σεπτεμβρίου. Στην πραγματικότητα έχει χτιστεί πάνω στα φυσικά σύνορα των νομών Λακωνίας και Μεσσηνίας, γι' αυτό διοικητικά υπάγεται και στους δύο νομούς. Το συγκρότημα της μονής περιλαμβάνει μια βυζαντινού ρυθμού εκκλησία και ένα μικρό αλλά γραφικό παρεκκλήσι. Ο περίβολος που εκτείνεται περιμετρικά του μοναστηριού προσφέρει στους επισκέπτες πανοραμική θέα της γύρω περιοχής. Η μονή έγινε ανδρική το 1977, αφού πρώτα, κατά το 1972, είχε ανακηρυχθεί σε ιερό προσκύνημα. Το μοναστήρι διατηρεί ελάχιστο προσωπικό ενός ή δύο κληρικών. Παρ 'όλα αυτά, είναι ανοιχτό τις περισσότερες μέρες και δέχεται επισκέπτες και τουρίστες, λειτουργίες διεξάγονται τακτικά ενώ ειδικές υπηρεσίες και επισκέψεις μπορούν να οργανωθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα επικοινωνώντας με το μοναστήρι.

Τοποθεσία

«Σέ μιά τού Ταϋγέτου κορυφή τό θρόνο της έστησε ή Παναγία ή Γιάτρισσα» - Κωστής Παλαμάς - Η Παναγία Γιάτρισσα βρίσκεται στην οροσειρά του Ταϋγέτου όπου εκτείνεται στη Μεσόγειο Θάλασσα και σχηματίζει τη νοτιότερη χερσόνησο της ηπειρωτικής Ελλάδας, επίσης γνωστή ως χερσόνησος της Μάνης, που καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο. Η χερσόνησος του Ταΰγετου κατοικήθηκε από τη Νεολιθική εποχή και οι αρχαιολογικοί χώροι της καταγράφουν χιλιετίες ανθρώπινης ιστορίας. Η περιοχή ήταν πυκνοκατοικημένη κατά καιρούς, περιζήτητη από πολλές αυτοκρατορίες και χρησίμευσε ως σταυροδρόμι για εισβολείς, επιδρομές και πειρατές. Το μοναστήρι βρίσκεται κοντά στο δάσος της Βασιλικής, 5 χλμ από το χωριό Καστάνια. Βρίσκεται σε μια κορυφογραμμή που εκτείνεται στις ανατολικές και δυτικές πλαγιές του Ταϋγέτου, με τον Λακωνικό κόλπο να φαίνεται ανατολικά και τον Μεσσηνιακό κόλπο δυτικά. Διοικητικά, η Παναγία Γιάτρισσα υπάγεται στους δύο πλούσιους στην ιστορία νομούς, τη Λακωνία και τη Μεσσηνία. Η Παναγία Γιάτρισσα βρίσκεται επίσης στο ευρωπαϊκό μονοπάτι πεζοπορίας E4, που περνάει νότια από τη Σπάρτη, διασχίζει τον Ταΰγετο και κατεβαίνει στη θάλασσα στο Γύθειο.

Ιστορικό της μονής

Η Μονή έχει ανεγερθεί στη θέση των ερειπίων αρχαίου ναού της Αθηνάς γιατρίσσης και ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει δομικά στοιχεία από τον αρχαίο ναό ενσωματωμένα στο εσωτερικό της. Η μετατροπή του ναού από ειδωλολατρικό σε χριστιανικό πραγματοποιήθηκε πιθανώς το 382 μ.Χ. Στα επόμενα χρόνια, πολλά κτίρια κτίστηκαν, αλλά τελικά εγκαταλείφθηκαν. Από τις πληροφορίες που έχουμε, αποκαταστάθηκε ως χριστιανικό μοναστήρι το 1683 και η εικόνα του είναι θαυματουργή.

Με την πάροδο των αιώνων, η κατάσταση του μοναστηριού έχει αλλάξει πολλές φορές με τους πολέμους, με αρρώστιες, και τήν κατάσταση της οικονομίας. Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου, η Μάνη έγινε κέντρο επαναστατικής δραστηριότητας που οδήγησε στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Σε μια προσπάθεια να ελέγξουν την περιοχή, οι Οθωμανοί δημιούργησαν νέες πόλεις και δημοσίευσαν μια βαριά φρουρά μέσα / γύρω από το Κάστρο της Βαρδούνιας, ακριβώς κάτω από την Παναγία Γιατρίσα. Πολλές μάχες διεξήχθησαν κοντά στο μοναστήρι, ιδιαίτερα στη μάχη της Καστάνιας το 1770 στους πύργους Βενετζανάκη. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η περιοχή γύρω από την Παναγία Γιάτρισσα ήταν το σπίτι πολλών μαχητών. Και στη συνέχεια φιλοξένησε τους αντάρτες κατά τη διάρκεια του Ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, το μοναστήρι ήταν σε κακή κατάσταση. Με πρωτοβουλία ντόπιων δωρητών, πραγματοποιήθηκε ο πλήρης επανασχεδιασμός και ανακαίνιση της μονής, ξεκινώντας στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Πραγματοποιήθηκαν σημαντικές αρχιτεκτονικές αλλαγές, με σκοπό να γίνει το μοναστήρι πιο όμορφο και λειτουργικό αλλά και ικανό να διαχειριστεί το μεγάλο αριθμό επισκεπτών που δέχεται. Αφιερωμένο στην «Παναγία τη Γιάτρισσα», το μοναστήρι γιορτάζει κάθε χρόνο στις 8 Σεπτεμβρίου, ημέρα κατά την οποία τιμάται η Γέννηση της Θεοτόκου. Την ημέρα της γιορτής, εκατοντάδες ή χιλιάδες προσκυνητές συγκεντρώνονται στο μοναστήρι, μεμονωμένα ή σε μεγάλες ομάδες, φτάνουν εκεί με αυτοκίνητο, λεωφορείο ή ακόμη και με τα πόδια. Το μοναστήρι διαθέτει χώρους φαγητού και διανυκτέρευσης για αρκετές δεκάδες επισκεπτών, αλλά οι υπόλοιποι είτε κατασκηνώνουν έξω είτε αναζητούν καταλύματα στη γύρω περιοχή.

Γέννηση της Παναγίας Γιάτρισσας

Η λεπτομερής ιστορία της Παναγίας Γιάτρισσας περιγράφηκε (ως εξής) το 1902 από τον ηγούμενο του μοναστηριού Σοφρόνιο Σαραντόπουλο, με βάση «πραγματικές πληροφορίες από πολλές πηγές και εξέταση της προφορικής παράδοσης. Διαπίστωσε ότι ένας θρησκευτικός χώρος υπήρχε σε διάφορες μορφές που χρονολογούνται από αιώνες έως καιρούς που οι Έλληνες πίστευαν στους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, και ότι το σημερινό μοναστήρι βρίσκεται όπου υπήρχε ένας Ναός της Αθηνάς. Ο ναός είχε πολλούς ιερείς που συντηρούσαν το ιερό και έναν βωμό για την εκτέλεση τελετών. Το έτος 382 μ.Χ., ένας ιερέας του ναού της Αθηνάς, ένας άντρας με το όνομα Βρασίδας, ταξίδεψε στην Πελοποννησιακή πόλη της Πάτρας και εισήχθη σε μια νέα μονοθεϊστική θρησκεία, τον Χριστιανισμό. (Αυτό συμπίπτει με το «Έγγραφο της Θεσσαλονίκης» εκδόθηκε το 380 μ.Χ., καθιστώντας τον Χριστιανισμό την κρατική θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.) Στην Πάτρα, ο Βρασίδας βαφτίστηκε και πήρε το χριστιανικό όνομα Βιτάλιος. Με την επιστροφή του στο Ναό της Αθηνάς, κήρυξε το Χριστιανισμό στους άλλους ιερείς, και τους έκανε Χριστιανούς. Η παράδοση δηλώνει ότι αυτοί οι άντρες στη συνέχεια διέδωσαν το Χριστιανισμό σε όλη την περιοχή της Λακωνίας. Ο Ναός της Αθηνάς μετατράπηκε σε μια εκκλησία αφιερωμένη στους «γέννηση της Θεοτόκου και αειπάρθενου Μαρίας». Στη συνέχεια, οι ιερείς έχτιζαν ένα συγκρότημα που αποτελείτο από διάφορα κτίρια, δημιουργώντας τελικά μια μικρή πόλη που εκτείνεται σε περίπου 200.000 τετραγωνικά μέτρα, που πιστοποιείται από τα απομεινάρια αρχαίων κατασκευών. Ωστόσο σημειώνει ότι η τυραννία του χρόνου και οι καταστροφικοί πόλεμοι άφησαν ελάχιστα απο αυτήν την περιόδου. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, η περιοχή παραμένει γνωστή ως «καλογερικό», που σημαίνει «ένας τόπος μοναχών». Από αυτήν την εποχή του Χριστιανισμού, γύρω στο 400 μ.Χ., έως τα τέλη του 1600, ένα μεγάλο κενό εμφανίζεται στην ιστορία της Σαραντοπούλου. Στην πραγματικότητα, είναι ευρέως γνωστό ότι αυτή η περιοχή της Λακωνίας, ιδίως η χερσόνησος της Μάνης, αντιστάθηκε θρησκευτικές μετατροπές για πολλούς αιώνες. Μια άλλη εκδοχή της ιστορίας είναι ότι ο άγιος Νίκων, «ο Νίκων ο μετανοούν», πέρασε από το μοναστικό συγκρότημα και έμπνευση εκεί τη θρησκία (γύρω στο 980 μ.Χ.). Στη συνέχεια συνέχισε ταξίδεψε την περιοχή της Μάνης, όπου έχτισε πολλές εκκλησίες. Από αυτά που ξέρουμε, το μοναστήρι ήταν εγκαταλειμμένο περίπου μέχρι το 160 μ.Χ.

Ο Σαραντόπουλος μας λέει το 1632 μ.Χ. την ιστορία ενός τοπικού άρχοντα από την πλούσια οικογένεια Ηλιαφέντη της Καστάνιας, ένα χωριό ακριβώς κάτω από τη Παναγία Γιατρίσσα:«Κατά δέ τό 1632 Κυριακούλης Ήλιαφέντης τις καλούμενος, έκ της φερωνύμου πλουσίας οίκοyενείας τών Ηλίαφεντέων έκ του χωρίου Καστάνιας του κειμένου ήμίσειαν ώραν Μ. A. της Γιατρίσσης μετά της συζύγου του Μαρίας, ήλικίας άμφότερο 56 έτών, άτεκνοι όντες και βαρέως φέροντες το της άτεκνίας όνειδος, συναπεφάσισαν, όπως άπομακρυνθώσι της κοινωνίας Καστάνιας και μονάσωσιν. Επί τώ σκοπώ τούτω ήγειραν Ναόν έπί των έρειπίων του άρχαίου Ναου έκ τών τήδε κάκείσε έρριμμένων μυλογκολίθων, ώς καί τήν μεγάλην γέφυραν Άρνας, και άφιέρωσαν είς αύτήν τήν πέριξ περιουσίαν των, έσκόπευον δέ, ϊνα τό έπιόν έτος οίκοδομήσωσι και κελλία έγκαθιστάμενοι έκεί. Αλλά παρ έλπίδα, ή στείρα σύζυγος Μαρία τίκτει υιov μεθ ' ενός έτους πάροδον άπό της οίκοδομής του ναού, τίκτει δέ και δεύτερον υίοv το άκολουθον έτος, έξ ων oι σήμερον Ηλιαφενταίοι ol άποτελούμενοι έκ των Πουλαίων, Άρφαναίων Λαγαίων, Λυτσαίων, Κυλαίων, Γαβριλαίων έν Καμηνίοις της Φάριδος, Σαρανταίων ή Μπαταραίων έν Ζελίνη Σπυριδαίων έν Στρουτζά, καί των έν Καλάμαις έγκατεστημένων πλουσίων Καριζοπούλων, έν οΐς διακρίνεται έπί μορφώσει και άρετή ό αϊδέσιμος έν Αθήναις ιερεύς Γεώργιος Πουλάκος. Ένταύθα βλέπομεν τήν πλουσίαν χάριν της Θεοτόκου Μαρίας έπί τής Παγκάλου ταύτης θέσεως, έξ ής δι άπιστων καί είδωλολατρών ώκονόμησε παραδόξως τήν διάδοσιν του Χριστιανισμού είς τάς χώρας της Λακωνίας. Καί έντεύθεν έξυπηρετήθησαν ύψιστα άγαθά καθ' όλην την άνθρωπότητα, διότι μορφωθείσης χριστιανικώς της έξ Οίτύλου οίκογενείας των Στεφανοπούλων, κλάδος τις αύτής μετοικήσας εις την νήσον της Μεσογ. θαλάσσης Κορσικήν, έδωκε τον μέγαν Ναπολέοντα.»Ο Σαραντόπουλος επίσης περιγράφει πολλά θαυματουργά γεγονότα που έχουν συμβεί σε σχέση με την Παναγία Γιατρίσσα.

Χωρισμένη Διοίκηση

«Η Εκκλησιαστική διοίκηση του Μοναστηριού της “Γιάτρισσας” είχε για πολλά χρόνια μία περίεργη ιδιομορφία, ένα ιδιότυπο καθεστώς, που εμπόδιζε πολύ την ανάπτυξη και πρόοδό του μοναστηριού: Την πνευματική εποπτεία και παρακολούθηση την είχαν οι δύο Μητροπόλεις, Σπάρτης και Γυθείου [...] Πάντως πρέπει να ομολογηθεί ότι η όλη κατάσταση της Μονής δεν ήταν καλή εξ αιτίας της πολυαρχίας στη διοίκησή της, που κατέληγε κυριολεκτικά στην αναρχία και στην αποκαρδιωτική αταξία. Τέλος [...] στο 1972 [...] Σαν Νομικό Πρόσωπο κατέστη ανεξάρτητο, αυτοτελές και αυτοδιοικούμενο Προσκύνημα, ώστε όλα τα έσοδα να περιέρχονται στο δικό του ταμείο, για την αξιοποίηση του ναού και των κελιών του.»

Ανάπλαση

Από το 1998 έως το 2008, το μοναστήρι υπέστη δραματικές βελτιώσεις. Η ιστορία του μετασχηματισμού παρουσιάζεται σε ένα πρόσφατα δημοσιευμένο βιβλίο [Αύγουστος 2020], από τον Βαγγέλη Αρφάνη, έναν σύγχρονο απόγονο του Κυριακούλη Ηλιάφεντη της Καστάνιας, και τον καταξιωμένο αρχιτέκτονα Δημήτρη Αυγουστίνο . Ο Β. Αρφάνης γράφει:

«Παρ’ όλο που μεταξύ 1960-1990 είχαν πραγματοποιηθεί από τον προηγούμενο Μητροπολίτη αρκετά και πολυέξοδα έργα, ήταν όμως άναρχης και κακής ποιότητας η δόμηση. Πραγματικά ήταν θλιβερή η κατάσταση. Από τις φωτογραφίες μπορεί ο καθένας να το συμπεράνει αυτό. Για δέκα μήνες τον χρόνο ο προαύλι- ος χώρος της εκκλησίας και τα δυτικά κελιά μετατρέπονταν σε στάβλο. Τα βόδια που έβοσκαν τριγύρω ελεύθερα έβρισκαν εκεί προστασία. ... Στα τέλη Οκτωβρίου του 1998 ανεβήκαμε στην Παναγία τη Γιάτρισσα ο Μητροπολίτης, ο Πατέρας Ανδρέας, ο Τάκης Μαραβέλιας και εγώ. Έγινε λειτουργία για την έναρξη του έργου και ευλόγησε εμένα και τον Τάκη. Μου ζήτησε να ξεκινήσουμε άμεσα. Του εξήγησα ότι έπρεπε να προηγηθούν πολλές δύσκολες και χρονοβόρες προεργασίες και ότι το έργο θα ξεκινούσε την άνοιξη του 2000. Είναι αλήθεια πως δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι αναλάμβανα ένα τεράστιο έργο που, όπως απεδείχθη και στην πορεία, ουσιαστικά ήμουν μόνος στην οργάνωση και υλοποίησή του. Για έξι χρόνια θα κοιμόμουν και θα ξυπνούσα με τη σκέψη μου στο έργο της Παναγίας. Τόσες πολλές δυσκολίες, τόσες πολλές στενοχώριες αλλά και ευτυχία μεγάλη καθώς έβλεπα να στεριώνει αυτό το έργο που απεδείχθη γιγαντιαίο.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου και αυτό συνέβη πολλές φορές, είχα παρατηρήσει, όταν όλα έδειχναν χαμένα, την τελευταία στιγμή σαν να επενέβαινε μια ανώτερη δύναμη, δινόταν λύση και μάλιστα η καλύτερη. Αυτό μου έδινε πίστη και κουράγιο για να συνεχίσω.» Η ανακαίνιση απαιτούσε τη συνεργασία πολλών ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων των διαχειριστών εκκλησιών, πολιτικών μηχανικών και των άλλων δωρητών. Τα υλικά έπρεπε να φορτωθούν από μεγάλες αποστάσεις, και νερό από πρόσφατα τοποθετημένο σωλήνα από ορεινές πηγές 6 χλμ. μακριά. Ευτυχώς, το υλικό της μεγαλύτερης ανάγκης, πέτρα, βρίσκεται σε μια κοντινή τοποθεσία στο βουνό πάνω από τη σύγχρονη Καστάνια, και κοντά στα ερείπια του Κάστρου της Καστάνιας του 13ου αιώνα.

«Το έργο ξεκίνησε στις αρχές Μαΐου 2000 με τη χάραξη των θεμελίων. Το άνοιγμα των θεμελίων, κυρίως στη δυτική πλευρά αλλά και τη νότια, ήταν πολύ δύσκολο και πολύ επικίνδυνο. Γινόταν σε κρημνώδη βράχια με την βοήθεια κομπρεσέρ πάντα και τα θεμέλια έπρεπε να είναι πολύ φαρδιά για να αντέξουν τα φορτία της επιχω- μάτωσης της μεγάλης εξωτερικής πλατείας. Κυρίως στη βορειοδυτική πλευρά του τείχους τα θεμέλια έφτασαν να είναι δύο μέτρα φάρδος με ενάμισι μέτρο λιθορριπή. Κυκλώπεια θεμελίωση. Πολύ επικίνδυνη και κοπιαστική δουλειά.» «Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς αναγκάζομαι να διακόψω τη συνεργασία μου με τον αρχιτέκτονα. Διαφωνούσα τελείως με τα σχέδιά του αλλά και με την όλη του συμπεριφορά. Έμεινα χωρίς αρχιτέκτονα, γεγονός που μου δημιούργησε μεγάλη αγωνία για την εξέλιξη του έργου. Έπρεπε να γίνουν καινούργια σχέδια και να προσαρμοστούν σύμφωνα με τις νέες μας απόψεις, δηλαδή να οργανώσουμε, να τροποποιήσουμε λειτουργικά και να επισκευάσουμε κατάλληλα τα υπάρχοντα κτίσματα. Απευθύνθηκα σε γνωστούς αρχιτέκτονες. Μόλις έβλεπαν τα τοπογραφικά και τις αποτυπώσεις, δεν δεχόντουσαν να το αναλάβουν, λόγω της άναρχης δόμησης της Μονής. » «Πέρασαν αρκετοί μήνες χωρίς να έχω λύσει το πρόβλημα, στη διάρκεια των οποίων με κατέτρεχε μεγάλη αγωνία, δεδομένου ότι και το έργο είχε ήδη αρχίσει. Γνώριζα μέσα μου ποιος ήταν ο αρχιτέκτονας που θα μπορούσε να φέρει εις πέρας το έργο. Και αυτός ήταν ο Δημήτρης Αυγουστίνος.» «Εδώ νιώθω την ανάγκη να παρουσιάσω την προσωπικότητα του Δημήτρη Αυγουστίνου: Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ζάκυνθο, όπου και τελείωσε το γυμνάσιο. Είναι από καλή οικογένεια. Ο πατέρας του γιατρός με μετεκπαίδευση στη Γερμανία. Ο ίδιος φοίτησε στην Αρχιτεκτονική σχολή του Αννόβερου στη Γερμανία, από όπου και αποφοίτησε με άριστα. Ήταν μάλιστα ο πρώτος ξένος φοιτητής που αποφοίτησε με άριστα από το πανεπιστήμιο του Αννόβερου.» «Στη διάρκεια των σπουδών του αλλά και μετά, μελέτησε σε βάθος το θεωρητικό και κτισμένο έργο ενός από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες του 20ου αιώνα, του Le Corbusier, που επηρέασε την αρχιτεκτονική του σκέψη. Τελειώνοντας τις σπουδές του στο Αννόβερο, πήγε στο Παρίσι και προσελήφθη σε ένα από τα μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά γραφεία της Ευρώπης, του Γεώργιου Καν- δύλη. Γρήγορα ανεδείχθη ως το βασικό του στέλεχος. Λίγο αργότερα εξελέγη καθηγητής της αρχιτεκτονικής σχολής του Πανεπιστημίου της Τουλούζης.» «Τώρα ήμαστε έτοιμοι για να ξεκινήσουμε τη δεύτερη φάση του έργου. Με αρχιτέκτονα τον Δημήτρη Αυγουστίνο, με πρωτομάστορα τον Μα- στρομπάμπη, με εργολάβο τον Ηλία Παππά και το ασκέρι του (πολλές φορές τριάντα άτομα), με τον Ανδρέα Κολοκοτρώνη, που είχε αναλάβει την εξόρυξη και μεταφορά της πέτρας και, όπως μου είπε ο ίδιος, τελικά μετέφε- ρε 780 αυτοκίνητα πέτρα (ένα βουνό πέτρα), και με τον Δήμο τον Παπαδάκο, που έσπαγε τα βράχια και τα τόσα άλλα. Η ομάδα τώρα «πετούσε». «Φέρτε μας να κτίσουμε πυραμίδες»!! » «Είχα την εντύπωση πως παρακολουθούσα (αλληγορικά) μια συμφωνική ορχήστρα. Με συνθέτη τον Αυγουστίνο, διευθυντή ορχήστρας τον Μαστρο- μπάμπη και μέλη της ορχήστρας όλους τους «μουσικούς» που συμμετείχαν στην εκτέλεση του έργου, που σκοπό είχε την δημιουργία ενός αρχιτεκτονικού μνημείου, «Το σπίτι της Παναγίας». Το έργο άρχισε τώρα να ορθώνεται σιγά σιγά επιβλητικό και στιβαρό. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μας επηρεάζει όλους. Έβλεπες τους μαστόρους, τους εργάτες και όλους που συμμετείχαν να διαισθάνονται ότι δημιουργούν κάτι πιο πάνω.» «Το 2002 εγκαταστάθηκε μονίμως στην Παναγία Γιάτρισσα ένας εξαίρετος νέος κληρικός, ο Πατέρας Χρυσόστομος. Η εκούσια τοποθέτηση και αφοσίωση του Πατέρα Χρυσόστομου στη Μονή, υπήρξε καθοριστική για τη λειτουργία και την προοπτική της εξέλιξής της. ... Νομίζω ήταν το 2004, όταν ο Πατέρας Χρυσόστομος μου ζήτησε όλα τα σχέδια της Μονής μαζί με τα τοπογραφικά και τις αποτυπώσεις. Αυτό με προβλημάτισε. Γιατί; Με τον καιρό το ξέχασα. ... Αρχές καλοκαιριού του 2007 επισκέφθηκα τη Μονή. Όταν πέρασα στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας, είδα ότι είχαν γίνει αρκετά έργα για τα οποία δεν γνώριζα τίποτα. Νόμιζα ότι άλλα είχαμε συμφωνήσει. Δεν το συζητήσαμε ποτέ με τον Δεσπότη, δεν είχε νόημα. Οι σχέσεις μας συνέχισαν να είναι εξαιρετικές.» «Προσωπικά, θέλω να αναφερθώ ιδιαίτερα στη μεγάλη εικόνα της Παναγίας, που βρίσκεται στο αριστερό κλίτος της Εκκλησίας ̇ «Η Παραμυθία των Τεθλιμμένων». Όταν πηγαίνω στη Γιάτρισσα στέκομαι μπροστά της αρκετή ώρα και τη θαυμάζω εκστατικός. Τη θεωρώ την καλύτερη εικόνα της Παναγίας από όσες έχω δει, όσον αφορά στην τεχνοτροπία της. Ηταν οικογενειακό κειμήλιο του Μητροπολίτη, που τη δώρισε στη μονή.» «Τελειώνοντας θέλω να ευχαριστήσω όλους τους συνταξιδιώτες μου, που συμμετείχαν και συνέδραμαν σε αυτό το δύσκολο αλλά και υπέροχο ταξίδι που κράτησε έξι χρόνια. Ήταν πραγματικά μια μικρή οδύσσεια, στην οποία απέφυγα να διηγηθώ μερικές ακραίες στιγμές, που οφείλονταν στο ανθρώπινο θυμικό.» «Αυτό που τελικά πάντα μένει είναι το έργο.»

Και να τώρα το καράβι της Παναγίας της Γιάτρισσας! Σε καινούργιο πέτρινο γερό και όμορφο σκαρί έτοιμο να συνεχίσει το ταξίδι του στις φουρτουνιασμένες και γαλήνιες θάλασσες του χρόνου. Και με ταξιδιώτες τις αλλεπάλληλες γενιές των ανθρώπων έχοντας πάντα πίστη και ελπίδα στη χάρη Της.

Φωτογραφίες

Σημειώσεις

Βιβλιογραφικές αναφορές

Περαιτέρω ανάγνωση

Παλαμάς, Κώστας, Άπαντα, 16ος τόμος, «Η Γιάτρισσα» σελ. 227–229, Εκδόσεις Μπίρις, Αθήνα 1972.

Εγγραφή στο Newsletter μας

Εγγραφείτε στο newsletter του mevrikes.gr και... τους βρήκατε!